Η συζήτηση γύρω από τον διανθρωπισμόν εγεννήθη αρχικώς σε ένα πραγματικόν κλίμα ηθικού πανικού. Οι ίδιοι οι διανθρωπιστές και οι υποστηρικτές τους προέτειναν να φέρουν στο ευρύ κοινόν απροκάλυπτες, όλες τις αδημοσίευτες υποσχέσεις περί του σκοπού τους, οι οποίες όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν παρά μόνον με κόστος μιαν ομάδα απιστεύτων υπερβάσεων και παραβάσεων των ειωθότων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι αντιδράσεις των σχολιαστών ήσαν συχνότερον αρνητικές έως ακόμη και τοξικές.
Ελέχθη ότι το διανθρωπιστικόν εγχείρημα ήταν επικίνδυνον, απατηλόν και επιπλέον απραγματοποίητον. Ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερον από μια προμελέτην εγκλήματος κατά της ανθρωπότητος ή μια κατάσταση προπαρασκευής για μια παγκόσμιο καθολική «ρομποτοποίηση». Ότι ήταν το σύμπτωμα μιας υπερπλουστεύσεως του ανθρώπου, απομειουμένου και περιοριζομένου στον μονήρη εγκέφαλόν του και μόνον. Ότι υπέκρυπτεν, μάλλον ατελώς και ανεπιτυχώς, ποικίλα μη αναγνωρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα. Ότι υπήρξεν επείγουσα ανάγκη να πραγματωθεί, σε έναν κόσμο που κατεστράφη από την δυστυχία, τον πόλεμον, τις περιβαλλοντικές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και τις ανισότητες, ώστε να επιδιώξει και να επιφέρει μελλοντικές βιώσιμες και ευτυχείς μορφές ζωής….. και ούτω καθ΄εξής.
Στις προφητείες κάποιων εφαίνετο ότι υπήρχαν οι απαντήσεις στις διατριβές κάποιων άλλων. Ωστόσον, η περί το ζήτημα κατάσταση ελειάνθη και ειρήνευσεν. Οι ίδιοι οι διανθρωπιστές «αυτοπεριεστάλησαν», συνειδητοποιούντες ότι ίσως να μην ήταν πολύ έξυπνο να προβλέπουν την κατάργηση της ανθρωπότητος προς όφελος των «υπερβαινόντων τα εσκαμμένα» ανθρώπων με υπερδυνάμεις. Όσον για τους αντιπάλους τους, ενεπλάκησαν στην ανάγνωση και ερμηνεία ενός συνολικού έργου, περιπλοκοτέρου και λεπτοφυεστέρου από ό,τι αρχικώς ενόμιζαν.
Εκτός από την έρευνα για την ανθρωπίνη ενίσχυση (παντοειδή «αύξηση» του ανθρώπου), έχουμε παραδεχθεί ολοέν και περισσότερον ότι το διανθρωπιστικόν εγχείρημα είναι να προωθήσουμε μια κατευθυνομένη ριζικήν βελτίωση του είδους μας, υπ’ αυτήν δε την έννοιαν έχουν αναπτυχθεί πανεπιστημιακά ερευνητικά προγράμματα για να το αξιολογήσουν. Ημπορούμε επίσης να επισημάνουμε την ιστορικήν ή γενεαλογικήν εργασία που αποσκοπεί στην εξεύρεση διανθρωπιστικών διατριβών και προτάσεων από διάφορους συγγραφείς : Επιστημονικής φαντασίας, περιθωριακών επιστημονικών εκδόσεων, ιδεολογικών κειμένων κλπ.
Ευρισκόμεθα τώρα σε ένα σημείον όπου έχει γίνει δυνατόν να παρουσιάσουμε σαφώς μιαν σειράν αναγνωρίσιμων θέσεων, αποτελουσών ένα διανθρωπιστικόν πρόγραμμα. Συνεπώς έχει σημασία να το πράξουμε μεθοδικώς και συγκριτικώς και να ερμηνεύουμε τον διανθρωπισμόν όχι μόνον από την σχέσην του προς τον ανθρωπισμόν, αλλά και από την σχέσην του προς την τεχνολογίαν.
Κατά πρώτον, είναι απαραίτητον να γίνει διάκριση του διανθρωπισμού από τον μετανθρωπισμόν, ακόμη και αν είναι δυνατές και πιθανές οι μερικές ή ολικές προσεγγίσεις και αλληλεπικαλύψεις τους. Κάποιος πράγματι ημπορεί να σκεφθεί, ότι ο διανθρωπισμός και ο μετανθρωπισμός είναι δύο τρόποι μελλοντικής συσχετίσεως με τον ανθρωπισμόν, ο οποίος μας εκληρονομήθη από το παρελθόν. Αυτό όντως συμβαίνει, αλλά πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως να αποφύγουμε μιαν αφελή και επιπολαία ανάγνωση η οποία θα εδημιούργει μιαν ψευδή συμμετρία.
Ο σπουδαίος Αθηναίος φιλόσοφος Αντισθένης (444 – 365 π.Χ.) ιδρυτής της σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων εδήλωσεν : «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις !». Η διαπίστωσή του ευρίσκεται στα θεμέλια κάθε αληθούς και αρτίας γνώσεως. «Επίσκεψις» σημαίνει επισκόπησις. Η πρώτη λέξη παράγεται από το ρήμα σκέπτομαι και η δευτέρα από το σκοπούμαι. Σημαίνει δηλαδή εξέταση, έρευνα. Εδώ αναφερόμεθα στην έρευνα των ονομάτων, δηλαδή στην έρευνα της ετυμολογίας της λέξεως και της σημασίας της, δηλαδή της ρίζης απ’ όπου παράγονται με παραγωγή η σύνθεση άλλες λέξεις, αλλά και η σημασιολογική διαφοροποίηση της λέξεως με την πάροδον του χρόνου. Αφ΄ετέρουμ «Έτυμος» σημαίνει γνήσιος, αληθής, πραγματικός. Επομένως ετυμολογία είναι ο λόγος ο γενόμενος περί της πραγματικής ρίζης των λέξεων και την αρχικήν της σημασία.
Συνεπώς ας καθορίσουμε με σαφήνεια : Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε τον όρον «ανθρωπισμός», προθέτοντες κάποιο πρόθεμα. Θα ημπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε πως είναι η έννοια του προθέματος η οποία γεννά την διαφοράν ως εξής:
Τα προθέματα εν προκειμένω είναι εξόχως σημαντικά:
- Το «trans-» του «transhumanism», του διανθρωπισμού, σημαίνει λατινιστί «αυτό που βαίνει πέραν – που υπερβαίνει» και υποδεικνύει εδώ την έννοιαν του «πέραν από», οπότε επομένως αντλεί τα στοιχεία που υπερβαίνουν τον άνθρωπον. Συνεπώς, ο διανθρωπισμός είναι ένα πρόγραμμα για την καθιέρωση αξιών και προτύπων προοριζομένων να υπερβούν τον ανθρωπισμόν. Είναι ένα «υπερανθρωπισμός»
- Το «post» του «posthumanism», του μετανθρωπισμού, σημαίνει λατινιστί «αυτό που έρχεται μετά, ύστερα από κάτι». Επομένως, ο μετανθρωπισμός είναι ένα πρόγραμμα που στοχεύει στην καθιέρωση αξιών και προτύπων για αυτό που έρχεται μετά τον ανθρωπισμόν και επισημαίνει εδώ όλα όσα έρχονται μετά τον ανθρωπισμόν.
Ο πρώτος είναι υποθετικός, αφορά στο είδος εκείνο του ουτοπισμού που αλλάζει (λίαν) ευκόλως, μεταπίπτων σε δυστοπία. Ο δεύτερος θα επέλθει ανεξαρτήτως από το τι θα μεσολαβήσει: Ο ανθρωπισμός, όπως κάθε ιδεολογία, δεν είναι αιώνιος, συνεπώς θα τον διαδεχθεί ένα άλλο ιδεολογικόν μόρφωμα. Ο διανθρωπισμός είναι ένα φιλοσοφικόν κίνημα που υποστηρίζει τον μετασχηματισμόν της ανθρωπίνης καταστάσεως και την υπέρβασή της (εξ ου και κατά τινας «υπερανθρωπισμός»), με την ανάπτυξη, ευρεία διάθεση και εφαρμογήν εξελιγμένων τεχνολογιών, ώστε να ενισχυθεί σφόδρα η ανθρωπίνη διάνοια και φυσιολογία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο μετανθρωπισμός θα ήταν ουσιαστικώς θετικός : Θα ημπορούσε να προωθήσει περαιτέρω την δυνατότητα απελευθερώσεως των τεχνολογιών (ειδικώς των βιοτεχνολογιών) και θα επανελάμβανε αρτιότερον την από αμνημονεύτων ετών ανθρωπίνη φιλοδοξία για μιαν πλέον ικανοποιημένη, πλέον καρποφόρον ύπαρξη, απελευθερωμένη από μάστιγες όπως η ασθένεια, ο πρόωρος θάνατος, η αθλιότης της πενίας κ.λπ.
Αντιθέτως ο διανθρωπισμός θα ήταν ένας μετανθρωπισμός βαίνων ατερμόνως προς το άπειρον, αγνοών πού να σταματήσει : Ενώ ημπορούμε να περιμένουμε την μετά ενδελεχή εξέταση νομιμοποίηση των τεχνικών που επινοούνται και εφαρμόζονται για να βελτιώσουν την τύχην της ανθρωπότητος (που παραμένει αμετάβλητος στα ουσιώδη, ακόμα και εάν οι δυνατότητές της αυξάνονται), οι διανθρωπιστές θα ήθελαν να παραδώσουν τον άνθρωπον στην τεχνολογίαν.
Αδιστάκτως και απολύτως, ως μέρος ενός «σχεδίου ολομετώπου επιθέσεως για την εξαλειψη του ανθρώπου ως “μέτρου πάντων πραγμάτων”», όπως το έθεσεν ακριβώς ο γεννηθείς το 1951, σπουδαίος Γάλλος διανοητής Luc Ferry (Λυκ Φερί-δοκιμιογράφος, Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και Φιλοσοφίας και πρώην υπουργός Νεολαίας, Εθνικής Παιδείας και Ερεύνης της Γαλλίας, στην συντηρητική κυβέρνηση του Ραφαρέν, επί προεδρίας Ζακ Σιράκ. Είναι άθρησκος και υποστηρικτής του «κοσμικού ανθρωπισμού»).
Αυτό ισοδυναμεί με τον εμμονικόν διανθρωπισμόν της προσκολλήσεως στην τεχνολογίαν, προσκολλήσεως ακριβώς σε αυτό το κρίσιμον σημείον απεχθείας, εντόνου αντιδράσεως και κοινωνικής «ανακρούσεως», όπου θα παρημελείτο οποιαδήποτε διασφάλιση της ανθρωπίνης αυτοβουλίας. Οπότε δια του συνακολούθου μετανθρωπισμού θα παρήγετο μια σύγχρονος έκδοση της «κατ’ εξοχήν συγχρόνου» φιλοδοξίας : Να καταστεί ο εαυτός μας κύριος, ιδιοκτήτης και δεσπότης της φύσεως.
Στην πραγματικότητα, ο μετανθρωπισμός είναι μια στάση δυσπιστίας των αξιών και των κανόνων του ανθρωπισμού του Διαφωτισμού. Εκδηλούται σε συγγραφείς που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι «νήσος ελευθερίας και αυτονομίας» εντός ενός σύμπαντος υφισταμένου την φυσικήν αιτιότητα και την «ρευστότητα». Η τελευταία υπογραμμίζει το μείγμα, τον υβριδισμόν, τις ενδιάμεσες καταστάσεις, οπότε δυνητικώς καταδεικνύει τις ψευδαισθήσεις εκείνων που πιστεύουν σε αμετάβλητα «σταθερά αποστάγματα», στην πρώτην γραμμή των οποίων ευρίσκεται η ουσία του ανθρώπου. Εν ολίγοις, οι μετανθρωπιστές πιστεύουν ότι είμεθα ήδη «μετάνθρωποι», εφ’ όσον δεν είμεθα πλέον προσκεκολλημένοι στο υποστηριζόμενον από τον ανθρωπισμόν όραμα του κόσμου.
Ο διανθρωπισμός προχωρεί με πολύ διαφορετικόν τρόπον. Πιστεύει ότι η δαρβινική εξέλιξη συνεχίζει λίαν βραδέως και ότι η βιολογική κατάσταση των ανθρώπων που έχει απορρεύσει έτσι είναι σε μεγάλον βαθμόν μη ικανοποιητική: Περιορισμένες αισθητηριακές και πνευματικές ικανότητες.Υποβολή του ατόμου σε κακώς ελεγχόμενα και δυνητικώς καταστροφικά συναισθήματα. Ενδεχόμενες νόσοι και αναπόφευκτον του γήρατος και του θανάτου: Πάμπολλα όρια από τα οποία είναι θεωρητικώς δυνατόν να απαλλαγούμε, να «απελευθερωθούμε» !
Ένα βασικόν σημείον είναι ότι αυτή η απελευθέρωση αναμένεται από την τεχνολογία και όχι από την βοήθειαν της θρησκείας ή της σοφίας και της ενοράσεως. Οι διανθρωπιστές πιστεύουν ότι πρέπει να καταστούμε μετάνθρωποι και ότι θα το επιτύχουμε με τον χειρισμόν της ιδικής μας εξελίξεως, κατανικώντες τον εαυτόν τον φέροντα την τρέχουσα βιολογικήν μας κληρονομία, δηλαδή αυτήν της ανθρωπότητος.
Οι αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς – απολογητές του μετανθρωπισμού (Rosi Braidotti, Donna Haraway, Kathy Hayles, Roberto Malteri, Cary Wolfe) ισχυρίζονται ότι θα απαλλαγούμε από τον ανθρωπισμόν, όχι με την έννοιαν ότι τον θεωρούν ως δόγμα, αλλά με την έννοιαν ότι είναι ένας τρόπος σκέψεως που ουσιαστικώς έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Οι αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς – απολογητές του διανθρωπισμού (Nick Bostrom, Ray Kurzweil, Max More, Anders Sandberg) ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν έναν νέον ανθρωπισμόν, απελευθερωμένον από δεισιδαιμονίες και συντηρητισμούς όπως αυτές του Διαφωτισμού, αλλά περισσότερον ουσιώδη και ριζοσπαστικώτερον από εκείνον του Διαφωτισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αναζητούν τους «προδρόμους» τους, (με κάποια δόση αφελείας και παιδισμού).
Στόχος αυτού τους του ελιγμού δεν είναι μόνον να προσδώσει μια «νομιμότητα συνεχείας» σε ένα εγχείρημα το οποίον άλλως θα ηυλόγει μόνον τον εαυτόν του. Στόχος τους είναι επίσης να προσδιορισθούν τα διαχρονικά βήματα εντός της ιδίας διαδικασίας, στο παρόν, το οποίον συνεχίζει το παρελθόν και υλοποιεί την προπαρασκευήν του μέλλοντος, μέχρις ένα συγκεκριμένο σημείον. Αλλά μόνο μέχρις ένα σημείον. Πράγματι, όπως έχει διαπιστωθεί πλειστάκις, οι διανθρωπιστές βασίζονται σε μεγάλον βαθμόν στην τεχνολογία : Ο διανθρωπισμός είναι ένα εντυπωσιακόν τεχνολογικόν κίνημα.
Οι στρατηγικές που προβλέπονται για την απελευθέρωση της ανθρωπότητος από μιαν ανεπαρκή «βιολογικήν δωρεά» είναι ποικίλες: βιολογική, βιονική, πληροφορική. Στόχος τους είναι να αυξήσουν ριζικώς την απόδοση των ανθρώπων, με εξαιρετικήν ανάπτυξη των ικανοτήτων που έχουν ήδη και ίσως, προσδίδουσες τους αρκετές ολοσχερώς νέες ικανότητες. Αυτό επομένως είναι ένα ουτοπικόν έργο. Αλλά ακριβώς από αυτήν του την σχέση με την τεχνολογία ημπορεί η ουτοπία να μετατραπεί σε δυστοπία. Προετάθη από τον έγκριτον Αμερικανό πολιτικόν επιστήμονα Λάνγκτον Γουίνερς (Langdon Winners), Καθηγητή «Επιστημονικών και Τεχνολογικών Σπουδών» στο Πολυτεχνικόν Ινστιτούτο Ρένσελερ της Νέας Υόρκης, ότι κάποιος θα ημπορούσε να ερμηνεύσει τον διανθρωπισμόν ως το έργον ανυψώσεως της ανθρωπότητος ώστε να φθάσει στο επίπεδον των τεχνολογιών που η ιδία ανέπτυξεν.
Στη συνέχειαν, το εγχείρημα «επεμολύνθη» κατ ‘αρχήν με μιαν πολύ κοινή μορφήν παραλογισμού. Αυτό που αρχικώς ήταν ένα μέσον, κατέστη ακουσίως, χωρίς κανείς να το επιδιώξει, το ζητούμενον, ο σκοπός: Οι τεχνικές των τεχνολογιών έπρεπε να απολαύσουν τον καρπόν της γης με ολιγοτέρα κόπωση και εργασία. Τώρα απητείτο οι υποτιθέμενοι κύριοί τους για να συνεχίσουν να κυριαρχούν, να μετατραπούν άρδην, μονίμως και «εκ των άνω προς τα κάτω». Οι διανθρωπιστές δεν τολμούν να ισχυρισθούν πως κατέχουν μια μαγική συνταγή ώστε να ελέγξουν και να τερματίσουν αυτό το κίνημα, όπως στο ποίημα του τιτανίου Γκαίτε «Ο μαθητευόμενος μάγος» («Der Zauberlehrling»).
Αντιθέτως, προτείνουν να συνοδεύσουν το εν λόγω δρώμενον, ή ακόμα και να το επιταχύνουν, διαβεβαιούντες ότι η φύση του ανθρώπου είναι να υπερβαίνει πάντα αυτό που έχει κάνει ο ίδιος για τον εαυτόν του. Δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι όντως έχουν προσεγγίσει την ανθρωπιστικήν έμπνευση που θεωρούν ότι ενσωματώνουν.
Μήπως σας εκίνησεν την περιέργειαν και το ενδιαφέρον ο διανθρωπισμός ; Τότε ευλόγως θα σαγηνευθείτε πιθανότατα από τον μετανθρωπισμόν! Εάν ο πρώτος, ενώ επιθυμεί την καθολικήν άνοδον, αύξηση και βελτίωση του ανθρώπου, εξακολουθεί να επιβεβαιώνει την κεντρικήν θέση του ανθρώπου, ο δεύτερος σκοπεύει να υπερβεί τον άνθρωπον και τον ανθρωπισμόν, με σκοπόν να τοποθετήσει στο κέντρον, αντί του ανθρώπου τα εργαλεία τα οποία αυτός εδημιούργησεν, στον πυρήνα του όλου συγκροτήματος.
Ας σταθούμε στιγμιαίως να εξετάσουμε αυτήν την κοσμοθεωρητική σύλληψη, η οποία ημπορεί αφ΄εαυτής να κινητοποιήσει πολλές στρατηγικές σε ολόκληρον τον κόσμο. Τι θα ημπορούσε να ευρίσκεται μετά τον άνθρωπον στο «συνεχές» της προόδου, στην οποίαν εμπλέκονται αναμφισβητήτως οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτού του είδους; Θα ημπορούσε ευκόλως να υπάρξει πολυεπίπεδος ρήξη. Τέλος, ο κόσμος πάντα διστάζει μεταξύ του ανθρωπισμού (ο οποίος τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρον του) και της σκέψεως (που τοποθετεί τις ιδέες του ανθρώπου στο κέντρο). Δύο σημαντικές μορφές της δευτέρας κατηγορίας ημπορούν να εντοπισθούν ευκόλως : Θρησκείες και ιδεολογίες. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται γιά «ανθρώπινες ιδέες», οι οποίες σε κάποιο σημείο αναλαμβάνουν έναν κυρίαρχο ρόλο: Οι θρησκείες γεννώνται πάντα από μια περιστροφή περί τον άνθρωπο πριν έλθουν εν τέλει να τον συντρίψουν με τα δόγματα και τους κλοιούς τους. Οι ιδεολογίες γεννώνται από τον ανθρωπιστικόν ιδεαλισμό για να έλθουν κατόπιν να συντρίψουν τον άνθρωπο υπό τους απολυταρχισμούς τους, μεταπίπτουσες από την ελευθερία στην τρομοκρατία, από τον μαρξισμό στον σταλινισμό, από τον φουτουρισμό στον φασισμό, από τον καπιταλισμό στον «φιλελεύθερο» νεο-ολοκληρωτισμό, ή από την οικολογία στον οικοφασισμό ή τον οικοολοκληρωτισμό και ούτω καθεξής…
Εάν ο μετανθρωπισμός είναι μια συνέχεια του διανθρωπισμού, τότε αμφότεροι είναι ανθρώπινες δημιουργίες ώστε να υπερβούν την προτέρα κατάσταση του ανθρώπου, ανθρώπινες δημιουργίες που θα τεθούν ως πεποιθήσεις, ως συστατικά πίστεως, ως θεοί. Αυτό είναι το σημείον όπου ευρίσκεται η κοινωνική σχάση και η θραύση, επειδή οι θρησκείες και οι ιδεολογίες είναι συστήματα για την οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτό το νέο στάδιο θα προτείνει πίστη στις υλικές δημιουργίες, στην βελτίωση των φυσικών μας ικανοτήτων (με ληψη ποικίλων «φάρμάκων» ή με άμεση χειρουργική παρέμβαση στα ανθρώπινα σώματα) και των διανοητικών μας ικανοτήτων (με την τεχνητή νοημοσύνη). Δεν υπάρχει πλέον κανένα ζήτημα πίστεως ή αμφιβολίας για την ύπαρξη ενός θεού ή στην σχετική σημασία μιας πολιτικής ιδέας, διότι όλα είναι υλικά.
Συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το μεγάλο ανθρωπιστικό κίνημα που προηγήθη της ελεύσεως του Διαδικτύου φθάνει τώρα σε αυτό το ολοκληρωτικό στάδιον, τοποθετούν το εργαλείον υπεράνω των ανθρώπων που το εφηύραν. Αυτή η προοπτική δεν προεξαγγέλει τίποτα καλό για τα επόμενα 20 έτη, ενώ μας επιτρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι είναι ένα νέο πλήγμα της ιστορίας το οποίον καλείται να υποστεί και από το οποίον καλείται να διέλθει η ανθρωπότης. Επίσης όμως μας επιτρέπει να συναισθανθούμε πως επιτρέπονται και πλέον είναι προσβάσιμες όλες οι ελπίδες για την ανατροπήν αυτής της σκοτεινής περιόδου με ένα αίσιον αποτέλεσμα.
Εάν εξετάζουμε την υπέρβαση του ανθρωπισμού και συνεπώς την έλευση μιας μορφής μετανθρωπισμού ως αναπόφευκτον, είναι επειδή υπάρχει ήδη εύφορον έδαφος προς τούτο, για τουλάχιστον τρεις λόγους:
Οι περίοδοι συγκρατήσεως και αποτροπής της επιδημίας του κοροναϊού το 2020 έχουν ιδει να εμφανίζεται μια αποκαλυπτική τάση σε κοινωνικά δίκτυα υπό από το σύνθημα «Εμείς είμαστε ο ιός». Παρατηρούντες την επάνοδον των αγρίων ζώων σε κατωκημένες περιοχές όπου αυτά είχαν εξαφανισθεί ή καταστεί σπανιότατα, μερικοί άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως την εσωτέρα, την εγγενή αιτία καταστροφής της φύσεως, θεωρούντες αυτές τις εκδηλώσεις της ακμαζούσης βιοποικιλότητος ως μορφήν νομίμου και δικαίας εκδικήσεως. [Όρα το άρθρον των Άγγλων Γεωγράφων Άνταμ Σήρλε (Adam Searle) και Τζόναθον Τέρνμπουλ (Jonathon Turnbull) του Πανεπιστημίου Καίμπριτζ, «Αναγεννώμενες φύσεις; Περισσότερες από ανθρώπινες προοπτικές για την COVID-19» («Resurgent natures? More-than-human perspectives on COVID-19») «Sage Journals», Καλιφόρνια, Τόμος 10, τεύχος 2, 10/06/2020]
Η λογική και τρομακτική επέκταση αυτού του συλλογισμού είναι μια καταληκτική αναγκαία εξάλειψη της ανθρωπότητος, αφού αυτή είναι ένας «θανατηφόρος ιός», ώστε να δοθεί χώρος στην αγρία ζωή που ανακαταλαμβάνει δικαιωματικώς την νόμιμο και δικαία θέση της στην γη. Αυτό είναι ένα «αυτοκτονικό» βήμα στο οποίον δεν προχωρούν ευτυχώς οι περισσότεροι από τους πολυαρίθμους αποβλακωμένους χρήστες του Διαδικτύου (ακόμη).
Παρ’ όλα ταύτα, σε πολλές χώρες του κόσμου ημπορεί να παρατηρηθεί μια απώλεια πίστεως στην ανθρωπότητα μεταξύ της νεοτέρας γενεάς. Μια φιλόδοξη μελέτη εκάλεσε 10.000 άτομα ηλικίας 16 έως 25 σε δέκα διαφορετικές χώρες (Αυστραλία, Βραζιλία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ινδία, Νιγηρία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Φιλιππίνες) για να μετρήσουν το πιθανόν άγχος τους περί τα κλιματικά ζητήματα. Στην ερώτηση «είναι καταδικασμένη η ανθρωπότης;» 55% των ατόμων απήντησε ναι. [ Όρα το διάσημον ιατρικόν περιοδικόν «Lancet» τεύχος Δεκεμβρίου 2021, Τόμος 5, Τεύχος 12, συλλογικόν άρθρο «Το άγχος του κλίματος στα παιδιά και στους νέους και οι πεποιθήσεις τους σχετικώς με τις κυβερνητικές αντιδράσεις στην κλιματική αλλαγή : Μια παγκόσμιος έρευνα» («Climate anxiety in children and young people and their beliefs about government responses to climate change: a global survey»)]
Η ανθρωπότης έχει ωθήσει μέχρι στιγμής την τεχνολογικήν πρόοδο τόσον μακράν, ώστε τώρα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού χρησιμοποιεί σε καθημερινή βάση εργαλεία των οποίων την λειτουργίαν δεν είναι σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια. Ένα smartphone ή ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είναι μία σφύρα ή ένας πρίων. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν, να επισκευάσουν και επομένως πράγματι δεν είναι σε θέση να κυριαρχήσουν όλα τα ψηφιακά και ηλεκτρονικά εργαλεία, απαραίτητα πλέον για την καθημερινή μας ζωή. Αυτή η έλλειψη κυριαρχίας και κατανοήσεως συνεπάγεται μια μορφήν εμπιστοσύνης, για να μην ειπούμε μία πίστη, στην αποτελεσματικότητα αυτών των εργαλείων. Μια πεποίθηση που θα ημπορούσε να την εκμεταλλευθούν με κυνισμόν όσοι από εμάς έχουν κατακτήσει αυτά τα εργαλεία, ακόμη και εάν αυτή μας η συνολική αριστοτεχνική κυριαρχία θα ήταν μια αυταπάτη.
Αυτή η ιδέα χρησιμοποιείται στο μυθιστόρημα «Θεμέλιον» (Foundation) του Ισαάκ Γιούντοβιτς Ασίμοφ (1951), το οποίον εστιάζει στην πυρηνικήν τεχνολογία. Στην κοινωνία που φαντάζεται ο συγγραφεύς, οι πυρηνικοί σταθμοί είναι τόσον αποτελεσματικοί και μακροχρόνιοι που, από γενεάς σε γενεά, όσοι τους συντηρούν καταλήγουν να μην γνωρίζουν καθόλου πώς λειτουργούν, αφού ποτέ δεν εχρειάσθη να επέμβουν σε αυτούς. Αυτήν την ανικανότητα εκμεταλλεύονται στην συνέχεια τα μέλη του «Θεμελίου» που έχουν μεταδώσει αυτήν την γνώση, με σκοπόν να καθιερώσουν την «Θρησκείαν της Επιστήμης».
Τέτοια δρώμενα συμβαίνουν επειδή δεν γνωρίζουμε και δεν ημπορούμε να γνωρίζουμε, τι υπάρχει μετά θάνατον, όπως ανέπτυξαν οι θρησκείες, που ήκμασαν με την υπόσχεση ενός παράδεισου, μιας αιωνίου ζωής, οπότε έδημιούργησαν έτσι τα μέσα επιβολής των δογμάτων τους.
Εάν η ανθρωπότης είναι καταδικασμένη, εάν ενεργεί ως ιός για τον βιότοπόν της και αν κατέχει εργαλεία τα οποία θεωρούνται αποτελεσματικότερα από τον εαυτόν της, καθώς δεν είναι σε θέση να τα κατανοήσει πλήρως … τότε τι ημπορεί να σημαίνει «να αποφευχθεί αυτό που έρχεται μετά» ή ακόμα και «τι θα συμβαίνει πέραν από τον άνθρωπον» ; Δηλαδή τι σημαίνει εάν μία περαιτέρω εξέλιξη μακράν αυτού του μορφολειτουργικού προτύπου που είχεν δημιουργήσει ως πλησιέστερον στην ιδικήν της κατάσταση, ήτο μακράν του ανθρωπισμού; Καθ΄υπέρβασή του, πέραν αυτού ή μετά από αυτόν.
Συνεπώς, θα διερευνήσουμε αυτές τις ιδέες αναζητούντες επεξηγητικά και διασαφηνιστικά στοιχεία στην ιστορία, στα γεγονότα και στην φαντασία. Αυτό μας επιτρέπει να δοκιμάσουμε τον πραγματισμόν αυτών των ιδεολογιών, όπου χρησιμοποιείται ήδη εκτενώς η τεχνητή νοημοσύνη, ενώ ο «ενισχυμένος» μετάνθρωπος εξακολουθεί να είναι μόνον ένας μύθος. Η αναζήτηση πρέπει επίσης να είναι εστιασμένη και στην μετανθρωπιστική μυθοπλασία, επειδή αναγνωρίζουμε την δύναμη της φαντασίας και την θεραπευτικήν αξία που απαιτείται για να κατανοήσουμε τις αναστατώσεις, τις αναταραχές και τις ανακατατάξεις ενός τέτοιου δυναμικού πεδίου εφαρμογής.
Α. Κωνσταντίνου