(ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΖΤΕΚΩΝ – Μέρος 3)
Η ιδέα της θεϊκής προσωποποιήσεως θεοτήτων στα θυσιαστικά θύματα καθίστατο πλέον ακραία στην περίπτωση του ευμόρφου νέου που επελέγετο ετησίως για να εκπροσωπεί τον Τεζκατλιπόκα, τον μέγιστον μάγον και υπέρτατον θεόν του Πανθέου των Αζτέκων. Επί εν έτος ο νεαρός άνδρας ετιμάτο ως ενσάρκωση της θεότητος, περιπατών με ιματισμόν σχετιζόμενον με τον θεόν και παίζων το ιερόν του μουσικόν όργανον, το φλάουτο.
Έναν μήνα πριν από τον θάνατόν του, του εδίδοντο τέσσαρες παρθένοι εκπροσωπούσες θεές, για να τις απολαύσει. Όταν έφθανεν η καθορισθείσα ημέρα, έπρεπε να τις αποχαιρετήσει και να ανέλθει μόνος του στις βαθμίδες του ναού, απορρίπτων και θραύων ένα φλάουτο σε κάθε επίπεδον καθώς ανείρχετο. Κατόπιν, οι ιερείς που τον ανέμενον στην κορυφήν, τον συνελάμβαναν και εξερίζωναν την καρδίαν του. Αμέσως, επελέγετο ένας διάδοχος νέος για να λάβει την θέση του για το επόμενον έτος, μέχρις ότου έλθει και η ιδική του ώρα.
Τα παιδία εθυσιάζοντο κυρίως στον Τλάλοκ, τον θεόν της βροχής και της γεωργικής γονιμότητος. Τα θύματα συνήθως ηγοράζοντο από τους γονείς τους. Τα αρχεία των Αζτέκων καταδεικνύουν ότι βρέφη με δύο «στροβίλους» τριχών στην κόμη τους, γεννηθέντα σε ημέρες θεωρούμενες ευνοϊκές, ανεζητούντο επιμελώς και η τιμή αγοράς τους ήταν ιδιαιτέρως υψηλή !

Η μοίρα τους αναφέρεται από τον Δομινικανόν μοναχόν και χρονικογράφον Ντιέγκο Ντουράν, που αναφέρει : «…. Κάθε άνοιξη oλόκληρη η αριστοκρατία της χώρας, οι βασιλείς, οι πρίγκηπες και οι μεγάλοι άρχοντες, ελάμβαναν ένα παιδίον έξ ή επτά ετών και το έθεταν εντός ενός κλειστού φορείου ώστε να μην φαίνεται». Η πομπή διέσχιζεν την λίμνη Τεζκόκο και εσυνέχιζεν έως την κορυφήν του όρους Τλάλοκ, μιαν βουνοκορυφήν εγγύς της Τενοτστιτλάν, την οποίαν οι Αζτέκοι συνέδεαν με τα σύννεφα και την βροχήν.

Ένα άλλο έγγραφο των Αζτέκων που διατηρείται σε ένα άλλο χρονολόγιον λέγει : «Εάν τα παιδία προχωρούν κλαίοντα,…, εάν τα δάκρυά τους συνεχίσουν να ρέουν, εάν τα δάκρυά τους συνεχίσουν να πίπτουν, λέγεται ότι πράγματι θα βρέχει». Στο όρος Τλάλοκ το παιδίον εθυσιάζετο από τους ιερείς υπό τους ήχους φλαούτων, σαλπίγγων και πνευστών κεράτων οστράκων, το δε αίμα του εχρησιμοποιείτο για να λουσθεί μια εικών του Θεού. Εάν η ξηρασία επέμενε, ημπορούσαν να θυσιασθούν πρόσθετα παιδία. Συνεπώς δεν είναι καθόλου περίεργον ότι η μνήμη της τερατώδους, φρικτής και μισανθρώπου τελετής εβράδυνεν να αφανισθεί ακόμα και μετά την ισπανικήν κατάκτηση.
Εν τω μεταξύ, στην ιδίαν την Τενοτστιτλάν, μία μικρά κορασίς ενδεδυμένη με ρουχισμόν κυανού χρώματος (το «χρώμα του ύδατος»), ανέμενε σε ένα δεύτερον κλειστόν φορείον εντός του περιβόλου του Μεγάλου Ναού. Όταν είρχετο η είδηση ότι η θυσία του βουνού είχεν επιτευχθεί, μετεφέρετο με μονόξυλον σε ένα δεδομένον σημείον στην λίμνη. Εκεί εσχίζετο ο λαιμός της, έτσι ώστε το αίμα της να ρέει στο νερό και το σώμα της εβυθίζετο στην λίμνη.
Σε αντίθεση με τις άλλες θυσίες, οι οποίες εθεωρούντο πρόσχαρες εορταστικές περιστάσεις, οι Αζτέκοι εσυνόδευον τον φόνον των παιδιών με ισχυρούς θρήνους και γοερά κλάματα, ενώ ακόμη και οι τελετουργοί – ιερείς τον εθεώρουν ζοφεράν πρακτικήν. ‘Οποτε ημπορούσαν οι Αζτέκοι απέφευγον και να διέρχονται από τους τους τόπους θυσίας παιδιών. (Όρα Νταβίντ Καράσκο, «Πόλη Θυσίας», σελίδες 196 –197).
Όπως καταγράφει ο Φραγισκανός ιεραπόστολος, ιστορικός και εθνογράφος Μπερναντίνο ντε Σαχαγκούν στον «Φλωρεντινό Κώδικά» του [όρα τις καταγραφές των Mark Cocker, «Rivers of Blood, Rivers of Gold: Europe’s Conquest of Indigenous Peoples» εκδόσεις Grove Press, Νέα Υόρκη, 2001), σελίς 47 και Marvin Harris, «Cannibals and Kings.The Origins of Cultures», εκδόσεις Random House, Νέα Υόρκη 1977) σελίς 159 ]
«… Πρέπει κατά πρώτον να συζητήσουμε εν συντομία την τελετουργικήν δολοφονία των παιδίων, που εθυσιάζοντο κατά το πρώτο τρίμηνον του αζτεκικού έτους. Διότι εδώ θα ιδούμε στοιχεία για διάφορα βασικά πρότυπα που μας προετοιμάζουν ώστε να αντιμετωπίσουμε τον αποκεφαλισμόν και την εκδοράν των γυναικών των προσωποποιητριών της γυναικείας θεότητος». Όλες οι θυσίες εμφανίζονται ως πολύπλοκες, δυναμικές τελετουργίες εντός ευρυτέρων θρησκευτικών και εορταστικών τελετουργιών. Κατά την διάρκειαν του πρώτου μηνός του έτους, καλουμένου «Ατλακακαχουάλο» – «εγκαταλειφθέν ύδωρ», (αντίστοιχον ιδικόν μας διάστημα 2-21 Φεβρουαρίου), κατά τον οποίον εφονεύοντο τελετουργικώς τα παιδία, διαβάζουμε ότι σχετικώς με τις παιδικές δολοφονίες «…υπήρχεν μεγάλη συμπόνια. Έκαναν κάποιους να κλαίνε. Προεξένουν το κλάμα κάποιων, τους καθίστων …. περιλύπους και τραγουδούσαν για τα θύματα αυτά»,
Αυτοί οι απόηχοι της θλίψεως ημπορεί να καταδεικνύουν ότι και οι πολιτιστικο-θρησκευτικώς εμμονικοί σαδιστές Αζτέκοι είχαν βαθείες συναισθηματικές αποκρίσεις στα τελετουργικά δράματα της παιδικής δολοφονίας. Ότι οι Αζτέκοι ησθάνοντο ενός είδους αμφιθυμίαν περί το εν λόγω ζήτημα καταδεικνύεται στην αναφοράν ότι οι θύτες ιερείς, ειδικότερον οι πλέον ηλικιωμένοι εξ αυτών, άφηναν την σκηνήν σε ορισμένες στιγμές. «Και εάν κάποιος από τους θύτες ιερείς τους απέφευγεν, τον απεκάλουν “εγκαταλείψαντα”. Δεν τραγουδούσαν πλέον μαζί με άλλους ανθρώπους. Πουθενά δεν τους ήθελαν. Πουθενά δεν ήσαν σεβαστοί.»
[Όρα επίσης στο κομβικόν άρθρον – αναφοράς «Enigma of Aztec Sacrifice» του Αμερικανού ανθρωπολόγου Michael James Harner (1929-2018), στο περιοδικόν «Natural History», του Απριλίου 1977. Τόμος 86, τεύχος υπ΄αριθμόν 4, σελίδες 46-51 και τις εκεί αναφορές των δημογράφων Sherburne Cook και Woodrow Borah, που μας κατατοπίζουν ποσοτικώς].
Η ισπανική αφηγηματική «στίλβωση» και ελάφρυνση σε αυτό το κείμενο του Σαχαγκούν υπογραμμίζει ότι οι ιερείς δεν επέστρεφαν στον τόπο όπου επραγματοποιήθη η παιδική δολοφονία. Από την μία πλευράν, αυτό ημπορεί να αναφέρεται κυρίως στην αδυναμίαν των ιερέων να εκτελέσουν ανεπηρέαστοι τις ποικίλες άκαμπτες φάσεις στις ιεροτελεστίας, η οποία απήτει πάμπολλες ώρες περιπατήματος, ψαλμωδιών, συγκεντρώσεως και αγρυπνίας. Η μη διατήρηση της συνόλου επαγρυπνήσεως εσήμαινεν αυτομάτως ότι οι ιερείς θα διεπομπεύοντο αγρίως. Αλλά το λέγει επίσης ότι ο φόνος των μικρών παιδίων ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρός και επέφερεν μια βαρείαν θλίψη στους ιερείς και στους παρακολουθούντες συμμετέχοντες.
Πολύ συχνά οι μελετητές υπογραμμίζουν ότι οι Αζτέκοι εθυσίαζαν τα παιδία κατά την διάρκειαν αυτού του πρώτου μηνός, ώστε το νέον έτος να εκκινεί με τους νεοτέρους και ισχυρούς μικρούς ανθρώπους, ως καλλίστη προσφορά στους θεούς. Αλλά τα κείμενα λέγουν ότι μερικά παιδία εφονεύοντο κατά τους πρώτους τέσσαρες μήνες του έτους, «μερικά σε κάθε μήνα … έτσι ώστε μέχρις ότου έλθουν άφθονες βροχές, τα έσφαζαν κατά τις εορτές αυτών των μηνών».

Η πλέον θλιβερά ανακάλυψη στον «Μεγάλον Ναόν» («Χουέγι Τεόκαλλι») –τον Templo Mayor των Ισπανών αφηγητών- εγένετο στα τέλη Ιουλίου του 1980, στην βορειοδυτικήν γωνίαν στις πλευράς στις πυραμίδος στις αφιερωμένης στον Τλάλοκ. Η εκσκαφή απεκάλυψεν ένα λίαν ευμέγεθες κρυφόν κιβώτιον το οποίον περιείχε πέτρινα δοχεία εμπεριέχοντα αγαλματίδια του Τλάλοκ τοποθετημένα επί των οστών 42 νεαρών θυσιαστικών θυμάτων. Τα στοιχεία από την οδοντιατρικήν εξέταση των κρανίων υποδηλώνουν ότι τα παιδία ήσαν μεταξύ τριών και επτά ετών κατά την στιγμή των θανάτων τους. Τα ημίσεα εξ αυτών έδειξαν κάποια σημεία ασθενείας, αυξάνοντα την πιθανότητα να έχουν σχηματίσει ένα δυσανάλογον ποσοστόν των θυμάτων παιδία με κακήν υγείαν.
Στοιχεία από παρόμοιες κρύπτες οστών που ανεσκάφησαν στο εγγύς κείμενον Τλατελόλκο φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτό το εύρημα. Οι ιατρικές εξετάσεις των σκελετών υποδηλούν ότι τα παιδία απέθαναν σφαγιαζόμενα και όχι με εκρίζωση τις καρδίας τους. Δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί εάν ήσαν άρρενα ή θήλεα.

Ακριβώς στις οι θυσίες στον θεόν Τλάλοκ περιελάμβαναν ύδωρ και δάκρυα, αντιστοίχως εκείνες στον Σιουτεκουτλί («Άρχοντος του Πυρός»), τον θεόν του πυρός, εχαρακτηρίζοντο από καύση. Τα εν μέρει ναρκωθέντα θύματά ερίπτοντο σε ανθρακοφόρα πύραυνα («μαγκάλια») και εκεί εψήνοντο. Ωστόσον, πριν κατακαούν, τα φουσκωμένα τους σώματα εσύροντο από ιερείς εξοπλισμένους με άγκιστρα, έτσι ώστε να δύνανται να διανοιγούν τα στήθη τους και να αφαιρεθούν οι καρδίες τους … εν ζωή.
Μερικά άλλα θύματα θυσίας εφονεύοντο με πνιγμόν ή στραγγαλισμόν. Άλλα δε, συνετρίβοντο ριπτόμενα επί βράχων ή απεμονούντο σε περικλείστους υπογείους χώρους και αφήνοντο να αποθάνουν από δίψα ή και ασιτίαν.
Μία από τις πλέον περίεργες θυσιαστικές τελετές ήταν το έθιμον των εμπόρων να προσφέρουν στους θεούς τους λεγομένους «λουσθέντας δούλους». Ο έμπορος ηγόραζεν έναν ελκυστικόν δούλον, αρσενικόν ή θηλυκόν, ο οποίος ήταν εξειδικευμένος στις τέχνες του άσματος και του χορού. Έκτιζεν ένα οίκημα στο οποίον η «αγορά» του ανεμένετο αργότερον να χορέψει. Προσέφερεν πλούσια δώρα σε εμπόρους και στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν ήδη θυσιάσει τους ιδικούς τους σκλάβους και θα άφηναν αναθηματικά προσκυνήματα στο εμπορικόν αρχηγείον στο Τοτστεπέκ προς την ανατολικήν ακτήν του Μεξικού, για να καταδείξουν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην νέαν τελετήν του λουσθέντος δούλου.
Ο έμπορος επιστρέφων στην Τενοτστιτλάν, θα προσέφερεν στους προσκεκλημένους του έναν πλούσιον «γύρον διασκεδάσεως», στον οποίον ο επιλεγείς δούλος (ο οποίος εν τω μεταξύ είχεν φροντισθεί κατά τον κάλλιστον τρόπον), θα έδιδε μουσικοχορευτικήν παράσταση, στολισμένος με ωραία ρούχα και κοσμήματα. Η διαδικασία εκορυφούτο με εν περίπλοκον σύνολον επί μέρους τελετών, των οποίων η αποκορύφωση είρχετο όταν ο κύριος και ο δούλος ανείρχοντο μαζί την σκάλαν του Μεγάλου Ναού. Στην κορυφήν, ο έμπορος παρέδιδε τον δούλον του στους εκεί ιερείς, που εξερίζωναν την καρδίαν του. Στην συνέχειαν, το σώμα επεστρέφετο στον έμπορον, για να καταναλωθεί από τους συγγενείς του σε ένα συμπόσιον.
Ο χρονικογράφος Σαχαγκούν γράφει περί αυτού του συμποσίου : «Κεχωρισμένως σε μιαν χύτραν μαγειρεύουν τους κόκκους του αραβοσίτου. Παρέθεταν την σάρκαν του δούλου επ’ αυτών, θέτοντες ολίγους κόκκους επάνω. Δεν προσέθεταν καθόλου τσίλι, μόνον επασπάλιζαν άλας. Έτσι όλοι οι συγγενείς του οικοδεσπότη έτρωγον από αυτό το γεύμα. Με αυτόν τον τρόπον, οι έμποροι εκέρδιζαν κύρος και επεδείκνυαν την επιτυχίαν τους.»
Ο κανιβαλισμός που ηκολούθει συχνότατα στις θυσίες των Αζτέκων, διείπετο από αυστηρούς κανόνες. Επειδή τα θυσιαστικά θύματα εθεωρείτο ότι καθίσταντο «ένθεα», τα άκρα τους ήσαν ιερά και, συμφώνως με τα λόγια του χρονικογράφου, «ετρώγοντο με ευλάβειαν, με προσεκτικόν τελετουργικόν τρόπον και ιδιαιτέραν επιδεξιότητα – ως εάν ήσαν κάτι προερχόμενον από τον ουρανόν».

Ωστόσον, οι κορμοί των θυμάτων αντεμετωπίζοντο με μικρότερον σεβασμόν, χρησιμεύοντες ως κρέας για τα άγρια ζώα του βασιλικού ζωολογικού κήπου. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα θυσιαστικά θύματα μετέβαιναν στωικώς στην θανάτωσή τους, πεπεισμένα για μιαν μια ένδοξον μεταθανάτιον ζωήν με τουςς θεούς οι οποίοι τα ανέμεναν. Υπάρχουν περιπτώσεις πολεμιστών που συνελήφθησαν στην μάχην και επέμεναν να θυσιασθούν, ακόμη και όταν τους προσεφέρθη η ελευθερία τους : Είναι τρομακτικόν γεγονός, ασχέτως εάν κίνητρόν τους υπήρξεν η θρησκευτική τους ευπιστία, ή επιθυμία να επιδείξουν ισχυράν ανδρικήν αδιαφορία για τον αφόρητον πόνον ή η επιθυμία τους να διαφύγουν από την καταισχύνην της ήττης. Είναι αδύνατον να δηλώσει κανείς με αδιαμφισβήτητον ακρίβειαν το κίνητρον ή τα κίνητρα.
Τελικώς, οι αιμοδιψείς και ακόρεστοι θεοί των Αζτέκων τους εγκατέλειψαν. Αυτούς τους αηττήτους Αζτέκους, που κατασυνετρίβησαν από τους χαλυβδοφόρους τολμητίες «Κονκισταδόρες». Περισσότεροι από πέντε αιώνες παρήλθαν μετά τον θάνατον του τελευταίου θύματος στην κορυφήν του Μεγάλου Ναού, οπότε οι μεγαλόστομοι λόγοι στο άσμα του Αζτέκου ποιητή – στιχουργού ακούονται αβαθείς, ματαιόδοξοι και θρασείς:
«Είναι υπερήφανη για τον εαυτόν της η πόλη του Μεξικού-Τενοτστιτλάν.
[Όρα «Cantares Mexicanos», Fol.19v – 20r, στο βιβλίον του σπουδαίου Μεξικανού ανθρωπολόγου και ιστορικου, μεγίστου ερευνητή του αζτεκικού πολιτισμού Μιγκουέλ Λεόν Πορτίγια (Miguel Leon-Portilla. 1926-2019) «Προκολομβιανές Λογοτεχνίες του Μεξικού» («Pre-Columbian Literatures of Mexico», Τόμος 92 της σειράς «Ο Πολιτισμός των Αμερικανών Ινδιάνων», εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, 1986)].
Εδώ κανείς δεν φοβάται να αποθάνει στον πόλεμον !
Έχε κατά νουν ω Πριγκήπισα : Αυτή είναι η δόξα μας !
Αυτή είναι η εντολή Σου, ω δότη της Ζωής.
Ποίος θα ημπορούσε να κατακτήσει την Τενοτστιτλάν ;
Ποίος θα ημπορούσε να κινήσει τα θεμέλια του ουρανού;
Με τα βέλη μας, με τις ασπίδες μας η πόλη αυτή υπάρχει.
Η Τενοτστιτλάν παραμένει !»
Η αείμνηστος Δόκτωρ Τζέην Στήβενσον Νταίη,(1930-2016), η ανθρωπολόγος και ειδική της μεσοαμερικανικής αρχαιολογίας, έφορος – αρχιεπιμελήτρια του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Ντένβερ του Κολοράντο, είχε δημοσιεύσει ένα ακριβές και πυκνό περιληπτικό κείμενο (στα τέλη Αυγούστου του 1992), με τίτλον «Η αυτοκρατορία των Αζτέκων», όπου με απροκατάληπτο και ορθοτόμο σαφήνεια κατέγραφεν :
«… Στο Τλατελόκο, στην πόλη του Μεξικού, σκηνικό της τελευταίας μάχης για την Τενοτστιτλάν, έχει τοποθετηθεί μια πλάκα στον τοίχο του αρχαίου κτιρίου. Η επιγραφή της ασχολείται με την πτώση της αυτοκρατορίας στις Αζτέκων και τον μοναδικό μεξικανικόν πολιτισμόν που εξελίχθη από στις συντήξεις των παραδόσεων του Παλαιού Κόσμου και του Νέου Κόσμου. Στις 13 Αυγούστου του 1521 υπερασπιζόμενος ηρωικώς το Τλατελόκο, ο ύστατος Αζτέκος βασιλεύς Κουαχτεμόκ έπεσε μαχόμενος κατά του Χερνάν Κορτές. Αυτό δεν ήταν ούτε θρίαμβος ούτε ήττα, ήταν μια οδυνηρά γέννηση του λαού μεστίζος μιγάδων (μεστίζος = μιγάδες Λευκών – Ινδιάνων), που είναι το Μεξικό του σήμερα.»
(συνεχίζεται)