Η «υδατική δυσφορία» (ήτοι η κατάσταση κατά την οποίαν η ανάγκη ύδατος υπερβαίνει την διαθέσιμον ποσοτητά του κατά μια συγκεκριμμένη περίοδον ή λοταν η κακή ποότης του περιορίζει την χρήση του) κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει τις οικονομίες σε ολόκληρον τον κόσμο, αυξάνουσα την απειλήν των διασυνοριακών μεταναστευτικών ροών, ενώ συμβάλλει στην ενδοπεριφερειακή οικονομικήν απόκλιση. Μια σειρά παραγόντων υπερτονίζουν την σημασίαν αποθεμάτων ύδατος σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής και των μεταβαλλομένων καιρικών σταθεροτύπων, καθώς και της πληθυσμιακής αυξήσεως, της ταχείας αστικοποιήσεως, της εκβιομηχανίσεως και της χρήσεως γεωργικών τεχνικών που αποστραγγίζουν τα υπόγεια ύδατα. Το 2020, ο «Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών» (UN Food and Agriculture Organization – UNFAO) εθεώρησεν ότι είναι σε «ασφαλές» επίπεδο, μικρότερον του 19%, η παγκόσμιος υδατική πίεση, που ορίζεται ως η «απόσυρση γλυκέος ύδατος ως ποσοστόν των πόρων γλυκέος ύδατος».
Ωστόσον, τα επίπεδα συναφούς άγχους και δυσφορίας διαφέρουν δραματικώς σε όλον τον κόσμον, από υψηλά στην Νότιον Ασία και στην Κεντρικήν Ασίαν έως κρίσιμα στην Βόρειον Αφρική. Σε μιαν έκθεση που εδημοσιεύθη τον Οκτώβριον του 2023, το «Παγκόσμιον Ταμείον για την Φύση» (WWF – World Wide Fund for Nature) εξετίμησεν επίσης ότι «έως το 2050, περίπου το 46% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα ημπορούσε να προέρχεται από περιοχές που αντιμετωπίζουν υψηλόν κίνδυνον ύδατος» σε σύγκριση με το σημερινόν 10%.
Η μεταβαλλομένη διαθεσιμότης του ύδατος θα έχει μυριάδες παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να γίνονται αισθητές στους τομείς της γεωργίας, του εφοδιασμού, της ενεργείας και του τουρισμού. Τα παγκόσμια αποθέματα ύδατος αναμένεται να γίνουν όλο και ασταθέστερα στα επόμενα χρόνια, καθώς η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε εντονότερες ξηρασίες και καταστροφικότερες πλημμύρες σε περιοχές σε όλο τον κόσμο – προκαλούσα εκτεταμένες ζημίες στις καλλιέργειες και στις υποδομές. Τέτοιες ξηρές περίοδοι και κατακλυσμοί ημπορούν να διαταράξουν σοβαρώς την γεωργικήν παραγωγή, η οποία, σε ακραίες περιπτώσεις, ημπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη τροφίμων και υποσιτισμόν. Οι χαμηλές βροχοπτώσεις ημπορούν επίσης να διαταράξουν τον ενεργειακόν εφοδιασμόν περιορίζουσες την παραγωγή σε πυρηνικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια που εξαρτώνται από το ύδωρ από κοντινούς ποταμούς για την παραγωγήν ηλεκτρικής ενεργείας, προκαλούντα με την σειράν τους ευρύτερες, ακόμη και συστημικές οικονομικές διαταραχές. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι στην Ινδία, η έλλειψη ύδατος για την ψύξη των θερμοηλεκτρικών σταθμών μεταξύ 2017 και 2021 είχεν ως αποτέλεσμα απώλειαν ενεργείας 8,2 τεραβατωρών, ήτοι αρκετής ηλεκτρικής ενεργείας για την τροφοδοσίαν 1,5 εκατομμυρίου πολυανθρώπων ινδικών νοικοκυριών επί μίαν πενταετία.
Επιπλέον, η πολύ μικρά ή πολύ μεγάλη βροχόπτωση ημπορεί να προκαλέσει διακοπές στην εφοδιαστικήν άλυσον, εμποδίζουσα την διέλευση μέσω ποταμών, κάτι που είναι απαραίτητον για τις οικονομίες πολλών χωρών. Οι ακραίες αλλαγές στις βροχοπτώσεις ημπορούν επίσης να επηρεάσουν αρνητικώς τους τουριστικούς τομείς των χωρών, εάν η λειψυδρία οδηγεί σε «απομείωση» του διαθεσίμου ποσίμου ύδατος ή εάν υπάρξουν σοβαρές πλημμύρες, προκαλούσες απώλειες εσόδων και μειωμένην οικονομικήν απόδοση. (Ως λειψυδρία ή έλλειψη ύδατος εννοείται η ανεπάρκεια σε πόρους του γλυκέος ύδατος για την κάλυψη των ανθρωπίνων και περιβαλλοντικών απαιτήσεων μιας δεδομένης περιοχής.)
Αυτός είναι ένας κίνδυνος όχι μόνον για τριτοκοσμικές χώρες, αλλά και γιά δύο προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες (όπως η Ελλάς ή η Πορτογαλία), όπου ο τουρισμός αντιπροσωπεύει σχετικώς μεγάλο μερίδιον του ΑΕΠ, όπως βεβαίως και σε μικρές χώρες με χαμηλόν κατά κεφαλήν εισόδημα και με μεγάλους τουριστικούς τομείς, όπου οι εργαζόμενοι στην βιομηχανία συχνάκις δεν έχουν εναλλακτικές ευκαιρίες απασχολήσεως (όπως οι Μαλδίβες ή οι Σεϋχέλλες).
- Το 2022, λόγω ξηρασίας, τα επίπεδα των υδάτων στον ποταμόν Ρήνο της Γερμανίας έπεσαν σε επικίνδυνα επίπεδα για την ναυσιπλοΐα, γεγονός που επηρέασεν σοβαρώς τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και τις εξηνάγκασε να ανεύρουν εναλλακτικές διαδρομές για να στείλουν τα αυτοκίνητά τους.
- Το 2021, οι συνθήκες ξηρασίας ώθησαν το νησί Μάουι της Χαβάης των ΗΠΑ να επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στην κατανάλωση ύδατος, που επηρέασαν τους κατοίκους.
- Οι νήσοι Κο Πι Πι της Ταϊλάνδης ευρίσκονται στα πρόθυρα της λειψυδρίας που έχει αυξήσει τον κίνδυνον λήψεως μέτρων περιορισμένης διανομής με δελτίον και έχει επηρεάσει αρνητικώς την τοπικήν οικονομία και τον τουριστικόν τομέα. Το 2023, ένας συνδυασμός χαμηλών βροχοπτώσεων και αυξήσεως του τουρισμού προεκάλεσεν επίσης μια κρίση ύδατος στην επίσης ταϊλανδική νήσον – προορισμόν διακοπών Κο Σαμούι, γεγονός που υποδηλώνει ότι στο μέλλον η αύξηση του τουρισμού δεν θα αποδειχθεί βιώσιμος σε ορισμένα μέρη, ιδιαιτέρως εάν οι συνθήκες ξηρασίας καταστούν συχνότερες .
Παγκοσμίως οι 25 χώρες με το μεγαλύτερον «υδατικόν στρες», κατά φθίνουσα σειρά, είναι: Μπαχρέϊν, Κύπρος, Κουβέϊτ, Λίβανος, Ομάν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Λιβύη, Υεμένη, Μποτσουάνα, Ιράν, Ιορδανία, Χιλή, Σαν Μαρίνο, Βέλγιο, Ελλάδα (οι μόνες τρεις ευρωπϊκές χώρες), Τυνησία, Ναμίμπια, Νότιος Αφρική, Ιράκ, Ινδία και Συρία. Η ζήτηση για ύδωρ έχει εκτοξευθεί ανοδικώς στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ενώ αυξάνεται ραγδαίως στην Αφρική. Μέχρι το 2050, η ζήτηση ύδατος προβλέπεται να αυξηθεί μεταξύ 20% και 25%.σε όλο τον κόσμο
Προφανώς το αυξανόμενον «υδατικόν στρες» θα έχει δυσανάλογον αντίκτυπον στις πτωχότερες χώρες, ιδιαιτέρως σε εκείνες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμόν από την γεωργία, λόγω της περιορισμένης ικανότητός τους να ακολουθούν πολιτικές μετριασμού, καθώς και λόγω της μεγαλυτέρας ευπαθείας τους σε οικονομικούς κραδασμούς. Η λειψυδρία και οι πλημμύρες προκαλούν μεγαλυτέραν αναστάτωση, οικονομικώς και κοινωνικώς, σε χώρες όπου το μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού ασχολείται με την γεωργίαν και όπου το μεγαλύτερον μέρος του εισοδήματος δαπανάται σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες (όπως τρόφιμα ή καθαρόν ασφαλές ύδωρ) συχνάκις συμβαίνουν σε χώρες χαμηλού εισοδήματος.
Βεβαίως οι πτωχότερες χώρες διατρέχουν επίσης μεγαλύτερον κίνδυνον όσον αφορά στην πρόσβαση σε καθαρόν ύδωρ και στην ασφαλή αποχέτευση, επειδή οι υποδομές τους είναι συνήθως χαμηλοτέρας ποιότητος και πλέον ευάλωτες σε φυσικές και καιρικές διακοπές. Σε πτωχότερες χώρες, οι ποτάμιες ζημίες που προκαλούνται από πλημμύρες ή ξηρασίες ημπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε προβλήματα με τον εφοδιασμόν βασικών αγαθών (όπως τα τρόφιμα) και να μειώσουν την πρόσβαση σε πόσιμον ύδωρ καταστρέφουσες βασικές υποδομές. Οι πτωχότερες χώρες επίσης συχνάκις δεν διαθέτουν εφεδρικά συστήματα παροχής ενεργείας και μεταφοράς, γεγονός που τις καθιστά επιρρεπέστερες σε διακοπές που σχετίζονται με το ύδωρ, γεγονός μεγεθύνον τον αντίκτυπον στις οικονομίες τους. Επιπλέον, οι πτωχότερες χώρες διατρέχουν πολύ μεγαλύτερον κίνδυνο κοινωνικοπολιτικής ασταθείας, δεδομένης της μεγαλυτέρας ευαλωτότητός τους σε οικονομικούς κλυδωνισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της ασφαλείας των τιμών των τροφίμων.
- Το ζήτημα της λειψυδρίας και των πλημμυρών είναι δύσκολον να διαχωρισθεί από τις ευρύτερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Τα οικονομικά μοντέλα ημπορούν να μετρήσουν μεμονωμένως τον αντίκτυπον της μειωμένης ή υπερβολικής βροχοπτώσεως στην παραγωγήν τροφίμων και στις εγχώριες τιμές των τροφίμων. Ωστόσον, η λειψυδρία και η υπεραφθονία σπανίως εμφανίζονται πλήρως εκδηλούμενες. Για να προβλεφθεί ο αντίκτυπος της λειψυδρίας, πρέπει να γίνουν υποθέσεις σχετικώς με το πώς θα συμπεριφέρονται άλλες μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίον μια χώρα θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί όσον αφορά στις πολιτικές μετριασμού του κινδύνου. Εάν η περί το ύδωρ ανασφάλεια διαταράξει την γεωργικήν παραγωγή και αυξήσει τις εγχώριες τιμές των τροφίμων, ο οικονομικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί εν μέρει από την ικανότητα της χώρας να εισάγει τρόφιμα, καθώς και από τις διακυμάνσεις στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων. Επιπλέον, η έλλειψη ύδατος θα επηρεάσει διαφορετικές καλλιέργειες με διαφορετικούς τρόπους, καθιστώσα έτι δυσκολοτέρα δύσκολη την εκτίμηση του ακριβούς αντικτύπου της λειψυδρίας στον αγροτικόν τομέα μιας χώρας και στις τιμές των τροφίμων.
Μεταξύ των αναπτυσσομένων οικονομιών του κόσμου, αυτές της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής είναι έτοιμες να πληγούν περισσότερον. Οι περιοχές εγγύς του Ισημερινού (δηλαδή η Νότιος Αμερική, η Μέση Ανατολή, η υποσαχάριος Αφρική, η Νότιος Ασία και η Νοτιοανατολική Ασία) διατρέχουν πολύ μεγαλύτερον κίνδυνο οικονομικής «ανασφαλείας ύδατος», καθώς αυτές είναι οι περιοχές που αντιμετωπίζουν έναν δυσμενή συνδυασμόν ταχείας αυξήσεως του πληθυσμού και ανεπαρκείς επενδύσεις στον μετριασμόν του κινδύνου του ύδατος, που επιδεινούται από τα συνολικώς χαμηλότερα επίπεδα οικονομικής αναπτύξεως. Αλλά οι επιπτώσεις θα καταστούν εντονότερες στην Μέσην Ανατολή και στην Αφρική.
Στην Μέσην Ανατολή, απλώς δεν υπάρχει αρκετό φυσικόν υδωρ για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες της περιοχής, κυρίως λόγω της αλλαγής των σταθεροτύπων των βροχοπτώσεων και λόγω της αυξήσεως της παγκοσμίου θερμοκρασίας. Και αυτό έχει επιδεινωθεί από την αύξηση του πληθυσμού και την αστικοποίηση, η οποία έχει επιβαρύνει περαιτέρω τα αποθέματα ύδατος στις έρημες χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι αυξανόμενες ανησυχίες για την λειψυδρία στην Μέσην Ανατολή έχουν ήδη προκαλέσει γεωπολιτικές εντάσεις σχετικώς με την κοινή χρήση και κατανομή των δικαιωμάτων ύδατος, εκεί όπου οι ποταμοί διέρχονται από πολλές χώρες. (Προσφάτως, η στάθμη των υδάτων του ποταμού Ευφράτη στις λίμνες κατήλθεν έως πέντε μέτρα, επειδή η Τουρκία υιοθετήσασα μιαν «πολιτικήν δίψης» περιορίζει την ροήν του ύδατος ώστε αυτή να μην υπερβαίνει τα 200 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο, σε αντίθεση με την ισχύουσα διεθνή συμφωνία, η οποία προβλέπει την έκλυση 500 κυβικών μέτρων ύδατος ανά δευτερόλεπτον, τόσον για την Συρία όσον και για το Ιράκ.)
Εν τω μεταξύ, η Αφρική αντιμετωπίζει επίσης φυσικήν ανασφάλεια περί το ύδωρ λόγω της συρροής περιβαλλοντικών αλλαγών, της ταχείας αυξήσεως του πληθυσμού και της αστικοποιήσεως. Ωστόσον, σε σύγκριση με την Μέσην Ανατολή, η Αφρική αντιμετωπίζει μεγαλυτέραν οικονομικήν ανασφάλεια ύδατος, πράγμα που σημαίνει ότι (είτε τα αποθέματα ύδατος είναι σπάνια είτε όχι), οι χώρες της αγωνίζονται να χρησιμοποιήσουν και να διανείμουν αποτελεσματικώς το ύδωρ, λόγω κακής διαχειρίσεως και καθυστερήσεων στις επενδύσεις σε υποδομές.
Ο αρνητικός οικονομικός αντίκτυπος της λειψυδρίας σε χώρες με ταχείαν αύξηση του πληθυσμού, συγκεκριμένως σε αυτές της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, θα συμβάλει επίσης στην περαιτέρω ηυξημένη μετανάστευση των πληθυσμών τους, καθώς συχνάκις η στασιμότης ή ακόμη και η πτώση του βιοτικού επιπέδου αναγκάζει περισσοτέρους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις χώρες τους και οδηγεί στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών, ιδίως προς την Ευρώπη.
- Συμφώνως προς την Παγκόσμιο Τράπεζα, πολλές χώρες στην Αφρική, στην Μέσην Ανατολή και στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας, θα υποστούν απώλειες ΑΕΠ άνω του 6% έως το 2050, εάν δεν υιοθετήσουν αποτελεσματικότερες πολιτικές διαχειρίσεως των υδάτων.
Ορισμένες περιοχές με σχετικώς υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος (όπως η Ευρώπη και η Βόρειος Αμερική, καθώς και η Νότιος Αμερική) θα επηρεασθούν πολύ ολιγότερον από την φυσικήν και οικονομικήν ανασφάλεια του ύδατος σε απόλυτες τιμές, αλλά η αλλαγή της διαθεσιμότητος ύδατος θα επηρεάσει διαφορετικώς ορισμένες ζώνες σε αυτές τις περιοχές, συμβάλλουσα σε αποκλίνουσες οικονομικές προοπτικές.
Στις πλουσιότερες χώρες, τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα περιορίζουν τον αντίκτυπον του πληθωρισμού των τιμών των τροφίμων λόγω της λειψυδρίας. Οι πλουσιότερες χώρες ημπορούν επίσης να υπερβούν τις πτωχότερες χώρες όσον αφορά στην εξασφάλιση των διεθνών προμηθειών τροφίμων, ιδιαιτέρως εάν οι αποτυχίες συγκομιδής που προκαλούνται από την ξηρασία ή τις πλημμύρες έχουν ήδη αυξήσει τις τιμές τέτοιων προμηθειών.
Επιπλέον, οι προηγμένες χώρες διαθέτουν μεγαλυτέρους οικονομικούς πόρους τόσον για την λήψη μέτρων μετριασμού του κινδύνου (συμπεριλαμβανομένης της αναπτύξεως εφεδρικών δικτύων μεταφοράς και παροχής ενεργείας), όσον και για την ανοικοδόμηση μετά από μεγάλης κλίμακος ζημίες που προεκλήθησαν από σοβαρές πλημμύρες. Αλλά ακόμη και σε περιοχές όπου η λειψυδρία θα είναι ευχερέστερον διαχειρίσιμος, ο αντίκτυπος θα είναι ακόμα αισθητός.
Επί παραδείγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κατασκευάσει κάποια μοντέλα σχετικώς με τον ευρύτερον αντίκτυπον της κλιματικής αλλαγής στην οικονομικήν ανάπτυξη και διεπίστωσεν ότι οι χώρες περί την Μεσόγειο θα υποστούν απώλειες παραγωγής ενώ οι χώρες της Βορείου Ευρώπης επιβιώσουν πολύ καλύτερον. Ανέκδοτα στοιχεία, όπως οι «θερμοκρασίες ρεκόρ» που εβίωσαν η Ιταλία και η Ελλάς πέρυσι, υποδηλώνουν ότι ο τουρισμός στις χώρες της Νοτίου Ευρώπης επίσης θα υποφέρει με την πάροδον του χρόνου, ακόμα και εάν αρχικώς ο τουρισμός ημπορεί απλώς να μετατοπισθεί από τα θερμότερα μέρη αυτών των χωρών σε ψυχρότερες περιοχές.
- Στην Βόρειον Αμερική, το Μεξικό και η νοτιοδυτική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών θα επηρεασθούν δυσμενέστερον από την φυσικήν ανασφάλεια περί του ύδατος. Οι χαμηλότερες βροχοπτώσεις και οι υψηλότερες θερμοκρασίες έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν την γεωργίαν και στις δύο αυτές περιοχές, ημπορεί δε επίσης να επηρεάσουν τελικώς ακόμη και τις τουριστικές ροές προς το Μεξικό και τις πολιτείες της ερήμου των ΗΠΑ (όπως η Αριζόνα και η Νεβάδα). Ωστόσον, η συνολική οικονομική τους επιβάρυνση είναι απίθανο να προκαλέσει ευρυτέραν εθνικο-οικονομική εξάρθρωση, δεδομένων του υψηλού κατά κεφαλήν εισοδήματος των ΗΠΑ και του μετρίου – σχετικώς υψηλού κατά κεφαλήν εισοδήματος του Μεξικού, αλλά και του πολύ περιορισμένου ρόλου που διαδραματίζει ο αγροτικός τομεύς σε αμφότερες τις χώρες. [ Ο αγροτικός τομεύς στο Μεξικό αντιπροσωπεύει ολιγότερον από το 4% του ΑΕΠ της χώρας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μερίδιον είναι σχεδόν 6% του ΑΕΠ. Από πλευράς αγροτικής παραγωγής εκτιμάται ότι στην βορειοαμερικανικήν ήπειρο η λειψυδρία θα έχει αρχικώς τον μεγαλύτερον αντίκτυπον στην νοτιοδυτικήν περιοχήν των ΗΠΑ, η οποία όμως αντιπροσωπεύει μόνον ένα περιορισμένο μερίδιον της συνολικής αγροτικής παραγωγής των ΗΠΑ.]
- Σε σύγκριση με τις οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου, οι οικονομίες της Βορείου Ευρώπης συνολικώς θα υποφέρουν ολιγότερον από τις κλιματικές αλλαγές στις βροχοπτώσεις και στην διαθεσιμότητα ύδατος. Στην πραγματικότητα, οι γεωργικοί τομείς σε ορισμένες περιοχές της Βορείου Ευρώπης αναμένεται να επωφεληθούν από τις μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες. Οι χώρες της Βορείου Ευρώπης θα ημπορούσαν επίσης να ιδουν περισσοτέρους επισκέπτες, καθώς ο τουρισμός στην Ευρώπη μετατοπίζεται ήδη σε χώρες πλέον εύκρατες και με ολιγότερες λειψυδρίες, παρά την Βόρειον Θάλασσα, εις βάρος των παραμεσογείων χωρών. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι που ζουν σε θερμότερες και ξηρές χώρες (όπως η Ελλάς και η Ιταλία) ενδέχεται να μετακινούνται ολοέν και περισσότερον προς βορράν, επιφέροντες ηυξημένη ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση — ιδιαιτέρως μεταξύ των χωρών της ΕΕ στον «χώρο Σένγκεν» χωρίς διαβατήρια, όπου τα σύνορα δεν αποτελούν εμπόδιον για την ελευθέρα κίνηση. Ωστόσον, ορισμένες χώρες της Βορείου Ευρώπης, όπως η Γερμανία, βασίζονται επίσης σε ποτάμια εφοδιαστικά δίκτυα, τα οποία είναι πλέον ευάλωτα σε διακοπές προκαλούμενες από ακραίες αλλαγές στις βροχοπτώσεις, σε σύγκριση με τις θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές και τα θαλάσσια εφοδιαστικά δίκτυα.
Αθανάσιος Κωνσταντίνος