«Δεν είναι βέβαιον ότι όλοι όσοι περιπλανώνται έχουν χαθεί.»
Το τελευταίο βιβλίον του Τόλκιν, «Το Σιλμαρίλλιον» (Σιλμαρίλλιον), που εξεδόθη την δεκαετίαν του 1970, κατετρίβη κατά πολύ με το θέμα της τοκογλυφίας και της χειραγωγήσεως των μαζών. Εξεδόθη μεταθανατίως, για πρώτην φορά το 1977 από τον υιόν του, Κρίστοφερ Τόλκιν, ο οποίος και το επεμελήθη. Ουσιαστικώς, αποτελεί ένα ημιτελές έργον, καθώς ο συγγραφεύς του το ανεθεώρει συνεχώς μέχρι τον θάνατόν του. Το βιβλίον περιγράφει την δημιουργία του Έα – Eä «του υπάρχοντος Κόσμου», του Σύμπαντος, εντός του οποίου διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου «Ο Άρχων των Δακτυλιδιών» και του διηγήματος «Χόμπιτ». Το Σιλμαρίλλιον αποτελείται από πέντε ενότητες, οι οποίες συνοψίζουν όλη την μυθολογία που κρύπτεται οπίσω από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών και τους ήρωές του.
Αν και εξεδόθη τελευταίον, είναι πρώτον χρονικώς και ως σύλληψη από τον συγγραφέα και ως περιεχόμενον. Είναι η ιστορία της «Πρώτης Εποχής», στην οποίαν αναφέρονται κατά καιρούς και οι ήρωες του Άρχοντος των Δακτυλιδιών.
Το Σιλμαρίλλιον είναι η Κοσμογονία, η ιστορία της δημιουργίας της Μεσογαίας. Είναι η ιστορία των λαών που έζησαν κατά την ηρωική «Πρώτην Εποχή», πολύ παλαιότερον από την εποχήν όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του Άρχοντος των Δακτυλιδιών, (δηλαδή κατά την «Τρίτην Εποχή»). Στο βιβλίον περιέχονται, εκτός από την ιστορία των Σίλμαριλς, των πολυτίμων λίθων που κατεσκεύασεν ο Φέανορ, η Μουσική των Άινουρ, η ιστορία των Βάλαρ, η Πτώση του Νούμενορ και ένα κεφάλαιον αναφορικώς με τα Δακτυλίδια της Δυνάμεως και την Τρίτην Εποχή. Μας διηγείται επίσης πώς ο «Πρώτος Σκοτεινός Άρχων», ο Μόργκοθ, έκλεψε τα πολύτιμα πετράδια και τα έβαλε στο σιδηρούν στέμμα του, στο φρούριον της Άνγκμπαντ και πώς ο Φέανορ και οι ιδικοί του εξεκίνησαν έναν πολύνεκρον, ατέρμονα και άπελπι πόλεμον εναντίον του μεγάλου «Εχθρού» για να τα πάρουν πάλιν.
Το Σιλμαρίλλιον αποτελείται από πέντε μέρη:
Ainulindalë: Αϊνουλιντάλη σημαίνει (στην γλώσσα Κουένια των Ξωτικών), «Η μουσική των Άινουρ». Είναι κατ΄ουσίαν η αντίστοιχη Κοσμογονία και Γένεση για τον κόσμο του Έα. Περιγράφεται η δημιουργία του Έα (το σύμπαν του Τόλκιν) και των Άινουρ από τον «Ένα Πατέρα των Πάντων», «Αυτόν που είναι Μόνος», τον «Ανώτατο Δημιουργό» Έρου Ιλούβαταρ, καθώς και η έναρξη της διαφθοράς του Μέλκορ.
[O Μέλκορ, επίσης γνωστός αργότερον και ως Μόργκοθ, ήταν ο μεγαλύτερος των Άινουρ. Έχασε την δόξα του όταν διετάραξε την Μουσική των Άινουρ και ηψήφησε την θέληση του Δημιουργού Έρου Ιλούβαταρ. Ο Μέλκορ διήφθειρεν πολλούς από τους Άινουρ και τους υπέταξεν, επολέμησε εναντίον τους και επέφερε μεγάλο κακό στην Άρντα. Η κλοπή των Σίλμαριλς και οι πόλεμοι εναντίον Ξωτικών και Ανθρώπων περιλαμβάνουν μέγα μέρος της ιστορίας της Πρώτης Εποχής. Τελικώς, ο Μόργκοθ κατενικήθη στον «Πόλεμον της Οργής» αλυσοδέθηκε από τους Βάλαρ και ερρίφθη στο Αιώνιο Κενό.
Μέλκορ σημαίνει «Αυτός που Υψώνεται με Δύναμη».Ήταν ο πρώτος Σκοτεινός Άρχων (ονομαζόμενος πλέον Μόργκοθ ήτοι «Μαύρος Εχθρός») και αυθέντης του Σάουρον. Μιαν ημέρα, συμφώνως προς την προφητείαν, ο Μόργκοθ θα επιστρέψει γεμάτος οργή, αλλά θα συντριβεί ολοκληρωτικώς στην «Ντάγκορ Νταγκόραθ», στην «Μάχη των Μαχών» ή Τελική Μάχη.
Ο Μέλκορ ήταν ο πρώτος και ο ισχυρότερος από τους Άινουρ που εδημιούργησεν ο Ιλούβαταρ στις «Άχρονες Αίθουσες» στην αρχήν της Δημιουργίας. Ήταν επίσης σοφότερος από οποιονδήποτε άλλον Άινου. Ο Μέλκορ, επειδή περιεπλανάτο στο Κενό στην προσπάθειάν του να ανεύρει και να χρησιμοποιήσει την «Άφθαρτο Φλόγα», την πηγήν της δημιουργικής ικανότητος του Ιλούβαταρ, ανέπτυξεν διαφορετικές ιδέες από εκείνες των υπολοίπων Άινουρ και αχαλίνωτον επαναστατική διάθεση ενάντια στον Δημιουργό, επιθυμών να δημιουργήσει αυτός ιδικά του όντα για να κατοικήσουν στο Κενό, καθώς ο Ιλούβαταρ δεν το είχε πράξει. Παρ΄όλα ταύτα δεν ημπόρεσε να ανεύρει την Φλόγα, διότι εκείνη δεν ήταν στο Κενό, αλλά με τον Ιλούβαταρ.]
Valaquenta: Σημαίνει, «Η ιστορία των Βάλαρ». Περιγράφονται οι Βάλαρ και οι Μάιαρ, καθώς και ο «Εχθρός», ο Μέλκορ.
Quenta Silmarillion: «Η ιστορία των Σίλμαριλ», των τριών πανεμόρφων πολυτίμων λίθων εξ αιτίας των οποίων τα Ξωτικά απεμακρύνθησαν από τους Βάλαρ. Είναι η ιστορία των γεγονότων προ της Πρώτης Εποχής και κατά την διάρκειάν της.
Akallabêth: Το όνομα «Ακάλλαμπεθ» είναι στην Ανθρωπίνη γλώσσα του Νούμενορ (Númenor) και σημαίνει «Οι έκπτωτοι». Περιληπτικώς, αυτή η ενότης περιγράφει την παρακμήν των Ανθρώπων του Νούμενορ και την πτώση του Βασιλείου τους κατά την διάρκειαν της «Δευτέρας Εποχής».
Τα Δακτυλίδια της Δυνάμεως και η Τρίτη Εποχή: Περιγράφεται (περιληπτικώς) η Ιστορία των Δακτυλιδιών, οι Πόλεμοι που έγιναν εναντίον του Σάουρον και η τελική νίκη του Φρόντο Μπάγκινς.
Το Σιλμαρίλλιον επηρεάσθη από πολλές πηγές. Σημαντική επιρροή ήταν το φινλανδικόν έπος Καλεβάλα, ειδικώς δε η ιστορία του δυσμοίρου ήρωος Κουλέρβο (ο οποίος είναι το πρότυπον για τον τολκινικόν ήρωα Τούριν Τούραμπαρ). Η επιρροή από την ελληνική μυθολογίαν είναι επίσης εμφανής στον τρόπον με τον οποίον η νήσος Νούμενορ υπενθυμίζει την Ατλαντίδα και οι Βάλαρ δανείζονται πολλά χαρακτηριστικά από τους Ολυμπίους θεούς. Οι Βάλαρ, όπως και οι Ολύμπιοι, ζουν στον κόσμο, αλλά σε ένα υψηλό βουνό, χωρισμένοι από τους θνητούς. Οι αντιστοιχίες είναι μόνον κατά προσέγγιση. Οι Βάλαρ είναι επίσης επηρεασμένοι και από την γερμανική μυθολογία, με χαρακτηριστικά τα οποία ομοιάζουν προς εκείνα διαφόρων από τους Έζιρ (Άσες), τους θεούς κατοίκους της Άσγκαρντ, (του γερμανικού «Ολύμπου»). Επί παραδείγματι ο Θωρ, ο μαχητικότερος από τους θεούς, ημπορεί να αναγνωρισθεί τόσον στον Όρομε (Oromë), που μάχεται τα τέρατα του Μέλκορ, όσον και στον Τούλκας (Αστάλντο), τον σωματικώς ισχυρότερον εκ των Βάλαρ. Ο Μάνγουε (Manwë), ο πρώτος των Βάλαρ, (και αδελφός του Μέλκορ), ο επονομαζόμενος επίσης Σούλιμο, ο Αρχαίος Βασιλεύς, ο Κυβερνήτης της Άρντα, παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με τον Όντιν – Βόταν, τον «Πατέρα Πάντων». Ο Τόλκιν ανέφερεν επίσης ότι έβλεπε τον μάγον («μιθραντίρ») Γκάνταλφ ή Ολόριν που ήταν Μάϊα (ημίθεος Άινουρ μικροτέρου βαθμού από τους Βάλαρ) ως «Οντινικόν περιπλανώμενον».
Μελετητές όπως η ομοεθνής μας λέκτωρ της Φανταστικής και Παιδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιον της Γλασκώβης και καταξιωθείσα μελετήτρια του τολκινικού έργου Δήμητρα Φίμη, έχουν τεκμηριώσει σαφώς την επιρροή της κελτικής μυθολογίας σε αυτό : Όπως στην περίπτωση της εξορίας των Ξωτικών Νόλντορ («Γνώστες»), με δάνεια στοιχείων από την ιστορία των ιρλανδικών θρύλων των «Τούα ντε Νάναν» (Tuatha Dé Danann), του «λαού της Θεάς Ντάνου» – «της φυλής των Θεών». Η ουαλική επιρροή φαίνεται στη γλώσσα Σίνταριν των Φαιών Ξωτικών (Σίνταρ). Ο Τόλκιν έγραψεν ότι της έδωσεν «έναν γλωσσικό χαρακτήρα που ομοιάζει πολύ με την Βρετανο-Ουαλική (αν και δεν είναι ταυτόσημος), επειδή φαίνεται να ταιριάζει με τον μάλλον “κέλτικόν” τύπον των θρύλων και ιστοριών που λέγονται από τους αφηγητές του».
Η επιρροή της Βίβλου στην σκέψη του Τόλκιν φαίνεται σαφώς στην κοσμική σύγκρουση μεταξύ του Μέλκορ και του Έρου Ιλούβαταρ, ένας παραλληλισμός του Εωσφόρου και του Θεού. Επιπλέον, η δημιουργία και η πτώση των Ξωτικών παραλληλίζεται με την αφήγηση της Γενέσεως για την δημιουργίαν και την πτώση του Ανθρώπου. Όπως με όλα τα έργα του Τόλκιν, το Σιλμαρίλλιον αφήνει χώρον για επεξεργασία με την μεταγενεστέρα χριστιανική ιστορία, ενώ ένα προσχέδιο περιέχει ακόμη και τον Ξωτικό χρυσομάλη πολεμιστή Φίνροντ, (επονομαζόμενον «ο Πιστός» και «ο Φίλος των Ανθρώπων», ιδρυτή και βασιλέα του Νάργκοθροντ – «Το μεγάλο υπόγειο φρούριο στον Ποταμό Νάρογκ») να εικάζει την αναγκαιότητα της τελικής Ενσαρκώσεως του Έρου ως Σωτήρος της ανθρωπότητος.
Η εξειδικευμένη στο έργον του Τόλκιν Αμερικανίς φιλόλογος Βέρλιν Φλήγκερ διαπιστώνει την ισχυρά επιρροή της μεσαιωνικής χριστιανικής κοσμολογίας στον Τόλκιν, ειδικώς στην αφήγηση της δημιουργίας του σύμπαντος, ως εκδηλώσεως ενός είδους άσματος αδομένου από τον Θεόν, με το οποίον άσμα εναρμονίζονται και οι άγγελοί του, έως ότου ο έκπτωτος άγγελος εισάγει την α-συν-φωνία και την διχόνοια. [Η γεννηθείσα το 1933 Κα Φλήγκερ είναι συγγραφεύς, εκδότης και ομότιμος καθηγήτρια στο Τμήμα Αγγλικών του Πανεπιστημίου του Μέρυλαντ στο College Park, όπου εδίδαξε μαθήματα συγκριτικής μυθολογίας, μεσαιωνικής λογοτεχνίας και τα έργα του Τ.Ρ.Ρ. Τόλκιν. Είναι γνωστή ως μελετήτρια του Τόλκιν, ειδικώς για τα βιβλία της «Θρυματισμένο Φώς» και «Ένα ζήτημα του χρόνου». Έχει κερδίσει το «Βραβείον Μυθοποιητικής Υποτροφίας» τέσσαρες φορές για το έργον της περί των γραπτών του Τόλκιν για την Μέση Γη]. Τα γραπτά του Αγίου Αυγουστίνου για την μουσική, καθώς και η εκτεταμένη μεσαιωνική παράδοση περί της θείας αρμονίας – πλέον οικεία σε εμάς σήμερον στην έννοιαν της «μουσικής των σφαιρών» – εχρησίμευσαν ως βάση για αυτήν την αφήγηση της δημιουργίας.
Κατά την στιγμήν της κυκλοφορίας του Σιλμαρίλλιον, οι κριτικές ήσαν γενικώς αρνητικές : Ο Αμερικανός σπουδαίος μελετητής του Τόλκιν, διπλωματούχος τεχνών και κοινωνικών επιστημών, καθώς και βιβλιοθηκονόμος Γουέην Γκόρντον Χάμοντ καταγράφει ότι, ο Άγγλος εκδότης του βιβλίου, Ιππότης Ράινερ Στέφενς Ανγουίν (Rayner Stephens Unwin, 1925-2000), εχαρακτήρισεν τις κριτικές «από τις πλέον άδικες που είχε ιδεί ποτέ». Το βιβλίον εσημείωσεν ικανήν εμπορικήν επιτυχία, καθώς τον Οκτώβριον του 1977 έφθασε στην κορυφή του καταλόγου των επιτυχεστέρων σε πωλήσεις βιβλίων φαντασίας των Times της Νέας Υόρκης. Επίσης, το 1978 εκέρδισεν το βραβείον του διασήμου αμερικανικού μηνιαίου περιοδικού αγγλοφώνου επιστημονικής φαντασίας και φαντασίας «Locus» για το καλύτερον μυθιστόρημα φαντασίας.
Το Σιλμαρίλλιον επεκρίθη ότι ήταν πολύ σοβαρό, χωρίς τις ανάλαφρες αφηγηματικές στιγμές που ανευρίσκονται στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και ειδικότερον στο Χόμπιτ. Το περιοδικό Time …. «εθρήνησεν» διότι δεν υπήρξε «καμία μοναδική, ενωτική αναζήτηση και κυρίως καμία ομάδα αδελφών με την οποίαν να ταυτισθεί ο αναγνώστης». Άλλες κριτικές περιελάμβαναν την δυσανάγνωστον αρχαϊκή γλώσσα και τα πολλά, δύσκολα και δυσχερώς απομηνμονευόμενα ονόματα.
Τον Νοέμβριον του 1977, ο Ρόμπερτ Μάρτιν Ανταμς, (1915-1996), καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιον Κορνέλ και σχολιογράφος στην «Επιθεώρηση Βιβλίου της Νέας Υόρκης» εχαρακτήρισεν το Σιλμαρίλλιον ως «μιαν άδεια και πομπώδη οπή» και «όχι ένα λογοτεχνικό γεγονός οιουδήποτε μεγέθους». Επεσήμανεν ότι ο κύριος λόγος για τις «τεράστιες πωλήσεις» του ήταν η «λατρεία του Τόλκιν», που εδημιουργήθη από την δημοτικότητα του «Χόμπιτ» και του «Άρχοντος των Δακτυλιδιών», ενώ προέβλεψεν ότι περισσότεροι άνθρωποι θα ηγόραζαν το Σιλμαρίλλιον από όσους θα το εδιάβαζαν ποτέ. Τον Δεκέμβριον του ιδίου έτους το περιοδικόν «School Library Journal» το απεκάλεσεν «μόνον ένα νεκρόν υστερόγραφο» στα προηγούμενα έργα του Τόλκιν. Τέλος ο Αυστραλός Πήτερ Κόνραντ, καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στην Οξφόρδη, στο έγκριτο πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό «Νέος Πολιτικός» («New Statesman») εδήλωσεν στο τεύχος της 23ης Σεπτεμβρίου του 1977 ότι «…. ο Τόλκιν δεν ημπορεί πραγματικά να γράψει» και πως είχεν …. έλλειψη φαντασίας !
Μερικοί κριτικοί επήνεσαν το εύρος της δημιουργίας του Τόλκιν. Η «Επιθεώρηση Βιβλίου της Νέας Υόρκης» (Τζων Γκάρντνερ, 23 Οκτωβρίου 1977, άρθρο « Ο κόσμος του Τόλκιν») ανεγνώρισεν ότι «αυτό που είναι τελικώς συγκινητικότατο είναι … ο εκκεντρικός ηρωισμός της προσπαθείας του Τόλκιν». Ο «Χρόνος» (Τίμοθυ Φουτ 24 Οκτωβρίου 1977, άρθρο «Η γένεση της Μέσης Γης», τόμος 110, σελίς 121) περιέγραψεν το Σιλμαρίλλιον ως «μεγαλοπρεπές, ένα έργον που εκρατήθη τόσον ισχυρόν και επί τόσον μακρόν στην φαντασία του συγγραφέως, η οποία κατακλύζει τον αναγνώστη». Στο έγκριτο βοστωνέζικο περιοδικόν παιδικής (κυρίως) λογοτεχνίας «The Horn Book Magazine» η βιβλιοθηκονόμος και εκδότρια παιδικών βιβλίων Μαίρη Σύλβα Κόσγκρέηβ επήνεσε το «αξιοσημείωτον σύνολον θρύλων που επενοήθησαν με ευφάνταστο δύναμη και ειπώθησαν σε όμορφη γλώσσα». Επίσης ο γνωστός ραδιοπαρουσιαστής και συγγραφεύς αξιολογήσεων επιστημονικών και φανταστικών βιβλίων, Τζών Κάλβιν Μπάτσελορ, στο πολιτιστικό περιοδικόν «The Village Voice» (εβδομαδιαίον 1955-2017, επανεκδοθέν από το 2021 ως τριμηνιαίον), στις 10 Οκτωβρίου 1977, στο άρθρον : «Πάλιν Τόλκιν : Ο Απαίσιος Κύριος και οι φίλοι του μολύνουν μια νοσηρά αλλά πλουσία χώρα», επήνεσεν το βιβλίον ως ένα «δύσκολον αλλά αδιαμφισβήτητον αριστούργημα φαντασίας» και επίσης επήνεσεν τον χαρακτηρισμόν του Μέλκορ, περιγράφων τον αρνητικόν ήρωα ως «έναν εκπληκτικόν κακό» του οποίου «το κύριον όπλον ενάντια στην καλοσύνη είναι η ικανότης του να διαφθείρει τους ανθρώπους, προσφέρων παγίδες για την ματαιοδοξία τους».
Σε ένα άρθρον του 2019 (28 Οκτωβρίου), στην «Le Monde»», «Το Σιλμαρίλλιον : Περί των Καταβολών του βιβλίου του Τ.Ρ.Ρ. Τόλκιν που τους κυβερνά όλους» (με αφορμήν την τετράμηνο αφιερωματικήν έκθεση της Γαλλικής Εθνικής Βιβλιοθήκης «Τόλκιν, ταξείδι στην Μέση Γη») η δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός Ελίζ Τεβεννέ απεκάλεσεν το Σιλμαρίλλιον «ακρογωνιαίον λίθον της φαντασίας του Τόλκιν»
Και μεταθανατίως, δεχόμενος πάλιν παγκοσμίως μιαν εν πολλοίς δυσμενή και κακόβουλο κριτικήν από τον λογοτεχνικόν κόσμον, ο «Άρχων της Μεσογαίας» καταγγέλλει στο Σιλμαρίλλιον μία δολία, μοχθηρά, περιπλανωμένη, συγκεκαλυμμένη και «κινουμένη υπογείως» δύναμη, η οποία κρύπτετει στις σκιές, χρησιμοποιεί την τοκογλυφία, κατατρίβεται με την νεκρομαντεία και συγκεντρώνει χρυσόν και κοσμήματα, χειραγωγούσα τα γεγονότα από τα παρασκήνια.
Παρά το ότι ο πολιτισμός, η ελευθερία, η ζωή, η τιμή και η ευμορφία φαίνονται καταδικασμένοι από τις κακές δυνάμεις που συντάσσονται ενάντια στο «Λευκό Συμβούλιον» του βασιλέως Άραγκορν και του βασιλείου της Γκόντορ («Γη του Λίθου») στον «Άρχοντα των Δακτυλιδιών», οι στρατοί των Ανθρώπων, των Νάνων και των Ξωτικών αναστρέφουν τελικώς το κύμα της μοίρας με μίαν περίφημο νίκη τους στην «Μάχη των Πελενορικών Πεδίων» («Battle of Pelennor Fields») :
Ήταν η μεγαλυτέρα μάχη στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού. Διεξήχθη στο τέλος της Τρίτης Εποχής στα Πεδία Πέλεννορ, στις πόλεις και στους αγρούς μεταξύ της Μίνας Τιράϊθ (στην γλώσσα Σίνταρι: «Πύργος της Φρουράς») και του ποταμού Άντουιν, με σκοπόν την υπεράσπιση της Μίνας Τιράϊθ από τις δυνάμεις της Γκόντορ και το ιππικόν του συμμάχου της Ρόχαν, ενάντια στις δυνάμεις του Σκοτεινού Άρχοντος Σάουρον από την ζοφερά Μόρντορ και τους συμμάχους της Χαράντριμ. Οι Άνδρες του Χαράντ ονομάζονται από τον λαόν της Γκόντορ Χαράντριμ («Νότιον πλήθος»), ή απλώς «Νότιοι». Οι Χαράντριμ είναι διαφόρων εθνοτήτων και πολιτισμών. Μερικοί είναι οργανωμένοι σε βασίλεια. Πολεμούν επί των ελεφαντομόρφων θηρίων τους που καλούνται «Μούμακιλ». Ο Κρίστοφερ Τόλκιν συνέδεσε τους Χαράντριμ με τους αρχαίους Αιθίοπες. Ο Τ.Ρ.Ρ. Τόλκιν συνεσχέτισε τα Μούμακιλ (ενικός «μούμακ») των Χαράντριμ στην Μάχη των Πελεννορικών Πεδίων με τους πολεμικούς ελέφαντες του βασιλέως της Ηπείρου Πύρρου κατά την εισβολήν του στην Αρχαία Ρώμη. Η μάχη απετέλεσε ένα θεαματικότατο κεντρικόν στοιχείον στην ταινία του Τζάκσον «Η επιστροφή του Βασιλέως» .
Τα χόμπιτ Φρόντο και Σαμ αποκτούν μια σαφή εικόνα των Χαράντριμ ευρισκόμενα εγγύς μιας ενέδρας των Καταδρομέων του Φάραμιρ, Άρχοντος Επιστάτη της Γκόντορ, εναντίον των Χαράντριμ, αλλά δεν βλέπουν μεγάλο μέρος της μάχης, αφού είναι τοποθετημένοι αλλού, ακούν όμως τους ήχους της μάχης και ένας σκοτωμένος πολεμιστής Χαράντριμ συντρίβεται στα πόδια τους. Αυτός ο πολεμιστής περιγράφεται ως έχων «καφέ» δέρμα, με μαύρες κοττίδες στην κόμη διαπεπλεγμένες με χρυσό. Είναι οπλισμένος με ένα ξίφος και έχει έναν θώρακα από χάλκινες φολίδες.
Τα λάβαρα των Χαράντριμ είναι ερυθρά και τα πελώρια υποζύγιά τους, τα μούμακιλ έχουν ερυθρά και χρυσά στολίδια. Φέρουν στρογγυλές αιχμηρές ασπίδες, βαμμένες κίτρινες και μαύρες. Οι ηγέτες τους έχουν ως έμβλημα έναν όφι. Μια ομάς από αυτούς εκ του «Άπω Χαράντ», με μαύρο δέρμα, περιγράφεται ως «μαύροι άνθρωποι, ωσάν ημιτρωγλοτέρατα, με λευκούς οφθαλμούς και ερυθρές γλώσσες» και «τρωγλοτερατάνθρωποι».
Ο Τόλκιν εβάσισεν τους Χαράντριμ στους αρχαίους Αιθίοπες, λαούς της Υποσαχαρίου Αφρικής, μετά την φιλολογικήν του έρευνα για την παλαιά αγγλική λέξη «Sigelwara». Συνεπέρανε ότι αυτή η λέξη ανεφέρετο σε κάποιο είδος δαίμονος της φωτιάς, μέλανος ως αιθάλη πριν εφαρμοσθεί στους Αιθίοπες. Οι κριτικοί έχουν συζητήσει αρκούντως εάν ο Τόλκιν ήταν «ρατσιστής», παριστών τους πρωταγωνιστές λευκούς και τους ανταγωνιστές μαύρους, αλλ΄όμως άλλοι παρετήρησαν ότι ο Τόλκιν επέδειξεν αντι-ξενοφοβικά αισθήματα στην πραγματική του ζωή, εναντιούμενος σε κάθε προσπάθεια δαιμονοποιήσεως του εχθρού και στους δύο Μεγάλους Πολέμους. Στην υπέροχο ταινία του Πίτερ Τζάκσον «Οι Δύο Πύργοι», οι Χαράντριμ εβασίσθησαν μορφολογικώς σε Σαρακηνούς του 12ου αιώνος : Έχουν τουρμπάνια και ευρύχωρους κυματιστούς χιτώνες, ενώ καβαλούν τα πολεμοχαρή πολεμικά μούμακιλ τους.
Αναζητώντες τις πηγές του Τόλκιν, οι μελετητές συνέκριναν την μάχη με την ιστορικήν αφήγηση της Μάχης των Καταλανικών Πεδίων, όπου ο βασιλεύς Θεοδώριχος ο Α’ εποδοπατήθη μέχρις θανάτου από τους ιδικούς του άνδρες αφού έπεσεν από τον ίππον του. Άλλοι έχουν παρομοιάσει τον θάνατον του Μάγου – Βασιλέως της Άνγκμαρ, του Κυρίου των τρομερών Νάζγκουλ, με το θάνατον του Μάκβεθ, γιά τον οποίον είχε προφητευθεί παρομοίως ότι δεν θα πεθάνει από το χέρι ενός ανδρός «που εγεννήθη από γυναίκα». Επίσης το λάλημα ενός πετεινού την στιγμήν κατά την οποίαν ο Μάγος-Βασιλεύς επρόκειτο να εισέλθει στην πόλη, λέγεται ότι θυμίζει τον πετεινόν ο οποίος αναγγέλλει την ανάσταση του Κυρίου την στιγμή όπου ο Σίμων Πέτρος ηρνήθη ότι τον εγνώριζεν.
Οι μελετητές που αναλύουν την τολκινικήν ιστορίαν εσχολίασαν την θεωρίαν του Τόλκιν για το «βόρειον θάρρος», το οποίον συνεχίζεται ακόμη και εν όψει βεβαίου θανάτου. Εσημείωσαν, επίσης, τον ελεγειακόν τόνο που απηχεί, αυτόν του παλαιού αγγλικού ποιήματος Beowulf, την χρήση αλληγορικών στίχων, καθώς και την φύση της πανοπλίας των μαχητών, η οποία είναι ως επί το πλείστον αλυσωτά υποκάμισα πρωίμου μεσαιωνικού ύφους με προσθήκες πλακών θωρακίσεως. Άλλοι εσχολίασαν τις ιδιαιτέρως ζωηρές περιγραφές της μάχης από τον Τόλκιν, σημειώνοντες ότι διέθετε ανάλογο ψυχονοητικόν αποτύπωμα διότι συμμετείχε στην ανθρωποβόρον Μάχη του Σομ.
του Αθανασίου Κωνσταντίνου