Κατά τις εκλογές του παρελθόντος Οκτωβρίου στην Πολωνία το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την πλειοψηφίαν των εδρών στο κοινοβούλιο
Συγκεκριμένως, το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS – «Prawo i Sprawiedliwość») συνεκέντρωσε στις εκλογές το 35,4% των ψήφων, το υψηλότερο ποσοστό, κάτι που σημαίνει ότι κατέλαβε 161 έδρες σε σύνολον 460.
Ο «Συνασπισμός Πολιτών» (KO) του Ντόναλντ Τουσκ εκέρδισεν το 30,7% των ψήφων, ο «Τρίτος Δρόμος» το 14,4% και το κόμμα της Νέας Αριστεράς το 8,6%, Δεδομένου ότι ο Τουσκ είχε συμμαχήσει με τον Τρίτο Δρόμο και τη Νέα Αριστερά, τα τρία κόμματα συνεκέντρωσαν 248 έδρες.
Έτσι τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως κατώρθωσαν συνασπιζόμενα να κερδίσουν τις κοινοβουλευτικές εκλογές της Πολωνίας, τερματίζοντα την οκταετή «βασιλεία» του χριστιανο-εθνικιστικού κόμματος PiS του Γιαρόσλαφ Κατσίνσκι και επαναφέροντα πάλιν σε ευρωπαϊκή τροχιά την χώρα.
Το PiS επλήγη από έναν αυξανόμενο αριθμό σκανδάλων, ενώ είχεν έλθει επανειλημμένως σε αντιπαράθεση με την ΕΕ για ζητήματα «κράτους δικαίου», την ελευθερία του Τύπου, την μετανάστευση και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητος. Κατά την διάρκειαν της θητείας της η κυβέρνηση του PiS προσεπάθησε να κερδίσει τον έλεγχον των πολλών τμημάτων των μέσων ενημερώσεως της Πολωνίας και εθέσπισεν αμφιλεγόμενες δικαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες συμφώνως προς διεθνείς παρατηρητές και προς το ανώτατο δικαστήριον της ΕΕ «υπενόμευσαν την ανεξαρτησίαν των δικαστών».
Η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν περίπου 73% του εκλογικού σώματος, που αποτελεί ποσοστόν ρεκόρ.
Ο ηγέτης του νικηφόρου αντιπολιτευθέντος «Συνασπισμού Πολιτών» και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ανέφερεν: «Ποτέ στην ζωή μου δεν ήμουν τόσον χαρούμενος που κατέλαβα την φαινομενικώς δευτέρα θέση. Η Πολωνία εκέρδισε. Η δημοκρατία εκέρδισε. Τους εκδιώξαμε από την εξουσία !».
Η ιστορική αυτή προσφάτη ψήφος της Πολωνίας θεωρείται καθοριστική για το μέλλον της χώρας και της ΕΕ. Το PiS εκινητοποίησεν όλους τους διαθεσίμους πόρους του. Όμως αυτό δεν εστάθη αρκετόν. Ετερμάτισεν στην πρώτη θέση, όμως απώλεσεν έδαφος σε σύγκριση με το 2019 και δεν ημπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση, ακόμη και με την ακροδεξιά «Συνομοσπονδία» (7,2%).
Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ της νέας πολωνικής κυβερνήσεως και ορισμένων από τους βασικούς θεσμούς της χώρας που εξακολουθούν να είναι πιστοί στην πρώην κυβέρνηση μάλλον θα τροφοδοτήσουν την πολιτικήν αστάθεια στην Πολωνία και θα απειλήσουν τα σχέδια της Βαρσοβίας να απελευθερώσει δισεκατομμύρια ευρώ από τα «παγωμένα κεφάλαια» της ΕΕ. Από τότε που ανέλαβεν τα καθήκοντά του ο νέος κεντρώος, φιλοευρωπαϊκός κυβερνητικός συνασπισμός της Πολωνίας τον περασμένο Δεκέμβριο, η χώρα βιώνει αυξανόμενα επίπεδα πολιτικών και θεσμικών αναταράξεων. Η νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ έχει εκκινήσει τις εργασίες για την «εξάρθρωση» της βαθέως ενσωματωμένης επιρροής του προκατόχου του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη στην οικονομία, στα μέσα ενημερώσεως και στα δικαστήρια της χώρας μετά από οκτώ έτη διακυβερνήσεως, συμπεριλαμβανομένης της απομακρύνσεως πιστών του PiS από βασικούς πολιτειακούς θεσμούς και διευθυντές κρατικών οργανισμών, με την θέσπιση μεταρρυθμίσεων για την «αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης». Όμως, αυτές οι προσπάθειες συνήντησαν ταχέως μια σειρά από φραγές που έθεσε το νυν αντιπολιτευόμενο PiS με την μορφήν αντιστάσεως από τον σύμμαχον του PiS Πρόεδρον Αντρέϊ Ντούντα, με νομικές προκλήσεις και μαζικές διαδηλώσεις.
• Οι εντάσεις ενεφανίσθησαν για πρώτην φορά στις τελευταίες ημέρες του 2023, όταν ο Τουσκ προσεπάθησε να εφαρμόσει μια γενικήν αναμόρφωση των κρατικών μέσων ενημερώσεως, συμπεριλαμβανομένων ευρυτάτων αλλαγών στην διαχείριση των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Η προτεινομένη αναμόρφωση προεκάλεσε κατακραυγήν από την αντιπολίτευση και ώθησε τον Ντούντα να ασκήσει βέτο στο νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμόν της κυβερνήσεως, που περιελάμβανε χρηματοδότηση για τους προσφάτως ανασχηματισθέντες ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Σε απάντηση, ο Τουσκ έθεσε τα κυβερνητικά μέσα ενημερώσεως σε κατάσταση «εκκρεμούς εκκαθαρίσεως», με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να εξέλθουν στους δρόμους της πρωτευούσης Βαρσοβίας στις 11 Ιανουαρίου σε μιαν αντικυβερνητική πορεία που οργάνωσεν το PiS.
• Οι εντάσεις εκλιμακώθησαν πάλιν στις 9 Ιανουαρίου όταν η αστυνομία εισέβαλε στο Προεδρικό Μέγαρο για να συλλάβει δύο νομοθέτες του PiS που είχαν εύρει προστασίαν, υπό τον Ντούντα, μετά την καταδίκη τους σε δύο έτη φυλακίσεως για κατάχρηση εξουσίας. Στις 11 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος Ντούντα ανεκοίνωσεν ότι θα δώσει χάρη στους δύο βουλευτές.
Ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών Μάριους Καμίνσκι και ο αναπληρωτής του, ο Μάτσεϊ Βόισικ, συνελήφθησαν ενώ ευρίσκοντο στο Προεδρικό Μέγαρο στην Βαρσοβία και ωδηγήθησαν στην φυλακή, ως καταδικασθέντες για κατάχρηση εξουσίας. Και οι δύο ήσαν μέλη της προηγουμένης κυβερνήσεως του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), ανεκοίνωσαν δε ότι θα προβούν σε απεργία πείνας.
Όπως ανεκοίνωσεν ο Πολωνός Πρόεδρος, πολωνικό δικαστήριο διέταξεν την αναγκαστική σίτιση ενός πρώην υπουργού, ο οποίος είναι σήμερον κρατούμενος και κάμει απεργία πείνας εντός της φυλακής. Προς το παρόν δεν είναι σαφές σε ποιο δικαστήριον ανεφέρετο ο Πρόεδρος Ντούντα. Το πρακτορείον Reuters δεν ηδυνήθη να επιβεβαιώσει την δικαστικήν εντολή.
Το PiS προσεπάθησε να παρουσιάσει τους Καμίνσκι και Βόισικ ως πολιτικούς κρατουμένους, χαρακτηρισμός που απερρίφθη από την κυβέρνηση και από διαφόρους αντιεθνικιστές ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι Καμίνσκι και Βόισικ κατεδικάσθησαν για πρώτη φορά για κατάχρηση εξουσίας το 2015, επειδή σχεδόν οκτώ έτη ενωρίτερον επέτρεψαν σε αστυνομικούς που ερευνούσαν μια υπόθεση διαφθοράς να παγιδεύσουν υπόπτους. Και οι δύο ηρνήθησαν την ενοχή τους και ολίγον αργότερον ο Ντούντα τους έδωσε χάρη, με αποτέλεσμα να αναλάβουν ξανά κυβερνητικές θέσεις στη νέα, τότε, κυβέρνηση του PiS. Την εποχήν εκείνη, νομικοί κύκλοι έθεταν το ερώτημα εάν ο Πρόεδρος είχε την δυνατότητα να απονείμει χάρη στον Καμίνσκι χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία του Εφετείου.
Πέρυσι, αφότου ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Ντόναλντ Τουσκ, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε να ανοίξει και πάλιν την υπόθεση, οπότε οι δύο πρώην υπουργοί κατεδικάσθησαν τον Δεκέμβριον σε φυλάκιση δύο ετών.
• Στις 10 Ιανουαρίου, το συνταγματικό δικαστήριο της Πολωνίας, στο οποίον κυριαρχούν δικαστές διορισμένοι από το PiS, απηγόρευσε στους νομοθέτες να ερευνήσουν τον διοικητή της κεντρικής τραπέζης της Πολωνίας Άνταμ Γλαπίνσκι, τον οποίον η νέα κυβέρνηση κατηγόρησε ότι επολιτικοποίησε τη νομισματική πολιτική υπέρ της προηγουμένης κυβερνήσεως μετά από αιφνιδία μείωση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριον του 2023 ακριβώς πριν από τις γενικές εκλογές. Σχολιάζων την απόφαση στις 12 Ιανουαρίου, ο Τουσκ είπεν ότι η κυβέρνησή του είχεν «άλλους τρόπους» για να διώξει τον Γλαπίνσκι.
• Στις 12 Ιανουαρίου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Πολωνίας Άνταμ Μπόντναρ απέλυσεν τον Νταρίους Μπάρσκι από επικεφαλής της Εθνικής Εισαγγελίας, της δευτέρας υψηλοτέρας θέσεως στο εισαγγελικόν σύστημα της Πολωνίας. Ο Ντούντα κατεδίκασεν αυτήν την κίνηση για την εκδίωξη του Μπάρσκι, ο οποίος διωρίσθη από το PiS το 2022, ενώ το συνταγματικό δικαστήριον εξέδωσεν απόφαση η οποία ανέστειλε τον διορισμόν του αντικαταστάτη του Μπάρσκι από την κυβέρνηση, απόφαση την οποίαν η κυβέρνηση …..ηγνόησεν.
Η πολωνική κυβέρνηση επιδιώκει να ενισχύσει το «κράτος δικαίου» στη χώρα και να επιδιορθώσει τους δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από οκτώ έτη εθνικιζούσης, λαϊκιστικής και ευρωσκεπτικιστικής διακυβερνήσεως. Μεταξύ 2015 και 2023, διαδοχικές κυβερνήσεις υπό την ηγεσία του PiS προσεπάθησαν να εδραιώσουν την εξουσίαν τους, τόσον υιοθετούσες εκτεταμένα προγράμματα κοινωνικής προνοίας που ενίσχυαν την λαϊκήν υποστήριξη όσον και θεσπίζουσες αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις που ηύξησαν τον κυβερνητικόν έλεγχον στα μέσα ενημερώσεως και στην δικαιοσύνη της χώρας. Αυτό επόλωσεν περαιτέρω τις πολιτικές διαιρέσεις στην Πολωνία και έθεσεν το κόμμα σε τροχιάν συγκρούσεως με την Ευρωπαϊκήν Ένωση, η οποία εκατηγόρησεν την Βαρσοβία για «υπονόμευση βασικών δημοκρατικών αξιών», αλλά και του κράτους δικαίου στην χώρα. Η διαμάχη με τις Βρυξέλλες οδήγησε την Ευρωπαϊκήν Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα «ρεκόρ» στην Πολωνία και να παρακρατήσει δισεκατομμύρια ευρώ στα ταμεία ανακάμψεως μετά την πανδημία, αλλά και στα ταμεία συνοχής που προωρίζοντο για την χώρα. Σε αυτό το πλαίσιον, η νέα κυβέρνηση του Τουσκ έχει δεσμευθεί να μειώσει την βαθέως ενριζωμένη επιρροή της προηγουμένης κυβερνήσεως στους πολωνικούς θεσμούς και στα μέσα ενημερώσεως, να ενισχύσει το κράτος δικαίου στην χώρα και να απελευθερώσει τα κονδύλια της ΕΕ.
• Μεταξύ 2015 και 2019, το PiS υιοθέτησεν μεταρρυθμίσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, δηλαδή στο όργανον που διορίζει τους δικαστές στην Πολωνία, με αποτέλεσμα οι δικαστές να διορίζονται από το κοινοβούλιο και όχι από συναδέλφους τους. Με την πάροδον αρκετών ετών διακυβερνήσεως το κόμμα διώρισεν περισσοτέρους από 2.000 δικαστές σε διαφορετικά δικαστήρια.
• Το 2018, η Πολωνία εδημιούργησεν ένα αμφιλεγόμενο «πειθαρχικό τμήμα» του Υπουργείου Δικαιοσύνης για να εποπτεύει το έργον των δικαστών και των εισαγγελέων, το οποίον η Ευρωπαϊκή Ένωση υπεστήριξεν ότι υπενόμευε την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος της χώρας. Η άρνηση της Πολωνίας να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2021 για την κατάργηση του τμήματος, είχεν ως αποτέλεσμα να επιβάλλουν οι Βρυξέλλες βαρύτατα καθημερινά πρόστιμα κατά της Βαρσοβίας.
• Καθώς η Πολωνία δεν έχει πληρώσει ακόμη τέτοια πρόστιμα και επίσης δεν έχει συμμορφωθεί με τις απαιτούμενες αλλαγές, οι Βρυξέλλες απεφάσισαν να παρακρατήσουν τα κεφάλαια ανακάμψεως του COVID-19 αξίας περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ που προωρίζοντο για την χώρα, καθώς και την μεταφοράν χρηματοδοτήσεως ύψους 76,5 δισεκατομμυρίων ευρώ που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμόν της ΕΕ για την περίοδον 2021-2027.
Ωστόσον, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει σημαντικούς θεσμικούς περιορισμούς στον στόχο της να διαλύσει την κυριαρχία του προκατόχου της στην οικονομία, στα μέσα ενημερώσεως και στα δικαστήρια της χώρας. Οι ενέργειες του PiS τις τελευταίες εβδομάδες προσφέρουν μια προεπισκόπηση της τακτικής που θα χρησιμοποιήσει τα επόμενα έτη για να διαταράξει την κυβέρνηση Τουσκ — δηλαδή, αξιοποιούν την θεσμική δύναμη που εδημιούργησεν το κόμμα κατά την οκταετή «βασιλείαν» του και συσπειρώνον τους Πολωνούς τοποθετούν τον εαυτόν του ως φύλακα της πολωνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας. Επιπλέον, η κυβέρνηση Τουσκ δεν διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των τριών πέμπτων που απαιτείται για να ανατρέψει την προεδρικήν αρνησικυρία, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές της προτάσεις θα ευρίσκεται υπό συνεχήν απειλήν αποκλεισμού από τον Ντούντα, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές τον Αύγουστον του 2025 (και ενδεχομένως για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εάν κάποιος άλλος υποψήφιος σύμμαχος του PiS κερδίσει την προεδρία). Ο Τουσκ θα αντιμετωπίσει επίσης συνεχείς νομικές προκλήσεις και προσφυγές σε δικαστήρια και ρυθμιστικούς φορείς, στους οποίους κυριαρχούν δικαστές διορισμένοι από το PiS. Αυτές οι νομικές παλινωδίες και αναστολές καταδεικνύουν τους πολλούς θεσμικούς και πολιτικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζει περαιτέρω η νέα κυβέρνηση.
• Η πλειοψηφία των δικαστών στο Ποινικόν Δικαστήριον της Πολωνίας διωρίσθησαν από το PiS, με την θητεία τους να λήγει μεταξύ 2024 και 2031. Αυτό θα χρησιμεύσει ως ένα άλλο σημαντικόν εμπόδιο για τη νέα κυβέρνηση, καθώς προσπαθεί να αναιρέσει τις μεταρρυθμίσεις του PiS, ενώ το δικαστήριον ημπορεί να εμποδίσει νομοθεσία προερχομένη από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Ενώ η σημαντική πρόοδος στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Πολωνία είναι απίθανη τους επόμενους μήνες εν μέσω αντιθέσεων προς τον Πρόεδρον και τα δικαστήρια που ευθυγραμμίζονται με το PiS, οι Βρυξέλλες και η Βαρσοβία θα εξακολουθήσουν να επιδιώκουν να εύρουν έναν συμβιβασμό ώστε να απελευθερώσουν το μερίδιον της Πολωνίας στα κονδύλια της ΕΕ. Δεδομένων αυτών των περιορισμών, η νέα πολωνική κυβέρνηση θα δυσκολευθεί να εφαρμόσει νομοθεσία για να συμμορφωθεί με τα πολλά αιτήματα μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κυβέρνηση Τουσκ θα επιδιώξει να υιοθετήσει εναλλακτικά μέτρα ώστε να παρακάμψει τα προεδρικά βέτο και τις δικαστικές αποφάσεις, όπως εκτελεστικά διατάγματα για να επιδείξει τουλάχιστον κάποιαν πρόοδο στην αποκατάσταση της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος.
Επιπλέον, μια σημαντική πολιτική βούληση τόσον στις Βρυξέλλες όσον και στην Βαρσοβία για την βελτίωση των σχέσεων μετά από οκτώ έτη επιδεινώσεως των σχέσεων υπό το PiS σημαίνει σαφώς ότι οι δύο πλευρές είναι πιθανό να επιδιώξουν έναν συμβιβασμό για να απελευθερώσουν τουλάχιστον μέρος των κονδυλίων της ΕΕ, έως ότου η κυβέρνηση Τουσκ καταφέρει να παρακάμψει την προεδρικήν αρνησικυρία. Ένας τέτοιος συμβιβασμός θα ημπορούσε να οδηγήσει την Ευρωπαϊκήν Ένωση να αναδιαπραγματευθεί μέρη του σχεδίου ανακάμψεως και να αρχίσει να αποδεσμεύει κονδύλια σχετιζόμενα με την πρόοδον της Πολωνίας στις μεταρρυθμίσεις σε μη δικαστικούς τομείς.
• Οι πληρωμές των κονδυλίων της ΕΕ για την ανάκαμψη της πανδημίας υπόκεινται στην προϋπόθεση ότι η Πολωνία θα εκπληρώσει τα λεγόμενα «υπερ-ορόσημα», τα οποία περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ανεξαρτησίας του δικαστικού της σώματος.
• Στις 12 Ιανουαρίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης Μπόντναρ επαρουσίασεν μια μεταρρύθμιση στο Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης, ένα βήμα το οποίον θεωρείται απαραίτητον για την αποκατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας και οι Βρυξέλλες έθεσαν ως προϋπόθεση για την Πολωνία, ώστε να απελευθερωθεί το μερίδιόν της στα κεφάλαια ανακάμψεως από τον COVID-19. Το κοινοβούλιον της Πολωνίας, όπου η νυν κυβέρνηση συνασπισμού του Τουσκ απολαμβάνει άνετη πλειοψηφία, πιθανότατα θα εγκρίνει το νομοσχέδιο, αλλά ο Πρόεδρονς Ντούντα πιθανότατα ….. θα αρνηθεί να το υπογράψει ως νόμο.
• Στις 11 Ιανουαρίου, οι «Financial Times» ανέφεραν ότι ο Επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ Ντιντιέ Ρέιντερς θα ευρίσκεται στην Βαρσοβία την εβδομάδα που εξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου ώστε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις σχετικές με τον τρόπον απελευθερώσεως των παγωμένων κεφαλαίων της ΕΕ για την Πολωνία. Η εφημερίς επεκαλέσθη επίσης έναν αξιωματούχο της ΕΕ που ανέφερεν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εχρειάζετο «κάτι που δεν απαιτεί προεδρική έγκριση, αλλά είναι όσον το δυνατόν δεσμευτικότερο». στα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου, μετά από μιαν επίσημο επανεξέταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
• Το άρθρον 21 του κανονισμού του «Μηχανισμού Ανακάμψεως και Ανθεκτικότητος» -ΜΑΑ («Recovery and Resilience Facility» – RRF) — το οποίο καθορίζει τους κανόνες και τα κριτήρια για τα κράτη μέλη της ΕΕ ώστε να λαμβάνουν κεφάλαια ανακάμψεως μετά την πανδημία — επιτρέπει την αναδιαπραγμάτευση των εθνικών σχεδίων ανακάμψεως όταν «σχετικά ορόσημα και στόχοι δεν είναι περισσότερον εφικτοί, είτε εν μέρει είτε πλήρως» λόγω «αντικειμενικών συνθηκών». Στην περίπτωση της Πολωνίας, τόσον η Βαρσοβία όσον και οι Βρυξέλλες θα ημπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση του Τουσκ δημιουργούν τέτοιες αντικειμενικές συνθήκες.
Εάν η ίδια η νέα κυβέρνηση κάμψει το κράτος δικαίου για να ξεπεράσει πολιτικούς και θεσμικούς περιορισμούς, θα ημπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με τις Βρυξέλλες και να τροφοδοτήσει περαιτέρω την πολιτική αστάθεια στην χώρα. Οι Βρυξέλλες πιθανότατα θα παραμείνουν …. διευκολυντικές απέναντι στην Βαρσοβία κατά την αξιολόγηση της προόδου προς τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις. Ωστόσον, μια παρατεταμένη στην ικανότητα της Πολωνίας να έχει πρόσβαση στο μερίδιό της στα κονδύλια της ΕΕ ημπορεί να προέλθει από την ιδία την κυβέρνηση Τουσκ που κάμπτει τους κανόνες για να υπερβεί διαφόρους θεσμικούς και πολιτικούς περιορισμούς, κάτι που ήταν ήδη ορατό σε ορισμένες από τις πρόσφατες κινήσεις της. Πράγματι, η νέα κυβέρνηση έχει δεχθεί επικρίσεις σχετικά με τη νομιμότητα του προσφάτου ανασχηματισμού των μέσων ενημερώσεως, μεταξύ άλλων πολιτικών ομάδων που δεν είναι σύμμαχοι του PiS στην Πολωνία, καθώς και διεθνών και μη κομματικών παρατηρητών όπως το «Ίδρυμα του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Εάν η κυβέρνηση καταχραστεί την εξουσία της μετερχομένη λύσεις για να απομακρύνει τους συμμάχους του PiS από βασικούς θεσμούς και να αποφύγει τα προεδρικά βέτο κατά των μεταρρυθμίσεών της, αναποφεύκτως θα υπέβαλε την κυβέρνηση Τουσκ στις ίδιες κατηγορίες που εξαπέλυσε κατά του προκατόχου της. Αυτό το γεγονός, με την σειρά του, θα τροφοδοτούσε πολιτικές εντάσεις στην Πολωνία και ημπορεί τελικώς να εκτροχιάσει τις προσπάθειες να πεισθούν οι Βρυξέλλες να εκταμιεύσουν «παγωμένα κονδύλια» της ΕΕ. Τέλος, εάν αυτές οι εντάσεις συνεχίσουν να κλιμακώνονται και να εξελιχθούν σε παρατεταμένη πολιτική κρίση, η επακόλουθη αβεβαιότης ημπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα, ακόμη και εάν δεν διακυβευθούν οι σχέσεις μεταξύ Βαρσοβίας και Βρυξελλών.
• Το νόμισμα της Πολωνίας (το ζλότι), οι μετοχές και τα ομόλογα εσημείωσαν μείζονα κέρδη τους μήνες μετά την αιφνιδιαστικήν εκλογικήν ήττα του PiS στον παρελθόντα Οκτώβριο. Συμφώνεως με στοιχεία που παρετέθησαν στο Bloomberg, το ζλότι έχει κερδίσει περίπου 4% έναντι του ευρώ και 9% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ μετά τις βουλευτικές εκλογές στην χώρα της 15ης Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ, ο δείκτης WIG 20 (Warszawski Indeks Giełdowy) του Χρηματιστηρίου της Βαρσοβίας εσημείωσεν άνοδο περίπου 14%, ενώ η απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων της Πολωνίας υπεχώρησεν περίπου 75 μονάδες βάσεως. Μια παρατεταμένη περίοδος πολιτικής ασταθείας στην Πολωνία ημπορεί να υπονομεύσει αυτήν την ανανεωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών και να οδηγήσει σε εκπώληση πολωνικών περιουσιακών στοιχείων ικανή να δημιουργήσει χρηματοπιστωτική αστάθεια και να επηρεάσει αρνητικώς την συνολική οικονομική απόδοση της χώρας.
Στα πλαίσια των διεθνοπολιτικών δρωμένων της νέας πολωνικής κυβερνήσεως, ο νέος επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών, Στεφάν Σεζουρνέ επεσκέφθη … πανηγυρικώς την Βαρσοβία και εδήλωσεν : «Η Πολωνία επιστρέφει στην Ευρώπη και με αυτό, η ελπίδα επίσης να προχωρήσει γρήγορα στις βασικές ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις για τους συμπολίτες μας». Επίσης εχαιρέτισεν περιχαρής «την επιστροφή της Πολωνίας στην Ευρώπη», καθώς η Πολωνία μετά τις εκλογές του παρελθόντος Οκτωβρίου, κυβερνάται από έναν «φιλοευρωπαϊκό» συνασπισμόν, του οποίου ηγείται ο πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ. Ο Γάλλος ΥΠΕΞ υπεγράμμισεν την σημασία της διμερούς συνεργασίας με την Πολωνία στα θέματα της αμύνης, της προστασίας του κράτους δικαίου, της συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας, της ενεργειακής μεταβάσεως, καθώς και στα θέματα της μεταναστεύσεως. Κατά το πρώτα του ταξίδια στο εξωτερικόν, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Υπουργός Σεζουρνέ, πλην της Βαρσοβίας, μετέβη επίσης στο Κίεβο και στο Βερολίνο.
Επίσης ο Γάλλος ΥΠΕΞ εχαιρέτισε και την επανάληψη της τριμερούς συνεργασίας Γαλλίας και Πολωνίας με την Γερμανία στα …… «μεγάλα ευρωπαϊκά θέματα», προσθέτων -κατά την διάρκειαν της κοινής συνεντεύξεως Τύπου την οποίαν παρεχώρησεν με τον Πολωνόν ομόλογό του Ράντοσλαβ Σικόρσκι- : «Το Τρίγωνο της Βαϊμάρης (δηλαδή Παρίσι, Βερολίνο, Βαρσοβία) αναβιώνει και νομίζω πως αυτό είναι καλό !». Συναινών, ο Πολωνός ΥΠΕΞ υπεγράμμισεν με την σειρά του ότι η τριμερής αυτή συνεργασία αποτελεί «μίαν πολύ σημαντική πλατφόρμα για το μέλλον της ηπείρου μας !».
Οι δύο υπουργοί επανέλαβαν επίσης την απόλυτο υποστήριξή τους στην Ουκρανία. Μάλιστα ο Σικόρσκι ετόνισεν εμφατικώς : «Οι Ουκρανοί δικαιούνται να είναι κουρασμένοι, αλλά όχι εμείς». Ως προς το ουκρανικόν ζήτημα ο Σικόρσκι εχαιρέτισεν επίσης την γαλλική στρατιωτική παρουσία στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ιδιαιτέρως δε την παρουσία 250 Γάλλων στρατιωτικών οι οποίοι εκπαιδεύουν Ουκρανούς στρατιώτες στην Πολωνία. Υπενθυμίζεται πως η Πολωνία περιλαμβάνεται στους μείζονες πολιτικούς και στρατιωτικούς υποστηρικτές της Ουκρανίας, η οποία πολεμά τους ρώσους εισβολείς στο έδαφός της.