(ΜΥΘΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ – Μέρος 6)
Για λόγους επιστημονικής ακριβολογίας και συνεπείας προς την αλήθεια (που υποστηρίζουμε και αναζητούμε), είναι πρέπον να δηλωθεί σαφώς και «ανελεήτως» ότι, το να αποδώσουμε αυτομάτως σε οποιοδήποτε …. λευκόν δέρμα μία σημαντικήν θετικήν διάκριση, βασιζόμενοι αποκλειστικώς και μόνον στην βιολογικήν κληρονομία, είναι μία αρκούντως παράλογος και ελειμματική αντίληψη, δεδομένου ότι σήμερον οι περισσότεροι λευκοί τείνουν να έχουν τον ίδιον τύπον εσωτερικής και εξωτερικής ζωής όπως τα μέλη των φυλών που ημπορούν να επισημανθούν συλλογικώς ως «Έγχρωμες » – Αυτό είναι μεν ένα θλιβερόν γεγονός της τρεχούσης εποχής, αλλ΄όμως είναι γεγονός.1 Χωρίς να κατανοούμε την ορθότητα, την αξιοπιστίαν και την αναγκαιότητα των φυσικών, ιστορικών και πολιτισμικών διαφορών, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν τα πραγματικά βάθη της εννοίας οπίσω από την συχνότατα χρησιμοποιηθείσα στρεβλώς λέξη «Άριος».
Η αληθής προέλευση αυτής της λέξεως και των συγγενικών της φαίνεται να περιβάλλεται από την ομίχλην της προϊστορίας. Τις βλέπουμε να χρησιμοποιούνται σε ελαφρώς διαφορετικές μορφές ως ενδώνυμα στην ινδικήν και ιρανικήν λογοτεχνίαν.2 Λόγω αυτού, οι «λόγιοι», οι «μελετητές» και «εμπειρογνώμονες» της εποχής μας θέλουν να ισχυρίζονται ότι αυτή η λέξη ήταν απλώς ένα εθνώνυμον- μερικοί μάλιστα φθάνουν να ισχυρισθούν ότι εχρησιμοποιήθη με τον ίδιον τρόπον που χρησιμοποιούνται οι εθνοτικοί προσδιοριστές, οι παράμετροι εθνοτικής περιγραφής στην σημερινήν Ευρώπη: Δηλαδή, ακριβώς όπως αυτές τις μέρες ο καθείς δύναται να θεωρείται Γάλλος, δεδομένου ότι …. κατοικεί στην Γαλλίαν και ομιλεί σχετικώς την γαλλικήν.
Ωστόσον, αυτά τα ίδια τα τμήματα της λογοτεχνίας καθιστούν απολύτως σαφές ότι αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε είναι κάτι περισσότερον από ένα ζήτημα υπηκοότητος και εθνικότητος, κάτι περισσότερον του ζητήματος υπαγωγής σε ένα συγκεκριμένο κράτος ή ακόμα και του ζητήματος μιάς καθαρώς βιολογικής κληρονομικότητος. Συχνά βλέπουμε ότι ο Άριοι έρχονται σε αντίθεση με τους μη – Αρίους : Ανθρώπους μιάς κατωτέρας φύσεως, που είναι χυδαίοι, ασυνείδητοι, συγκρίσιμοι με τους δαίμονες, εκ φύσεως ανήκοντες στην κατωτέρα κάστα των «Σκοτεινών» και αμαθών «Σούντρας», κλπ. 3 Επί παραδείγματι, στο «Θείον Άσμα» (Μπάγκαβατ Γκίτα) του Ινδουισμού, ο Κρίσνα – η εκδήλωση του ιδίου του «Απολύτου Ενός»– επιπλήττει τον Ξατρίξια Αρτζούνα, επειδή δεν συμμετέχει στην καταπολέμηση των δυνάμεων του σκότους, ως εξής: «Από που προέρχεται αυτή η εμβροντησία που σε κατέλαβεν αυτήν την αποφασιστικήν ώραν; Είναι από την μη Αρία φύση: δεν οδηγεί σε υψηλότερες σφαίρες, αλλά στην κακοφημίαν, Αρτζούνα! Μην υποκύψεις στην ανικανότητα, υιέ της Πρίτα! Υπέρβηθι μιαν τέτοιαν ανάξιόν σου, ασήμαντον αδυναμίαν της καρδίας και εγέρθητι, κατακτητής του εχθρού!» 4 Με την προαναφερομένην λογικήν του ηνιόχου αρματηλάτη θεού Κρίσνα, εάν η μη Αρία φύση δεν οδηγεί σε υψηλότερες σφαίρες, ημπορούμε να συμπεράνουμε ότι αντιθέτως η Αρία φύση το πράττει.
Είναι ενδιαφέρον ότι, σε ένα άλλον Ινδοευρωπαϊκόν έπος, στην προγονικήν μας Ιλιάδα, συναντούμε επίσης την σημασίαν της αρετής και του αγώνος κατά του εχθρού, σηματοδοτουμένην από μιαν λέξη, η ρίζα «–αρ» της οποίας είναι εντόνως παρομοία με εκείνην της λέξεως «άριος» : Είναι η ιδία η λέξη «αρετή», μεταφραζομένη συνήθως ως «αριστεία», «γενναιότης»,«αγνότης».5 Αρ-ετή, εκ του ρήματος αραρίσκω = προικισμένος ων, τοποθετώ και συναρμόζω τα πάντα συνενώνων αυτά καλώς, τα θέτω εν πλήρει τάξη. Μια άλλη ελληνική λέξη με σχετικήν ρίζαν είναι ο άριστος (ο κάλλιστος, ο ευγενέστατος), το υπερθετικόν του αγαθός (καλός).6 Βλέπουμε το ίδιον επιφατικόν πρόθεμα «αρι-» στο όνομα Αριάδνη, αναλυόμενον ως «αρι-» (πολύ, πλείστον) και «αδνός» (άγιος, αγνός, καθαρός), δηλαδή Αριάδνη = Πάναγνος.
Εδώ, πρέπει να εισαγάγουμε μιαν μεταφυσικήν διάκριση – γνωστήν ακόμη και στον άνθρωπον της Αρχαιότητος – διάκριση που θα μας βοηθήσει στην ορθήν ερμηνείαν της λέξεως που ερευνούμε: Την διαφοράν μεταξύ του «άρρενος/αρσενικού» και του «ανδρείου». Ο πρώτος όρος είναι ένα απλούν βιολογικόν χαρακτηριστικόν που μοιράζονται οι άνδρες και τα ζώα, ενώ ο δεύτερος είναι το αποκλειστικόν επίθετον εκείνων που υπερβαίνουν την ζωήν και εισέρχονται στις πύλες της «υπερζωής», μαχόμενοι και νικώντες ή πίπτοντες κατά την μάχη. Βλέπουμε την ιδίαν ρίζαν να εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες : Λατινική vir, εκ του οποίου Virtus. Παλαιά Σκανδιναβική Virr, εκ του οποίου Warr-ior = πολεμιστής. Σανσκριτική Βίρυα και Ελληνική ἡρως, κλπ. Αυτή η τελευταία λέξη, «ήρως», είναι εκείνη που ημπορεί να μας εξυπηρετήσει καλύτερον στην κατανόηση αυτής της διακρίσεως, ιδιαιτέρως μέσω μιας μοναδικής πτυχής της απόψεως του Ησιόδου Περί των Κοσμικών Εποχών του ανθρώπου. Στην συνήθη τετραπλήν διαίρεση που παρατηρείται σε πολλές ινδοευρωπαϊκές παραδόσεις («χρυσή, αργυρά, χαλκίνη, σιδηρά» εποχή κλπ.)7 ο Ησίοδος μεταξύ τρίτης και τετάρτης εποχής παρεμβάλλει και μίαν πέμπτην εποχήν : την Εποχήν των Ηρώων, γέμουσα από μίαν φυλήν περιγραφομένην ως «ευγενεστέρα και δικαιοτέρα, μίαν θεοειδή φυλήν ηρωικών ανθρώπων καλουμένων ημιθέων». Ενώ μερικοί από αυτούς τους ήρωες έπεσαν στην μάχη, άλλοι έλαβαν «ζωήν και διαμονήν μακράν των ανθρώπων» στα «πέρατα του κόσμου» όπου «ζουν ανέγγιχτοι από την θλίψη στις Νήσους των Μακάρων» .8
Εδώ, ο ίδιος ο χρόνος χρησιμοποιείται ως σύμβολον: Οι άνδρες της Εποχής των Ηρώων είναι εκείνοι που δεν ανήκουν στην Κάλι Γιούγκα (δηλαδή στην Εποχήν του Σιδήρου, στην Σκοτεινήν Εποχή) και εξακολουθούν να κατέχουν την μνήμην της πραγματικότητος ενός άλλου κόσμου ως «οίκου τους» – ως έναν τόπον που περιμένει να επανακατακτηθεί. Οι μυθικές πράξεις της αλώσεως της Τροίας, η επιστροφή του Οδυσσέως στην Ιθάκην,9 η εξόντωση του Μινωταύρου που κρύπτεται στο μέσον του λαβυρίνθου και η απόκτηση της Αριάδνης από τον Θησέα, η σφοδρά μάχη της Κουρουξέτρα στο «Θείον Άσμα» – Μπάγκαβατ Γκίτα, κλπ. πρέπει να κατανοηθούν κυρίως «υπό την εσωτέραν μορφήν» τους (sub specie interioritatis), ως δρώμενα συμβαίνοντα εντός του εαυτού ενός εκάστου.
Οποτεδήποτε κάποιος συναντά μυθολογικές τοποθεσίες διαχωρισθείσες από τον έξω κόσμον, όπως όρη ή νήσους, πρέπει να είναι πάντα υποψιασμένος ότι, πιθανόν να ασχολείται πράγματι με το σύμβολον μιας οντολογικής καταστάσεως – με τον τόπον που περιμένει να ανακατακτηθεί. Όταν ομιλούμε για την μεταφυσικήν και την αυτοπραγμάτωση, ελκύεται κανείς εγγενώς να χρησιμοποιήσει τα σύμβολα: Η πράξη της μεταφυσικής αυτο-πραγματώσεως και των καταστάσεων που ανοίγει είναι ανέκφραστες με λέξεις. Οι «Νήσοι των Μακάρων», όπου οι ήρωες «ζουν ανέγγιχτοι από την θλίψη», δεν είναι παρά ένα σύμβολον από τα πολλά, τα οποία ευρίσκονται σε ολόκληρον τον κόσμο και αντιπροσωπεύουν την ιδία μεταφυσικήν κατάσταση: Η Υπερβορεία, η γη του φωτεινού ηλιακού θεού Απόλλωνος, κειμένη πέραν από την θεμελιώδη απόλυτον κατεύθυνση την ισοδυναμούσα με την νύκτα, η γη του αμεταβλήτου πόλου γύρω από τον οποίον περιστρέφονται τα πάντα, λουόμενα από αιωνίαν ηλιοφάνειαν. Τα τέσσαρα ιερά όρη της ταοϊστικής μυθολογίας όπου ευρίσκονται οι Αθάνατοι και η «Άριαναμ βάετζα» (Airyanəm vaējah), η «Γενέτειρα των Αρίων» της Αβέστα παριστούν άφθαρτα σύμβολα του Απολύτου.
Η κατάσταση της Νιμπάνα (Nibbāna) στην Πάλι ή Νιρβάνα (Nirvāna) στην Σανσκριτική, η περιλαμβανόμενη εντός των διδασκαλιών του Βούδα, δεν είναι τίποτα διαφορετικόν. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση είναι ότι, η Nibbāna αφορά σε έναν τόπον όπου κάποιος πηγαίνει μετά το θάνατον-κάτι παρόμοιον με τον Παράδεισον των αβρααμικών θρησκειών-ή απλώς μια κατάσταση πλήρους διασποράς, ολοσχερούς διασκορπισμού της υπάρξεως, μια ιδιότυπος μαζοχιστική φυγή στην ανυπαρξίαν από τους δειλούς.10 : Η Νιρβάνα είναι μια ζώσα πραγματικότης, η οποία επιτυγχάνεται από τους πράγματι διακεκριμένους σε όλην την ιστορίαν – από την «Φυλήν των Ηρώων» του Ησιόδου – ακόμη και σήμερον καλούσα τους ολίγους εκλεκτούς.
Στο πόνημά του «Το Δόγμα της Αφυπνίσεως», ο Ιούλιος Έβολα καταλήγει: «Στα κείμενα του Κανόνος οι Άριοι είναι οι Αφυπνισμένοι, εκείνοι που έχουν επιτύχει απελευθέρωση και εκείνοι που ενούνται μαζί τους από τότε που κατανοούν, αποδέχονται και ακολουθούν το Άριον Δόγμα της Αφυπνίσεως». Άριος είναι κάποιος που έχει φθάσει στην κατάσταση του απολύτου-Nirvana-ή που φέρει μέσα στον εαυτόν του την δυνατότητα να φθάσει σε αυτήν την κατάσταση, αφού η μνήμη του ζει εντός του και έχει ήδη προχωρήσει στην ατραπόν της αυτοπραγματώσεως. Ο ίδιος ο Βούδας περιγράφει τα τέσσερα επίπεδα του Αρίου: ο εισερχόμενος στο ρεύμα, ο άπαξ επιστρέφων, ο μη επιστρέφων, ο αφυπνισθείς. Όσοι δεν έχουν πατήσει στην ατραπόν δεν ημπορούν να ονομάζονται Άριοι, ανεξαρτήτως της βιολογικής κληρονομίας τους.
Βλέπουμε μια παρομοίαν ιδέαν στους Ινδικούς «Νόμους του Μανού»: Ενώ οι τρεις ανώτερες κάστες – οι Βραχμάνες/Ιερείς, οι Ξατρίγιας/Πολεμιστές και οι Βαΐσγιας/Παραγωγοί–αναγνωρίζονται γενικώς (δηλαδή και βιολογικώς) ως Άριοι, βλέπουμε μιαν απαίτηση ώστε κάποιος να θεωρηθεί αληθώς Άριος : να υποβληθεί στην τελετήν της «Μυήσεως» – «Ουπαναγιάνα» η οποία τον εισάγει στην μελέτην των Βεδικών δογμάτων. Εκείνοι που το πράττουν, καθίστανται γνωστοί ως «ντβίτζα» («dvīja»), ήτοι «δίς γεννηθέντες»: Eγεννήθησαν κάποτε φυσικώς, αλλά οι μελέτες των Βεδών τους έδωσαν μιαν νέαν, «δευτέραν ζωήν» μέσω της αναγεννήσεως. Λέγεται ότι όσοι δεν έχουν υποβληθεί σε αυτήν την τελετήν θα πρέπει να θεωρούνται ως κατώτεροι, σκοτεινοί και αδαείς «σούντρας», ανεξαρτήτως από τις κληρονομικές κάστες τους.
Αυτή η τελετή και οι αντίστοιχες απόψεις πρέπει να θεωρηθούν ως παλινδρόμηση και αντανάκλαση της αληθούς πνευματικής Μυήσεως – γραφομένης με κεφαλαίον το πρώτον γράμμα. Αυτή η λέξη προέρχεται από το ρήμα μυέω ήτοι «εισάγω». Η ανάλογος λατινική initiō, σημαίνει «εκκινείν». Για να εισαγάγετε κάποιον στις σφαίρες πέραν από την γην των καθευδόντων, πρέπει να εκκινήσετε την νέαν πορείαν του. Είναι επιβεβλημένο να τονισθεί ότι αυτό δεν σημαίνει απλώς μιαν εισαγωγήν σε κείμενα και τεχνικές (δηλαδή κάτι που περιορίζεται στην ορθολογικήν σφαίραν): Αυτό για το οποίον ομιλούμε εδώ είναι η μεταφορά μιας πνευματικής επιρροής, όπως μια φλοξ που ανάπτει μιαν νέαν φλόγα – διότι κάποιος έχει μιαν βαθείαν εμπειρίαν, την αρχήν της αφυπνίσεως. Για τον μυούμενον, η Μύηση σηματοδοτεί ένα σημείον διακοπής στην ζωή του: αυτή η σχάση, η διαίρεση του παλαιού και του νέου εαυτού, συμβαίνει οργανικώς, εγγενώς από την φύση της εμπειρίας.
Οι πρόγονοι όλων των μεγάλων πολιτισμών στην ιστορία εδημιουργήθησαν από και γύρω από αυτούς τους ολίγους ανωτέρους ανθρώπους, τους «αφυπνιστές» . Η παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο από αυτήν την υπερανθρωπίνην, υπερβατικήν γνώση και τον αντίστοιχον τρόπον υπάρξεως. Ημπορούν να χαρακτηρισθούν ως παραδοσιακοί αυτοί οι υλικοτεχνικοί και ηθικοπνευματικοί πολιτισμοί, οι οποίοι, μέσω αυτών των αρχών, που οργανούνται από της κορυφής έως του πυθμένος τους, κατευθύνονται «προς τα άνω», συμμετέχουν στην Παράδοση – που αναφέρεται ως Ντάρμα στην Ινδία, Ταό στην Κίνα, Pietas στην Ρώμη και Ευσέβεια στην Ελλάδα.
Πιστεύουμε ότι έχουμε αποδείξει επαρκώς το ανεδαφικόν και την αναποτελεσματικότητα αναζητήσεως της προελεύσεως της λέξεως «Άριος» – «Ariya» και των συγγενών της σε έννοιες όπως «συγγενής» ή «ελεύθερος πολίτης», όπως στην τρέχουσα περίοδο υιοθετείται από τον ακαδημαϊκόν κόσμον – για γνωστούς λόγους, οι «μελετητές» και οι «εμπειρογνώμονες » τείνουν προς τις πλέον βασικές και κοινότυπες ετυμολογίες όταν πρόκειται για λέξεις αυτού του είδους. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι εάν η λέξη «Ariya» και οι συγγενείς της χρησιμοποιηθούν ποτέ με μιαν απλήν εθνοτικήν (δηλαδή βιολογικήν) ή πολιτικήν έννοιαν, αυτή η χρησιμοποίησή τους πρέπει να γίνει κατανοητή μόνον ως αποτέλεσμα μιας (σκοπίμου – δολίας ή ανοήτου – ημιμαθούς) παλινδρομήσεως. Για άλλη μια φορά επισημαίνεται πως η αρχική έννοια ήταν ταυτοχρόνως «πνευματική, αριστοκρατική και φυλετική».
Ως καταληκτικήν σκέψη, πρέπει εδώ να αναφέρουμε μιαν ενδιαφέρουσαν θεωρίαν την οποίαν συνηντήσαμεν: δηλώνει ότι η λέξη «ariya» πρέπει να αναλυθεί ως συνδυασμός ενός προθέματος κατευθύνσεως «a-», μιας «λεκτικής ρίζης» «ri-» και ενός επιθετικού επιθέματος «-ya ». Το πρώτο στοιχείον είναι συγγενικόν με το λατινικόν «α-», μια παραλλαγή του «ad-» (προς, μέχρι, κλπ.). Το δεύτερον στοιχείον είναι συγγενικόν με τη ρίζα της αγγλικής «rise» – «άνοδος» και με την ρίζα του σανσκριτικού «ṛ» που ευρέθη στο «ṛṇóti» (βαίνειν, κινείσθαι, εγείρεσθαι, τείνειν άνω). Το τρίτον στοιχείον είναι συγγενικόν με το Σανσκριτικόν επίθεμα «-ya», το Λιθουανικόν «-ias» και «-jas», το Λατινικόν «-ius», το Ελληνικόν «-ιος», το Παλαιοσκανδιναβικόν «-ir». Έτσι, η αυθεντική έννοια είναι το «το αναδυθέν», «το εξαιρετικόν». Η ομοιότης τόσο σε μορφήν όσον και σε νόημα με την αγγλικήν λέξη «ανεγερθέν» – «arisen» είναι βεβαίως αξιοσημείωτος και σημαντική. Συγκρίνατε παρομοίως με το λατινικόν orior-εγείρομαι και τους αποτόκους του όρους ortus-γέννηση/ανάδυση, oriens-ανατολή, καθώς και το ελληνικόν ορνύω και όρνυμι κλπ. Πράγματι, στην Διδασκαλίαν της Αφυπνίσεως (εγκολπωθείσα από τον «Σκαυαμούνι», τον Σιντάρτα – σοφόν των Σακών) όπου η αρχική έννοια της λέξεως Άριος, έννοια πνευματική, αριστοκρατική και φυλετική, εφωτίσθη για άλλη μια φορά.
Όπως εδηλώσαμεν ανωτέρω, μια τέτοια θεωρία θα αποκληθεί «ερασιτεχνική» και «αβάσιμος» από τους «εμπειρογνώμονες» της εποχής μας. Δεν μας ενοχλεί. Για εμάς, είναι οι «αλήθειες» τους που φαίνονται μικροσκοπικές, παιδαριώδεις και γελοίες. Εκτός αυτού, ανεξαρτήτως του εάν η θεωρία που μόλις ανεφέρθη είναι πράγματι αληθής ή όχι, ημπορεί να χρησιμεύσει ως μυθολογική ετυμολογία 11 – εντελώς συνεπής από την άποψη της μεταφυσικής – παρομοία με το λογοπαίγνιον που χρησιμοποιείται από πολλούς μεμυμένους, από τον Cesare della Riviera έως τον Fulcanelli.12
Ως επίμετρον του παρόντος άρθρου απεφάσισα να χρησιμοποιήσω ελάχιστα καταληκτικά εδάφια από το δοκίμιον «Στα ίχνη των Αρίων», που μετέφρασεν ο αείμνηστος Ανδρέας Δενδρινός και εξέδωσαν το 1980 οι εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις». Το μεταφραστικόν πόνημα του Εθνικιστή λογίου και διδασκάλου (που είχα την τιμη και χαρά να γνωρίσω) υπήρξε μικρόν αλλά σπουδαίον. Αφορά στο όγδοον κεφάλαιον («Οι Ινδοευρωπαίοι») του πολυτίμου βιβλίου του Γάλλου πολυμαθούς ανθρωπολόγου, ιστορικού, γλωσσολόγου, παλαιογράφου, βιβλιοθηκονόμου και συγγραφέως Αντρέ Λεφέβρ (André Lefèvre, 1834 -1904) «Οι φυλές και οι γλώσσες» («Les races et les langues», Παρίσιοι, εκδόσεις Felix Mardochée Alcan, 1893) [Σημειούται ότι ο Λεφέβρ μετέφρασεν το φιλοσοφικόν έργον του Λουκρητίου. Επίσης, υπήρξεν ένθερμος σοσιαλιστής και πρωτοπόρος εκπρόσωπος του επιστημονικού κινήματος αθέων και υλιστών στοχαστών, «Ελευθέρα Σκέψη», ομού με τον ανθρωπολόγον, ιατρόν και φαρμακοποιόν Ωγκύστ Κουντερώ (Auguste Coudereau, 1832 -1882) και τον νομικόν Λουί Ασελίν (Louis Asseline, 1829 – 1878)].
Ο αείμνηστος ευπατρίδης Δενδρινός είχε χαρακτηρίσει το κείμενον του Λεφέβρ: …. «περίκαλλον ωδήν» πρός το πνεύμα των Αρίων, …. προερχομένη από έναν επιστήμονα του περασμένου αιώνος, που δεν μπορεί να κατηγορηθή – λόγω χρόνου! – με τις γνωστές χιλιομασσημένες και χιλιοπατημένες καραμέλλες του αγελαίου και δουλικού πεζοδρομίου, ….! (Το παραθέτω ακολούθως με τον τονισμόν και την ορθογραφίαν του):
“Ποιό όνομα πρέπει τώρα να δοθή σ’ αυτό το σύνολο των αμέσων προγόνων τόσων φυλών διαφορετικών, αλλά της ιδίας δομής, γλώσσας, δοξασιών και καλλιέργειας; Υπάρχει ένα, που εναντίον όλων των αντιξοοτήτων, επεβλήθηκε από την στιγμή που δεν προϋποθέτει εθνογραφική ενότητα (η οποία δημιουργούσε ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις). Είναι αυτό που ο Δαρείος έδινε στον εαυτό του, «Άριος, γιος Αρίου», αυτό που διεκδικούν οι Βραχμάνοι και το λατρεύουν στην μορφή του θεού Αριμάν. Είναι βέβαιον ότι και οι άλλοι λαοί, όσοι δεν το είχαν υιοθετήσει, το χρησιμοποίησαν γιατί το γνώριζαν. Τι είναι ο Αρης, ο Αρείων, ο Άριστος, η Άρτεμις, η Αρετή δηλαδή ο «δυνατος», ο «καλύτερος», η «εντιμοτάτη», η «αρετή» στους Έλληνες; Τι είναι ό «Αρίο-βίστ» «στους Γερμανούς»; Τι άλλο παρά η διπλή χρήσις σε μεγάλες έννοιες του ονόματος που φέρουν οι μυθικές ηρωϊκές προσωπικότητες της Ινδίας και της Περσίας και σε τελική ανάλυσι, του ονόματος των κοινών προγόνων και του κοινού «λίκνου»; Η αρχική έννοια της λέξεως «Άρι» είναι πολύπλευρη. Στους αρχεγόνους Αρίους είναι ο «ευγενής» και ο «πασίγνωστος». Σημαίνει όμως και «ταξειδιώτης» και «καλλιεργητής»
Η τελευταία αυτη ερμηνεία («καλλιεργητης») είναι γενικευμένη: Λατινική: αράρε, αράτρουμ, αράτιο – Ελληνική: άροτρον, άροσις, άρδευσι – Λιθουανική: άρτι, άρκλας – Σλαβική: άρατι, όραντλο – Γοτθική: άργιαν – Αγγλοσαξωνική: ήργιαν – Αγγλική: ήαρ – Ιρλανδική: αρ – Κορνική: άρανταρ – Γαλατική: άραντ. Υπάρχουν και αναλογα αρχέγονα ονόματα της έννοιας της γής: Στην Ελληνική «ήρα» στην Σανσκριτική «ίρα» στην Γερμανική «έρτε» – «έόρτε», στην Αγγλική «έρθ», στην Γαελική «ίρε» – «ίριονν»…
Σε κάθε περίπτωσι πάντως, το όνομα «Αριο-Ευρωπαίοι» είναι ακριβέστερο και ορθότερο από το όνομα «Ινδοευρωπαίοι» και η χρήσις της ονομασίας «Άρια» (Άριοι και Άριες) είναι η ορθότερη γιά τον χαρακτηρισμό των Αρίων Εθνών και Γλωσσών.
Προλαμβάνω ένα αρνητικό καταλογισμό που θα μου γίνη πιθανώς: «Στην Σημιτική έννοια της Ιστορίας υποκαθιστάτε μιά έννοια Άρια, Αριόφιλη, Αριομανή. Εκθρονίζετε τον παλαιό «έκλεκτο» λαό γιά να προωθήσετε μιά άλλη «εκλεκτή» «ομάδα» – Ναι και όχι. Δεν διαγράφω τίποτα από την Ιστορία. Δεν αποδίδω τίποτα περισσότερο στους Αρίους απ’ όσα τους αποδίδει ή γλωσσολογία. Άρχισαν όπως και οι άλλοι από την αγριότητα, αλλά, ερχόμενοι τελευταίοι (μετά τους Σημίτες) με μιά γλώσσα και μιά εύφυία ανώτερες ήδη, επωφελήθηκαν γρήγορα των εφευρέσων και των έργων των προκατόοχων τους, εξηντλημένων πλέον. Οι Αιγύπτιοι, οι Χαλδαίοι, οι Σημίτες στην Πρόσω Ασία, οι Κινέζοι στην Άπω Ασία, είχαν φθάσει σ’ ένα επίπεδο το οποίον οι Άριοι υπερέβησαν ως προς τους θεσμούς, την τέχνη και την έκφρασι της σκέψεως.
Από τρεις χιλιάδες χρόνια, η διεύθυνσις του Κόσμου έχει περιέλθει στους Άρίους και παρά τις παρακμές κατά περιόδους, τις αραβικές, μογγολικές ή τουρκικές εισβολές, κράτησαν τον Πυρσό, τον έφεραν στην Αμερική, στην Αυστραλία και επιστρέφοντας στο Λίκνο τους από ξηράς και θαλάσσης, φέρνουν το φώς τους ως την Μαύρη Αφρική και ως το Ανατολικό Λυκόφως.
Μιά νέα έννοια της Ιστορίας
Συγκρίνετε την ασυναρτησία και την ψεύτικη δομή της Ιστορίας την οποιαν ο Μποσσυέ έπνιξε μέσα στα κύματα της ευγλωττίας του, την Ιστορία που στηρίζεται στην Εβραϊκή Βίβλο, ανασυντεθημένη τον 5° αιώνα, στις κατοπιν εορτής προφητείες των Δανιήλ και άλλων, συγκρίνετέ την με τις πραγματικότητες τις οφθαλμοφανείς που αποκαλύφθηκαν μέ την ανακάλυψι του Ινδοευρωπαϊκού Σώματος. Δήτε πώς διαφωτίζονται και ταξινομούνται οι κινήσεις των λαών. Ενώ από τους ανατολικούς πρόποδες των ασιατικών οροπεδίων οι πρόγονοι των Κινέζων, κατεβαίνοντας τους ποταμούς τους, τον Γαλάζιο και τον Κίτρινο, πολλάπλασιάζονται μέσα στην απέραντη αυτοκρατορία τους, απομονωμένοι, άχρηστοι και άγνωστοι, δύο μεγάλα κέντρα πολιτισμού εμφανίζονται στις όχθες του Νείλου και του Εύφράτου. Χωρισμένοι από αύτους τους Αίγυπτο-Σημίτες από τα Ιμαλάϋα, οι φυλές – βαθμιαία μεγαλύτερες και περισσότερες – Λευκών Ανθρώπων, ημικτηνοτρόφων, ημικαλλιεργητών, πολεμιστών, μονογάμων και λατρευόντων τον Ουρανό, απομακρύνονται βαθμιαία από την κοινή τους πατρίδα, υπό την πίεσι των Μογγόλων, λησμονώντας οι μέν τις δε αλλά διατηρώντας τα ίδιώματά τους και τα κεκτημένα στοιχεία του πολιτισμού και της «καλλιέργειας» τους, ακριβώς αναλογα με την προοδευτική απομάκρυνσί τους. Οί Κέλτες ωθούνται προς την Δύσι από τους Γαλάτες, οι Γαλάτες από τους «Γερμανούς», αυτοί από τους Σλάβους και τους Λιθουανούς και τελικά, όλοι μαζί, σταματουν και εξοντώνουν την εξόρμησι των Ούννων και των Μογγόλων… Οι μέλλοντες Ινδοί είναι ήδη στον Ινδό ποταμό. Τέλος, οί Έλληνες και οί Λατίνοι, παραπλεύρως του κελτο-γερμανο-σλαβικού ρεύματος, υπερφαλλαγγίζοντας τον Σημιτικό Κόσμο, ακολουθούν τον Πόντο και τον Δούναβη και αποχωρίζονται, οι μέν πρός την Ελλάδα, οι δέ πρός την Ιταλία. Οι Ιρανοί μένουν μόνοι μπροστά στίς επιθέσεις των Μογγόλων Τουρκων και αναγκασμένοι να φθάσουν στην Μηδία, την Περσία, σκεπάζοντας και υποτάσσοντας τίς Σημιτικές αυτοκρατορίες, βρίσκονται μοιραία αντιμέτωποι, στην Ιωνία και στον Μαραθώνα, με τους παλαιούς και λησμονημένους γι αυτους γείτονες, τους Έλληνες, κυριάρχους ήδη της Μεσογείου.
Αυτή η πλατειά και όμως απλή ενόρασις, δεν δίνει στην Ιστορία την πραγματική της έννοια; Δεν εξηγεί την διαδοχική εξαφάνισι των αρχαίων πολιτισμών, τους αγώνες των Γαλατών και των Ιταλιωτών, των Ελλήνων και των Περσών, των Γερμανών και του Ελληνορωμαϊκού Κόσμου, τις μογγολικές εισβολές στους χώρους που εγκαταλείπονταν από τις μεταναστεύσεις των Αρίων και η βαθμιαία ισορροπία που αποκατεστάθηκε με τις εκατέρωθεν αντιστάσεις; Δεν εξηγεί την επιστροφή των Γερμανών εναντίον των Σλάβων και την περιπλάνησι των Σλάβων αναμεσα στην Γερμανία και τους Ταρτάρους, χωρίς σύνορα και σταθερότητα; Οι γερμανικές εισβολές δεν φαίνονται σαν συνέπεια, μοιραία ή ανώμαλη της αρχέγονης τάσεως;
Ακόμη και η κατάκτησις της Αμερικής φαίνεται να οφείλεται στην αρχική κίνησι που μεταδόθηκε, πριν άπό τέσσερις χιλιάδες χρόνια στις φυλές μεταξύ Τουρκεστάν και Όξου ποταμού, από τις πιέσεις των Μογγόλων.
Αυτή είναι μιά νέα έννοια της Ιστορίας, που απορρίπτει στην χώρα των χιμαιρών, το «θείο σχέδιο» και τίς βιβλικές γενεαλογίες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της γλωσσολογίας σε συνδυασμό με την εθνολογία.”
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Θα ημπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε εδώ ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των λευκών είναι άλλοι …. «αντι-λευκοί» λευκοί : Aναφερόμεθα στους κυριολεκτικώς αμετρήτους υπαλλήλους των ποικίλων καθεστωτικών μηχανισμών που εξυπηρετούν την διεθνή ζοφοκρατία – οι άνθρωποι χωρίς τους οποίους θα καταρρεύσει το τρέχον status quo, ώστε επί τέλους θα είναι διαθέσιμες ορισμένες εναλλακτικές δυνατότητες από την άποψη της αναδιαρθρώσεως.
2 Το ίδιον το όνομα της χώρας Ιράν εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει αυτο το ενδώνυμον : Η ρίζα «airy-» έγινε «ēr-» στην μέσην Περσικήν και, σε συνδυασμόν με το επίθημα «-ān», αναφέρεται στην «(γην) των Αρίων». Αυτο το «Ērān» μετεμορφώθη στην παρούσα μορφήν του, «Ιrān».
3 Οι Shudras αποτελούν την χαμηλοτέρα τάξη του συστήματος των καστων, με τα μέλη της να θεωρούνται κατάλληλα μόνο για μιαν ζωήν χειρωνακτικής εργασίας. Ενώ οι άλλες τρεις κάστες εθεωρούντο Άριες (Arya), αυτή η κάστα εθεωρήθη ρητώς ως Μη – Αρία (Anarya).
4 «Θείον Άσμα» – «Bhagavad Gita», 2.2-3.
«Είπε το Υπέρτατον Πρόσωπον (ο Μπαγκαβάν): Αγαπημένε Μου Αρτζούνα, πώς σε εκυρίευσαν αυτές οι ακάθαρτες σκέψεις; Δεν ταιριάζουν καθόλου σε κάποιον που γνωρίζει τις αξίες της ζωής. Δεν οδηγούν στους ανωτέρους ουρανούς αλλά στην ατίμωση. [Ο Κρίσνα είναι το Υπέρτατον Πρόσωπον της Θεότητος. Για αυτον τον λόγον ο Κρίσνα σε ολόκληρο το Μπάγκαβαντ-γκίτα αναφέρεται ως Μπαγκαβάν. Ο Μπαγκαβάν είναι η εσχάτη κατάληξη στην Απόλυτον Αλήθειαν]. Ω υιέ της Πριτά, μην υποχωρήσεις σε αυτήν την ευτελή και ατιμωτικήν μικροψυχίαν. Δεν σου ταιριάζει. Απαλλάξου από αυτήν την αδυναμίαν της καρδίας και ορθώσου, ω τιμωρέ των εχθρών.»
[Ο Κρίσνα απεκάλεσεν τον Αρτζούνα «υιόν της Πριτά», η οποία ήταν αδελφή του πατρός του Κρίσνα, του Βασουντέβα. Ο Αρτζούνα και ο Κρίσνα, λοιπόν, είχαν δεσμόν αίματος ως εξάδελφοι. Εάν ο υιός ενός ξατρίγιααρνείται να πολεμήσει, είναι ξατρίγιαμόνον κατ’ όνομα και εάν ο υιός ενός βραχμάνου ενεργεί με ασέβειαν, είναι επίσης βραχμάνος μόνον κατ’ όνομα. Τέτοιοι ξατρίγιακαι βραχμάνοιείναι ανάξιοι υιοί των πατέρων τους. Για αυτο ο Κρίσνα δεν ήθελε να γίνει ο Αρτζούνα ένας ανάξιος υιός ξατρίγια. Ο Αρτζούνα ήταν ο στενότερος φίλος του Κρίσνα και ο Κρίσνα τον εκαθοδήγει ο Ίδιος προσωπικώς, ως αρματηλάτης του άρματός του. Αλλά παρ’ όλες αυτές τις τιμές, εάν ο Αρτζούνα εγκατέλειπεν την μάχην, θα έκανε μια πράξη ατιμωτικήν. Οπότε είπεν ο Κρίσνα ότι μια τέτοια στάση του Αρτζούνα δεν εταίριαζε με την προσωπικότητά του. Συνεπώς, πρόσωπα όπως ο Αρτζούνα που τα καθοδηγεί αμέσως ο Κρίσνα, πρέπει να εγκαταλείψουν αυτού του είδους την δήθεν μεγαλοψυχίαν ή την αποκαλουμένην μη βία.]

5 Ομήρου «Ιλιάς»
15.642
τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων
παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι,
καὶ νόον ἐν πρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο·
[κακού πατρός γεννήθηκεν αγόρι παινεμένο
σ’ όλες τις αρετές, φτερόποδος και ανδρείος,
και για την γνώση πρώτευε των Μυκηναίων όλων·]
20.242
Ζεὺς δ’ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε,
ὅππως κεν ἐθέλῃσιν· ὃ γὰρ κάρτιστος ἁπάντων.
[Ο Ζευς αυξάνει ή κόβει των ανδρών την αρετή
ως θέλει ο δυνατοτατος των αθανάτων όλων·]
22.268
παντοίης ἀρετῆς μιμνήσκεο· νῦν σε μάλα χρὴ
αἰχμητήν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν.
Κάθ’ αρετήν πολεμική να θυμηθείς είν’ ώρα
καλός να δείξεις λογχιστης και μαχητης ανδρείος·
6 Παραβάλλετε «Αριστοκρατία»: «Κυβέρνηση των ευγενών», «Κυβέρνηση του καλυτέρου».
7 Για μια πλέον εμπεριστατωμένη ανασκόπηση της εμφανίσεως των τεσσάρων κοσμικών εποχών και των πέντε γενών του ανθρώπου σε αρκετούς πολιτισμούς, συμβουλευθείτε την «Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονον κόσμο» του Ιουλίου Έβολα, Κεφάλαιον 22 («Το δόγμα των τεσσάρων εποχών»), Κεφάλαιον 23 («Η Χρυσή Εποχή»), Παράρτημα Ι (στην «Σκοτεινήν Εποχήν»).
8 Ησίοδος, «Έργα και ημέρες», Οι εποχές του ανθρώπου, 156-168.
«Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
160 ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
165 ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε,
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας
168 Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
170 ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
173 τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.»
«Όμως αφού κι αυτο το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
160η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτος ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ᾽ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους, ξέχωρα απ᾽ τους ανθρώπους, ζωή και τοπο ο Δίας τούς έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τούς έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξένοιαστη έχοντας καρδιά
170 στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τούς δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο»
9 Ειδική μνεία περί της Οδυσσείας : Για τους αρχαίους προγόνους μας, η Οδύσσεια υπήρξεν έργον της ανυπερβλήτου ποιητικής διανοίας του επικού βάρδου Ομήρου, συνέβαλεν δε καθοριστικώς στην διαμόρφωση, στην σχηματοποίηση της εικόνος των Ελλήνων για το παρελθόν τους. Επίσης συνέβαλεν ισχυρότατα στην συγκρότηση του ελληνικού πανθέου και των σχέσεών του με τους θνητούς, καθώς και στην προβολήν των αιωνίων προτύπων ανδρικής και γυναικείας αρετής. Ο Οδυσσεύς διακρίνεται εν μέσω των ηρωικών προτύπων της αρχαιότητος χάρη στον «πολύτροπον» χαρακτήρα του, θεόπνευστον μεν αλλά και ευπρόσιτον, διαχρονικόν αλλά και ανθρωπίνως επίκαιρον. Ο υπέροχος αυτός ήρως και ο κοπιώδης νόστος του (νόστος = η επιστροφή στην πατρίδα, ο επαναπατρισμός), απετυπώθη ιδιαιτέρως στον ψυχισμόν των Ελλήνων που ανεχώρησαν από την πατρίδα για να αποικήσουν άγνωστες γωνίες της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.

Το ομηρικόν αφήγημα ανακαλεί αυτομάτως τον «Δυτικόν Κανόνα» (το σύνολον έργων των γραμμάτων και των τεχνών, των θεωρουμένων ως πλέον αξιολόγων στον δυτικόν κόσμον). Όμως παρά την αναμφισβήτητον διαχρονίαν της, η απήχηση της Οδυσσείας στον αιώνα μας, δυστυχώς δεν θεωρείται πλέον δεδομένη. Στην Ευρώπη και στην Βόρειον Αμερική των τελευταίων πέντε δεκαετιών ο «Δυτικός Κανών» αποδομείται παντοιοτρόπως και οι Κλασικές Σπουδές υπονομεύονται εμμόνως, λόγω της αμέσου συνδέσεώς τους με τις κυρίαρχες ιδεολογίες της Παραδόσεως και της λευκής φυλής.
Για τον Δυτικόν κόσμον, από την Αναγέννηση και ένθεν, η Οδύσσεια συνιστά πρωτίστως ένα αρχέτυπον περιπλανήσεως και επιστροφής στα οικεία. Είτε πρόκειται για ένα εξερευνητικό – κατακτητικό ταξίδι στους Τροπικούς, είτε για μίαν εξωγήινον περιήγηση στο Διάστημα, είτε για μιαν εσωτερικήν αναζήτηση, η περιπλάνηση αυτή ενέχει πλείστους, συνθέτους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της καβαφικής «Ιθάκης» (1911) ή του αριστουργηματικού «Οδυσσέως» (Ulysses) του Ιρλανδού Τζέιμς Τζόις (1922), όπου το ομηρικόν σκηνικόν αντικαθίσταται με εκείνο του Δουβλίνου, του πρωίμου 20ου αιώνος.
Ο εξωτερικός νόστος του Οδυσσέως παρακολουθεί τον εσωτερικόν του νόστον. Ο Οδυσσεύς προς χάρη του νόστου του απαρνείται ακόμα και την αθανασία που το προσφέρει η ερωμένη του μάγισσα Κίρκη. Ο ήρως επιστρέφει όχι μόνον στην πατρίδα του Ιθάκη, αλλά και στην προτέραν κατάστασή του, του βασιλέως, του συζύγου της πιστής Πηνελόπης και του πατρός του πρίγκηπος Τηλεμαχου. Ο Οδυσσεύς δεν περιπλανάται απλώς στην Μεσόγειον, αλλά συνάμα και στην ταραχώδη άβυσσον της ψυχικής του υποστάσεως, σε μια τιτάνιο προσπάθεια να ανακαλύψει εκ νέου τον παλαιόν του εαυτόν. Οι τόποι από τους οποίους διέρχεται δεν είναι κυριολεκτικοί. Συνιστούν αφορμές για να ευρεθεί αντιμέτωπος με διαφορετικές έντονες ψυχικές καταστάσεις. Η γεωγραφία των Απολόγων είναι οι εποχές του ιδίου του ήρωος. [Οι «Μεγάλοι Απόλογοι» (ραψωδίες ι΄-μ΄) αναφέρονται γενικότερον στον Οδυσσέα και ειδικότερον στον επίμαχον νόστον του, γειτνιάζουν δε, τόσον με τους απολόγους του Νέστορος και του Μενελάου (που επροηγήθησαν αντιστοίχως στην γ΄ και στην δ ραψωδία)΄, όσον και με τα δύο άσματα του τυφλού Φαίακος βάρδου Δημοδόκου, τα οποία ακούονται στην η’ ραψωδίαν. Με το τέλος των Μεγάλων Απολόγων κλείνει ο κύκλος του εξωτερικού νόστου και ανοίγει ο κύκλος του εσωτερικού νόστου του ήρωος, που οδηγεί στην Μνηστηροφονία, στην νίκη και στην τελεία «ανάστασή» του]
10 Σχετικώς με την ετυμολογίαν και το νόημα της Nirvāna / Nibbāna, ιδείτε το «Δόγμα της Αφυπνίσεως» του Ιουλίου Έβολα, Κεφάλαιον 16 («Σημεία του ενός και μοναδικού ανυπερβλήτου, του αφθάστου»).

12 Ο Ιταλός αναγεννησισκός ερμητιστής – εσωτεριστής Τσέζαρε ντέλα Ρβιέρα (Cesare della Riviera, δεύτερον ήμισυ 15ου – πρώτον ήμισυ 16ου αιώνος) στο βιβλίον του «Ο Μαγικός κόσμος των Ηρώων» («Il Mondo Magico de Gli Heroi») καθώς και ο περιβόητος «αλχημιστής του 20ου αιώνος» Φουκανέλλι (Fulcanelli) στα βιβλία του «Το Μυστήριον των καθεδρικών ναών» («Le Mystère des Cathédrales», Παρίσιοι 1926) και «Οι κατοικίες των φιλοσόφων» («Les Demeures Philosophales»), εχρησιμοποίησαν την τεχνικήν «cabala» (συμφώνως προς τον Fulcanelli). Σε ελευθέραν απόδοση η λέξη -που προέρχεται από το λατινικόν «caballus»-ίππος είναι πλήρως διαφορετική από την μυστικιστικήν Εβραϊκήν «Καμπάλα» («Υποδοχή»), αποδίδεται δε ως «ιππαστί» («εφίππως»). Αφορά στην ειδικήν χρήση της γλώσσης, με χρησιμοποίηση των φωνητικών ομοιοτήτων και άλλων συμβολικών τεχνικών επεκτάσεως της εκφραστικής προσεγγίσεως των λέξεων. Κατ΄αυτήν γίνεται χρήση της ομοφωνίας και της συμφωνίας, ήτοι της συνηχήσεως δύο φθόγγων.
Η τεχνική της «ιππαστί φωνητικής» βασίζεται στην παρήχηση και αντήχηση, ανατανακλώσα την περί ποιητικής σοφίας αντίληψη στην υποσημαινομένη νιτσεϊκήν «Χαρούμενη Επιστήμη» της επανεκτιμήσεως όλων των αξιών, στα «σατουρνάλια του πνεύματος» κατά τον Νίτσε. Η τεχνική ανιχνεύεται στις λέξεις τις εκφαινόμενες από τους αρχαίους Έλληνες θεούς στην ιερά προγονική γραμματεία, καθώς και στην «γλώσσα των στρουθίων». Η πρακτική της προσπαθείας ευρέσεως ανορθολογικών ετυμολογιών, οι οποίες ωστοσον οδηγούν στην μεταφυσικώς σωστήν κατανόηση, είναι σαφώς επίκουρος της τεχνικής «ιππαστί φωνητικής», προσομοιάζει δε με την διαδικασίαν της μπρετονικής «αυτομάτου γραφής» του υπερεαλισμού.
Η «ιππαστί φωνητική» δεν αναφέρεται σε μία μόνον γλώσσα, αλλά στις γλώσσες που εχρησιμοποιούντο καθημερινώς κατά τον Μεσαίωνα, από τις λαϊκές αγορές έως τις ηγεμονικές αυλές και τα αναγνωστήρια των μονών. Είναι η ιδία μια ερμητική γλώσσα που εχρησιμοποίουν οι Διδάσκαλοι στις πλατείες των καθεδρικών ναών για τους «έχοντες ώτα ακούειν». Μία ιερά γλώσσα, που προορίζεται για την αληθινή ελίτ όλων των εποχών, την ελίτ «εκείνων που γνωρίζουν και όχι εκείνων που κατέχουν». Είναι η ιδία γλώσσα που διηωνίσθη από τους τροβαδούρους και τους μελωδούς, οι οποίοι, μετακινούμενοι από το ένα κάστρο στο άλλο, μετέδιδαν τις αλήθειες σε όσους ήσαν ικανοί να τις μάθουν. Είναι η «Χαρούμενη Επιστήμη», η «Χαρούμενη Γνώση», για την οποίαν ομιλεί ο Φουλκανέλι στο «Μυστήριον των Καθεδρικών Ναών» του.
Επιπλέον, η λέξη Καμπάλα / Καβάλα είναι κατά μιαν παράλληλον ερμηνείαν. μια παραμόρφωση της ελληνικής λέξεως «καρβάν», (ο καρβάν –του καρβάνος, ο έχων «Καρὸς βοήν» = βάρβαρος, ο οποίος ομιλεί μιαν ακατανόητον ή βαρβαρικήν γλώσσα, όπως οι Κάρες). Η λαϊκή κοινωνιόλεκτος γλώσσα, η «argot» είναι μια μυστική και αληθώς μυητική γλώσσα, κάτι που μπορεί να φαίνεται περισσότερον παράλογον από όσο θα ημπορούσε κανείς να φαντασθεί, όμως, αρχικώς, η γλώσσα αυτή δεν είχε τίποτα το χυδαίον, αλλά εξέφραζε τις πλέον υπερβατικές πραγματικότητες με μεγάλην ειλικρίνεια και αμεσότητα. (Η λέξη «argot» προέρχεται από την Αργώ -και τον ναυπηγόν της Άργον-, με την οποίαν έπλευσαν οι Αργοναύτες, όταν εκλήθησαν να κατακτήσουν το περίφημον χρυσόμαλλον δέρας. Οι δύο αυτές λέξεις προέρχονται από το ρήμα αρκέω = προφυλάσσω, προστατεύω.)
Συμφώνως προς τον μύστη Φουλκανέλι, «…το λατινικόν caballus και το ελληνικόν «καβάλλης» (ίππος εργασίας, έλξεως, μεταφοράς) σημαίνουν αμφότερα τον ίππον μεταφοράς. Τώρα, η “Καμπάλα” μας στην πραγματικότητα στηρίζει το σημαντικόν βάρος, το βάρος της αρχαίας γνώσεως και της μεσαιωνικής ιπποσύνης (ή “καβαλερίας”), ένα βαρύ φορτίον εσωτερικών αληθειών που μεταδίδονται μέσω αυτής ανά τους αιώνες». Η «ιππαστί φωνητική» ήταν λοιπόν η μυστική γλώσσα των «καβαλιέρων» ή ιπποτών. Όλοι οι μεμυημένοι και οι διανοούμενοι της αρχαιότητος και του μεσαίωνος την εγνώριζαν. Και οι δύο, για να έχουν πρόσβαση στην πληρότητα της γνώσεως, εχρησιμοποίησαν τον ίππον, ως ένα πνευματικόν όχημα του οποίου η τυπική εικών είναι ο πτερωτός Πήγασος των Ελλήνων ποιητών. Μόνον αυτός διευκόλυνε την πρόσβαση των εκλεκτών στις άγνωστες περιοχές : Τους προσέφερεν την δυνατότητα να ιδούν τα πάντα και να κατανοήσουν τα πάντα, μέσα από τον χώρο και τον χρόνο, τον αιθέρα και το φως… Το να γνωρίζεις την «ιππαστί φωνητικήν» γλώσσα σημαίνει να ομιλείς την γλώσσα του Πηγάσου, την γλώσσα του θεοπέμπτου ιπταμένου ίππου, με την τεραστίαν αξία και την ατέρμονα δύναμη.
