Το Ηνωμένο Βασίλειο θα διεξάγει γενικές εκλογές στις 4 Ιουλίου, στις οποίες οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν ότι το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα θα κερδίσει ανέτως, τερματίζοντας τα 14 συνεχόμενα χρόνια διακυβερνήσεως του Συντηρητικού Κόμματος. Οι τοπικές εκλογές στην Αγγλία και στην Ουαλία στις 2 Μαΐου εβεβαίωσαν επίσης τις κακές προοπτικές του Συντηρητικού Κόμματος στις γενικές εκλογές, με το κόμμα να υφίσταται βαρείες ήττες από τους Εργατικούς, συμπεριλαμβανομένων και των αμφισβητούμενων περιφερειών, οι οποίες θεωρούνται ευρέως ως βασικά εκλογικά πεδία μάχης.
Στο πλέον πιθανόν σενάριο, το Εργατικόν Κόμμα κερδίζει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο, γεγονός που του επιτρέπει να εφαρμόσει την πολιτική του ατζέντα με ελαχίστη αντιπολίτευση ή εσωτερική αντίσταση. Μια μεγάλη πλειοψηφία θα επέτρεπε στο κόμμα να υπερβεί οιανδήποτε πιθανήν εσωτερική διαφωνία και να επιβάλλει την νομοθεσία του παρά τις σποραδικές εσωκομματικές αντιθέσεις και «εξεγέρσεις». Αντιθέτως, μια στενοτέρα πλειοψηφία θα έκανε την κυβέρνηση περισσότερον ευάλωτη σε πιθανές αποστασιοποιήσεις βουλευτών, αυξάνουσα έτσι την επιρροή της πολιτικής των αριστερών «φατριών» του κόμματος και των εργατικών συνδικάτων.
Μια κυβέρνηση των Εργατικών θα είχεν ως αποτέλεσμα μεγαλυτέρα κρατική παρουσία στην οικονομία, υψηλότερες δαπάνες για κοινωνικές πολιτικές και δημόσιες υπηρεσίες και ένα πλέον φιλόδοξον πρόγραμμα ενεργειακής μεταβάσεως. Ωστόσον, η νέα κυβέρνηση θα εξακολουθεί να υπόκειται σε δημοσιονομικούς και οικονομικούς περιορισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις των δαπανών θα είναι περιορισμένες και θα αντισταθμίζονται σε μεγάλον βαθμόν από τις αυξήσεις φόρων. Η εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα ιδεί σημαντικές αλλαγές υπό μια κυβέρνηση των Εργατικών, ενώ δε οι Εργατικοί θα επιδιώκουν στενότερες σχέσεις και ρυθμιστικήν ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανατροπή του Brexit πιθανότατα δεν θα συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα του κόμματος, τουλάχιστον αρχικώς.
Δύο εναλλακτικά σενάρια διερευνούν τις πιθανές συνέπειες ενός «αιωρουμένου και εκκρεμούντος» κοινοβουλίου, χωρίς κανένα κόμμα να εξασφαλίζει τις 326 έδρες που είναι απαραίτητες για την απόλυτο πλειοψηφία. Είτε το μεγαλύτερο κόμμα είναι οι Εργατικοί, είτε οι Συντηρητικοί, τότε θα ηναγκάζοντο είτε να διαπραγματευθούν μια συμφωνία συνασπισμού με μικρότερα κόμματα είτε θα επεχείρουν να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας σε μια συμφωνία εμπιστοσύνης και προσφοράς με ένα ή περισσότερα άλλα κόμματα. Στο πιθανότερον από αυτά τα σενάρια, οι Εργατικοί θα ημπορούσαν να σχηματίσουν πλειοψηφίαν με τους Φιλελευθέρους Δημοκράτες, το Εθνικόν Κόμμα της Σκωτίας ή τους Πρασίνους, καθένας από τους οποίους θα απήτει διαφορετικές πολιτικές παραχωρήσεις με αντάλλαγμα την υποστήριξή του. Ένα εναλλακτικόν, απίθανον όμως σενάριο, θα έβλεπε τους Συντηρητικούς να σχηματίζουν μια κυβέρνηση μειοψηφίας που θα υποστηρίζεται στο Κοινοβούλιο από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας και βουλευτές που εκλέγονται από το δεξιό κόμμα «Μεταρυθμίσατε το Ηνωμένο Βασίλειο» – «Reform UK» ή, σε ένα ολιγότερον πιθανό σενάριο, με τους κεντροαριστερούς Φιλελευθέρους Δημοκράτες. Τόσον υπό μια κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών, όσον και των Συντηρητικών, η ανάγκη διαπραγματεύσεως με τους εταίρους του συνασπισμού θα ωδήγει σε συμβιβασμούς για διάφορες βασικές πολιτικές, ενώ ένα πιθανό νομοθετικό αδιέξοδο λόγω των διαφορετικών συμφερόντων των εταίρων του συνασπισμού και του συνεχούς «εμπορίου» των επιλογών θα ηύξανε την πολιτικήν αβεβαιότητα, την αργή λήψη αποφάσεων αυξάνον τις πιθανότητες προώρου κυβερνητικής καταρρεύσεως.
Σενάρια εκλογών
ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΝ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
Σε αυτό το αποτέλεσμα, το Εργατικόν Κόμμα κερδίζει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο, η οποία του επιτρέπει να κυβερνήσει μόνο του και να τοποθετήσει τον ηγέτη του Κιρ Στάρμερ ως πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου. Μια μεγάλη πλειοψηφία θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να υπερβεί τις πιθανές εσωτερικές διαφωνίες και να «περάσει» την νομοθεσία της παρά τις σποραδικές εσωκομματικές «εξεγέρσεις», ενώ μια στενοτέρα πλειοψηφία θα έκανε την κυβέρνηση περισσότερον ευάλωτο σε πιθανές αποστασιοποιήσεις, αυξάνουσα έτσι την επιρροήν των αριστερών φατριών του κόμματος και των εργατικών συνδικάτων σχετικώς με την πολιτική, συμπεριλαμβανομένης και της συγκρούσεως στην Γάζα, καθώς και απαιτούσα διάφορα ευρύτερα κοινωνικοοικονομικά μέτρα.
Μια κυβέρνηση των Εργατικών θα ηύξανε την παρουσία του κράτους στην οικονομία και προφανώς θα εξόδευεν περισσότερα χρήματα για κοινωνικές πολιτικές και δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Μια κυβέρνηση των Εργατικών θα είχεν επίσης ένα πλέον φιλόδοξο πρόγραμμα ενεργειακής μεταβάσεως, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εμπνευσμένων από τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, με ηυξημένες δαπάνες για νέες υποδομές πρασίνης ενεργείας και ικανές βιομηχανικές επιδοτήσεις για παραγωγή «πρασίνων τεχνολογιών». Ωστόσον, μια κυβέρνηση των Εργατικών προφανώς θα υπόκειται στους ιδίους δημοσιονομικούς και οικονομικούς περιορισμούς με την προκάτοχόν της, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις των δαπανών θα περιορίζονται και θα αντισταθμίζονται σε μεγάλον βαθμόν από αυξήσεις φόρων, πιθανότατα στα πλουσιότερα άτομα και στις μεγάλες εταιρείες, ειδικώς εάν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δυσκολεύεται να αυξήσει τον ρυθμόν της.
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, θα υπήρχε υψηλός βαθμός συνέχειας, με μια κυβέρνηση των Εργατικών να διατηρεί ισχυρά υποστήριξη για την Ουκρανία, αλλα και ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ, παρά το ότι οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ηημπορούσαν να καταστούν τεταμένες εάν επανεκλεγεί τον Νοέμβριο ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Μια κυβέρνηση των Εργατικών θα διετήρει επίσης την πολιτική της προκατόχου της για «απομάκρυνση κινδύνου» από την Κίνα, χωρίς βεβαίως να διακόψει τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο. Τέλος, μια κυβέρνηση των Εργατικών θα επιδιώξει στενότερες σχέσεις και ρυθμιστική ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, ιδίως σε τομείς όπως η άμυνα, η εμπορική εποπτεία, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η ενέργεια και η ρύθμιση των νέων τεχνολογιών, έστω και αν μία ανατροπή του Brexit πιθανότατα δεν θα είναι στο πρόγραμμά της.
Επιπτώσεις αυτής της εξελίξεως
■ Η κυβέρνηση των Εργατικών προσπαθεί να ανασυστήσει τον διάλογον και να αυξήσει την ρυθμιστικήν ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, επιδιώκουσα σταδιακές προόδους – όπως συμφωνία κτηνιατρικών κανονισμών, αμοιβαία αναγνώριση τίτλων σπουδών και πιθανήν επανένταξή της στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus – χωρίς να επιδιώξει να ανανεώσει σημαντικά στοιχεία της συμφωνίας με την ΕΕ μετά το Brexit. Οι Εργατικοί πιθανότατα δεν επιδιώκουν να επανενταχθούν στην ενιαίαν αγορά της ΕΕ ή στην τελωνειακήν ένωση, αλλά πιέζουν για βαθυτέρα συνεργασίαν σε τομείς όπως το εμπόριον, η ασφάλεια και τα περιβαλλοντικά πρότυπα.
■ Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιδιώκει ρυθμιστικήν ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκήν Ένωση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως τα πρότυπα τροφίμων, η προστασία των δεδομένων, οι άλυσοι προμηθείας πρώτων υλών και φαρμακευτικών προϊόντων, με σκοπόν την μείωση των εμπορικών φραγμών και την διευκόλυνση στενοτέρων οικονομικών δεσμών, ενώ παραλλήλως επιδεικνύει στο βρετανικό κοινό ότι έχει διατηρήσει την απεριόριστον κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου .
■ Το Εργατικόν Κόμμα εργάζεται για την δημιουργίαν ενός πλέον συγκεκροτημένου και καλώς δομημένου επισήμου πλαισίου συνεργασίας Η.Β.-ΕΕ, με τακτικές συναντήσεις και επαφές σε επίσημον επίπεδο, με πιθανή διαπραγμάτευση προσβάσεως σε fora της ΕΕ, όπως το Συμβούλιον Εξωτερικών Υποθέσεων για την ενίσχυση του διπλωματικού και πολιτικού συντονισμού. Σε αυτό το πλαίσιον, είναι πιθανή η υπογραφή ενός συμφώνου αμύνης και ασφαλείας Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ, ενώ είναι επίσης δυνατές διμερείς συμφωνίες σε τομείς όπως η μετανάστευση, το εμπόριον εκπομπών και οι κρίσιμες πρώτες ύλες.
■ Οι πολιτικοί και διαρθρωτικοί περιορισμοί περιορίζουν τον βαθμόν στον οποίον η κυβέρνηση των Εργατικών είναι σε θέση να επιδιώξει στενοτέρα ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, αλλά οι διμερείς σχέσεις ημπορεί ακόμα να βαθύνουν με την πάροδον του χρόνου, ιδιαιτέρως εάν η κοινή γνώμη στραφεί προς στενοτέρους δεσμούς με την Ευρωπαϊκήν Ένωση και εάν το Εργατικόν Κόμμα φαίνεται αποφασισμένο να εξασφαλίσει μια δευτέρα θητεία στην εξουσία. Μεσοπροθέσμως, αυτό οδηγεί δυνητικώς σε διαρθρωτικώς στενοτέρα συνεργασίαν Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ μέσω υψηλοτέρων επιπέδων ρυθμιστικής ευθυγραμμίσεως και μιας de facto τελωνειακής ενώσεως.
■ Η κυβέρνηση των Εργατικών διατηρεί σε μεγάλον βαθμόν την εξωτερικήν πολιτική της προκατόχου της, συμπεριλαμβανομένης της ισχυράς υποστηρίξεως για την Ουκρανία και της ευθυγραμμίσεως με το ΝΑΤΟ. Αλλά οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ημπορούσαν να καταστούν σχετικώς τεταμένες εάν επανεκλεγεί ο τέως Πρόεδρος Τραμπ.
■ Η κυβέρνηση των Εργατικών διατηρεί επίσης την πολιτικήν της προκατόχου της για απομάκρυνση κινδύνου από την Κίνα, διατηρούσα παραλλήλως τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειον εφαρμόζει περιορισμούς στις εξαγωγές και στις εξερχόμενες επενδύσεις έναντι της Κίνας για ευαίσθητες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η αναγνώριση προσώπου και οι προηγμένοι ημιαγωγοί.
■ Όσον αφορά στον πόλεμον Ισραήλ-Χαμάς, η κυβέρνηση των Εργατικών διατηρεί μια γενικώς επιφυλακτικήν, προσεκτική προσέγγιση – υποστηρίζουσα την ιδέαν μιας πιθανής επισήμου αναγνωρίσεως της Παλαιστίνης ως μέρος μίας ενδεχομένης ειρηνευτικής διαδικασίας με το Ισραήλ, ενώ παραλλήλως διατηρεί μεγάλον βαθμόν συντονισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικώς με την εν λόγω σύγκρουση. Εάν, ωστόσον, το Εργατικόν Κόμμα εξασφαλίσει μόνον μια περιορισμένη πλειοψηφία στην Βουλήν των Κοινοτήτων, θα αντιμετωπίσει μεγαλυτέρα εσωτερική πίεση από την αριστερά του πλευρά για να υιοθετήσει μια πιο σκληρά προσέγγιση έναντι του Ισραήλ.
■ Η δέσμευση της κυβερνήσεως να μειώσει το δημόσιον χρέος ως ποσοστόν του ΑΕΠ για την διασφάλιση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητος, σε συνδυασμόν με την αρχικήν απροθυμία να αυξήσει σημαντικώς τους φόρους, μειώνει την ικανότητά της να αυξήσει σημαντικώς τις δημόσιες δαπάνες τους πρώτους μήνες/έτη της θητείας της. Αλλά η κυβέρνηση των Εργατικών συμμορφώνεται μόνον εν μέρει με τη δέσμευση της προκατόχου της να διατηρήσει τον δανεισμόν κάτω από το 3% του ΑΕΠ (εφαρμόζουσα τον στόχον μόνον για «καθημερινές δαπάνες» – συγκεκριμένα, τακτικές επαναλαμβανόμενες δαπάνες για πράγματα όπως οι μισθοί του δημοσίου τομέως, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση, η άμυνα και οι δημόσιες υπηρεσίες), χορηγούσα περισσότερον χώρο για δημόσιες επενδύσεις.
■ Μέχρις να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να μειωθεί το κόστος δανεισμού, η νέα κυβέρνηση των Εργατικών πιθανότατα θα δίδει προτεραιότητα στην εφαρμογήν πολιτικών χαμηλοτέρου κόστους (όπως για τα δικαιώματα των εργαζομένων και την μείωση της γραφειοκρατίας). Η κυβέρνηση πιθανότατα θα επιδιώκει επίσης να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, καταπολεμούσα επιμελώς την φοροδιαφυγή, τερματίζουσα τις εκπτώσεις φόρου για ιδιωτικά σχολεία, επεκτείνουσα τον απροσδόκητον φόρο στις ενεργειακές εταιρείες και ολοκληρώνουσα ποικίλα σχέδια για σταδιακή κατάργηση του νυν ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος του λεγομένου «non-dom», το οποίον επιτρέπει στους κατοίκους να φορολογούνται μόνον για το εισόδημα του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το ξένο εισόδημα φορολογείται μόνον εάν εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
■ Εάν βελτιωθεί το οικονομικόν περιβάλλον, η δημοσιονομική και οικονομική ατζέντα της νέας κυβερνήσεως θα γίνει όλο και περισσότερον φιλόδοξη για την επίτευξη των υπεσχημένων αυξήσεων δαπανών σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η οικονομικώς προσιτή στέγαση.
■ Εάν η ανάπτυξη συνεχίσει να παραμένει στάσιμος, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα μέσω μέτρων όπως η αύξηση του ανωτάτου συντελεστή φόρων εισοδήματος, των εταιρικών φορολογικών συντελεστών και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Είναι επίσης δυνατή η θέσπιση ενός φόρου περιουσίας, καθώς και αυξήσεις στον φόρον κληρονομίας.
■ Η κυβέρνηση επιδιώκει να τονώσει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα μέσω πλέον παρεμβατικών κρατικών πολιτικών από την πλευρά της προσφοράς, όπως η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε ψηφιακές υποδομές, η συναφής εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση. Για τον σκοπόν αυτόν, η κυβέρνηση επιδιώκει επίσης μεταρρυθμίσεις για την μείωση της γραφειοκρατίας, την απλοποίηση των διαδικασιών σχεδιασμού και τον εξορθολογισμόν των εφαρμογών για έργα υψηλής αξίας (όπως εκείνα της κατασκευής υψηλής και πρασίνης τεχνολογίας) για να ευνοήσει την επέκταση και την καινοτομία των επιχειρήσεων.
■ Η κυβέρνηση απλοποιεί το σύστημα σχεδιασμού για την κατασκευή νέων οικιστικών έργων και υποδομών με δημοσία χρηματοδότηση, όπως σιδηροδρομικές, οδικές και ενεργειακές υποδομές (εγκαταστάσεις και δίκτυα), ρυθμιστικές άδειες ταχείας παρακολουθήσεως, περιβαλλοντικές εκτιμήσεις, αποζημιώσεις για τις τοπικές κοινωνίες και τις ενδεχόμενες δικαστικές διαφορές, καθώς και παραχώρηση μεγαλυτέρων εξουσιών εποπτείας στις τοπικές αρχές για την επιτάχυνση της ολοκληρώσεως των έργων.
■ Η κυβέρνηση θεσπίζει νέες προστασίες για τους εργαζομένους, καθώς και άλλες εργασιακές μεταρρυθμίσεις για να αυξήσει την ασφάλεια της εργασίας και τους μισθούς [συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως των λεγομένων «συμβάσεων μηδενικών ωρών» (zero-hours contracts – τύπος συμβάσεων εργασίας στο εργατικόν δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ ενός εργοδότη και ενός εργαζομένου, συμφώνως με τις οποίες ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να παρέχει έναν ελάχιστον αριθμόν ωρών εργασίας στον εργαζόμενο), της ενισχύσεως της προστασίας των εργαζομένων κατά της απολύσεως, της αυξήσεως των αμοιβών ασθενείας, της αποκρούσεως νόμων που περιορίζουν τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες και της προωθήσεως ευελίκτων εργασιακών ρυθμίσεων], γεγονός που αυξάνει κάπως το λειτουργικόν κόστος για τις επιχειρήσεις.
■ Η κυβέρνηση επεκτείνει την ρύθμιση του ιδιωτικού τομέως σε τομείς όπως στοιχεία ESG / Environmental, Social, and Governance, (ήτοι θέματα «περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβερνήσεως», που ημπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα μιας εταιρείας να παράγει μακροπροθέσμως προστιθεμένη αξία και υπευθυνότητα) φοροδιαφυγή, προστασία δεδομένων και τεχνητής νοημοσύνης, συγχωνεύσεις και εξαγορές, προμήθειες, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και αλύσους εφοδιασμού, αυξάνουσα τους ρυθμιστικούς κινδύνους και το κόστος συμμορφώσεως για τις επιχειρήσεις.
■ Εάν οι Εργατικοί εξασφαλίσουν μεγάλη κοινοβουλευτικήν πλειοψηφία, η κυβέρνηση θα αποδειχθεί σταθεροτέρα από την προκάτοχόν της, κάτι που θα εβελτίωνε τις επενδυτικές προοπτικές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά από πολλά έτη διαδοχικών σκανδάλων και αλλαγών ηγεσίας, που επηρεάζουν το Συντηρητικόν Κόμμα και συνάμα την αβεβαιότητα της πολιτικής μετά το Brexit.
■ Τα σχέδια δαπανών της κυβερνήσεως και άλλες οικονομικές πρωτοβουλίες καθοδηγούνται περισσότερον από το κράτος, αλλά βασίζονται επίσης σε ηυξημένη ιδιωτική χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων μέσω της εκδόσεως των αποκαλουμένων «πρασίνων επιχρυσώσεων» για την χρηματοδότηση νέων υποδομών πρασίνης ενεργείας. Αυτό μειώνει την συνολικήν επίδραση των μεγάλων έργων υποδομής στα δημόσια οικονομικά , ενώ δημιουργεί πολλές ευκαιρίες για τον ιδιωτικόν τομέα.
■ Η κυβέρνηση των Εργατικών επιδιώκει πλέον φιλοδόξους στόχους μεταβάσεως για το κλίμα και την ενέργεια, στοχεύουσα στην απαλλαγήν από τις ανθρακούχες εκπομπές του ενεργειακού τομέως της χώρας έως το 2030 – πέντε χρόνια ενωρίτερον από τον στόχον που έθεσεν η προκάτοχός της.
■ Η κυβέρνηση ιδρύει μια κρατικήν εταιρεία πρασίνης ενεργείας («Great British Energy») και δημιουργεί ένα εθνικόν ταμείον πλούτου για την προώθηση των επενδύσεων σε έργα ανανεωσίμων πηγών ενεργείας, βιομηχανικά έργα, υποδομές, παραγωγή πρασίνου υδρογόνου και την απεξάρτηση από τον άνθρακα της βιομηχανίας χάλυβος, καθώς και επενδύσεις για την αναβάθμιση και επέκταση του δικτύου ηλεκτρικής ενεργείας της χώρας και την αναβάθμιση της μονώσεως των κατοικιών.
■ Οι πράσινες επενδύσεις αυξάνονται, με την κυβέρνηση επιδιώκουσα να αυξήσει την χερσαία αιολική δυναμικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου στα 35 γιγαβάτ, την ηλιακήν ισχύ στα 50 γιγαβάτ, την υπεράκτιον αιολικήν ικανότητα στα 55 γιγαβάτ μέχρι το 2030 και τέλος την ικανότητα παραγωγής πρασίνου υδρογόνου στα 10 γιγαβάτ. Η κυβέρνηση επιδιώκει επίσης να επιταχύνει πέντε γιγαβάτ πλωτής υπερακτίου αιολικής δυναμικότητος.
■ Η κυβέρνηση των Εργατικών πιθανότατα απαγορεύει τις νέες άδειες πετρελαίου και φυσικού αερίου για την Βόρειον Θάλασσα, οδηγούσα το δρώμενο σε αργή και σταθερά μείωση της εγχωρίου παραγωγής υδρογονανθράκων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η απαγόρευση δεν θα επηρεάσει τα υφιστάμενα έργα ή έργα που ευρίσκονται ήδη υπό ανάπτυξη, με πιθανήν εξαίρεση τα πεδία πετρελαίου μεγάλης κλίμακος του Rosebank και του Cambo της Σχετλάνδης, πράγμα που σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να παράγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην εγχώριο αγορά τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2040 (αλλά σε φθίνοντα ποσοστά εν σχέσει με τώρα).
■ Η κυβέρνηση συνεχίζει να υποστηρίζει τον τομέα της πυρηνικής ενεργείας προωθούσα νέα έργα, επεκτείνουσα την διάρκειαν ζωής των υφισταμένων σταθμών και επενδύουσα σε νέες πυρηνικές τεχνολογίες, όπως οι Μικροί Αρθρωτοί Αντιδραστήρες.
■ Οι υψηλότερες επενδύσεις από επιχειρήσεις κοινής ωφελείας ενδέχεται (βραχυπροθέσμως έως μεσοπροθέσμως) να αυξήσουν τους λογαριασμούς της ενεργείας για τους καταναλωτές του Ηνωμένου Βασιλείου, προτού μειώσουν τις τιμές, αυξάνουσες τελικώς την παραγωγή ενεργείας από ανανεώσιμες πηγές στην χώρα και επεκτείνουσες το δίκτυον ηλεκτρικής ενεργείας.
■ Ο απερχόμενος πρωθυπουργός Ρίσι Σουνάκ πιθανότατα θα αντικατασταθεί ως ηγέτης των Συντηρητικών, με το πρώην κυβερνών κόμμα να κινείται πιθανότατα δεξιότερον υπό διαδοχικούς ηγέτες στους δύο επομένους εκλογικούς κύκλους.
(Μέρος 1)
Αθανάσιος Κωνσταντίνου