«Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας,
και μες στην καρδιά σας αντηχούσαν σάλπιγγες,
κι ήρθατε σε χώρα πιο μεγάλη τώρα
— οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη, είχαν όλοι φύγει.
Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο, σκύβοντας τον ώμο,
τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους, στην άκρη του χείλους
ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση — είχε πια νυχτώσει.
Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια πάνω από τ’ αστέρια,
κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη, ο ουρανός εγράφη,
κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι — είχατε πεθάνει»
Το ανωτέρω παρατιθέμενο άτιτλον ποίημα του Κωστή Καρυωτάκη «[Όταν άνθη εδένατε…]», από την ενότητα «Ελεγεία», της συλλογής του «Ελεγεία και σάτιρες» (1927),αποτυπώνει ποιητικώς την πυκνοτέρα και πλέον ζοφερά έκφραση του φρικτού μικρασιατικού τραύματος της μνήμης, ως τετελεσμένης και ανεπιστρόφου πλέον απωλείας. Της απωλείας των γενναίων ανθρώπων μίας ολοκλήρου ελληνικής γενεάς. Αποτυπώνει την μεγίστη (….έως τούδε) απώλειαν του Ελληνισμού
Η οιονεί τιτάνιος θλίψη του Καρυωτάκη είναι σαφώς παρούσα και αισθητή στο εν λόγω σπαρακτικόν ποίημά του, το οποίον δονείται από έναν απολύτως ιδιότυπο παράξενο τόνο, καθώς και από μιαν αινιγματική, απόκοσμο και σχεδόν μεταφυσική θλίψη.
Εκεί, «οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη, / είχαν όλοι φύγει», ακούοντες την βαθυτάτη σιωπή, οπότε έβαζαν ένα στάχυ στην άκρη του χείλους με πικρία …. ενώ είχε πια νυχτώσει ! Ειδικότερον στην τελευταία στροφή το ποίημα του «ιδανικού αυτόχειρος» υπερβαίνει ρηξικέλευθα την λογική κατανόηση, ενώ το νόημά του ημπορούμε μόνον να το διαισθανθούμε.
Ο εθνικιστής, μοναρχικός και αντικαπιταλιστής ποιητής υπήρξεν (όπως και ο σπουδαίος Ανδρέας Καρκαβίτσας) δεινός εκφραστής του «αντιβενιζελισμού» στην λογοτεχνία, σημαίνουσα μορφή του αθηναϊκού νεορομαντισμού, μεταφραστής, πεζογράφος και ποιητής της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής του μεσοπολέμου, λίαν ικανός ερασιτέχνης ζωγράφος, Είχεν έντονο συμμετοχή στους συνδικαλιστικούς αγώνες την εποχή που η συνδικαλιστική δράση στο δημόσιο προεκάλει δυσμενείς μεταθέσεις, υποβιβασμούς ή και απολύσεις.
Στον Καρυωτάκη, τα αρκετά στιχουργημένα και πεζά ποιήματά του είναι από τις πλέον δραματικές και δραστικότερες ποιητικές εκφράσεις του φρικώδους «μικρασιατικού τραύματος», δεδομένου ότι ηλικιακώς ανήκει στην γενεά των Ελλαδιτών που υπέστησαν την Μικρασιατικήν Εκστρατεία και Καταστροφή και στα πεδία των μαχών (το 1922 ήταν 26 ετών).
Όπως προνεφέρθη, ο Καρυωτάκης υπήρξεν ένας από τους εκφραστές του αντιβενιζελισμού, στην εποχήν του εθνικού διχασμού, που οι Έλληνες είχαν πράγματι διχασθεί εμπαθώς. Ο Καρυωτάκης είχε βιώσει αυτήν την πλευράν της δημοσίας ζωής ήδη από το περιβάλλον του πατρός του, ο οποίος το 1917 απελύθη από το δημόσιον ως αντιβενιζελικός. Ολίγα έτη αργότερον και ο ίδιος μετετέθη στην Πρέβεζα, ενώ από το Ιανουάριον του 1928, κατείχε την θέση του Γενικού Γραμματέως της Ενώσεως των Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Η μετάθεσή του είχε σαφώς και προδήλως πολιτικά αίτια.
Εστήριζεν τον βασιλικόν θεσμόν, διεμαρτύρετο για την υπονόμευση της παραδοσιακής ζωής και την οιανδήποτε έκπτωση των ηθών, ενώ ηναντιούτο στον κοσμοπολιτισμόν και στην δύναμη του χρήματος, που επίστευεν ότι υπενόμευε τον πατριαρχικόν τρόπον ζωής και την τιμιότητα του απλού και πτωχού λαού.
Το έργον του επολεμήθη σφόδρα από μεγάλους λογίους και κριτικούς, ιδίως δε από τους εγκρίτους λογοτέχνες Μιλτιάδη Μαλακάση (μέλος της τεκτονικής στοάς «Πυθαγόρας») και Βασίλη Ρώτα (μετέπειτα ΕΑΜίτη), που τον κατηγόρησαν ότι παρέβλαπτε την κοινωνία με την ….. απαισιόδοξη ποίηση του. Οι δύο αυτοί κριτικοί τότε ανήκων στο «βενιζελικό στρατόπεδο».
Οι εθνικιστές λογοτέχνες Κλέων Παράσχος και Ιωάννης Γρυπάρης εχαρακτήρισαν τον Κωστή Καρυωτάκη ως τον αντιπροσωπευτικότερον ποιητή της γενεάς του, ενώ ο θεμελιωτής της συγκριτικής φιλολογίας στην Ελλάδα, ο κριτικός τέχνης Κωνσταντίνος Δημαράς έγραψεν: «Ο Καρυωτάκης κατάκτησε την αθανασία, δημιουργώντας δική του Σχολή (τον Καρυωτακισμό), επηρεάζοντας γενιές Ελλήνων, μαζί και μεγάλους μας ποιητές, ….».
«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα “Ελεγεία και Σάτιρες” μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης».
Γιάννης Ρίτσος – «Ελεύθερο Βήμα» (9/1/1938)
Αθανάσιος Κωνσταντίνου