ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΖΤΕΚΩΝ [2]

Μέρος 2

Σε όλους τους μείζονες προκολομβιανούς μεσοαμερικανικούς και νοτιοαμερικανικούς πολιτισμούς (Αζτέκους, Μάγιας, Ίνκας), ήταν συνήθης λατρευτική θρησκευτική πρακτική η προσφορά αίματος στου θεούς, μέσω  αυτοτραυματισμών (νύξεις και τομές του ανθρωπίνου σώματος από τους ιδίους τους λατρευτές) και σφαγής ζώων. Ωστόσον, η θυσία αυτοτραυματισμού και η θυσία ζώων δεν απετέλουν επαρκώς υψηλήν τιμήν προς τους θεούς, ώστε να εξασφαλίσουν την θείαν εύνοιαν. Η ανθρωποθυσία καθίστατο ολοέν και σημαντικοτέρα  καθώς επεξετείνετο η αζτεκική αυτοκρατορία. Εάν δε οπίσω από την μεγάλην αναβάθμιση του αριθμού των θυσιασθέντων ευρίσκεται μία και μόνη παρεμβάσα αθρωπίνη χειρ, φαίνεται πως ήταν αυτή του δαιμονίου και αδιστάκτου πολεμάρχου και νομοθέτη Τλακαέλελ («Άνδρας ισχυρών συνασθημάτων»), του συμβούλου των τριών ηγετών της «Τριπλής Συμμαχίας» της αζτεκικής συνομοσπονδίας του 15ου αιώνος, των πόλεων κρατών Τενοτστιτλάν, Τεξκόκο και Τλακοπάν.

Ελθών στην εξουσίαν σε μιαν εποχήν όπου η δύναμη των Αζτέκων ανήρχετο τάχιστα, φαίνεται ότι ο άρχων Τλακαέλελ είχεν προωθήσει σκοπίμως την λατρείαν του πολεμικού θεού Ουιτζιλοπότστλι, θεού προστάτη των μαχητών, με τις συνοδευτικές θυσιαστικές της τελετουργίες, ως μίαν «ιμπεριαλιστικήν» θρησκευτικήν πίστη και ως στήριγμα ενθαρρύνσεως της αρειμανίου αζτεκικής στρατοκρατίας. Ο Ισπανός Δομινικανός μοναχός και χρονικογράφος του 16ου  αιώνος των Αζτέκων Ντιέγκο Ντουράν (1537-1588), στο βιβλίον του «Η ιστορία των Ινδιών της Νέας Ισπανίας και της Στερεάς Γης»  («La Historia de las Indias de Nueva España e Islas de Tierra Firme» επανέκδοση από τις εκδόσεις Angel María Garibay, Πόλη του Μεξικού, 1967), ανέφερεν περί του Τλακαέλελ ότι ««Εκτός από το να είναι τολμηρός και πονηρός στην πολεμικήν εξαπάτηση, εφηύρεν  επίσης διαβολικές, σκληρές και τρομακτικές θυσίες».

Συμφώνως προς τον Ντουράν, ο Τλακαέλελ επέβλεψεν μιαν τερατώδη θυσίαν, όπου τα θύματα ήταν τόσο πολυάριθμα ώστε ο Ισπανός χρονικογράφος εφοβείτο πως θα  ονομασθεί ψεύτης εάν την  περιγράψει, αλλά, όπως διαβεβαίωσεν τους αναγνώστες του, είχεν αυτές τις πληροφορίες από απολύτως αξιόπιστες πηγές Αζτέκων. Αναφέρει : «Πριν από την αυγήν, οι κρατούμενοι που επρόκειτο να θυσιασθούν επαρουσιάσθησαν παρατεταγμένοι σε τέσσαρες φάλαγγες. Η μία εξετείνετο  από τους πρόποδες της κλίμακος προς την πυραμίδα του ναού σε ολόκληρον τον δρόμον που πηγαίνει στο Κογιοακάν («Τόπος των Κογιότ» – κωμόπολη των υποδούλων Τεπανέκων, στην νοτίαν ακτήν της λίμνης Τεξκόκο) και στο Σοτσιμίλκο («Λειμών των Ανθέων» – κωμόπολη  σύμμαχον της Τενοτστιτλάν και λάτριδα του τρομερού Ουιτζιλοπότστλι). Το μήκος της φάλαγγος  ήταν σχεδόν μία λεύγα (απόσταση 4.452 μέτρων). Μία άλλη εξετείνετο κατά μήκος του διαδρόμου προς την Γουαδαλούπη (προς Βορράν της Τενοτστιτλάν) και ήταν τόσον μακρά όσον η πρώτη. Η τρίτη εξετείνετο κατά μήκος του διαδρόμου προς το Τλακόπαν («Τόπος των βεργών»- κωμόπολη στην δυτικήν ακτήν της λίμνης Τεξκόκο) και η τετάρτη προς ανατολάς μέχρι την ακτήν της λιμνοθαλάσσης.» Εχρειάσθησαν τέσσαρες ημέρες για να φονευθούν όλα τα θύματα, οι δε ρύακες του αίματος που έρρεεν υπό τις σκάλες του ναού, ήασν τόσον μεγάλοι «που όταν έφθασαν κάτω στον πυθμένα, ψυχόμενοι έπηξαν και εσχημάτισαν παχείς θρόμβους, ικανούς να τρομοκρατήσουν κάποιον».

Υπήρχαν πολλές διαφορετικές μορφές ανθρωποθυσίας, κάθε μία των οποίων σχετίζεται με μιαν δεδομένην θεότητα ή με μιαν από τις πολλές εορτές που εμπεριείχεν το έτος των Αζτέκων, τα δε θυσιαστικά θύματα θα ημπορούσαν να είναι σκλάβοι καθώς και αιχμάλωτοι αντίπαλοι πολεμιστές. Χωρίς αμφιβολίαν, ο συνηθέστερος τύπος θυσίας ήταν εκείνος στον οποίον το θύμα εκρατείτο καθηλωμένο υπτίως και εξερίζωναν την καρδίαν του, αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη μέθοδος θανατώσεως. Κάποιοι ατυχείς απεκεφαλίζοντο. Ακόμη, κάποιοι άλλοι καθίσταντο ζωντανοί στόχοι, πληττόμενοι  με κοινά βέλη ή λογχοβέλη της λογχοσφενδόνης «ατλάτλ» (atlatl).

Ίσως η ευγενεστέρα μορφή ανθρωποθυσίας ήταν αυτή που περιελάμβανε την ασύμμετρον μονομαχίαν του ενός αιχμαλώτου (και δη οπλισμένου με ομοίωμα όπλου) εναντίου προς πλείονες Αζτέκους επιλέκτους πολεμιστές. Γνωστή ως η «Εκδορά των ανδρών», απετέλει μέρος ενός ευρυτέρου τελετουργικού που επραγματοποιείτο κατά την άνοιξη, την εποχή του φυτεύματος και εόρταζεν την αναζωογόνηση της ζωής. Οι κρατούμενοι, που συνελαμβάνοντο στο πεδίον της μάχης και εσύροντο δέσμιοι στην Τενοτστιτλάν, ετύγχανον προσεκτικής μερίμνης εκ μέρους των δεσμωτών τους και αντεμετωπίζοντο σχεδόν ως συγγενείς, ως αδελφοί ενώπιον του θανάτου, ώστε να ημπορούν να τιμήσουν τους νικητές τους μέσω της αξιοπρεπείας και της γενναιότητοες του θανάτου τους.

Πράγματι, αυτή η σχέση εξεκίνει στο πεδίον της μάχης, όπου, κατά την παράδοση, ο πολεμιστής έπρεπε να ειπεί στον αιχμάλωτόν του : «Είσαι όπως ο υιός μου ο αγαπητός» και ο κρατούμενος με την σειρά του να απαντήσει: «Είσαι ο αγαπητός μου πατήρ».  Η ιεροτελεστία της «Εκδοράς των ανδρών» ελάμβανε χώραν σε μιαν  διήμερον περίοδον, στο ναόν  του θεού Σίπε Τότεκ («Ο Εκδαρείς Κύριος»), γνωστού και ως  «ο Εκδορεύς», του οποίου οι σχέσεις με την Ανατολήν, (μιαν περιοχήν η οποία εθεωρείτο από τους Αζτέκους ως η γη της αφθονίας) τον καθίστων την  κατάλληλον θεότητα προς εξευμενισμόν αυτήν την στιγμήν του έτους. Η τελετή απήτει οι κρατούμενοι, φέροντες χάρτινα περιζώματα, να αλείφονται πλήρως με μιαν υπόλευκον ημίρρευστον αλευρώδη ουσίαν, ένα κόμμι.

Κατόπιν, οι κεφαλές τους εκαλύπτοντο με κολλώδες κόμμι, τον χυμόν του καουτσουκοδένδρου, στον οποίον συνήπτοντο πτερά διάνου. Το γαλακτώδες χρωματισμένο κόμμι εφηρμόζετο επίσης και επί των προσώπων τους. Κατά την πρώτην ημέραν της ιεροτελεστίας, μόνον οι  ήσσονες αιχμάλωτοι οδηγούντο σε θάνατον επί του ναού του Σίπε. Υποτίθεται ότι έσπευδον ανερχόμενοι ….εκουσίως την κλίμακα του ναού, αλλά πολλοί έπρεπε να μεταφερθούν στον θυσιαστικόν λίθον από τους ιερείς του ναού. Αφού είχαν εκριζώσει τις καρδίες τους, τα άψυχα σώματά τους ερρίπτοντο από τις βαθμίδες της κλίμακος στην βάση της πυραμίδος, όπου εξεδέροντο και εσφαγιάζοντο. Ο ένας μηρός καθενός εξ αυτών απεστέλετο στον κυβερνήτη, ενώ οι συλλαβόντες τα θύματα ηδύναντο να κρατήσουν τα υπόλοιπα μέρη πλην των κεφαλών, οι οποίες εχρησιμοποιούντο  για να διακοσμήσουν μίαν τεραστίαν εσχάραν, έναν φράκτην, από ξυλίνους πασσάλους, καλουμένον «τσομπάντλι» * – «κρηπίς κρανιοαναρτήσεως».

Κατόπιν οι πολεμιστές εκάλουν τους συγγενείς τους στις οικίες τους για τελετουργικές γιορτές. Οι ίδιοι, συλλογιζόμενοι πως θα ημπορούσαν να αποθάνουν μιαν ημέρα επί ενός λίθου θανατώσεως των εχθρών, δεν εγεύοντο την σάρκαν των θυσιασθέντων αιχμαλώτων τους, αλλά παρώτρυναν τους συγγενείς τους να φάγουν ένα μικρό κομμάτι κρέατος του θύματος, με μιαν δράκα ωμού αραβοσίτου – μια συμβολική πράξη ανακαλούσα στον νούν την γενναιοδωρίαν της γης. Με πολύ θρήνον και κλάμματα για τους θανάτους που θα ημπορούσαν μιαν ημέρα να έλθουν στους ιδικούς τους υιούς, είτε στο πεδίον της μάχης είτε ως θύματα ανθρωποθυσίας, οι οικογένειες κατηνάλωναν την σάρκα και τον αραβόσιτον.

Την επομένην ημέραν, οι σημαντικότεροι κρατούμενοι εθυσιάζοντο στον λεγόμενον λίθον μονομαχίας, στην βάση της πυραμίδος του Σίπε Τότεκ. Οι αιχμάλωτοι είχαν προετοιμασθεί επί μιαν τετραήμερον περίοδον για την ιεροτελεστίαν, κατά την οποίαν, μεταξύ άλλων, ήσαν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν σε σκηνοθετημένες μάχες και να υποταχθούν σε μιαν συμβολικήν προσποιητήν αφαίρεση των καρδιών τους, όπου  το όργανον εξεπροσωπείτο από αποξηραμένους πυρήνες αραβοσίτου.  Αφού κατά την παραμονήν των θανάτων τους απησχολούντο με τους δεσμώτες τους, οι οποίοι συμβολικώς έλυναν την μαγικήν δέσμευση των αιχμαλώτων τα μεσάνυκτα, κατόπιν ωδηγούντο στον ναό. Ο Αρχιερεύς, ενδεδυμένος ως Σίπε κατήρχετο από τις σκάλες, ακολουθούμενος από την συνοδείαν του.

Κάθε αιχμάλωτος, απογυμνωμένος έως τα εσώρουχά του, προσεδένετο σε μιαν κυκλικήν πέτρα στο ύψος της οσφύος του. Του εδίδοντο αβλαβή συμβολικά όπλα,  τέσσερα ρόπαλα από χλωρό πεύκο και ένα ρόπαλον με πτερά στην θέση των συνήθων λεπίδων από οψιδιανόν. Με αυτές τις απομιμήσεις όπλων ανεμένετο να υπερασπισθεί τον εαυτόν του ενάντια σε τέσσαρες από τους ισχυροτέρους Ιαγουάρους και Αετούς ιππότες, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι με πραγματικά όπλα. Για να περιορισθούν οι πόνοι του (αλλά και η κινητικότης του), του εδίδετο ένα ποτόν ιερού οίνου αγαύης, «πούλκε» («μετοκτλί»), καρυκευμένον αναμφιβόλως με ένα φάρμακον παρασκευασθέν από ψυχοδραστικούς σπόρους πορφυράς ιπομοίας – «εωθινής χαράς» και έπειτα ετίθετο ενάντιος των αντιπάλων του με τα ανώτερα όπλα τους.

Καθώς ηγωνίζετο την προαπωλεσθείσα μάχην του, υποβάλετο σε αυτό που ήταν γνωστόν ως «Η απογύμνωση», η διάσπαρτος κατάτμηση του δέρματός του, έτσι ώστε το αίμα του να διαρρέει από τις μικροσκοπικές πληγές. Υπήρχεν ίσως εδώ ένας εκούσιος μαγικοθρησκευτικός συμβολισμός, υποδηλών την δίανοιξη της γηίνης επιφανείας από τους βλαστάνοντες φυτικούς σπόρους. Όταν τελικώς ο δυστυχής αιχμάλωτος κατέρρεεν από την συνεχή αιμορραγίαν και κόπωση, ο αρχιερεύς που εμιμείτο τον θεόν  προέβαινε, εξερίζωνε την καρδία του θύματος, την προέτεινε στον ήλιον ως προσφοράν και έπειτα εβύθιζεν ένα κοίλον σακχχαροκάλαμον στην δεξαμενήν αίματος η οποία επλήρου την κοιλότητα του θώρακος και το εκράτει ούτως ώστε να πίνη ο ήλιος ! Προσέφερε στον πολεμιστήν – δεσμώτην του θύματος το σακχαροκάλαμον και έναν κρατήρα γεμάτον με το αίμα, με το οποίον ο πολεμιστής περιήρχετο την πόλη, διαβρέχων τα στόματα των ειδώλων στους ναούς. Αφού ολοκλήρωνε την περιφοράν του, ο πολεμιστής επέστρεφεν στον ναόν του Σίπε και επανείρχετο στους άλλους εορτάζοντες, οι οποίοι εξέδερον και διεμέλιζαν τους τους αιχμαλώτους. Στην συνέχεια λιπαίνοντες  τα γυμνά τους σώματα με λίπος περιενεδύοντο … το δέρμα των θυμάτων.

Μερικές φορές ένας πολεμιστής προσέφερε σε κάποιον «μετανοούντα» πιστόν του θεού, την τιμήν να φορέσει το δέρμα του θύματος. Καταλείποντες ίχνη αίματος και λίπους, οι απεχθώς ενδεδυμένοι άνδρες έτρεχαν μέσα στην πόλη «τρομοκρατούντες έτσι εκείνους που τους ηκολούθουν», όπως εσημείωσεν χαρακτηριστικώς ο σπουδαίος ιστορικός και εθνογράφος Μπερναρντίνο ντε Σαχαγκούν (Bernardino de Sahagun) **. Εδίωκαν τους νεαρούς που ήσαν τόσον τολμηροί ώστε να προσπαθούν να τους προσεγγίσουν για να πάρουν ολίγον από το δέρμα των νεκρών υπό τους όνυχές τους, μάλιστα δε εξυλοκόπουν όσους νεαρούς συνελάμβαναν. Ευπρόσδεκτοι παντού, οι «φορείς της ευλογίας» πολεμιστές, μετεκινούντο από οικίας σε οικίαν. Συμφώνως προς τον Σαχαγκούν τους προσέφεραν καθίσματα στρωθέντα με  φύλλα και «οι οικοδεσπότες τους παρείχαν περιδέραια εσχηματισμένα από στάχεις  αραβοσίτου, έθεταν περιδέραια ανθέων στους ώμους τους και στέμματα ανθέων επί των κεφαλών τους». 

Η επακόλουθος δευτέρα ημερησία τελετή περιελάμβανεν επίσης μια κανιβαλικήν εορτήν για την οικογένειαν κάθε πολεμιστή και, όπως και την προηγούμενην ημέραν, ο φονεύς απείχεν από την σάρκα του φαγητού, λέγων ηχηρώς : «Θα φάγω ίσως τον ίδιον τον εαυτόν μου;». Βεβαίως, κατά την διάρκειαν της περιόδου των 20 ημερών κατά την οποίαν έφερε δίκην ενδύματος το δέρμα του εκδαρέντος, αυτός και οι γύρω του έπρεπε να υπομείνουν την δυσωδίαν που αυτό απέδιδεν. Τελικώς, απέρριπτεν  το καταρρακωθέν, σεσηπός «ένδυμα», το οποίον εθάπτετο σε ένα σπήλαιον στους πρόποδες του ναού του Σίπε, και στην συνέχειαν εκαθαρίζετο επιμελέστατα, αποτρίβων το οιοδήποτε υπολειμματικόν λίπος του νεκρικού δέρματος με αραβοσιτάλευρον. Η τελετή ελάμβανε τέλος, το δε αναγεννηθέν έαρ είχεν εορτασθεί ευθύμως σε ολόκληρον την πόλη.

Οι γυναίκες εθυσιάζοντο σε μίαν φθινοπωρινήν εορτήν, τιμώσαν την θεάν Σιλόνεν, κοσμικήν έκφραση του μεγενθυνομένου και ωρίμου αραβοσίτου, του βασικού τροφίμου των Αζτέκων. Τα θύματα απεκεφαλίζοντο, οι δε κεφαλές τους εκόπτοντο ως στάχεις αραβοσίτου καθώς εχόρευαν, μιμούμενες  την θεότητα.

Η Σιλόνεν, (όνομα που σημαίνει «κούκλα από αραβόσιτον»), ήταν ύπανδρος με  τον μείζονα αζτεκικόν θεόν, τον μάγον-Μύστην Τεζκατλιπόκα. Ωνομάζετο επίσης «Τσικομεκοάτλ» –  «Επτά ερπετά» και ήταν συνάμα θεά της γεωργίας των Αζτέκων. Μερικές φορές ωνομάζετο και «Θεά της Θρέψεως», θεά της αφθονίας παριστώσα την γυναικείαν όψη του αραβοσίτου Η κεντρική γυναίκα στο τελετουργικόν της θυσίας καθίστατο η θεά και απεκεφαλίζετο καθώς εχόρευεν. Κατόπιν εξεδείρετο, η καρδία της εξήγετο και εκαίετο. Ένας ευνοούμενος πολεμιστής καθ’ όλην την διάρκειαν του επομένου έτους ενεδύετο το επεξεργασθέν δέρμα της θυσιασθείσης και ενεσάρκωνε την θεάν. [όρα Νταβίντ Λη Καράσκο (Davíd Lee Carrasco στο αναφερθέν από το πρώτον μέρος βιβλίον του «Πόλη της Θυσίας. Η αζτεκική αυτοκρατορία και ο ρόλος της βίας στον πολιτισμόν» («City of Sacrifice. The Aztec Empire and the Role of Violence in Civilization», σελίδες 204–207.]

Συνεχίζεται

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* «Τσομπάντλι» ή ράφι κρανίου είναι ένας τύπος ξυλίνης εσχάρας ή φράκτη από πασσάλους, που έχει ευρεθεί σε αρκετούς μεσοαμερικανικούς πολιτισμούς και εχρησιμοποιείτο για την δημοσίαν έκθεση ανθρωπίνων κρανίων, συνήθως αιχμαλώτων πολέμου ή άλλων θυμάτων θυσίας. Πρόκειται για μιαν κατασκευήν η οποία ομοιάζει με ικρίωμα από ύλινες ράβδους επί των οποίων έχουν τοποθετηθεί κρανία αφού μετά την αποκοπήν τους έχουν διανογεί σε αυτά κροταφικές οπές. Πολλά τσομπάντλι έχουν ευρεθεί σε όλη την Μεσοαμερικήν, από την επικλασσικήν ( 600–900 μ.Χ.) έως την πρώιμον μετακλασικήν περίοδον (900–1250 μ.Χ.). Το 2017 οι αρχαιολόγοι ανεκοίνωσαν την ανακάλυψη του «Μείζονος Τζομπάντλι» (Ουέϊ Τζομπάντλι), με περισσότερα από 650 κρανία, στην αρχαιολογικήν ζώνη του Ουέϊ Τεόκαλι («Μείζονος Ναού» – ισπανιστί «Τέμπλο Μαγιόρ») στην Πόλη του Μεξικού.

** Ο Μπερναρντίνο ντε Σαχαγκούν (1499 -1590) ήταν ένας φραγκισκανός μοναχός, ιεραπόστολος, ιερεύς και πρωτοπόρος εθνογράφος που συμμετείχε στον Χριστιανικόν Καθολικόν Ευαγγελισμόν της αποικιακής «Νέας Ισπανίας» (νυν Μεξικό). Γεννηθείς στο Σαχαγκούν, μία πόλη της βορειοδυτικής Ισπανίας στην επαρχίαν της Λεόν,  το 1499, εταξίδευσεν στην Νέα Ισπανία το 1529. Έμαθε την γλώσσα Ναχουάτλ των Αζτέκων και ησχολήθη επί περισσότερα από 50 έτη με την μελέτην των πεποιθήσεων, του πολιτισμού και της ιστορίας των Αζτέκων. Παρά το ότι κυρίως ήταν αφιερωμένος στο ιεραποστολικόν του έργον, η εξαιρετική εργασία του δουλειά του που τεκμηριώνει πληρέστατα την αυτόχθονο κοσμοθεωρίαν και τον πολιτισμόν, του εχάρισεν τον τίτλον του «πρώτου ανθρωπολόγου». Η αρτιοτάτη γνώση του της Ναχουάτλ, γλώσσης της αζτεκικής αυτοκρατορίας,  [στην οποίαν μέτέφρασεν τους Ψαλμούς, τα Ευαγγέλια και μίαν «Κατηχητικήν Σύναξη»] συνέτεινε πολύ στην σπουδήν της.

Ίσως είναι περισσότερον γνωστός ως ο μεταγλωττιστής της «Γενικής Ιστορίας των Πραγμάτων της Νέας Ισπανίας» («Historia general de las cosas de la Nueva España») Το διασημότερον σωζόμενον χειρόγραφον της «Γενικής Ιστορίας» είναι ο Φλωρεντινός Κώδιξ. Είναι ένας κώδιξ αποτελούμενος από 2.400 σελίδες οργανωμένες σε δώδεκα βιβλία, με περίπου 2.500 εικονογραφήσεις που εσχεδιάσθησαν από εντοπίους ιθαγενείς καλλιτέχνες, χρησιμοποιούντες εντόπιες αλλά και ευρωπαϊκές τεχνικές. Το αλφαβητικόν κείμενον είναι δίγλωσσον, στην Ισπανικήν και στην Ναχουάτλ σε αντικείμενα φύλλα, ενώ οι εικόνες πρέπει να θεωρούνται ως έν τρίτον είδος κειμένου. Ο κώδιξ τεκμηριώνει λεπτομερώς τον πολιτισμόν, τη θρησκευτικήν κοσμολογίαν (κοσμοθεωρίαν), τις τελετουργικές πρακτικές, την κοινωνίαν, την οικονομίαν καθώς και την ιστορίαν του έθνους των Αζτέκων. Στο 12ον Βιβλίον του δίδει μιαν περιγραφήν της κατακτήσεως της αζτεκικής αυτοκρατορίας από την σκοπιάν των Αζτέκων πολιτών των πόλεων – κρατών της Τενοτστιτλάν και του Τλατελόλκο (υστάτης ελευθέρας-ανυποτάκτου νησίδος των Αζτέκων). Κατά την διαδικασίαν συνθέσεως της Γενικής Ιστορίας ο Σαχαγκούν επρωτοστάτησεν σε νέες μεθόδους συλλογής εθνογραφικών πληροφοριών και επικυρώσεως της ακριβείας τους. Η Γενική Ιστορία απεκλήθη δικαίως «μία από τις πλέον αξιόλογες αφηγήσεις ενός μη δυτικού πολιτισμού που συνετάγη ποτέ», ο δε Σαχαγκούν ωνομάσθη «πατήρ της αμερικανικής εθνογραφίας». Το 2015 το έργον του ανεκηρύχθη από την «Εκπαιδευτικήν Επιστημονικήν και Πολιτιστικήν Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών» – UNESCO «Μνημείον Παγκοσμίου Κληρονομίας».

tweet

🤞 Εγγραφείτε στην λίστα φίλων !

Διακριτική ενημέρωση για σημαντικά άρθρα της Ιστοσελίδας μας

fb-share-icon
Insta
Tiktok