Η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές και τους ισχυρούς οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να αποσιωπούν να αποκρύπτουν ή το χειρότερο να παραποιούν και να αλλοιώνουν την αλήθεια κατά το δοκούν, αποκοιμίζοντας το λαό και αποστερώντας τον από τη γνώση της αληθινής του ιστορίας. Διδασκόμαστε έτσι μια κατασκευασμένη «εικονική ιστορία», όχι μόνο για τα πρόσφατα αλλά και για του απώτατου παρελθόντος γεγονότα, που εξυπηρετεί πάντοτε την εκάστοτε άρχουσα τάξη, το «Σύστημα», το «Καθεστώς». Το οποίο μέσα από εκφράσεις του τύπου : είμαστε γέννημα της ιστορίας, είμαστε η νομοτελειακή εξέλιξη της ιστορίας, φθάσαμε στο τέλος της ιστορίας, και άλλα τέτοια «αντικειμενικά» και «αναπόφευκτα», αρέσκεται στο να καλλιεργεί μια τελεολογική και μεσσιανική αντίληψη για τον εαυτό του, εξωραϊζοντας τα γεγονότα προς όφελός του και δαιμονοποιώντας τους ηττημένους, από τους οποίους «ευτυχώς έσωσε» το λαό και το έθνος.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η κοσμοαντίληψη του «Συστήματος» θεωρεί πως έχει ενσωματώσει ό,τι καλό μπόρεσαν να προσφέρουν οι πολιτισμοί του παρελθόντος, γεγονός που συνεπάγεται ότι κανένας δε νομιμοποιείται πλέον να το αμφισβητήσει. Γιατί έχοντας δήθεν κατακτήσει το υψηλότερο επίπεδο πολιτισμού μέχρι σήμερα θεωρεί την πρότασή του ως τον απόλυτο μονόδρομο, τόσο για την επίτευξη κοινωνικής ευημερίας (κάλυψη φυσικών – βιοτικών αναγκών), όσο και για την πραγμάτωση του υπαρκτικού προορισμού του ανθρώπου (εκπλήρωση μεταφυσικών αναζητήσεων).
Έτσι, οι θεσμικοί του εκπρόσωποι, ηθικοί νομοθέτες του εαυτού τους, που παρουσιάζουν το γενικό καλό σαν κάτι ταυτόσημο με το προσωπικό τους συμφέρον, θεωρούν όχι μόνο αυτονόητο δικαίωμα αλλά και υποχρέωσή τους να καταστείλουν με κάθε τρόπο (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα) κάθε αντίθετη άποψη που εγείρει θέματα και αμφιβολίες για αξίες «αδιαμφισβήτητης αντικειμενικότητας». Για το σκοπό αυτό, με το εξουσιαστικό κύρος του «αλαθήτου» που έχουν απονείμει στον εαυτό τους, επιβλέπουν την τήρηση ή την αθέτηση της ορθότητας των δογμάτων λειτουργίας του συστήματος, «επιβάλλοντας τα δέοντα» στους ανυπότακτους. Ιστορικά τέτοιες «αλάθητες καθέδρες» έχουμε δει από τον Πάπα, το Κ.Κ.Σ.Ε, το διεθνή κομουνισμό κ.λ.π.
Σήμερα στο χώρο των «εργαστηρίων παραγωγής αλάθητου» του «συστήματος» περιλαμβάνονται: «συνταγματικά τόξα», «επιστημονικές αυθεντίες», «ειδικοί δια πάσαν νόσον», «ακαδημαϊκές έρευνες με προκαθορισμένα αποτελέσματα», «καλλιτεχνικές παραγωγές – διοργανώσεις», «αθλητικές δραστηριότητες – διοργανώσεις», «παρατηρητήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων», «επιμελητήρια», «ανεξάρτητες δικαστικές αρχές αλλά με διορισμένους από την εκτελεστική εξουσία λειτουργούς», δίκτυα ΜΚΟ, δίκτυα ΜΜΕ, δίκτυα «συλλογικοτήτων», κατασταλτικούς μηχανισμούς τύπου «σεκιουριτάτε» (Τσαουσέσκου) κλπ. Ιδιαιτέρως δε για την Ελλάδα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο για τη συμπλήρωση του «δημοκρατικού αλάθητου» διαδραματίζουν οι «βαθιά συνειδητοποιημένοι μύστες» του «ελισαβετιανού» ΚΚΕ !
Υπάρχουν ωστόσο χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι διαφύλαξαν το εθνικό τους αισθητήριο και είναι άδικο να αποδίδεται και σε αυτούς ένα είδος συλλογικής ευθύνης για το σημερινό κατάντημα. Δυστυχώς όμως, ένα πλήθος παραγόντων διασπά αυτούς τους ανθρώπους και δεν τους επιτρέπει να δουν τον εαυτό τους ως ένα ενιαίο σύνολο, που θα μπορούσε να δράσει ιστορικά. Ιδεολογικές, κοινωνικές και ψυχολογικές διαφορές τούς εμποδίζουν να επιτελέσουν τον ιστορικό ρόλο, ο οποίος θα μπορούσε να δώσει τη λύση στην κρίση του καιρού μας. Συμβαίνει συχνά στην Ιστορία αυτό, μέχρι να εμφανιστεί το «απρόοπτο», τα «Τέμπη». Και τότε βλέπουμε ότι η ευφυής επιλογή των ξένων, αντί να τοποθετήσουν έναν ξένο φρούραρχο τοποτηρητή για τη διακυβέρνηση του σκλαβωμένου κράτους, να τοποθετούν αντ’ αυτού ελληνόφωνα κόμματα (τα αυτοαποκαλούμενα «δημοκρατικό τόξο») για να επιτελέσουν την ίδια ακριβώς δουλειά και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερο ανθελληνικό μένος, πάει περίπατο.
Η επιμονή όμως στην παθογένεια και τον σχολιασμό της ενισχύει τις δυνάμεις της παρακμής, συχνά μάλιστα γίνεται το πρώτο βήμα ή το «άλλοθι» για την προσχώρηση σε αυτήν, με την επίκληση της ματαιότητας κάθε ατομικής αντίστασης. Ο «ακτιβιστικός πεσιμισμός» είναι ίσως ο χειρότερος «σύμβουλος».
Σε εποχές που η κρίση παίρνει χαρακτηριστικά ιστορικής αποσύνθεσης, όπως συμβαίνει στον καιρό μας, τόσο η αφελής αισιοδοξία όσο και η συνήθης μεμψιμοιρία είναι το ίδιο επιβλαβείς και επικίνδυνες.
Καμιά ελπίδα βέβαια δεν μπορεί να υπάρξει αν δε συνειδητοποιήσουμε και δεν ομολογήσουμε με γενναιότητα το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησαν τη χώρα τα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ώστε να πράξουμε αναλόγως.
Τα μνημόνια, που είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της παρακμής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα παιδιά όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων και δεν παρέχουν καμιά δυνατότητα εξόδου από τον κύκλο της τοκογλυφικής κόλασης με τις καθημερινές ανθρωποθυσίες στον Βάαλ της κεφαλαιοκρατίας. Κάθε πρόγραμμα εξόδου από την κρίση θα καταρρέει και κάθε δάνειο θα ζητά ένα επόμενο για την αποπληρωμή του προηγούμενου. Ο «Μινώταυρος» θα ζητάει κάθε φορά νέες ανθρωποθυσίες, νέα «Τέμπη».
Εμείς όμως δεν πρέπει να επιτρέψουμε το τέλος της μεταπολιτευτικής Ελλάδας να γίνει τέλος της Ελλάδας ως εθνικά κυρίαρχου κράτους και ως διακριτού πολιτισμού. Τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» γνωρίζουν πολύ καλά το τι έχουν διαπράξει σε βάρος της χώρας, οπότε στο όνομα μιας δήθεν μη πτώχευσης διαλύουν μεθοδικά και βήμα – βήμα την εθνική μας ταυτότητα, την μοναδική μας ελπίδα στις τρομερές ημέρες που έρχονται, για να αποφύγουν τη Νέμεση.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε «να γίνουμε Ευρωπαίοι για να γίνουμε επιτέλους άνθρωποι», όπως είχε πει ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αλλά να μείνουμε ακλόνητα προσηλωμένοι στο σπαρτιατικό ύμνο προς τους προγόνους: «είμαστε αυτό που υπήρξατε, θα είμαστε αυτό που είστε».
Οι Έλληνες δεν πρέπει να επιτρέψουμε να θυσιαστεί ό,τι πολύτιμο διέσωσαν οι πρόγονοί μας επί τόσους αιώνες μέσα από ανείπωτες καταστροφές. Αλλά ούτε στην προσπάθεια να διασώσουμε το έθνος μας να καταλήξουμε απλώς η ελληνόφωνη εκδοχή μιας ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, που θα επαναπαύεται καταναλώνοντας το όπιο είτε του ηθικισμού είτε της αρχαιολατρείας.
Ο ελληνικός εθνικισμός είναι κάτι άλλο, βρίσκεται στους αντίποδες του δυτικού, δεν συνδέεται με συγκεκριμένη μορφή πολιτικής οργάνωσης και μπορεί να είναι δεξιός, κεντρώος, αριστερός, χωρίς να είναι ιμπεριαλιστικός και αποικιοκρατικός, σεβόμενος πάντοτε τα δικαιώματα όλων των εθνών. Σε αντίθεση με τη Δύση όπου η χρήση του εθνικισμού εργαλειοποιείται από την κυρίαρχη αστική τάξη για την επέκτασή της (ιμπεριαλισμός). Τη Δύση όπου ο εκτοπισμός του Ελληνισμού από το ιστορικό προσκήνιο επέτρεψε την ανάδειξη νέων κυμάτων βαρβαρισμού που με την αντικειμενοποίηση του πνεύματος μόλυνε το πνευματικό τοπίο του εθνικού γεγονότος.
Οι ρίζες του ελληνικού εθνικισμού φύονται στο έδαφος της ομηρικής ποίησης, της φιλοσοφίας και της πλήρους ανάπτυξης της ελληνικής ατομικότητας , κατάκτηση στην οποία η Ελλάδα έφθασε από την κλασική εποχή. Οι ρίζες του δυτικού εθνικισμού φύονται στο έδαφος του διαφωτισμού και της δυτικής ατομικότητας .
Κανένας ίσως δεν μπόρεσε να διατυπώσει καλύτερα τη διαφορά του δούλου που γεννά τον κολεκτιβιστικό άνθρωπο της ασιατικής δεσποτείας και του ελεύθερου ατόμου του ελληνικού κόσμου, από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Αλλά ενός ελεύθερου ατόμου που όπως ο Άγιος Μάξιμος διευκρινίζει, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αντιδιαστέλλονται καισαρικά ανάμεσα στον ελληνικό και τον δυτικό κόσμο, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά το σχίσμα, το δυτικό διαφωτισμό που ακολούθησε και τον ανθρωπολογικό τύπο του δυτικού ανθρώπου που αυτός γέννησε.
Γράφει χαρακτηριστικά:
Δούλοι είναι οι πιστοί, που από φόβο των απειλών εκτελούν τις προσταγές του Κυρίου και παιδεύονται καλοδιάθετα σ’ ό,τι τους έχει ο Κύριος εμπιστευθεί.
Μισθωτοί (οι εκφραστές της δυτικής ατομικότητας εν προκειμένω), όσοι από τον πόθο των υποσχεμένων αγαθών σηκώνουν μ’ υπομονή το βάρος και την κάψα της ημέρας και τους πειρασμούς της για χάρη της αρετής. Είναι ακόμη όσοι με δική τους σοφή γνώμη αλλάζουν ζωή με ζωή, την τωρινή με την μελλοντική.
Και είναι Γιοί (οι εκφραστές της ελληνικής ατομικότητας), εκείνοι που, μήτε από το φόβο των απειλών, μήτε από τον πόθο των υποσχεμένων, αλλά με τον τρόπο και την έξη της αυτόγνωμης ψυχικής ροπής και διάθεσης προς το αγαθό, δε χωρίζονται από το Θεό ποτέ. (Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, σ. 240, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ,Αθήναι 1989).
Στο πρώτο επίπεδο είναι αυτοί που κάνουν το καλό από φόβο (δούλοι). Στο δεύτερο αυτοί που κάνουν το καλό για να εισπράξουν μισθό (μισθωτοί) και στο τρίτο επίπεδο αυτοί που κάνουν το καλό όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια αλλά επειδή αγαπούν το Θεό – φίλο (φίλοι). Λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: είστε φίλοι μου διότι ό,τι έχω είναι και δικό σας και ό,τι καλό κάνετε προς τον πλησίον σας σε εμένα το κάνετε.
Ο αρχαιοελληνικός Ελληνισμός πίστευε στο άτομο, αλλά το αντιλαμβανόταν διαφορετικά από τη νεωτερικότητα (δυτική ατομικότητα). Ο μεσαιωνικός Ελληνισμός παρότι είχε κολεκτιβιστική – αυτοκρατορική δομή (Βυζάντιο), ο πολιτισμός του ήταν προσωποκεντρικός, επειδή πίστευε στο τριαδικό πρότυπο. Ο βασιλιάς έχει την εξουσία να αποπέμπει με σκαιότητα τον Τειρεσία από τη σκηνή, αλλά καμιά εξουσία δεν έχει να διαβάζει τους οιωνούς (όπως πολύ εύστοχα παρατηρούν οι συγγραφείς του Ποιος σκότωσε τον Όμηρο).
Η ρύθμιση των παθών είναι εντελώς απαραίτητη, κατά την ελληνική αντίληψη για να έχουμε ελεύθερο πολιτικό βίο. Η ελευθερία δεν είναι για τους Έλληνες «φυσική» κατάσταση. Η φύση διέπεται από την ανάγκη, οπότε η ελευθερία είναι ζητούμενο που ανακύπτει όταν οι άνθρωποι συνοικισθούν σε «πόλι». Τότε ο πολιτικός βίος επιτρέπει να τεθούν σε δεύτερη μοίρα οι «φυσικές» ανάγκες και να προταχθεί ο τρόπος των σχέσεων, με τον οποίο συνδέεται η ελευθερία. Η πρόταξη του τρόπου των σχέσεων απαιτεί την αυτορρύθμιση των παθών.
Με το όρο προσωποκεντρικός επομένως εννοείται ότι το «θέλω αυτό που επιθυμώ» και το «επιθυμώ αυτό που θέλω», δεν είναι ταυτόσημα. Άλλο το φυσικό θέλημα και άλλο το γνωμικό θέλημα. Εξουσίαν και δύναμιν έχει ο νους ω θέλει είτε έπεσθαι είτε αντιστήναι, γράφει ο Άγιος Μάξιμος. Δηλαδή η έννοια του «φυσικού» θελήματος δεν καλύπτει μόνο τη βιολογική, αλλά και την πολιτισμική μας ομοείδεια (ουσία – φύση). Παραπέμπει δηλαδή σε ό,τι μεταξύ μας είναι κοινό – γενικό – απρόσωπο.
Σε αντίθεση με το γνωμικό θέλημα, το οποίο παραπέμπει στην απόλυτη προσωπική ετερότητα. Για να έχει όμως τη δυνατότητα ο νους να «ασκεί εξουσία», πρέπει το «αυτεξούσιο» (έλεγχος της επιθυμίας) να προηγείται όχι μόνο από κάθε κοινωνική ρύθμιση, αλλά από την ίδια τη «φυσική προρύθμιση» της προσωπικότητας. Το γνωμικό θέλημα πρέπει να «προηγείται» του φυσικού θελήματος «οντολογικά». Το Πρόσωπο (ελληνική ατομικότητα) πρέπει να «προηγείται» της Φύσεως, για να μπορεί να την «υπερβαίνει», αν θέλουμε να έχουμε πραγματική κοινότητα Προσώπων.
Δηλαδή μια άφατη έλξη, μια ερωτική φορά προς έναν κόσμο που είναι σχέσεις προσώπων και όχι πραγμάτων, αυτό είναι ο Ελληνισμός στην ιστορική του διαχρονία, έτσι μορφοποιεί και κοσμοποιεί το χάος και αυτό πιστοποιεί το συναμφότερον Ελληνισμού – Χριστιανισμου.
[1] Είναι γνωστή η αντιπαράθεση Φρειδερίκης – Καραμανλή σχετικά με τη απονομή χάριτος σε αριστερούς καταδικασθέντες για διαπραχθέντα εγκλήματα κατά τον εμφύλιο. Με τη Φρειδερίκη να την αρνείται πεισματικά, παρά την μεσολάβηση του αγγλικού στέμματος υπέρ της απονομής χάριτος, πράγμα που είχε αποδεχτεί ο τότε πρωθυπουργός Καραμανλής ευθυγραμμιζόμενος με τη βρετανική βούληση. Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε στην παραίτηση Καραμανλή και το γνωστό επεισόδιο ξυλοδαρμού της Φρειδερίκης από αριστερούς κατά την επίσκεψή της στο Λονδίνο, υπό το βλέμμα των βρετανικών αρχών, οι οποίες δεν παρενέβησαν για να την προστατεύσουν με τη δικαιολογία ότι οι διαδηλώσεις επιτρέπονται σε αυτή τη δημοκρατική χώρα. Το αποτέλεσμα γνωστό: η χάρη τελικά δόθηκε και ο Καραμανλής επέστρεψε κάποια στιγμή θριαμβευτής για να ολοκληρώσει την επιβολή της επιθυμίας του βρετανικού στέμματος με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Έκτοτε, το νεκραναστημένο ΚΚΕ ελέω Ελισάβετ και της ελληνικής μασονοδεξιάς του «εθνάρχη», δηλαδή το ελισαβετιανό ΚΚΕ, «μπουκωμένο» από τις βρετανικές λίρες της Κατοχής, τις ατέλειωτες κρατικές επιδοτήσεις και τις μυστικές χορηγίες για τις οποίες ουδέποτε ελέγχθηκε, αποτελεί το καλύτερο νομιμοποιητικό δεκανίκι του «συστήματος». Πρόκειται για μια αστείρευτη πηγή παραγωγής στελεχών του «συστήματος», τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους έχουν περάσει από τις τάξεις του ΚΚΕ στα χρόνια της νεότητάς τους. Αλλά και μια αστείρευτη ιδεολογική πηγή παραγωγής αναρχοκομουνιστικών στελεχών της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (είναι η σημερινή ΟΠΛΑ), με προφανείς συνδέσεις με στοιχεία του υποκόσμου για διεκπεραίωση «εξυπηρετήσεων» για λογαριασμό του «συστήματος». Πρόκειται για έναν «στρατό εν υπνώσει», ο οποίος οψέποτε απαιτηθεί και κατόπιν εντολής των ξένων αλλά και εγχώριων κέντρων εξουσίας που τους νεκρανάστησαν και τους συντηρούν θα επαναλάβει τα Δεκεμβριανά χωρίς κανέναν δισταγμό.
[2] Η ελληνική ατομικότητα αποκρυσταλλώνεται μέσα από την αναζήτηση του «κατ’ αλήθειαν ζην». Αληθινό για τον Έλληνα Άνθρωπο είναι «το κοινή πάσι φαινόμενον». Αυτό δηλαδή του οποίου όλοι εμπειρικά γνωρίζουν και αναγνωρίζουν την υπαρκτική του ταυτότητα. Οι Έλληνες ήταν ο μόνος λαός που κατάλαβε το γεγονός της σχέσης, όχι σαν οριοθέτηση της εγωτικής αυθαιρεσίας με προκαθορισμένους και συντονισμένους φραγμούς, αλλά ως τον «τρόπον της του παντός διοικήσεως» (Ηράκλειτος). Ο αϊδιος τρόπος της συμπαντικής αρμονίας και τάξης που δεν μεταβάλλεται, δεν φθείρεται και δεν πεθαίνει – δηλαδή «αληθεύει», συνιστά για αυτούς το πρότυπο της «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξης. Ο πολιτισμός για τον Έλληνα λογίζεται ως απελευθέρωση από το ένστικτο, απελευθέρωση από την τυφλή υποταγή στα ορμέμφυτα την ιδιοτέλεια και τον ατομοκεντρισμό. Είναι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που οι νόμοι – κανόνες της οργανωμένης συμβίωσης απέβλεψαν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (στην Ευρώπη αυτό γεννήθηκε 19 αιώνες μετά), στην εξυπηρέτηση όχι του εγώ αλλά του εμείς. «Το ζητείν πανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις, θα πει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης.
[3] Η δυτική ατομικότητα σε αντίθεση με την ελληνική είναι αποκύημα της χρησιμοθηρίας που αποσκοπεί στην ιδιωτική απόλαυση. Γεννήθηκε στη βάση της λογικής που λέει ότι επειδή η κάθε ατομική θέληση επιθυμεί να λειτουργεί με αυτονομία και χωρίς περιορισμούς, για την ικανοποίηση ορμών, επιθυμιών και ορέξεων, η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι αδύνατη, χωρίς αμοιβαίους περιορισμούς των συγκρουόμενων επιθυμιών. Άρα για να συνυπάρξουμε οι άνθρωποι, έχουμε ανάγκες διαιτησίας, συμβάσεων και οριοθετήσεων της συμπεριφοράς. Έτσι γεννήθηκαν οι συμβάσεις, οι νομοθεσίες, οι θεσμοί Δικαίου, οι ποινές, τα «σωφρονιστήρια» και η κωδικοποίηση της Ηθικής του δυτικού κόσμου.