ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ μ4

«Η συνεχής επαγρύπνηση αποτελεί το τίμημα της ελευθερίας !» Thomas Jefferson

Όταν μετά την ήττα του Άξονος και την λήξη του Β΄ Μεγάλου Πολέμου ο κορμός των στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης επέστρεψε στην Γερμανία, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse) παρέμεινε στις ΗΠΑ και εξεκίνησε να μεταφράζει και να μεταγράφει τα περίπλοκα και δύσληπτα ακαδημαϊκά συγγράμματα των άλλων μελών της Σχολής, με απλούς όρους, «ευπέπτους» και κατανοητούς από τους απλοϊκούς και εν πολλοίς αμορφώτους Αμερικανούς. Στην Γερμανία όπου το Ινστιτούτο επανιδρύθη με έδρα την Φρανκφούρτη και την βοήθεια των αμερικανικών αρχών κατοχής, συντόμως ο «ειρηνικός και ήπιος» «αστικά μεταμφιεσμένος» Πολιτιστικός Μαρξισμός κατέστη η ανεπίσημος, αλλά διαχύτως γενικευμένη ιδεολογία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Ο Marcuse διηύρυνε την πνευματική παραγωγή της Σχολής Φρανκφούρτης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Horkheimer είχε θέσει το ερώτημα «ποίος θα αντικαθιστούσε την εργατική τάξη ως αντιπρόσωπος της μαρξιστικής επαναστάσεως;» και αυτό παρέμενε αναπάντητο. Στην δεκαετία του 1950, ο Marcuse απήντησε στην ερώτηση, ισχυριζόμενος ότι αυτός ο επαναστατικός φορεύς θα ήταν συλλογικός : Ένας συνασπισμός φοιτητών, φεμινιστριών, ανθρώπων αφροασιανής καταγωγής και ομοφυλοφίλων. Δηλαδή ο δαιμόνιος καθοδηγητής εσχηματοποίησε τον πυρήνα της φοιτητικής εξεγέρσεως της δεκαετίας του 1960 και μετέπλασε σε εξουσιαστές – θύτες της πολιτικής ορθότητος του σήμερον τις τότε αγιοποιημένες – ιερές «ομάδες – θύματα» των «κακών λευκών – ρατσιστών – φασιστών».

Στο βιβλίον του «Έρως και Πολιτισμός» ο Marcuse εχρησιμοποίησε την «σύζευξη» του Μαρξ με τον Φρόϊντ (όπως αυτή εσχηματοποιήθη από την Σχολή της Φρανκφούρτης), για να υποστηρίξει πως εάν ημπορούσαμε να «απελευθερώσουμε τον μη-παραγωγικό έρωτα» μέσω μιας «πολύμορφης διαστροφής», θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα νέο «παράδεισο», όπου θα υπάρχουν μόνον χαρά-απόλαυση-παίγνιο και καθόλου εργασία.
Το «Έρως και Πολιτισμός» κατέστη ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της Νέας Αριστεράς στην δεκαετία του 1960.

Ο Marcuse ήταν πάντα άντιντετερμινιστής / αντιαιτιοκράτης. Γι’ αυτόν οι «προσδιοριστικοί παράγοντες» για την κοινωνία είναι τό πολύ – πολύ προϊόντα τής ανθρώπινης δραστηριότητας πού θεωρούν¬ται αποξενωμένα, αλλοτριωμένα. Επίσης, ο Μαρκούζε υποθέτει μιάν εγγενή εσωτερική ατέλεια και της εγελιανής και της μαρξιστικής θεω¬ρίας γιά την κοινωνία. Και οι δυό στοχαστές δεν συνέλαβαν το μέγεθος των προβλημάτων που όφειλαν να λυθούν. Κατά εύλογo συνέπεια δεν έδειξαν τους κατάλληλους δρόμους για την κοινωνική αλλαγή.

Ο Marcuse, ο «κομψός αστός παρτιζάνος της νεολαιίστικης εξέγερσης» υπήρξε μια νέα «πέτρα του σκανδάλου», ένας μοχλός ανατροπής μέσα στους κόλπους της μαρξιστικής θεωρίας, όπου κάθε διατύπωση νέας σκέψης, [που από τους νόμους οι οποίοι διέπουν την παραπέρα εξέλιξή της υποτίθεται έτσι η άλλιώς πως «ενυπάρχει διαλεκτικά» μέσα της], χαρακτηρίστηκε σαν «αναθεώρηση», «αποσκίρτηση», «σχίσμα», ρεβιζιονισμός, τρίτος δρόμος κλπ., επιβεβαιώνει δε για μιάν ακόμη φορά ότι δεν σχηματοποιήθηκε αίσιο τέλος της Ιδεολογίας και της θεωρητικής συζήτησης. Η δυσερμήνευτη, περίφημη 11η θέση του Μαρξ στον Φόϋερμπαχ, η οποία υποθάλπει το σταμάτημα των φιλοσοφικών συζητήσεων για την ερμηνεία του κόσμου προς χάρη της έμπρακτης αλλαγής του, είναι ακριβώς αυτή που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις.

[Η θέση έχει ως εξής : «Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει με διάφορους τρόπους, μόνο την ερμηνεία του κόσμου- η πραγματική πρόκληση είναι η μεταβολή του».Αυτή η ενδέκατη και τελευταία θέση στις «Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ» , αποτελεί αναμφίβολα την πλέον γνωστή για το ύφος και το περιεχόμενο, ρήση αυτού του έργου. Είναι τελευταία, καθ΄ ότι εσωκλείει την προφανή κλιμάκωση της μαρξικής κριτικής απ’ την χαμηλότερη προς την υψηλότερη επαναστατική τονικότητα. Ο Μαρξ, διαλύει κυριολεκτικά τις θεωρητικές παραδόσεις στις οποίες ελίμναζε η γενική φιλοσοφία και ειδικότερα η πολιτική φιλοσοφία κατά τους προηγούμενους αιώνες, εξαντλούμενη στην ερμηνευτική. Ο δαιμόνιος στοχαστής στις «Θέσεις» του εκφράζει ρητά και απροκάλυπτα την κατ αυτόν πνευματική αποστολή των νέων φιλοσόφων, που δεν είναι πλέον η πολύτροπη ερμηνεία του κόσμου, αλλά η μεταβολή του. Η θέση αυτή, εμπεριέχεται επίσης και σε άλλα μαρξικά έργα, όπως στην «Αγία Οικογένεια», στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» και στην «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου», όπου και πάλι δηλώνεται ευθαρσώς η ανάγκη της μετατροπής της θεωρίας σε επαναστατική πράξη, με γνώμονα την ανατροπή του καπιταλιστικού κόσμου και την εγκαθίδρυση ενός νέου, απελεύθερου, δίχως καμία εκμετάλλευση, φτώχεια και ανισότητα.]

Επίσης ο Marcuse προσέδωσε ένα νέο νόημα στην πλέον αγαπημένη λέξη της νυν «πολιτικής ορθότητος», στην «ανοχή» («tolerance»). Καθόρισε την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» ως ανοχή για όλες τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την αριστερά, ενώ εχαρακτήρισεν ως «μισαλλοδοξία» όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την δεξιά. Όταν ακούτε τους πολιτιστικούς μαρξιστές σήμερα (απ’ ευθείας επιγόνους των «φρανκφουρτιανών») να κάνουν έκκληση για «ανοχή», εννοούν κατ’ ευθείαν την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» του Marcuse. Ακριβώς όπως όταν μιλούν για «ποικιλομορφία» («diversity») που κατ’ αυτούς σημαίνει μόνον την ομοιομορφία, την ομοιομορφία που είναι συναινετική στην πίστη της ιδικής τους ιδεολογίας.

Οι φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, (οι οποίες προεκλήθησαν σε μεγάλο βαθμό ως αντίδραση στην στρατολόγηση για τον πόλεμο του Βιετνάμ), προσέφεραν στον Μαρκούζε μιαν ιστορική ευκαιρία τεραστίας κλίμακος. Ως διάσημος «γκουρού» της «προοδευτικής εξέγερσης», διοχέτευσε αφειδώς τον πολιτιστικό μαρξισμό της Σχολής του στην γενεά της μεταπολεμικής δημογραφικής πλημμυρίδος. Βεβαίως, τα μέλη αυτής της γενεάς δεν κατενόησαν ότι αποτελούσαν «ενεργούμενα» και ιστορικά εργαλεία της διεθνιστικής Νέας Αριστεράς.

Πιστός στις αρχές της Σχολής του, ο Marcuse και οι ελάχιστοι άνθρωποι που «εγνώριζαν» το δρώμενο (διότι το είχαν καλώς σχεδιάσει και προετοιμάσει) επ’ ουδενί λόγω διεφήμιζαν ότι η «πολιτική ορθότητα» και η «πολυ-πολιτισμικότητα» ήσαν μορφές δολίως συγκεκαλυμμένου μαρξισμού. Το αποτέλεσμα της συστηματικής υπονομευτικής δραστηριότητος «φρανκφουρτιανού» τύπου υπήρξε πράγματι καταστροφικό : Μία ολόκληρη γενεά Αμερικανών και ειδικότερον η πανεπιστημιακή «ελίτ» των ΗΠΑ, απερρόφησε με ένθερμο και αφοσιωτικό ζήλο τον πολιτιστικό μαρξισμό ως ιδικό της «γέννημα – θρέμμα». Έτσι απεδέχθη την δηλητηριώδη ιδεολογία που είχε ως κύριο αντικειμενικό σκοπό να καταστρέψει τον Λευκό παραδοσιακό – ευρωπαϊκό πολιτισμό της Αμερικής και την προγονική χριστιανική πίστη. Αυτή η γενεά, η οποία διοικεί τώρα κάθε ίδρυμα ελίτ στην σύγχρονη Αμερική, έχει πλέον κηρύξει έναν ανειρήνευτο και αδιάκοπο «ολοκληρωτικό πόλεμο», ενάντιο σε όλες τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τους θεσμούς.

Σε μεγάλο βαθμό οι αντι-παραδοσιακές δυνάμεις της αποσαθρώσεως και του εκφυλισμού έχουν κερδίσει αυτόν τον πόλεμο. Το μεγαλύτερο τμήμα της «παραδοσιακής λευκής αμερικανικής κουλτούρας» κείται πλέον σε κατακερματισμένα ερείπια, που τα εμπορεύονται οι διεθνείς αργυραμοιβοί. Συνεπώς με την κυριαρχία των ΗΠΑ ως «προστάτιδος – δυνάμεως» της Δύσεως και με την λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου η αμερικανική φθίση έχει απλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, απλώς με ισχυρότερα και ευρύτερα συμπτώματα.

Η Σχολή της Φρανκφούρτης για να προωθήσει την «ήπια» και «ήσυχη» πολιτιστική επανάστασή της, χωρίς όμως να δίδει αφορμές αναστολής, αιτίες καταστολής και δίχως να αποκαλύπτει κρυσταλλωμένες ιδέες και σαφή σχέδιά της για το μέλλον, προέτρεψε και προτρέπει ευσχήμως (μεταξύ των άλλων) τους εκάστοτε αποδέκτες και απολογητές της, σε πολυποίκιλα και πολυάριθμα παράλληλα στηρικτικά έργα, παράγωγα των «αποστόλων» της:

1. Την δημιουργία, καθιέρωση και σκληρά δίωξη αδικημάτων περί ρατσισμού.
2. Την συνεχή αλλαγή δηλώσεων και θεωρητικών όρων για να δημιουργηθεί γενικευμένη γνωστική σύγχυση και αδυναμία αντιλήψεως και κατανοήσεως της πραγματικότητος.
3. Την εκτενή διδασκαλία του σεξ και ιδιαιτέρως της «απολύτως φυσιολογικής» ομοφυλοφιλίας στα παιδιά.
4. Την υπονόμευση της καθοδηγητικής εξουσίας των σχολείων και των εκπαιδευτικών.
5. Την τεραστία ανεξέλεγκτο μετανάστευση για να καταστρέψει την εθνική ταυτότητα των λαών.
6. Την προώθηση της υπερβολικής καταναλώσεως οινοπνεύματος ως τάχα «αθώου» μέσου προσωπικής «αναψυχής».
7. Την γενικευμένη υπονόμευση των εκκλησιών –και ιδιαιτέρως της χριστιανικής- με υποκατάστασή τους από δόγματα της Νέας Εποχής.
8. Ένα ανεπαρκές και αναξιόπιστο νομικό σύστημα, το οποίον όμως θα λειτουργεί με προκατάληψη εις βάρος των θυμάτων κάθε εγκλήματος και με ανοχή προς τον εγκληματία και το έγκλημα.
9. Την επιβιωτική εξάρτηση των πολιτών από το κράτος ή τις κρατικές παροχές
10.Τον έλεγχο και την αποχαύνωση των λαϊκών μαζών διά μέσου των «Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης»
11. Την ενθάρρυνση της οριστικής αμφισβητήσεως και διαλύσεως της οικογενείας

Συμφώνως προς τα διαλαμβανόμενα στο βιβλίο του τέως πράκτορος της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας, Δόκτορος Τζων Κόουλμαν (John Coleman) «Ιεραρχία των Συνωμοτών – Η Επιτροπή των 300» («Conspirators’ Hierarchy – The Committee of 300», 4η έκδοση, εκδόσεις WIR, 1997) στον προγραμματισμό των «Πεφωτισμένων» – «Ιλουμινάτων» σχεδιαστών της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης», αυτοί οι 11 στόχοι παριστούν επίσης 11 από τους 21 νεοταξικούς –νεοεποχίτικους στόχους καταστροφής των εθνών και μορφοποιήσεως της παγκοσμιοποιημένης υπερκυβερνήσεως. Δεν πρόκειται για συνωμοσιολογικές φαντασιώσεις, όπως ειρωνεύονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι «χρήσιμοι ηλίθιοι».
Η παγκοσμιοποίηση, η παγκόσμια διακυβέρνηση και οι απολογητές- κήρυκές τους είναι εδώ. Θυμηθείτε τα λόγια του Jeffrey –ΓΑΠαπανδρέου που είπε, ως πρωθυπουργός αυτής της δύσμοιρης Πατρίδος, στο Συνέδριο του Economist στις 29 Απριλίου 2010 : «Χρειαζόμαστε Παγκόσμια διακυβέρνηση ….και την χρειαζόμαστε γρήγορα!» («We need global governance, …., and we need it fast!»).

Ανάλογες δηλώσεις με τον εντόπιο τραγέλαφο, (ο οποίος υπενθυμίζεται ότι υπήρξε πρωθυπουργός ισχυράς πλειοψηφίας, δηλώσας ότι «… λεφτά υπάρχουν !») έχουν κάνει χαρακτηριστικώς στο παρελθόν : Ο Μαξ Βάρμπουργκ, κεντρικός τραπεζίτης και πρωτεύων πράκτωρ των Ρότσιλντ στην Αμερική στην δεκαετία του 1920, ο πασίγνωστος μισέλλην Χένρυ Κίσινγκερ υπεύθυνος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, κομβικό όργανο της «Νέας Τάξης Πραγμάτων», οι πολεμοκάπηλοι πατήρ και υιός Μπους και πολυάριθμοι άλλοι «Νεοταξίτες Παγκοσμιοποιητές», καπιταλιστές ιμπεριαλιστές και ανδράποδά τους.

Μια επίσης από τις βασικές ιδέες της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν να εκμεταλλευθεί την ιδέα του Ζίγκμουντ Φρόϊντ περί του «Πανσεξουαλισμού» («Pansexualism») δηλαδή την αναζήτηση της ερωτικής ευχαριστήσεως,
την στρεβλή διαχείριση και εκμετάλλευση των διαφορών μεταξύ των δύο φύλων, καθώς και την ανατροπή των φυσικών και παραδοσιακών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο πανσεξουαλισμός είναι μια θεωρητική παραδοχή, μία «υπόθεση» στην ψυχολογία «που αφορά όλη την επιθυμία και το ενδιαφέρον που προέρχονται από το σεξουαλικό ένστικτο» ή, με άλλα λόγια, «ότι το σεξουαλικό ένστικτο παίζει τον πρωταρχικό ρόλο σε κάθε ανθρωπίνη δραστηριότητα, νοητική και σωματική». Ο πανσεξουαλισμός, ως υπόθεση, αποτελεί το «θέσμιον», τον κανόνα στην πρώιμο ψυχολογική σχολή της φροϋδικής ή κλασσικής ψυχαναλύσεως.

Για την προώθηση των στόχων της Σχολής, κάθε «συνειδητοποιημένος εξεγερμένος» οφείλει:

    • Να επιτίθεται στην εξουσία του πατέρα, αρνούμενος συνάμα τους συγκεκριμένους ρόλους του πατέρα και της       μητέρας και συστηματικώς να αποσπά από τις οικογένειές το δικαίωμά να είναι οι πρωταρχικοί εκπαιδευτές            των παιδιών τους.     

    • Να καταργήσει τις διαφορές στην εκπαίδευση των παίδων – αγοριών και των κορασίδων.     

    • Να καταργήσει οριστικώς και απολύτως όλες τις μορφές της ανδρικής κυριαρχίας, ως εκ τούτου δε, να προωθεί παντοιοτρόπως την παρουσία των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις .     

    • Να δηλώνει απροκαλύπτως και απεριφράστως προς πάσα κατεύθυνση ότι, οι γυναίκες είναι μια «καταπιεσμένη       τάξη» και πως οι άνδρες είναι «καταπιεστές»

Για να εξυπηρετήσει τον βύθιο σκοπό της, την «αναίρεση» του Δυτικού πολιτισμού, η Σχολή της Φρανκφούρτης ανέπτυξε ένα πανίσχυρο εργαλείο ονομαζόμενο «Κριτική Θεωρία.» Ποία ήταν αυτή η θεωρία; Η θεωρία της διαρκούς επικρίσεως. Με το να επικρίνονται σφόδρα όλοι οι παραδοσιακοί θεσμοί, οι πομποί αυτής της λυσσαλέας κριτικής ήλπιζαν να τους καταστρέψουν και να τους αφανίσουν, (αρχής γενομένης από την οικογένεια), με ατέρμονα, αδιάκοπη κριτική (οι κήρυκες και συνοδοιπόροι της Σχολής ήσαν εξόχως προσεκτικοί να μην ορίζουν ποίου πράγματος ήσαν απολογητές, σε τι ήσαν υπέρ, παρά μόνον σε τι ήσαν ενάντιοι).

Η «Κριτική Θεωρία» απετέλεσε την βάση για τα τμήματα «μελέτης», που κατοικούν πλέον ως «ιδιοκτήτες μέσω χρησικτησίας» στα αμερικανικά και στα περισσότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ουδόλως αποτελεί έκπληξη, ότι αυτά τα ιδρύματα υπήρξαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως φυτώρια της ακαδημαϊκής «πολιτικής ορθότητος».
Η Σχολή της Φρανκφούρτης δια της γραφίδος των στοχαστών της εδήλωσε επανειλημμένως ότι υπάρχουν δύο τύποι επαναστάσεως :

(α) η πολιτική και

(β) η πολιτιστική, την οποίαν αριστοτεχνικώς εσχεδίασε και εξαπέλυσε.
Η «πολιτιστική επανάσταση» ως … ιστορική φαγέδαινα, κατατρώγει τα πάντα εκ των έσω !

Βεβαίως, η ποθουμένη από «όλης της γης τους κολασμένους» -κατά τον ύμνο της Διεθνούς- παγκόσμιος δικτατορία του προλεταριάτου δεν ήλθε ποτέ! Αντιθέτως κατέρρευσαν και οι χώρες του ανυπάρκτου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι στόχοι όμως και οι επιδράσεις της Σχολής της Φρανκφούρτης παρέμειναν στο ακέραιον, οι δε θεμέλιοι θεσμοί οι οποίοι εστήριξαν και στηρίζουν τον Δυτικό πολιτισμό δέχονται συνεχή κτυπήματα, από νέα «εξεγερτικά υποκείμενα»! Η χριστιανική πίστη, η έννοια της Πατρίδος, η έννοια του Έθνους, η οικογένεια, οι σχέσεις των φύλων, υποφέρουν μέσα από την πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο, ακατάπαυστη και στοχευμένη προπαγάνδα. Η Δύση «αποχριστιανοποιείται», ο δε δυσώδης ηθικός εκμαυλισμός είναι παρών σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής.

Το διαχρονικό στρατηγικό πλαίσιο των συνωμοτών της Παγκοσμίου Επικυριαρχίας συνοψίζεται αριστοτεχνικώς σε μια κατευθυντήριο διαπίστωση, σε μια στρατηγική κατευθυντήριο οδηγία : «Οι Σύγχρονες μορφές υποταγής χαρακτηρίζονται από ηπιότητα!» Έκριναν συνεπώς ότι πρόκειται για ένα βραδέως και ηπίως υλοποιητέο, μακροπρόθεσμο σχέδιο, οπότε ευφυώς διετήρησαν και επεκέντρωσαν την προσοχήν τους στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, στα μέσα ενημερώσεως, στο σεξ και στην ερωτική ζωή, καθώς και στην «λαϊκή καλλιέργεια» – στον «λαϊκό πολιτισμό».

Από τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο και ένθεν, ειδικότερον δε κατά τις τελευταίες τέσσαρες δεκαετίες, οι Ευρωπαϊκοί λαοί, εν πολλοίς, βιώνουν ένα καθεστώς «πολιτιστικής τρομοκρατίας». Αφότου έπαυσεν επί τέλους ο ψυχροπολεμικός αδελφοκτόνος «εμφύλιος» Ανατολής – Δύσεως, μια καλπάζουσα ιδιόμορφος «διαγραφή και αντιστροφή αξιών» εκυριάρχησε παντού.

Ότι επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο καλό και ωραίο, καθώς και οι παραδοσιακές αξίες που ίσχυαν διαχρονικώς, τώρα μυκτηρίζονται, απομειώνονται, αναθεωρούνται η ακυρώνονται. Συλλογικές αξίες, ήθη, έθιμα και θεσμοί που εχρειάσθησαν χιλιετίες εξελίξεως για να σχηματοποιηθούν αρτίως, τώρα γελοιοποιούνται, υβρίζονται, περιφρονούνται και ανατρέπονται, συνθλιβόμενες υπ’ αυτήν την ιδιότυπο και αδίστακτο πολιτιστική τρομοκρατία. Τρομοκρατία όμως, η οποία έχει επιβληθεί ζοφερά μόνον επί της «Λευκής» χριστιανικής Ευρώπης (καθότι ουδείς … «μοντέρνος αμφισβητίας αντιεξουσιαστής» αποτολμά να προσβάλλει ή να θίξει το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους παροίκους π.χ. για την «σαρία»).

Γενικώς ο Δυτικός πολιτισμός, καθώς και η χριστιανική ηθική έφθασαν να θεωρούνται αυθαιρέτως ως το «απόλυτο κακό». Συνεπαγωγικώς ο… ατυχής Λευκός χριστιανός άνδρας της Δύσεως, μισείται ως η δαιμονική εικών που ενσαρκώνει αυτό το απόλυτο κακό.


Όμως, ο Εθνικισμός είναι βουλησιαρχικός και προσωποκρατικός (περσοναλιστικός), για τούτο και αποδέχεται πως ο Άνθρωπος ως το κατ’ εξοχήν «Δρων Υποκείμενο», μέσω της ενεργητικής και αυτοδυνάμου σκέψεώς του δύναται να θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το αντιληπτικό του σύστημα και να καθίσταται αναδημιουργός της προσωπικής του πορείας και της συλλογικής κοινωνικής πραγματικότητος. Έτσι ο Εθνικισμός μας προτρέπει προς την συνειδητή απόφαση αμφισβητήσεως και δραστικής αναθεωρήσεως παραδοχών που επιπολαίως θεωρούνται δεδομένες, την ρεαλιστική (φυσική και ιστορική) αξιολόγηση του ιδεολογικού υποβάθρου στο οποίον αυτές εδράζονται, καθώς και στην σύνδεση του στοχασμού με την προοπτική της δράσεως. Δράσεως για την προσωπική «αξίωση» και για την κοινωνική αλλαγή.

Α. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok