Οι Εργατικοί κερδίζουν σχετικήν πλειοψηφία σε ένα ρευστό – «αιωρούμενο» Κοινοβούλιο
Σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, οι Εργατικοί καθίστανται μεν το μεγαλύτερον κόμμα στο Κοινοβούλιον, αλλά δεν κατορθώνουν να εξασφαλίσουν τις 326 έδρες που απαιτούνται για απόλυτον πλειοψηφία, κάτι που τους αναγκάζει είτε να διαπραγματευθούν μιαν συμφωνία συνασπισμού με ένα μικρότερον κόμμα, είτε να επιχειρήσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση «μειοψηφίας με εμπιστοσύνη» και βεβαίως «συμφωνίαν προμηθείας» με ένα ή περισσότερα άλλα συμβαλλόμενα μέρη. Οι πιθανοί εταίροι συνασπισμού για τους Εργατικούς περιλαμβάνουν τους κεντρώους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, το κεντροαριστερόν Εθνικό Κόμμα Σκωτίας (Scottish National Party – SNP) και τους Πρασίνους, καθένας από τους οποίους θα απήτει πολιτικές παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή του (είτε επισήμως ως μέλη μιας κυβερνήσεως συνασπισμού, είτε εμμέσως ως υποστηρικτής στην Βουλή μιας κυβερνήσεως μειοψηφίας των Εργατικών). Σε αυτό το σενάριον, η πολιτική ατζέντα των Εργατικών επικεντρώνεται στην ενίσχυση των δημοσίων υπηρεσιών και προγραμμάτων κοινωνικής προνοίας, στην προώθηση της ενεργειακής μεταβάσεως της χώρας και στην προώθηση στενοτέρων σχέσεων με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, δηλαδή σε όλα εκείνα τα στοιχεία με τα οποία θα ευθυγραμμισθεί σε μεγάλον βαθμόν οποιοσδήποτε ενδεχόμενος εταίρος συνασπισμού.
Δεδομένων των οικονομικών και δημοσιονομικών περιορισμών, η αύξηση των δημοσίων δαπανών θα χρηματοδοτηθεί μέσω υψηλοτέρων φόρων στους κορυφαίους εισοδηματίες και στις μεγάλες εταιρείες. Η ανάγκη διαπραγματεύσεως με τους εταίρους του συνασπισμού θα εξακολουθούσε να οδηγεί σε συμβιβασμούς σε βασικές πολιτικές. Επί παραδείγματι, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ημπορεί να πιέσουν για εκλογικές μεταρρυθμίσεις και τολμηροτέρα προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το SNP και οι Πράσινοι ημπορεί να πιέσουν αντιστοίχως για μεγαλυτέρα αυτονομία της Σκωτίας και πλέον επιθετική δράση για το κλίμα. Η νομοθετική διαδικασία ημπορεί να αντιμετωπίσει αδιέξοδον, λόγω των διαφορετικών συμφερόντων των εταίρων του συνασπισμού και της συνεχούς «δοσοληψίας» παροχών, οπότε με την σειρά της δύναται να αυξάνει την πολιτικήν αβεβαιότητα, να εμποδίζει την λήψη αποφάσεων και να αυξάνει τις πιθανότητες προώρου καταρρεύσεως της κυβερνήσεως.
Επιπτώσεις αυτής της εξελίξεως
■ Ένα «ρευστόν» και ασταθές κοινοβούλιον αναγκάζει το Εργατικόν Κόμμα να διαπραγματευθεί με πιθανούς εταίρους του συνασπισμού, οδηγούμενο σε συμβιβασμούς πολιτικής και μιαν πλέον κατακερματισμένη νομοθετικήν διαδικασία. Οι καθυστερήσεις στην λήψη των αποφάσεων και η μεγαλυτέρα αβεβαιότης των πολιτικών, δημιουργούν τον κίνδυνον προώρου καταρρεύσεως της κυβερνήσεως.
■ Οι διαπραγματεύσεις συνασπισμού ενδέχεται να οδηγήσουν σε ουσιαστικότερες αυξήσεις δαπανών για να καλύψουν ενδεχόμενες απαιτήσεις των εταίρων, περιορίζουσες έτσι τον δημοσιονομικόν χώρο για τα σχέδια του Εργατικού Κόμματος προς ενίσχυση των δημοσίων υπηρεσιών και των προγραμμάτων κοινωνικής προνοίας. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα να αυξήσει η κυβέρνηση τους φόρους στους κορυφαίους εισοδηματίες και στις μεγάλες εταιρείες ώστε να χρηματοδοτήσει ηυξημένες δημόσιες δαπάνες.
■ Οι αντιλήψεις για αυξημένη πολιτική αστάθεια υπό έναν συνασπισμόν ή μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα ημπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενδεχομένως με τις επενδύσεις στην χώρα να παραμείνουν σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα εν συγκρίσει με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές επενδύσεις των ΗΠΑ σε χώρες της ΕΕ.
■ Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εστιάζει στην απλούστευση του συστήματος σχεδιασμού για νέα στεγαστικά έργα και δημόσιες υποδομές, με στόχον τη μείωση των γραφειοκρατικών καθυστερήσεων και την επίσπευση των βασικών έργων. Ωστόσον, οι διαπραγματεύσεις εντός ενός συνασπισμού ενδέχεται να επηρεάσουν την κλίμακα και το εύρος αυτών των πρωτοβουλιών.
■ Ένας συνασπισμός μεταξύ των Εργατικών και των Φιλελευθέρων Δημοκρατών θα επιδιώξει να εφαρμόσει ισχυρότερα συνδικαλιστικά δικαιώματα, υψηλοτέρους κατωτάτους μισθούς και καλυτέρα προστασία για τους εργαζομένους στην οικονομία των περιστασιακών απασχολήσεων, αυξάνων το λειτουργικόν κόστος για τις εταιρείες στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς και τις εταιρείες συνεπιβατισμού και διανομής.
■ Ενώ οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υποστηρίζουν μεγαλυτέρα ρύθμιση και κάποιον επίπεδο δημοσίας ιδιοκτησίας, το κόμμα είναι ολιγότερον διατεθειμένο προς εθνικοποίηση μεγάλης κλίμακος εν συγκρίσει προς τους Εργατικούς, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ μεγαλυτέρας δημοσίας ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και των βασικών βιομηχανιών. Έτσι, σε οποιανδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλελευθέρους Δημοκράτες, οι Εργατικοί ενδέχεται να αναγκασθούν να αποδυναμώσουν σημαντικώς τα σχέδιά τους για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε βιομηχανίες και υποδομές, καθώς και την ώθησή τους για εθνικοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των Εργατικών και των Φιλελευθέρων Δημοκρατών πιθανότατα θα συμφωνούσε σε σημαντικές αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες για την ενίσχυση των δημοσίων υπηρεσιών όπως το Εθνικόν Σύστημα Υγείας – NHS, την εκπαίδευση και τις υποδομές, διατηρούσα παραλλήλως την δέσμευση για μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα – αντανακλώσα την δέσμευση των Εργατικών για διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την εστίαση των Φιλελευθέρων Δημοκρατών στο ισοζύγιον του προϋπολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχόμενες αυξήσεις δαπανών θα αντισταθμισθούν σε μεγάλον βαθμόν από περικοπές αλλού, καθώς και από στοχευμένες αυξήσεις φόρων.
■ Ένας συνασπισμός μεταξύ των Εργατικών και των Φιλελευθέρων Δημοκρατών θα είχε μιαν ισχυροτέρα φιλοευρωπαϊκή στάση από μια κυβέρνηση μόνον των Εργατικών. Ενώ το Εργατικόν Κόμμα θα επεζήτει σταδιακήν πρόοδον στο εμπόριον και στην ρυθμιστική συνεργασία, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ενδέχεται να πιέσουν για ακόμη στενοτέρα ρυθμιστική ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και περαιτέρω ολοκλήρωση στο εμπόριον, στην διασυνοριακή μετακίνηση και σε άλλους τομείς.
■ Εάν το κόμμα αρχίσει να χάνει την υποστήριξη ως μικρότερος εταίρος στον συνασπισμό με τους Εργατικούς, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ημπορεί ακόμη και να πιέσουν για ένα δεύτερον δημοψήφισμα για το Brexit ή για μια ψηφοφορία με επιδίωξη της εντολής του βρετανικού κοινού για σημαντικώς στενοτέρους δεσμούς με την ΕΕ, αναλόγως με την εξέλιξη της στάσεως του βρετανικού κοινού απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
■ Σε έναν συνασπισμόν με το Εργατικόν Κόμμα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα πιέσουν για εκλογική μεταρρύθμιση, ώστε να απομακρυνθούν από το παραδοσιακό πρώτο παρελθόν του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το σύστημα και προς την αναλογική εκπροσώπηση, κάτι που θα ημπορούσε να αλλάξει σημαντικώς το πολιτικό τοπίον και την δομήν διακυβερνήσεως της χώρας στο μέλλον. Οι Εργατικοί είναι απίθανον να συμφωνήσουν σε μιαν τέτοια μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι επωφελούνται από το τρέχον εκλογικόν σύστημα. Αλλά το κόμμα θα ημπορούσε να αναγκασθεί να συμφωνήσει, ώστε να διεξάγει ένα άλλο δημοψήφισμα για την εκλογική μεταρρύθμιση, παρ΄όλον που οι ψηφοφόροι του Ηνωμένου Βασιλείου απέρριψαν το δημοψήφισμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών για το θέμα το 2011.
■ Ένας συνασπισμός μεταξύ των Εργατικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών θα ημπορούσε να οδηγήσει σε πλέον εκτεταμένα χρονοδιαγράμματα για την επίτευξη βασικών κλιματικών στόχων, όπως η πλήρης απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές του τομέως ηλεκτρικής ενεργείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υποστηρίζουν μιαν πιο σταδιακή προσέγγιση απομακρύνσεως από τα ορυκτά καύσιμα, σε σχέση με το Εργατικόν Κόμμα.
■ Αντιθέτως, ένας κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ των Εργατικών και των Πρασίνων, θα ηύξανε την πιθανότητα μιας πλέον «επιθετικής» δράσεως για το κλίμα, οδηγών ενδεχομένως σε αυστηρότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και επιταχυνόμενους στόχους ανανεώσιμων πηγών ενεργείας. Η κυβέρνηση θα σταματήσει επίσης να εκδίδει νέες άδειες πετρελαίου και φυσικού αερίου για την Βόρειον Θάλασσα, θα ευνοήσει τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενεργείας έναντι των έργων πυρηνικής ενεργείας και θα επιδιώξει να συνδέσει το σύστημα εμπορίας εκπομπών της χώρας με το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την δημιουργίαν ενιαίας τιμής άνθρακος.
■ Σε αντάλλαγμα, για να συμφωνήσει ώστε να σχηματίσει συνασπισμόν με τους Εργατικούς, το «Σκωτικόν Εθνικόν Κόμμα» (Scottish National Party – SNP) πιθανότατα θα απήτει μεγαλυτέραν αυτονομίαν της Σκωτίας, οδηγούν σε ηυξημένη μεταβίβαση εξουσιών στην Σκωτία και σε μεγαλύτερες οικονομικές ευκαιρίες για την περιοχή.
■ Μια πιθανή συμφωνία με το SNP ημπορεί επίσης να περιλαμβάνει μιαν παραχώρηση των Εργατικών για την διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος περί της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, ιδιαιτέρως εάν οι δημοσκοπήσεις δεικνύουν ότι πιθανότατα θα καταλήξει σε ψηφοφορία υπέρ της παραμονής της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι Συντηρητικοί κερδίζουν σχετικήν πλειοψηφία σε ένα ρευστόν –«αιωρούμενο» Κοινοβούλιο
Σε αυτό το αποτέλεσμα, το Συντηρητικόν Κόμμα χάνει την πλειοψηφίαν του, αλλά παραμένει το μεγαλύτερον κόμμα στην Βουλήν των Κοινοτήτων. Για να κυβερνήσει, το κόμμα θα είχεν δύο επιλογές: Η πρώτη θα ήταν ο σχηματισμός κυβερνήσεως μειοψηφίας, που πιθανότατα θα υποστηριχθεί στο Κοινοβούλιο από το δεξιό Δημοκρατικόν Ενωτικόν Κόμμα («Democratic Unionist Party» – DUP) της Βορείου Ιρλανδίας και τελικώς από μέλη του κοινοβουλίου εκλεγόμενα υπό το δεξιό κόμμα Reform UK. Η βιωσιμότης αυτής της επιλογής θα εξαρτηθεί σε μεγάλον βαθμόν από το πόσον «βραχείς» είναι οι Τόρις στην πλειοψηφία τους, καθώς και από τον αριθμόν των εδρών που θα αποκτήσουν το DUP και το Reform UK (όπως βεβαίως και πόσες από αυτές θα εκερδίζοντο εις βάρος του ιδίου του Συντηρητικού Κόμματος), στοιχείον που θα καθώριζε εάν ένα σύμφωνον μαζί τους είναι μαθηματικώς βιώσιμον.
Η δευτέρα επιλογή θα ήταν η αναζήτηση ατύπου υποστηρίξεως στο Κοινοβούλιον από τους Φιλελευθέρους Δημοκράτες. Ενώ αυτό το αποτέλεσμα είναι δυνατόν εάν ο νυν πρωθυπουργός Rishi Sunak διατηρήσει την ηγεσίαν του Συντηρητικού Κόμματος και κρατήσει το κόμμα στην τρέχουσα κεντρώα τροχιά του, η χαμηλή δημοτικότης των Συντηρητικών σημαίνει ότι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα ήσαν πολύ δύσπιστοι για την συνεργασία τους με το κόμμα.
Οποιαδήποτε εκδοχή μιας μειοψηφικής κυβερνήσεως των Συντηρητικών πιθανότατα θα επιδιώκει να δημιουργήσει πλειοψηφίες σε ad-hoc βάση, εν μέσω ελλείψεως επισήμου υποστηρίξεως, αποδεχομένη το γεγονός ότι η προτεινομένη νομοθεσία θα κατέληγεν να τροποποιηθεί σοβαρώς ή ακόμη και να ηττηθεί στο Κοινοβούλιον. Σε αυτό το πλαίσιον, η νέα κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει προκλήσεις κατά την ψήφιση των νομοσχεδίων, ωδήγεις σε αβεβαιότητα πολιτικής, ειδικώς σε ιδιαιτέρως ευαισθήτους τομείς όπως η οικονομία, η δημοσιονομική πολιτική και οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκήν Ένωση.
Επιπλέον, δεδομένων των βαθέων εσωτερικών διχασμών μέσα στο ίδιον το Συντηρητικόν Κόμμα, οποιαδήποτε απόπειρα συνεργασίας με άλλα κόμματα, είτε στο αριστερόν είτε στο δεξιόν άκρον του πολιτικού φάσματος, πιθανώς θα επυροδότει εσωτερικές τριβές και εξεγέρσεις, αποσταθεροποιούσες περαιτέρω την κυβέρνηση της μειοψηφίας. Τελικώς, η πολιτική αναταραχή που θα προέκυπτεν από οποιοδήποτε σενάριο στο οποίον οι Συντηρητικοί σχηματίζουν κυβέρνηση μειοψηφίας θα ημπορούσεν επίσης να προκαλέσει κάποιαν οικονομικήν αστάθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο, τελικώς δε θα κατέληγεν σε κατάρρευση της κυβερνήσεως και σε πρόωρες εκλογές, ολίγους μόνον μήνες μετά την ψηφοφορία.
Επιπτώσεις αυτής της εξελίξεως
■ Το Συντηρητικόν Κόμμα πιθανότατα διατηρεί την προηγουμένη υπόσχεσή του να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ έως το 2030, αν και οι αυξανόμενοι χρηματοοικονομικοί και οικονομικοί περιορισμοί πιθανότατα αναγκάζουν την κυβέρνηση να καθυστερήσει τις απαραίτητες ενέργειες για την επίτευξη αυτού του στόχου.
■ Οι τεταμένες σχέσεις με την Ευρωπαϊκήν Ένωση και ορισμένους από τους βασικούς Ευρωπαίους συμμάχους του Ηνωμένου Βασιλείου ωθούν την χώραν εγγύτερον στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικώς εάν επανεκλεγεί ο Τραμπ. Αυτό σημαίνει ότι το Λονδίνο θα ευθυγραμμίζεται στενότερον με την πολιτικήν της Ουάσιγκτον για την Κίνα, οδηγούμενο πιθανότατα σε περισσοτέρους περιορισμούς εξαγωγών και επενδύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου στο Πεκίνο.
■ Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει προκλήσεις κατά την θέσπιση της νομοθεσίας, γεγονός που οδηγεί ευλόγως σε αβεβαιότητα πολιτικής. Οι συχνές διαπραγματεύσεις και οι συμβιβασμοί για την δημιουργίαν ad hoc πλειοψηφιών, επιβραδύνουν τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων και καταλήγουν δυνητικώς σε αποδυναμωμένες πολιτικές.
■ Η πολιτική αστάθεια πιθανότατα πυροδοτεί αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, υπονομεύουσα δυνητικώς την εμπιστοσύνην των επενδυτών και οδηγούσα σε εκποίηση των βρετανικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, μαζί με διακυμάνσεις στο νόμισμα και στο χρηματιστήριον.
■ Η κυβέρνηση της μειοψηφίας αγωνίζεται να εφαρμόσει μιαν συνεκτική δημοσιονομικήν πολιτική, δημιουργούσα πιθανώς ποικίλες δημοσιονομικές προκλήσεις, όπως καθυστερήσεις ή συμβιβασμούς. Αυτό, με την σειρά του, οδηγεί σε ασυνεπείς ή κατακερματισμένες δημοσιονομικές πολιτικές που εν τέλει είναι ολιγότερον αποτελεσματικές, ενώ παραλλήλως περιπλέκει τις προσπάθειες μειώσεως του ελλείμματος.
■ Το Συντηρητικόν Κόμμα εφαρμόζει δυνητικώς τις υποσχεθείσες φορολογικές περικοπές, όπως περικοπήν του φόρου κληρονομίας ή περαιτέρω περικοπές στις εισφορές του Εθνικού Ασφαλιστικού Προγράμματος. Είναι πρόδηλον ότι αυτό πιθανότατα θα προεκάλει δημοσιονομικόν έλλειμμα, απαιτούν ακολούθως περικοπές δαπανών και μέτρα λιτότητος για την διατήρηση κάποιας δημοσιονομικής πειθαρχίας και για την μείωση της πιθανής αναταραχής της αγοράς.
■ Πιθανή χρηματοπιστωτική αστάθεια υπό μια μειοψηφική Συντηρητική κυβέρνηση θα ημπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστερήσεις ή μειώσεις της χρηματοδοτήσεως για τις δημόσιες υπηρεσίες, επηρεάζουσα αμέσως τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η κοινωνική πρόνοια. Η συνεχιζομένη αβεβαιότης ημπορεί επίσης να εμποδίσει τον μακροπρόθεσμον σχεδιασμόν και τις επενδύσεις ζωτικής σημασίας σε έργα υποδομής.
■ Οι περικοπές των δημοσίων δαπανών πιθανότατα πυροδοτούν διαμαρτυρίες και απεργίες από τα εργατικά συνδικάτα, ωδήγεις σε διακοπές στις μεταφορές, στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και στις δημόσιες υπηρεσίες.
■ Η ανάγκη συνεργασίας με άλλα κόμματα πιθανότατα επιδεινώνει τις εσωτερικές διαιρέσεις εντός του Συντηρητικού Κόμματος, πυροδοτούσα εσωτερικές – ενδοκομματικές εξεγέρσεις και πιθανές προκλήσεις ηγεσίας, άρα και αποσταθεροποιούσα περαιτέρω την κυβέρνηση και την οικονομίαν του Ηνωμένου Βασιλείου.
■ Η κυβέρνηση της μειοψηφίας αγωνίζεται να διατηρήσει μιαν συνεπή εξωτερικήν πολιτικήν, ιδιαιτέρως σε ευαισθήτους τομείς, όπως οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι όποιες προσπάθειες των Συντηρητικών να διαπραγματευθούν νέες συμφωνίες ή να ευθυγραμμισθούν με τα πρότυπα της ΕΕ ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σημαντικήν αντίθεση από το εσωτερικόν του συνασπισμού, περιπλέκουσες τις προσπάθειες διατηρήσεως θετικών σχέσεων με το ευρωπαϊκόν συγκρότημα.
■ Στην περίπτωση ενός Συντηρητικού συνασπισμού με το DUP και το Reform UK, η κυβέρνηση θα εδέχετο πιέσεις να λάβει πιο σκληρά στάση σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το DUP πιθανότατα θα απήτει την κατάργηση ή επαναδιαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου της Βορείου Ιρλανδίας της Συμφωνίας μετά το Brexit, πράγμα το οποίον θα κλιμακώσει σημαντικώς τις εντάσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πιθανώς θα επυροδότει έναν εμπορικόν πόλεμο.
■ Στην περίπτωση ενός Συντηρητικού συνασπισμού με το DUP και το Reform UK, η επανέναρξη (ή η αμφισβήτηση) των διαπραγματεύσεων μετά το Brexit σχετικώς με τις ρυθμίσεις που καθορίζουν το εμπόριον πιθανότατα αναζωπυρώνει εντάσεις στη Βόρεια Ιρλανδία, οδηγούσα ενδεχομένως σε αναταραχές και συγκρούσεις μεταξύ συνδικαλιστών και ιρλανδών δημοκρατικών.
■ Η μεταρρύθμιση του Ηνωμένου Βασιλείου πιθανότατα θα απαιτούσε σκληρότερες αντιμεταναστευτικές πολιτικές, πιέζουσα ισχυρώς για πολύ αυστηροτέρους ελέγχους και περιορισμόν στον αριθμό των μεταναστών, καθώς και αμφιλεγόμενα μέτρα όπως η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή η απώθηση των πλοίων μεταναστών κατά μήκος της Μάγχης. Αυτό το δρώμενο, με την σειρά του, θα επιδεινώσει σημαντικώς τους δεσμούς του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, καθώς και με βασικούς ευρωπαίους συμμάχους του όπως η Γαλλία.
■ Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα πιέσουν για μετριοπαθέστερες μεταναστευτικές πολιτικές, στενότερες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πιθανές εκλογικές μεταρρυθμίσεις, δημιουργούντες πρόσθετα σημεία διαμάχης εντός της κυβερνήσεως και πιθανώς πυροδοτούντες μιαν «εξέγερση» από την δεξιά πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος από νομοθέτες υπέρ του Brexit, η οποία πιθανότατα θα ωδήγει σε κατάρρευση της κυβερνήσεως και σε νέες εκλογές.
■ Τα οικονομικά και δημοσιονομικά εμπόδια που προκαλούνται από την ανανεωμένη πολιτικήν αστάθεια αναγκάζουν την Συντηρητικήν κυβέρνηση να αποδυναμώσει περαιτέρω τα σχέδιά της για την κλιματική και την ενεργειακή μετάβαση, ειδικώς εάν σχηματίσει συνασπισμό με το «Reform UK», το οποίον είναι περισσότερον σκεπτικό σχετικώς με τον επείγοντα χαρακτήρα της κλιματικής αλλαγής.
■ Η εγγενής αστάθεια μιας κυβερνήσεως μειοψηφίας δημιουργεί έναν παρατεταμένο κίνδυνον προώρων εκλογών, καθώς και τον εύλογον συνεχή κίνδυνον καταρρεύσεως της κυβερνήσεως, οδηγούσα προφανώς σε περαιτέρω πολιτικήν και οικονομικήν αβεβαιότητα.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου