(ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΖΤΕΚΩΝ – Μέρος 4)
«Κρείττον οψιμαθή είναι ή αμαθή» Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκεύς
Μετά από πρόσφατον εκτενή συζήτησή μου με τον προϊστάμενον της εκδοτικής ομάδος και επόπτην του παρόντος ιστολογίου, σχετικώς με το εν γένει νόημα και το σκοπούμενον αυτής της σειράς άρθρων, τοποθετούμαι περί το ζήτημα ως εξής: Βεβαίως στην πατρίδα μας, όπου εν πολλοίς η ανάγνωση και η μελέτη … τρεμοσβήνουν, μέσα στην διαβρωτικήν πνευματικήν οκνηρίαν και αγνωσίαν, καλλιεργούμενες «Άνωθεν» και «Έξωθεν», είναι εν πολλοίς περίεργον να αναφερθούμε στις πρακτικές των Αζτέκων, ενώ σήμερον αγνοούνται θεμελιώδη και ουσιαστικά ιστορικά συστατικά του Έθνους και του Ελληνισμού στην διαχρονίαν τους. Οι ομοεθνείς μας δεν διαβάζουν καν πράγματα και δεδομένα που αφορούν στους Έλληνες, εμάς αυτούς. Οπότε τι νόημα έχει η παράθεση στοιχείων που αφορούν στον πασίγνωστον μεσοαμερικανικόν λαόν των Αζτέκων και τον διαβόητον «πολιτισμόν» του;
Πολλοί συμμέτοχοι και κοινωνοί του φερ’ ειπείν εθνικού-πατριωτικού «Χώρου», πάντα «καλώς ανησυχούντες» και οιονεί καχύποπτοι προς πάσαν έρευνα που διαφωνεί … με τις αντιλήψεις τους θα ιδούν ή και θα αναγνώσουν τα διαλαμβανόμενα στα εν λόγω κείμενα στοιχεία, από «περιέργειαν» και μόνον, διότι η λογική αυτών είναι εξ αρχής ….πληρεστάτη και μηδεμίαν χρείαν έχει αναπροσαρμογής και τροφοδοτήσεως. Είναι πληρέστατοι φορείς και αυτόχρημα πομποί του ευρωπαϊκού (και φυσικά του έτι ανωτέρου ελληνικού) πολιτισμού, οπότε με περισσήν φυσικότητα απορούν διαρκώς και ιχνηλατούν εμμονικώς …την πειστικότητα οίων συμπερασμάτων περιέχει η σειρά των άρθρων αυτών.
Αυτοί έστωσαν γαλήνιοι! Δεν αποσκοπώ να πείσω περί τινος τον ενδεχόμενον αναγνώστη, ούτε αποτελεί εκμυστήρευση ψυχαναλυτικού τύπου ή ακουσίαν προβολήν νοσηρών ενδιαφερόντων η αφήγησή μου. Μοιραίως πως, το εν λόγω αντικείμενον εμπεριέχει φρικώδη και ενίοτε αηδή στοιχεία. Αυτό βεβαίως δεν αίρει το ενδιαφέρον τους ως δηλωτικών αυτού του «πολιτισμού». Περισσότερον δε τώρα, όταν η διεθνώς κρατούσα «Woke agenda», σε παροξυσμόν πολιτικής ορθότητος, εξοβελίζει ή αποσιωπά κάθε κριτικήν προς τριτοκοσμικούς λαούς και τα έργα τους.

Από το «Χορεύει με τους λύκους» (βιβλίον 1988 – ταινία 1990, χαρακτηρισθείσα από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ ως «πολιτιστικώς, αισθητικώς και ιστορικώς σημαντική»), όπου ανεδεικνύετο η πλευρά των Ινδιάνων Λακότα Σιού στον αγώνα τους κατά της αμερικανικής κυβερνήσεως και αυτοί δεν επαρουσιάζοντο ως άγριοι, επέρασεν πολύς χρόνος. Διήλθαμε το 2006 με την εξαίρετον ταινίαν «Apocalypto», (παραγωγής και σκηνοθεσίας του γνωστού Μελ Γκίμπσον) η οποία επαρουσίασεν αντικειμενικώς την περίοδον παρακμής του μεσοαμερικανικού πολιτισμού των Μάγιας στο προ-Κολομβιανόν Γιουκατάν και στην Γουατεμάλα, κατά το έτος 1511. Η ταινία έλαβεν ως επί το πλείστον θετικές κριτικές, αλλά και σφοδρά εμπαθή «αντι-ρατσιστική» κριτική από προασπιστές των Αμερινδών (όπως η φεμινίστρια Καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιον του Μαϊάμι και εκδότρια Τραίησυ Άρντρεν, που ανερωτήθη σε «επιστημονικόν» δημοσίευμά της εάν η ταινία … ήταν πορνογραφία ! ) Σημειωτέον ότι 80% των Μεξικανών θεατών της την εχαρακτήρισαν «πολύ καλή» ή «καλή».
Σήμερον, περίπου δύο δεκαετίες μετά, ευρισκόμεθα στην φάση αποκορυφώσεως του προερχομένου από την αφροαμερικανικήν κοινότητα διεθνούς ακτιβιστικού κινήματος (με επίκεντρον τις ΗΠΑ) «Οι μαύρες ζωές έχουν αξίαν» («Black Lives Matter»-BLM). Αυτό υποτίθεται πως μεταξύ άλλων αγωνίζεται «ενάντια στην διαμόρφωση εικόνος με βάση τα φυλετικά χαρακτηριστικά», πράγμα το οποίον όμως πράττει κατά κόρον σε βάρος των λευκών το διεθνές ακαδημαϊκόν και πολιτιστικόν καθεστώς. Συνεπώς, εν προκειμένω όχι απλώς χωρεί, αλλά επιβάλλεται πάσα συναφής ορθή ενημέρωση και γνώση.

Στο βιβλίον του Άγγλου διηγηματογράφου και υπαρξιστή φιλοσόφου Κόλιν Χένρυ Γουίλσον (Colin Henry Wilson, 1931-2013) «Μία εγκληματική ιστορία της ανθρωπότητος» («A Criminal History of Mankind», Μπάνγκαιη του Σάφολκ, εκδόσεις «The Chaucer Press», 1984) αναφέρεται η ιστορία του Ούγγρου μηχανολόγου μηχανικού Σιλβέστερ Ματούσκα (Szilveszter Matuska, γεννηθέντος το 1892), ενός σειριακού δολοφόνου που επραγματοποίησεν δύο επιτυχημένες και τουλάχιστον δύο ανεπιτυχείς απόπειρες εκτροχιασμού επιβατικών τρένων, στην Ουγγαρία, στην Γερμανία και στην Αυστρία, το 1930 και το 1931 : «Το 1932, ων τεχνικός διευθυντής της ουγγρικής εταιρείας όπου ειργάζετο, ο Ματούσκα, εδικάσθη για την πρόκληση δύο σιδηροδρομικών συγκρούσεων και την απόπειρα προκλήσεως μιάς τρίτης. Τον Αύγουστον του 1931, η ταχεία αμαξοστοιχία της Βιέννης εξετροχιάσθη εγγύς του Βερολίνου από έκρηξη και ετραυματίσθησαν δεκαέξ επιβάτες. Τον Σεπτέμβριον, η ταχεία αμαξοστοιχία Βουδαπέστης-Βιέννης εξετροχιάσθη από έκρηξη και εφονεύθησαν είκοσι δύο άνθρωποι, ενώ μερικοί κυριολεκτικώς εκερματίσθησαν. Ο Ματούσκα παραδέχθη ότι η σκέψη της συγκρούσεως τρένων του προεκάλει έντονον σεξουαλικήν διέγερση και ότι εβίωνεν οργασμόν όταν η σύγκρουση συνέβαινε πράγματι. Καταδικασμένος σε ισόβιον κάθειρξη, εδραπέτευσεε και επανεμφανίσθη κατά την διάρκειαν του Κορεατικού Πολέμου το 1953 ως επικεφαλής μιας μονάδος ανατινάξεως τρένων».
Η ανωτέρω καταγραφή του Γουίλσον είναι βεβαίως σαφής και διαφωτιστική περί της συνεχούς αυξήσεως των πραγματικών σεξουαλικών εγκλημάτων στον 20ον αιώνα, ενώ οι κύριες συναφείς υποθέσεις ενεφάνιζαν ένα ολοέν και παραδοξότερον στοιχείον διαστροφής. Προφανώς δεν αποτελεί προβολήν … ανομολογήτων ερωτικών εξάψεων του συγγραφέως ή πρόταση ερωτικών πρακτικών. Αντιστοίχως όταν αναφερόμεθα στις ανθρωποθυσίες των Αζτέκων, τούτο αφορά βεβαίως στην κατά το δυνατόν σαφεστέραν (περιληπτικήν) αναφοράν στο εν πολλοίς άγνωστον αυτό γεγονός και δη μεσούντος του «αντι-ευρωπαϊκού» πνεύματος της εποχής. Πάσα αντι-ιστορική και αντι-φυσική γενίκευση, αποσιώπηση της γνώσεως και δαιμονολογική προσέγγιση της πραγματικότητος, αποτελεί θλιβερόν «ίδιον» των εκάστοτε ιερατείων και των διακονιών τους.
Μετά την συμπλήρωση πέντε περίπου δεκαετιών συνυπάρξέως μου με τον ελληνικόν Χώρον των εθνικών και πατριωτικών ιδεών, ομολογώ ότι αυτός πλην των πολυαρίθμων, εξαιρέτων και σπουδαίων ομογενών μας, φορέων και αγωνιστών των Εθνικών Ιδεών, εμπεριέχει και μίαν ομάδαν «παντογνωστών» κριτών και επικριτών. Αυτή ήταν και θα συνεχίσει να είναι η ημετέρα, κατά Τσιφόρον, «πινακοθήκη των ηλιθίων», μόνιμος πηγή παρερμηνειών, κακοπραξίας και τροφοδοσίας των καθεστωτικών σχεδιαστών. Έστω η Σωκρατική παρότρυνση, την οποίαν εχρησιμοποίησα ως προμετωπίδα του παρόντος, πηγή εκτενεστέρας και βαθυτέρας ερεύνης των ιδεολογικοπολιτικών μας ενδιαφερόντων.
Επανερχομενος στο υπό εξέταση θέμα σημειώνω : Υπάρχουν ευρέως αποκλίνουσες απόψεις σχετικώς προς τα επίπεδα των αριθμών της ανθρωποθυσίας και σχετικώς προς την ειδικήν πρακτικήν του κανιβαλισμού στο προ-Κορτεσιανό Μεξικό. Επί παραδείγματι, ο Άγγλος ιστορικός, διπλωμάτης και πολιτικός, Βαρόνος Χιού Σουίνερτον Τόμας (Hugh Swynnerton Thomas, 1931-2017), προτείνει ότι οι ευγενείς των Μεσίκα – Αζτέκων έτρωγον τακτικώς τα θυσιασθέντα θύματά τους. (Όρα «The Conquest of Mexico», 1993, σελίς 25). Ωστόσον, ο Καναδός αρχαιολόγος Ρόναλντ Ράϊτ (Ronald Wright, γεννηθείς το 1948) και ο Αμερικανός ιστορικός και Καθηγητής Αμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιον της Χαβάης, Ντέηβιντ Έντουαρντ Στάναρντ (David Edward Stannard, γεννηθείς το 1941), αντιπροσωπεύοντες την πλέον «σκεπτικιστικήν» πτέρυγα γνώμης περί του ζητήματος, προτείνουν ότι η εικών μιας χώρας που εκολύμβησεν στο αίμα ήταν σε μεγάλον βαθμόν υπερβολή, η οποία εξυπηρέτει τα «προπαγανδιστικά» συμφέροντα των Ισπανών κατακτητών. [Βλέπε αντιστοίχως «Κλαπείσες Ήπειροι», («Stolen Continents» Βοστώνη – εκδόσεις Houghton Mifflin, 1992) σελίς 25 και «Αμερικανικόν Ολοκαύτωμα» («American Holocaust» Οξφόρδη, εκδόσεις Πανεπιστημίου της Οξφόρδης 1993), σελίδες 79-80.]
Υπενθυμίζεται πως η αζτεκική εποχή των συνεχών κατακτήσεων είχεν αρχίσει περίπου το 1430. Υποκινητές της ήσαν ο πρώτος αυτοκράτωρ των Αζτέκων Ιτσκόατλ, και ο πολυτάλαντος στρατηγός, ο ανεψιός του, Τλακαέλελ, ο οποίος ήταν επίσης Υπαρχηγός του – «βεζίρης» του, («τσιχουακοάτλ» – «θηλυκός όφις», δηλαδή ο ανώτατος ηγέτης υπό τον «Τλαλοάνι» – αυτοκράτορα των Αζτέκων στο σύστημα διακυβερνήσεως της Αυτοκρατορίας τους). Προηγουμένως, οι Μεσίκας – Αζτέκοι εφαίνοντο πως ήσαν απλώς μια ακόμη μικρά φυλή διεκδικητικών Αμερινδών στην μεξικανική κοιλάδα. Όμως, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών των δύο ανδρών, οι Μεσίκας – Αζτέκοι μετεμορφώθησαν σε «έναν εκλεκτόν λαόν», με θεόσταλτον αποστολήν, απώτατος σκοπός της οποίας ήταν να δώσουν σε όλην την ανθρωπότητα τα οφέλη της ιδικής τους νίκης.
Συναφώς, περιγράφει χαρακτηριστικώς ο Ισπανός χρονικογράφος και Δομηνικανός μοναχός Ντιέγκο Ντουράν – Fray Diego Durán, παραβάλλων τους Αζτέκους με τους Ιουδαίους «εκλεκτούς» του θεού : «…Οι ιερείς έπρεπε να είναι άτομα δίχως ψόγον. Μεταξύ των Αζτέκων, απητείτο η ιδία άψογος ποιότης και από τα ανθρώπινα θύματα. Ομοιότητες υπήρχαν μεταξύ των Ινδιάνων ιερέων και εκείνων που περιγράφονται στο Δευτερονόμιον: Οι ιερατικές λειτουργίες εκληρονομούντο από τον πατέρα στον υιόν με ορισμένες γενεαλογίες. Σε ένα χαμηλόν σημείον της θρησκευτικής του ιστορίας, ο εκλεκτός λαός του Ιεχωβά είχεν προσφέρει ανθρωποθυσίες, συμπεριλαμβανομένων των ιδικών του τέκνων, σε είδωλα, όπως καταγράφεται στον 106ον Ψαλμόν» και «…Όπως και στην περίπτωση του Μωυσέως και των ακολούθων του, όπου τέσσαρες άνδρες μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης, οι εκλεκτοί άνθρωποι του Χουιτσιλοπότστλι κατά την “έξοδόν” τους (από το Αζτλάν) ωρίσθησαν για να μεταφέρουν εικόνες της θεότητος της φυλής, με τον υπέρτατον θεόν να ευρίσκεται εντός μιας κιβωτού από καλάμους».
Επισημαίνεται εδώ, ότι ενώ οι Αζτέκοι ετελείωναν τον ημερολογιακόν τους κύκλον κάθε πενήντα δύο έτη, ο Εβραϊκός νόμος, όπως ορίζεται στο Λευιτικόν, ώριζεν ότι μετά από κάθε κύκλον σαράντα εννέα ετών το πεντηκοστόν έτος θα ήταν ένα «ιωβηλαίον», μια ηγιασμένη περίσταση, ένα έτος «αναπαύσεως και προσκυνημάτων» στην έρημον. Αμφότεροι οι λαοί προσέδιδαν εξαιρετικήν ιερότητα στο τελευταίον έτος του πλήρους ημερολογιακού τους κύκλου, μέχρι να φθάσουν στις αντίστοιχες «υπεσχημένες» χώρες τους — την Χαναάν και την Κοιλάδα του Μεξικού. Όταν ο Ντουράν συνέγραψεν τα δύο εθνογραφικά του έργα, επίστευεν ότι οι οι Μεσίκας – Αζτέκοι ιθαγενείς ήσαν …. εβραϊκής καταγωγής ! Ολίγα έτη αργότερον, όταν έγραψεν την Ιστορίαν του, ουσιαστικώς δεν έμεινε επ΄αυτού καμία αμφιβολία στον νουν του.

Ο Ντουράν, συμφώνως προς τον νεώτερον εκδότην και λεπτομερή μελετητήν του έργου του (1967), τον Μεξικανόν καθολικόν ιερέα, φιλόλογον, γλωσσολόγον, ιστορικόν και μεσοαμερικανιστήν λόγιον Άνχελ Μαρία Γκαριμπάϊ Κιντάνα (Ángel María Garibay Kintana, 1892–1967), ήταν εκχριστιανισθείς Ιουδαίος, «προσήλυτος» («converso»), επηρεάσθη δε από την παιδικήν του ηλικίαν στο Τεξκόκο, όπου και ειργάσθη αργότερον, όπως και στο Τλατελόκο. Ο Ντουράν ήταν τόσον λόγιος όσον και ευφάνταστος, έκανε δε εκτενή χρήση του «Crónica X», αλλά επίστευεν ακραδάντως ότι οι Αζτέκοι ήσαν μία χαμένη φυλή του Ισραήλ!
[«Crónica X» («Κρόνικα Έκις») είναι το όνομα που εδόθη από Μεσοαμερικανιστές ερευνητές σε μιαν υποτιθεμένη πρωτογενή ιστορικήν εργασία των αρχών του 16ου αιώνος σχετικώς με την παραδοσιακήν ιστορίαν των Αζτέκων και άλλων κεντρομεξικανικών λαών, εργασία που ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι απετέλεσεν την βάση για πολλά άλλα σωζόμενα έγγραφα του 16ου αιώνος. Ο συγγραφεύς του εν λόγω χρονικού είναι άγνωστος και το έργον έχει χαθεί, (εάν πράγματι υπήρξεν ποτέ), αλλά πιστεύεται ότι εχρησιμοποιήθη ως πηγή για πολλά άλλα χρονικά που περιέχουν εντυπωσιακές ομοιότητες, μεταξύ αυτών τα Χρονικά του Ντιέγκο Ντουράν (1537 – 1588), του Ιησουίτη και γλωσσολόγου Χουάν ντε Τοβάρ (1543–1626) και του πάτρονός του, επίσης Ιησουίτη και φυσιοδίφη Χοσέ ντε Ακόστα (1539-1600). Έχει προταθεί να ταυτισθεί το χρονικόν με ένα βιβλίον που είναι γνωστόν πως εγράφη από τον Ισπανόν Φραγκισκανόν ιερέα, γραμματικόν και εθνοϊστορικόν Ανδρές δε Όλμος (Andrés de Olmos, 1485 –1571) αλλά δεν διεσώθη.
Οι ομοιότητες μεταξύ των υλικών και του εύρους των εγγράφων όπως οι κώδικες των Ντουράν, Τοβάρ και Ακόστα επεσημάνθησαν για πρώτην φοράν το 1945 από τον Αμερικανόν ανθρωπολόγον, ιστορικόν και γλωσσολόγον (αυθεντία στην Ναχουάτλ) Ρόμπερτ Μπάρλοου (Robert Barlow, 1918 –1951), γεγονός που τον ωδήγησε να υποθέσει ότι όλοι πρέπει να είχαν μια συγκεκριμένην κοινήν πηγήν, την οποίαν και ωνόμασεν «Crónica X»].
Επί της προαναφερθείσης ποιοτικής «εκλεκτότητος» ιερέων – θυμάτων όρα επίσης και το άρθρον του Αλφόνσο Κάζο (Alfonso Caso) «Ο αετός και η κακτοσυκή» 1 («El águila y el nopal») – περιοδικόν «Ενθυμήματα της Μεξικανικής Ιστορικής Ακαδημίας» («Memorias de la Academia Mexicana de la Historia» – ΜΑΜΗ), 1946, τόμος 5, αριθμός τεύχους 2, σελίδες 93-104, ειδικότερον σελίς 102)- Ο Alfonso Caso, 1896-1970, ήταν εξέχων Μεξικανός αρχαιολόγος, ειδικός στους προ-κολομβιανούς πολιτισμούς της Μεσοαμερικής, καθηγητής στο «Εθνικό Μεξικανικόν Αυτόνομον Πανεπιστήμιον» – «Universidad Nacional Autónoma de México»-UNAM].
Παρά την όποιαν ατομικήν δυσανεξίαν προς την απάνθρωπον αίσθηση της φρικώδους θυσιαστικής τελετής και πέραν της ανυπερθέτου θεσμικής υποχρεώσεως του κοινού να παρευρίσκεται σε αυτά τα θρησκευτικά δρώμενα, (πραγματικότητες τις οποίες δύναται να επικαλεσθεί κάποιος υπστηρικτής της εν γένει στάσεώς τους), οι Μεσίκα – Αζτέκοι είχαν όντως φθάσει την ανθρωποθυσίαν σε ανυπέρβλητα και τρομακτικά άκρα. Ένα συχνάκις αναφερόμενον παράδειγμα της φρικτής απανθρώπου ακρότητος αφορά στην καταγεγραμμένη «καθιέρωση» του μεγάλου ναού του Χουιτσιλοπότστλι, στην καρδία της Τενοτστιτλάν : Όταν έλαβεν χώραν αυτή η τελετή, το 1487, εσφαγιάσθησαν σε διάστημα τεσσάρων ημερών «περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι» (κατά την ….ηπιοτέραν αφήγηση με τον …ελάχιστον αριθμόν θυμάτων), οι δε γραμμές των θυμάτων συνέκλιναν στον τόπον εξοντώσεώς τους καθ΄όλον το μήκος των τεσσάρων κυρίων οδικών αξόνων της πόλεως, επί αρκετά χιλιόμετρα. [Όρα «Τα αρχαία βασίλεια του ηλίου των Αμερικών» («The Ancient Sun Kingdoms of the Americas», 1961, Κληβελαντ εκδόσεις World Publishing Company, σελίς 56), του Αμερικανού εξερευνητή συγγραφέως, αρχαιολόγου, ιστορικού, φυσιοδίφη και ανθρωπολόγου, ερευνητή των αρχαίων λαών των Ίνκας, των Μάγιας και των Αζτέκων, Βίκτωρος Βόλφγκανγκ φον Χάγκεν (Victor Wolfgang Von Hagen, 1908 –1985)].
Συμφώνως προς άλλες πηγές βασισθείσες στις αφηγήσεις των Ισπανών εξερευνητών [όρα το άρθρον του Βρετανού ιστορικού και συγγραφέως Τίμοθυ Ράντολφ Στάνλεϋ (Timothy Randolph Stanley γεννηθείς το 1982), «Δύο ζητωκραυγές για τους Κατακτητές / Κονκισταδόρες» («Two Cheers for the Conquistadors») στο ιδρυθέν το 1951, μηνιαίον Βρετανικόν περιοδικόν «Ιστορία σήμερον» («History Today»), Τόμος 61, Τεύχος 3, Μάρτιος 2011], οι Αζτέκοι τότε εθυσίασαν συνολικώς 80.400 ανθρώπους μέσα σε 4 ημέρες. Στην συγκεκριμένη μαζική σφαγή, εκτιμάται πως εθυσιάζοντο 14 άνθρωποι το λεπτό !

Μεταξύ των δομικών κατασκευών στην κυρίαν πλατείαν της πρωτευούσης Τενοτστιτλάν, όπου ευρίσκετο και ο εν λόγω ναός, υπήρχεν μία πελωρία εσχάρα, ως εκθεματική πολυεπίπεδος κρηπίς, επί της οποίας συνελέγοντο τα κρανία των θυσιαστικών θυμάτων, διαπερώμενα στις κροταφικές χώρες (περί αυτής, καλουμένης «τσομπάντλι» στην γλώσσα Ναχουάτλ, ανεφέρθημεν εκτενέστερον σε προηγούμενον άρθρον της σειράς). Ένας Ισπανός αυτόπτης μάρτυς ισχυρίσθη ότι στην εσχάραν υπήρχαν 136.000 κρανία. Ακόμη και όταν εξετάζονται ποικίλες ενδεχόμενες αφηγηματικές υπερβολές περί το γεγονός, ότι δηλαδή πιθανώς υπερδιπλασιάσθη από τους εντρόμους Ισπανούς θεατές ο αληθής αριθμός των θυμάτων, η κλίμαξ της τερατώδους πρακτικής καθίσταται εμφανεστάτη. [Όρα το βιβλίον του Βρετανού ιστορικού, Βαρόνου Χιού Σουίνερτον Τόμας (Hugh Swynnerton Thomas, 1931 –2017) μέλους της Βουλής των Λόρδων «Η κατάκηση του Μεξικού» («The Conquest of Mexico», 1993, Κεντ, εδόσεις Random House, σελίδες 25-6)].
Οι Μεσίκας – Αζτέκοι πιθανότατα είχαν προβεί σε ανθρωποθυσίες σε μετρίαν αριθμητικώς κλίμακα προτού απελευθερωθούν από τους προηγηθέντες ομογλώσσους κυριάρχους συγγενείς τους Τεπανέκους το 1428 : Για να ευχαριστήσουν τους θεούς, επέτρεπαν κάθε αυγήν σε έναν περιτέχνως στολισμένον ιερέα να κρατήσει μιαν αιμορραγούσα καρδιά (αποκαλουμένην κατ’ αυτές τις συνθήκες ως «ο πολύτιμος καρπός του κάκτου», προς τον ήλιον (τον «τυρκουάζ πρίγκηπα και ιπτάμενον αετόν»), ώστε να αναβάλει για άλλες είκοσι τέσσαρες ώρες την καταστροφήν ενός σκοτεινού κόσμου. Η συνήθης διαδικασία ήταν να κρατηθεί το θύμα καθηλωμένο από τέσσαρες ιερείς επάνω σε έναν πέτρινον παραλληλεπίπεδο βωμό. Την καρδιά του την εξερίζωνε με «χειρουργικήν τεχνικήν αρτιότητα» ένας αρχιερεύς μετά από τομή στο ανώτερο υπογάστριον και λίαν επώδυνον διάρρηξη του διαφράγματος του θύματος ή ακόμα και ο μονάρχης, χρησιμοποιών μίαν μάχαιρα από πυριτόλιθον.

Η καρδία του δυστυχούς θύματος εκαίετο σε ένα πύραυνον («μαγκάλι»). Απέκοπταν την κεφαλήν του θύματος και την εκράτουν υψηλά. Τα μέλη ετρώγοντο τελετουργικώς, με αραβόσιτον ή και άρτυμα από τσίλι, από ευγενείς και επιτυχημένους πολεμιστές. (Πιθανώς αυτή η ανωτέρα τάξη του Μεξικού προσείρχετο ομαδόν στις θυσίες για να «απολαύσει την γεύση της σαρκός που έτρωγον τελετουργικώς», όπως αναφέρει ο Ντιέγκο Ντουράν). Οι κορμοί των σορών ερρίπτοντο στα απορρίματα ή εδίδοντο για τροφή των ζώων σε έναν από τους ζωολογικούς κήπους. Αυτή παρέμεινε η κλασική μέθοδος θυσίας, αν και υπήρχαν παραλλαγές, που περιελάμβαναν κατατόξευση των θυμάτων με βέλη και λογχοσφενδόνες, διενέργεια μονομαχίας του θύματος οπλισμένου με ομοίωμα όπλου εναντίον εμπειροπολέμων ενόπλων μαχητών ή και σφαγή παιδίων, σε ορισμένες ιδιαίτερες «εορταστικές» περιπτώσεις.
Μέχρι τα μέσα του δεκάτου πέμπτου αιώνος, ακόμη και μεταξύ των Αζτέκων, η ανθρωποθυσία ημπορεί να περιωρίζετο στον δούλον ή τον αιχμάλωτον που είχε επιλεγεί να υποδυθεί μιαν θεότητα, να ζήσει και να ενδυθεί όπως αυτή η θεότης για ένα διάστημα και μετά να θανατωθεί, με την προσήκουσα τελετήν. Ίσως, όπως προτείνεται σε ένα κείμενον της δεκαετίας του 1540, ένας λαός νικητής στον πόλεμον ημπορούσε να θυσιάσει έναν δούλο (τον «κάλλιστον δούλον» του) για να ευχαριστήσει τους θεούς. Αλλά από την δεκαετίαν του 1430 και ένθεν, όταν οι Αζτέκοι-Μεσίκας εξεκίνησαν την προσπάθειάν τους σχηματισμού αυτοκρατορίας, οι ανθρωποθυσίες κατέστησαν ολοέν και συχνότερες.
Αυτή ήταν πιθανώς η συνέπεια της μακροχρονίου κυριαρχίας της Τενοτστιτλάν από τον Τλακαέλελ, τον Αναπληρωτήν Κυβερνήτην («τσιχουακοάτλ»), τεσσάρων αυτοκρατόρων, συμπεριλαμβανομένου του θείου του Ιτσκόατλ (ηγεμών του Μεξικού, 1427–40). Ετόνισεν τον ολοέν και μεγαλύτερον ρόλον του εθνικού προστάτη θεού Χουιτσιλοπότστλι, αποκλείων από την κυριαρχίαν του κόσμου τους άλλους θεούς του αζτεκικού πανθέου. Ήταν ο αρχιτέκτων της αζτεκικής στρατιωτικής επεκτάσεως. Ενέπνευσε δε τον Ιτσκόατλ και για την καύση των κωδίκων – «εικονογραφικών βιβλίων» τους.
Όπως γράφει ο διάσημος Μεξικανός ανθρωπολόγος και ιστορικός Μιγκουέλ Λεόν Πορτίγια (Miguel León-Portilla, 1926-2019) στο βιβλίον του Αζτεκική σκέψη και πολιτισμός : Μελέτη του Αρχαίου Ναχουάτλ Νοός» («Aztec Thought and Culture: Study of the Ancient Nahuatl Mind», εκδόσεις Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, 1963, σελίς 38) «Διετήρησαν έναν απολογισμόν της ιστορίας τους, αλλά αργότερον εκάη, κατά την διάρκειαν της βασιλείας του Ιτσκόατλ. Οι άρχοντες του Μεξικού το διέταξαν, οι άρχοντες του Μεξικού εδήλωσαν: “Δεν είναι σωστό να γνωρίζει ο λαός μας αυτές τις εικόνες. Ο λαός μας, οι υπήκοοί μας, θα χαθούν και η γη μας θα καταστραφεί, διότι αυτές οι εικόνες είναι γεμάτες ψέματα…”».
Και συνεχίζει : «Ένα περιστατικόν από την αφήγηση των ιθαγενών του Σαχαγκούν (Sahagún) παρέχει περαιτέρω απόδειξη της ιστορικής συνειδήσεως μεταξύ των Νάχουας. Αμέσως μετά την εδραίωση της ομάδος των Αζτέκων μέσω των νικών του Ιτσκόατλ εδόθη εντολή να καούν οι αρχαίοι κώδικες που περιείχαν ιστορικές μαρτυρίες. Ο Ιτσκόατλ ήθελε να δημιουργήσει μιαν επίσημον εκδοχήν της ιστορίας των Αζτέκων και η καταστροφή των βιβλίων καταδεικνύει εν προκειμένω την σοφίαν του. Συνειδητοποιών την σημασίαν των ιστορικών αρχείων τα οποία απέδιδαν στους Αζτέκους δευτερεύοντα ρόλον, απεφάσισεν ότι αυτά έπρεπε να καταργηθούν προκειμένου να τεθούν τα θεμέλια για μια νέαν εθνικήν υπερηφάνεια. Στη συνέχεια διέταξεν να διδάσκεται η επίσημος εκδοχή της ιστορίας των Αζτέκων. Και έτσι ικανοποιήθησαν οι επιθυμίες των Αζτέκων – Μεσίκας αρχόντων που είχαν υποτάξει την Αζκαποτζάλκο (έδρα της κυριαρχίας των Τεπανέκων)»
Η αύξηση των ανθρωποθυσιών έφθασεν σε τόσον υψηλήν κλίμακα που ο συγγραφεύς ενός κώδικος επίστευεν (εσφαλμένως) ότι, πρo του 1484, δεν υπήρχαν καθόλου προσφορές ανθρώπων, αλλά εθυσιάζοντο μόνον ορτύκια ή ζώα. Αναρίθμητοι κρατούμενοι εθυσιάσθησαν σε δεκατέσσαρες πυραμίδες εντός τεσσάρων ημερών, διατεταγμένοι σε μακρές σειρές ενώ συγκλίνοντες προς τον ναόν έβλεπαν τον βωμόν της σφαγής τους. Οι εορτές «καθιερώσεως» και εγκαινίων του νέου ναού του Χουιτσιλοπότστλι στην πρωτεύουσα Τενοτστιτλάν, το 1487, που σημασιοδοτούν τα εγκαίνιά του, δεν είχαν ανάλογο προηγούμενο. Δεν υπάρχουν λεπτομερέστερα στοιχεία που να επιτρέπουν κάτι ρεαλιστικότερον από μιαν ακριβή εικασία.
Ο Ντιέγκο Ντουράν γράφει πως ένας «Κονκισταδόρ» του είπεν ότι «τα κρανία ήσαν τόσα πολλά, ώστε δεν ημπορούσε να τα μετρήσει». Ένας άλλος «Κονκισταδόρ», ο Αντρές ντε Τάπια (Andrés de Tapia), υπελόγισεν τον αριθμόν των κρανίων που εκρέμοντο στην εσχάρα στην Τενοτστιτλάν σε 136.000. Αλλά ένας σύγχρονος εθνολόγος έχει επισημάνει ότι, όπως απορρεέι από τις μετρήσεις του Τάπια, πιθανότατα δεν θα ημπορούσαν να υπάρξουν περισσότερα από 60.000 κρανία. καθώς η εσχάρα δεν ημπορούσε να έχει γεμίσει τον χώρον που περιεγράφη. [Όρα το εξαιρετικόν άρθρον του ομοτίμου Καθηγητή ανθρωοπολογίας στο Πολιτειακόν Πανεπιστήμιον, στο Γουέην του Ντητρόιτ, Μπέρναρντ Ορτίθ ντε Μοντεγιάνο (Bernard Ortiz de Montellano, «Μετρώντας Κρανία» («Counting skulls»), στο περιοδικόν «American Anthropologist», τόμος 85, 1983, σελίδες 403-4.]
Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος μειώσεως που πρέπει να εφαρμοσθεί στις περισσότερες εκτιμήσεις του δεκάτου έκτου αιώνος. Ίσως ο χρονικογράφος μοναχός Ντιέγκο Ντουράν ήταν εγγύτερον του συνήθους αριθμού όταν ανέφερεν ότι, στην κηδείαν του βασιλέως Αξαγιάκατλ το 1479, προσεφέρθησαν πενήντα ή εξήντα θύματα, κυφοί («καμπούρηδες») και σκλάβοι.
Παρ΄όλα αυτά, το αίμα των θυσιασθέντων θυμάτων εραντίζετο συστηματικώς, ωσάν να ήταν αγίασμα, επάνω στις θύρες, στις στήλες, στις κλίμακες και στις αυλές των αζτεκικών ναών και οικιών. Καθώς, με την πάροδον των ετών, οι αιχμάλωτοι ωλιγόστευσαν, λόγω της μειώσεως των νικηφόρων πολέμων, τα προηγουμένως κατακτηθέντα μέρη προσέφεραν δούλους ή ακόμα και απλούς ανθρώπους, δίκην «φόρου τιμής» προς τους θεούς των Αζτέκων κυριάρχων τους, ιδιαιτέρως δε σημαντική ήταν η προσφορά παιδίων. Στις αρχές του δεκάτου έκτου αιώνος, οι ίδιοι οι πτωχοί του Μεξικού είχαν αρχίσει να προσφέρουν τους απογόνους τους ως θύματα. (Τα παιδιά εχρειάζοντο ούτως ή άλλως ως προσφορές για αρκετούς από τους εορτασμούς του Τλάλοκ, του θεού της βροχής)

Το έλεος ήταν ολοσχερώς ξένο στους Μεσίκα – Αζτέκους, καθώς άλλωστε εθεώρουν ότι, τελικώς η ζωή και ο θάνατος δεν είναι παρά μόνον οι δύο όψεις της ιδίας πραγματικότητος. Αυτό προέτειναν εμπράκτως οι φημισμένοι αγγειοπλάστες του Τλατίλκο όταν κατεσκεύαζαν τις κεραμικές «δυαδικές προσωπίδες» τους, με τα «μεικτά πρόσωπα», όπου το έν ήμισυ επαρίστα πρόσωπον ζώντος ανθρώπου, το δε άλλο ένα κρανίον. Μήπως δεν ήταν ο θάνατος η «παράδοση» κάποιου πράγματος που όλοι εγνώριζαν ότι έπρεπε μιαν ημέρα να μεταφερθεί; (Η λέξη στην γλώσσα ναχουάτλ για την θυσία, «νεστλαοαλίτστλι», εσήμαινε κυριολεκτικώς «πράξη πληρωμής», «απόδοση του πρέποντος»). Μήπως οι έφηβοι δεν εξεπαιδεύοντο να βλέπουν τον «ανθισμένο θάνατο» με την «μάχαιρα οψιανού» ως τιμητικόν τρόπο για να αποθάνουν ; (Μαζί με τον σπανιότερον θάνατον στο πεδίον της μάχης ετιμάτο και η περίπτωση των γυναικών των θνησκουσών κατά τον τοκετόν). Οι θεοί δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για εκείνους που απέθαιναν υπό φυσιολογικές ασθένειες ή από γήρας. Όσοι υπέφεραν υπό την «μάχαιρα του οψιανού» είχαν εξασφαλίσει μια θέση σε μιαν καλυτέρα μεταθανάτιον ζωή – στον ύπατον των δεκατριών ουρανών, τον «Ομεγιοκάν» («τον τόπον της δυαδικότητος»), τον παράδεισον του ηλίου – σε σύγκριση προς αυτούς που απέθαιναν συνήθως και συμβατικώς.

Για την θυσίαν εχρησιμοποιείτο μία μάχαιρα από πυριτόλιθο, διότι ο οψιανός είναι εύθραυστος, αλλά αυτός εχρησιμοποιήθη ως «λεκτική μεταφορά» κατά τις συναφείς αφηγήσεις. Οι συνήθεις ψυχές έπρεπεν απλώς να πάνε στον Μικτλάν, τον «φαιόν κάτω κόσμον» του αφανισμού. Όσοι εθυσιάζοντο ελάμβαναν συχνάκις το «πλεονέκτημα» λήψεως παραισθησιογόνων δόσεων φαρμάκων για να τους καταστήσουν ικανούς να αποδεχθούν την μοίρα τους ή, τουλάχιστον, μίαν μεγάλη ποσότητα του αλκοολούχου ποτού πούλκε. Ωστόσον, είναι αμφίβολον εάν εφρόντιζαν όλα τα θύματα τόσον καλώς.
Μια διαμάχη σχετική με την ηθικήν της αυτοκρατορικής αποστολής των Ισπανών είχεν ανακύψει ήδη πριν από την ανακάλυψη του Μεξικού, λόγω των αναζητήσεως αρκετών Δομηνικανών μοναχών που είχαν ιδεί την ισπανικήν αυτοκρατορία στην Καραϊβική θάλασσα. Τα επιχειρήματα φαίνονται σήμερoν απόμακρα και ξηρά. Ωστόσον, καμία άλλη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, ούτε η Ρωμαϊκή, ούτε η Γαλλική, ούτε η Βρετανική, δεν ενεπλάκη σε τέτοιες συζητήσεις για τους σκοπούς της επεκτάσεώς τους. Τα επιχειρήματα εσυνεχίσθησαν. Το 1770, ο μαρκήσιος της Μονκάδα έστειλε σε έναν φίλον του στην Γαλλίαν ένα πανέμορφο αρχαίο ζωγραφισμένο βιβλίον, πιθανότατα από την Πουέμπλα του Μεξικού, γνωστόν τώρα ως «Χάρτης του Κουινάτσιν». Έγραψε στον αποδέκτη: «Θα κρίνετε μόνοι σας εάν αυτοί [οι Μεξικανοί] ήσαν βάρβαροι εκείνην την εποχήν που τους έκλεψαν την χώραν, τα αγαθά και τα ορυχεία τους ή αν ήμασταν εμείς».
Υπήρξεν μια αυξανόμενη προσπάθεια να τοποθετηθεί το δρώμενον των θυσιών σε ένα πλαίσιο που, αν όχι ευνοϊκόν, είναι ολιγότερον ενοχλητικόν. Ορισμένοι συγγραφείς ημφισβήτησαν τις προηγούμενες «ισπανικές υπερβολές» που απεικόνιζαν το Μεξικό ως ένα «τεράστιο ανθρώπινο ερείπιο» και οι οποίες συνεχίζουν να διαστρεβλώνουν την διαδεδομέην ευρωπαϊκήν εικόνα της κοινωνίας της Τενοτστιτλάν (όρα το βιβλίον του Στάναρντ). Επίσης, ο Γάλλος ανθρωπολόγος και πολιτικός, συχνάκις υπουργός, Ζακ Σουστέλ (Jacques Soustelle. 1912 –1990), προσεπάθησεν να σταχυολογήσει τον πυρήνα του αζτεκικού θρησκευτικού νοήματος, εξετάζων, όπως γράφει, τα δρώμενα πέραν «από τα εξωτερικά στρώματα του αίματος και των εντέρων», επιπλέον δε επεσήμανεν (ψευδώς) ότι από τους Αζτέκους «εφονεύθησαν ολιγότεροι άνθρωποι απ΄ότι στις αρένες της αρχαίας Ρώμης», [όρα το βιβλίον του «Η καθημερινή ζωή των Αζτέκων στην παραμονήν της Ισπανικής Κατακτήσεως» («The daily life of the Aztecs on the eve of the Spanish Conquest», αγγλική μετάφραση της αρχικής γαλλικής εκδόσεως του 1956), Νέα Υόρκη, εκδόσεις MacMillan, 1962, σελίς 99].
Η ηθική των Μεσίκας – Αζτέκων υποδηλώνεται από ένα απόσπασμα στον «Φλωρεντινόν Κώδικα», όπου φαίνεται ότι, τουλάχιστον θεωρητικώς, εθαύμαζαν πολλά από τα πράγματα που υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν οι χριστιανοί κύριοι στην Ευρώπη: «λιτότητα, συμπόνια (!;), ειλικρίνεια, προσοχήν, τάξη, ενέργειαν, εγρήγορση, σκληράν εργασία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, διακριτικότητα». Αντιθέτως περιεφρόνουν «την οκνηρίαν, την αμέλειαν, την έλλειψη συμπόνιας, την αναξιοπιστίαν, την αναλήθειαν, την βλακείαν, την σπατάλην, τον δόλον, την κλοπήν», ακόμη δε και την «ταραχήν, ασέβειαν και προδοσίαν».
Όμως ένα στοιχείον στις πρακτικές των αρχαίων Μεξικανών τους έκανε να φαίνονται ακόμη και στους πιστούς της ανθρωπίνης ισότητος Ισπανούς μοναχούς, ως βάρβαροι, και επομένως έχοντες ιδιαιτέραν ανάγκην σωτηρίας : Η ανθρωποθυσία. Για τους Ισπανούς στο Μεξικό, τα αποδεικτικά στοιχεία της ανθρωποθυσίας αφήρεσαν όλες τις αμφιβολίες σχετικώς με την ηθικήν της εισβολής που έκανε ο Κορτές, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει η κατάκτηση.

Οι διαφορετικοί τρόποι λατρείας φαίνονται στους περισσοτέρους εξ ημών εξ ίσου αληθινοί, στους φιλοσόφους μας εξ ίσου ψευδείς και στους ανθρωπολόγους μας εξ ίσου ενδιαφέροντες. Κάθε πολιτισμός, μας υπενθύμισεν ο Σουστέλ (ο συγγραφεύς του αφηγηματικού «αριστουργήματος» για την καθημερινή ζωή του Μεξικού), έχει τις ιδικές του ιδέες για το τι είναι και τι δεν είναι σκληρό. Και προσθέτει ότι η ανθρωποθυσία στο παλαιό Μεξικόν δεν ενεπνέετο ούτε από σκληρότητα ούτε από μίσος: Κατ΄αυτόν ήταν «μια απάντηση στην αστάθεια ενός συνεχώς απειλουμένου κόσμου». Κάθε λαός, όπως υποτίθεται τώρα γενικώς, έχει το ιδικόν του δικαίωμα να συμπεριφέρεται όπως προβλέπουν τα εθνικά του έθιμα.
Ο Χιού Τόμας προφανώς ομιλεί εξ ονόματος όλων των συγχρόνων παρατηρητών όταν γράφει: «Ωστόσον, ακόμη και τώρα πρέπει κανείς να έχει ισχυρόν στόμαχον, ώστε να δεχθεί με μια καθαρώς ανθρωπολογικήν κρίση όλες τις εκδηλώσεις της ανθρωποθυσίας : Όχι μόνον την εκρίζωση των καρδιών των αιχμαλώτων πολέμου ή των δούλων, αλλά την ένδυση των ιερέων με τα ανεστραμμένα δέρματα των εκδαρέντων θυμάτων ως τελετουργικήν στολή, την περιστασιακή ρίψη θυμάτων στο πυρ, την φυλάκιση παιδίων και τον ακόλουθον πνιγμόν τους και τελικώς την τελετουργικήν βρώση των χειρών και των ποδών των θυμάτων. Πώς ημπορούμε να κρίνουμε τους Ματλατζίνκα (μία Ναχουάτλ εθνότης, κάτοικος της περιοχής Τολούκα στην κοιλάδα του Μεξικού), που εθυσίαζαν ανθρώπους συνθλίβοντές τους βραδεώς μέσα σε ένα περισφιγγόμενο αλιευτικόν δίκτυ; Είμεθα πράγματι ικανοποιημένοι να βλέπουμε τα θύματα ως “λουομένους κατά την πρώιμον αυγήν”; Τα ανά χείρας μωρά, “ανθρώπινα λάβαρα”, κλαίνε βάναυσα, για να διασφαλισθεί πως ο θεός της βροχής, ο Τλάλοκ, βλέπων τα δάκρυά τους, δεν έκανε λάθος σχετικώς με τη φύση του ζητουμένου από τους θυσιαστές. Αργότερον, οι Αγγλοσάξονες στην Βόρειον Αμερικήν ήδραξαν την πρακτικήν της κρανιακής εκδοράς – “scalping” ως δικαιολογίαν της κατακτήσεώς τους. Οι Ισπανοί κατακτητές έκριναν την ανθρωποθυσίαν με παρόμοιον τρόπον. Το ερώτημα εάν αυτή έπρεπε να περιγραφεί ως καλός λόγος για την κατάκτηση, πιθανότατα θα μας οδηγούσε σε μάλλον …..αντιεπιστημονικές αντεγκλίσεις.»
Προφανώς αυτές οι θεσμοθετημένες πρακτικές, στερούμενες πάσης ενσυναισθήσεως, αποτελούν μείζονα φραγή κατανοήσεως του «προκορτεσιανού» Μεξικού. Υπήρξε μια αυξανομένη προσπάθεια για την τοποθέτησή τους σε ένα πλαίσιον το οποίον, είναι ολιγότερον ενοχλητικόν (αν όχι ευνοϊκόν) προς τους Αζτέκους. Ορισμένοι συγγραφείς ημφισβήτησαν τις προηγούμενες ευρωπαϊκές αφηγήσεις ως δήθεν «δυτικοκεντρικές υπερβολές» που απεικόνιζαν το Μεξικό ως «τεραστίαν ανθρωπίνη εξαθλίωση» και οι οποίες συνεχίζουν να στρεβλώνουν την λαϊκήν ευρωπαϊκή εικόνα περί της κοινωνίας της Τενοτστιτλάν.
Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί, συμπαθούντες βαθέως τους Αζτέκους και επιθυμούντες να αντισταθμίσουν την διάχυτον υπερβολικήν έμφαση σε αυτήν την πτυχήν της μεξικανικής κοινωνίας, ηγνόησαν το θέμα σχεδόν εντελώς. Ο Καναδός συγγραφεύς Ρόναλντ Ράιτ στο έργον του «Κλεμμένες Ήπειροι», (το οποίον είναι ένας απολογισμός της κατακτήσεως της Αμερικής από την άποψη των ιθαγενών της), …. ημφισβήτησεν τον τελετουργικόν κανιβαλισμόν και περιώρισεν το σχόλιόν του για την ανθρωποθυσίαν λέγων ότι «ήταν. . . όχι η εμμονή μιας αρχαίας “αγρίας» πρακτικής μεταξύ των πολιτισμένων ανθρώπων που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερον, αλλά μάλλον μια υπερτροφία των αρνητικών στοιχείων στον πολιτισμό τους, τα οποία σε ευγενέστερες περιόδους είχαν κρατηθεί υπό έλεγχον.»

Ωστόσον, άλλοι ησθάνθησαν ολιγότερον … περιορισμένοι να εκφράσουν απροσχηματίστως την ιστορικήν αλήθειαν. Επί παραδείγματι η Βρετανίς διηγηματογράφος Ινές Ραλφ Χάμοντ (Innes Ralph Hammond,1913 –1998), η συγγραφεύς του βιβλίου «Οι Κατακτητές» («The Conquistadors», Λονδίνο εκδόσεις Collins. 1969), που απεκάλεσεν την αζτεκικήν θρησκεία «μία βρωμερά θρησκεία, με αποτρόπαιες τελετές και πρακτικές» (σελίς 195).
Έναν αιώνα ενωρίτερον, ο Αμερικανός ιστορικός και ισπανιστής Γουίλιαμ Χίκλινγκ Πρέσκοτ (William Hickling Prescott, 1796–1859), υπήρξεν ακριβέστερος, γράφων : «Πώς ημπορεί ένα έθνος, όπου κυριαρχούν οι ανθρωποθυσίες, και ειδικώς όταν αυτές συνδυάζονται με τον κανιβαλισμόν, να προάγει την πορείαν του πολιτισμού; . . . Οι άνδρες εξοικειώθησαν με τις σκηνές της φρίκης και των απεχθεστέρων βδελυγμάτων. . . Η καρδιά εσκληρύνθη, οι τρόποι έγιναν άγριοι, το αδύναμον φως του πολιτισμού. . . κατέστη όλο και ισχνότερον, καθώς χιλιάδες και χιλιάδες εξεθλιωμένα θύματα σε όλην την αυτοκρατορίαν επαχύνοντο ετησίως στους κλωβούς της, εθυσιάζοντο στους βωμούς της, προετοιμασμένα καταλλήλως και παρατιθμέμενα στις δεξιώσεις της! Ολόκληρος η χώρα μετετράπη σε ένα τεράστιον ανθρώπινον χάος! Η αυτοκρατορία των Μεσίκα – Αζτέκων [Μεξικού] δεν έπεσεν λοιπόν προώρως.» («Η κατάκτηση του Μεξικού» («The Conquest of Mexico») τόμος Β’, σελίς 283)
Εν ολίγοις, η θεσμοθετημένη και εξόχως εκτεταμένη πρακτική της ανθρωποθυσίας εδικαιολόγησεν εν τέλει την ισπανικήν κατάκτηση, όσον μεγάλη απώλεια ζωής ημορούσε να συνεπήγετο αυτή. Στις ανωτέρω παρατεθείσες γραμμές του ο εμβριθής Πρέσκοτ συνοψίζει ό,τι υπήρξεν για τους Ευρωπαίους, επί σχεδόν ημίσειαν χιλιετία, το βασικόν ηθικόν μάθημα στον πυρήνα της ιστορίας της κατακτήσεως του Μεξικού.
(συνεχίζεται)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Διασαφηνιστικόν Σχόλιον : Οι Ισπανοί κατακτητές του Μεξικού με επικεφαλής τον Φερδινάνδο (Ερνάν) Κορτές ήσαν ακουσίως υπεύθυνοι για την λοίμωξη των ιθαγενών πληθυσμών με τον ιόν της ευλογιάς (Variola) και της ιλαράς (Morbillus), ιούς προξενήσαντες επιδημίες οι οποίες απεδεκάτισαν τους γηγενείς και βεβαίως απεμείωσαν την μαχητικήν δύναμη αντιστάσεώς τους, καθώς αυτοί ήσαν «αξενικοί» άρα και άνευ ανοσοαποκρίσεως προς του ιούς που δεν υπήρχαν πριν την ευρωπαϊκήν εισβολή στην Αμερικήν.
Η ευλογιά εξηπλώθη στους αυτόχθονες πληθυσμούς ως ανεξέλεγκτος επιδημία – «κοκολίζτλι» και .. «ηκρωτηρίασεν» την ικανότητά τους να αντιστέκονται στους Ισπανούς. Η ασθένεια κατέστρεψεν πράγματι τους Αζτέκους, μειώνουσα σημαντικώς τον πληθυσμόν τους και φονεύουσα περίπου το ήμισυ των κατοίκων της Τενοτστιτλάν. Ένας από τους θανόντες ήταν και ο διάδοχος του Μοκτεζούμα Β’, ο αυτοκράτωρ των Αζτέκων Κουιτλάχουακ. Ως αίτιον των καταστροφικών επιδημιών έχουν κατηγορηθεί όπως προειπώθη η ιλαρά, η ευλογιά, αλλά και ο τύφος. Πρόσφατος ανάλυση του DNA από τους οδόντες των θανόντων και ταφέντων κατά την διάρκειαν ενός «κοκολίζτλι» υποδηλώνει ότι και η εντερική σαλμονέλλα (Salmonella enterica) του τυφοειδούς πυρετού, ημπορεί να ευθύνεται εν μέρει για άλλη εκτενή επιδημία.
Οι Ισπανοί συνεμάχησαν με τοπικές φυλές, υπόδουλες και σφόδρα εχθρικές κατά των Αζτέκων, για να κατακτήσουν την πρωτεύουσα τους Τενοτστιτλάν. Το στράτευμα του Κορτές επολιόρκησεν την λιμανίαν νησιωτικήν πόλη επί 93 ημέρες, οπότε ο συνδυασμός των ανωτέρων ισπανικών όπλων και μιας παροξυνθείσης καταστροφικής επιδημίας ευλογιάς επέτρεψε στους Ευρωπαίους να την κατακτήσουν.
1.Συμφώνως προς τον μύθον, οι θεοί είπαν στους Αζτέκους να κτίσουν την πρωτεύουσά τους εκεί όπου θα ιδούν έναν αετό να σκοτώνει ένα φίδι, καθισμένος επάνω σε μια κακτοσυκή («φραγοκοσυκιά»), η οποία στην γλώσσα Ναχουάτλ αποκαλέίται «νοπάλ» Κατά την περιπλάνησή τους, αυτό το αποκαλυπτικόν δρώμενο που ανεζήτουν, συνέβη επάνω σε έναν βράχο μίας νησίδος εντός της λίμνης Τεξκόκο. (Το συμβάν παρίσταται συμβολικώς στον θυρεόν της μεξικανικής σημαίας), όπου και έκτισαν την Τενοτστιτλάν, (που σημαίνει σε ελευθέρα μετάφραση «κακτόσυκο επάνω στον βράχο». Στην γλώσσα Ναχουάτλ, το κακτόσυκο λέγεται «νοπάλ» και «νότστλι» –όπως το δένδρο-, ο δε βράχος ονομάζεται «τετλ», οπότε η αρχαϊκή μετάφραση μάλλον ήταν «Μεταξύ των κακτοσυκών που μεγαλώνουν ανάμεσα στους βράχους» και όχι η Πόλη του φυλάρχου Τενότς- όπως εθεώρησαν οι αρχικοί ερμηνευτές), η οποία είναι η νυν Πόλη του Μεξικού.]
