(Επισκόπηση στόχων και προτεραιοτήτων, μεταξύ ευκταίου και πραγματικού)
Μέρος 8
Μεσανατολικές διαστάσεις
Έως τούδε έχουμε αναφερθεί στην πολυδύναμο αλληλεπίδραση των γεωπολιτικών θεωριών και πρακτικών της Τουρκίας και της Ρωσίας, σε διμερές καθώς και σε διεθνές επίπεδο, λαμβανομένων υπ΄όψη των ευρυτέρων διηπειρωτικών και πλανητικών ανταγωνισμών των Ατλαντικών-Θαλασσοκρατορικών Δυνάμεων και των Χερσαίων Ευρασιατικών Δυνάμεων (με μικρές αναφορές στην θεωρητικήν τους στοιχείωση). Από την σειρά των άρθρων ανεδείχθη σαφώς ο πολυσύνθετος και πολυδιάστατος χαρακτήρ των γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων της Νέο-Οθωμανικής Τουρκίας και η περαιτέρω ενδεχόμενες συσχετίσεις τους με τον θαλάσσιον δράκοντα, τον αμερικανοκεντρικόν «Λεβιάθαν» και το χερσαίον μεγαθήριον, τον ρωσοκεντρικόν «Βεεμώθ». Επισης ανεφέρθησαν αδρώς μερικά ζητούμενα των δύο αντιπάλων γεωπολιτικών πλανητικών συγκροτημάτων, αμφότερα των οποίων διεκδικούν την στήριξη της Τουρκίας στο έργο τους, ενώ αυτή ελίσσεται μεταξύ τους επιδιώκουσα το εκάστοτε μέγιστον όφελος από την συνεργασία της.
Επαναλαμβάνεται και πάλιν εδώ η θεμελιώδης περί γεωπολιτικής ιστορική διαπίστωση του Άγγλου πολιτικού, Υποκόμιτος Ερρίκου Ιωάννη Τεμπλ Πάλμερστον, φανατικού θιασώτη της αγγλικής υπερηγεμονίας του κόσμου:
«Δεν έχουμε αιωνίους συμμάχους και διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή και αυτά τα συμφέροντα έχουμε καθήκον να ακολουθούμε !». (Υπενθυμίζουμε περί αυτού ότι το 1850 ως Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, κατόπιν του επεισοδίου του ισπανοεβραίου Άγγλου υπηκόου Δαυίδ Πατσίφικο εφήρμοσεν κατά της Ελλάδος βιαιοτάτη πολιτική, δίχως προηγουμένη στοιχειώδη έρευνα, λόγω του εμμονικού ανθελληνισμού του και της έως μίσους αντιπαθείας που έθρεφε προς τον βασιλέα μας Όθωνα).
Μετά την επανένωση της Γερμανίας (3 Οκτωβρίου 1990), την διάλυση του «Συμφώνου της Βαρσοβίας» (1 Ιουλίου 1991), την απαγόρευση και διάλυση του ΚΚΣΕ τον Αύγουστον του 1991, οι Πρόεδροι της Ρωσίας Μπορίς Νικολάγιεβιτς Γιέλτσιν, της Ουκρανίας Λεονίντ Μακάροβιτς Κραβτσούκ και της Λευκορωσίας Στανισλάβ Στανισλάβαβιτς Σούσκεβιτς υπέγραψαν τις «Συμφωνίες Μπιαλοβιέζα» (στο δάσος Μπιαλοβιέζα ή Μπιαλοβιέτσκα στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Πολωνία) που εκήρυξαν την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και συνέστησαν την «Κοινοπολιτείαν Ανεξάρτητων Κρατών» (ΚΑΚ) στις 8 Δεκεμβρίου 1991. Στις 21 Δεκεμβρίου 1991, ηκολούθησεν η σύνοδος κορυφής της Άλμα-Άτα, στην οποία επεβεβαιώθη η διάλυση της ΕΣΣΔ με την συμμετοχήν αντιπροσώπων από όλες τις σοβιετικές «δημοκρατίες», εκτός από την Γεωργία. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991 έπαυσεν να υφίσταται και τυπικώς η Σοβιετική Ενωση. Δηλαδή ο παράγων στοιχειώδους ανασχέσεως των δυτικών δυνάμεων «έφυγεν από την μέση», καταλείπων ανοικτό το πεδίον για μια φρενήρη εκκαθάριση παλαιών και νέων λογαριασμών και εκκρεμοτήτων. Έκτοτε εξεκίνησεν μια νέα ανακατανομή του κόσμου η οποία είναι εν εξελίξει έως τις ημέρες μας.
Με την λεπτομερή μελέτη της νοτίου κατευθύνσεως της νυν μετασοβιετικής ρωσικής στρατηγικής, ημπορεί κανείς να σκιαγραφήσει ανεπιφυλάκτως κάποιες κατευθυντήριες γραμμές της, που αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην οικοδόμηση της ζητουμένης αντι-ατλαντικής και αντιαμερικανικής «πολυπολικότητος» του κόσμου. Εδώ το θεμελιώδες ζήτημα είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της αμερικανικής στρατηγικής σε αυτήν την υπό εξέταση περιοχή. Η αμερικανική ηγεσία έχει δηλώσει ανεπιφυλάκτως ότι ολόκληρος ο «παγκόσμιος χώρος» είναι πλέον ζώνη των εθνικών συμφερόντων της και ως εκ τούτου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συγκροτήσει μιαν σειρά στρατηγικών για την υπέρ τους ανακατανομή της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων, για κάθε σημείον του πολιτικού χώρου της γης.
Στο παρόν στάδιον, η Ρωσία (δηλαδή ο αναμφισβήτητος κομβικός συστατικός χώρος της Καρδιοαγαίας), έχουσα την πρωτοκαθεδρία στην περιοχήν Καυκάσου – Κεντρικής Ασίας, επηρεάζεται σοβαρώς από τις εξελισσόμενες διαδικασίες στην Μέσην Ανατολή και νοτιοανατολικότερον, ήτοι στην περιοχήν του Ειρηνικού. Συνεπώς θα προσεγγίσουμε τα θέματα της γεωπολιτικής προς δύο κατευθύνσεις, του Νότου και της Ανατολής. «Νότος» κατά μήκος της νοητής «γραμμής του Πακιστάν» : Από την Αίγυπτο και την Συρία έως το Πακιστάν και «Ανατολή» από την Ινδίαν έως την περιοχήν του Ειρηνικού (Ιαπωνία).
Επισημαίνεται ότι, η Μέση Ανατολή δεν αποτελεί αφ΄εαυτής έναν ενιαίον γωγραφικώς χώρον, αλλά περισσότερον προσδιωρίζετο και προσδιορίζεται από την διαδραστικήν σχέση της με την Δύση. Επι πλέον, για πρώτην φορά η Μέση Ανατολή έχει κατορθώσει να μετασχηματίσει τις πολιτικές κατηγορίες της «Δεξιάς» και της «Αριστεράς» στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επάγουσα βαθείς ιδεολογικούς, γεωπολιτικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, λόγω των πολυεπιπέδων και πολυσυθέτων εξελίξεων που ηκολούθησαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Αυτό το δρώμενον αποτελεί μίαν ουσιώδη θεωρητική καινοτομία, καθώς για πρώτην φορά ερευνητές επιχειρούν να συνδυάσουν αμφιμονοσημάντως την ιστορίαν της πολιτικής σκέψεως μεταξύ Δύσεως και Μέσης Ανατολής και ενίοτε αποπειρώνται να εκφύγουν της κυριάρχου πολιτικής ορθότητος.
Για την Μέσην Ανατολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το ιδικόν τους Μείζον Σχέδιον, («Great Project»), το Σχέδιον της «Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής» («Greater Middle East Project»). Αυτό προβλέπει τον …. υποβοηθούμενον από την Δύση «εκδημοκρατισμόν» και τον «εκσυγχρονισμόν» των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, καθώς και μιαν αλλαγή στην δομή των εθνικών κρατών στην περιοχή (πιθανή διάλυση του Ιράκ, εμφάνιση ενός νέου κράτους του Κουρδιστάν, πιθανήν διάλυση – ανασύσταση της Τουρκίας κ.λπ.). Γενικώς, η «κεντρική ιδέα» του … σκοτεινού αυτού έργου είναι η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η αποδυνάμωση των θέσεων των ισλαμικών καθεστώτων και των χωρών με ιδιαιτέρως ανεπτυγμένον αραβικό εθνικισμό (Συρία) και η προώθηση της βαθυτέρας εισαγωγής παγκοσμιοποιητικών προτύπων στην παραδοσιακή θρησκευτική δομή των κοινωνιών της εν λόγω περιοχής.
Η «Ευρυτέρα Μέση Ανατολή» είναι όρος ο οποίος χρησιμοποιείται τα τελευταία έτη και εισήχθη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπως δε μαρτυρά η ονομασία του αναφέρεται σε μιαν ευρυτέρα προσέγγιση της γεωγραφικής περιοχής της Μέσης Ανατολής, κυρίως από πολιτικήν σκοπιά και δίχως να διαθέτει σαφή στενά γεωγραφικά όρια : Περιλαμβάνει πέραν από χώρες της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Κατάρ, Κουβέϊτ, Λίβανος, Μπαχρέϊν, Παλαιστινιακά Εδάφη, Σαουδική Αραβία, Συρία, Ομάν και Υεμένη, Ισραήλ, Τουρκία και ….. Κύπρος), και άλλες, κυρίως μουσουλμανικές, χώρες της ευρυτέρας περιοχής, κυρίως της βορείου και βορειοδυτικής Αφρικής (Αλγερία, Λιβύη, Μαρόκο, Τυνησία, Δυτική Σαχάρα, Μαυριτανία, δηλαδή τις χώρες του «Μαγκρέμπ») καθώς και άλλα αφρικανικά κράτη, όπως το Σουδάν και την Σομαλία, αλλά και μερικές φορές ανατολικότερες ασιατικές χώρες, όπως το Αφγανιστάν και το Πακιστάν ή ακόμη αλλά και ολόκληρον την Κεντρικήν Ασία.
Ειδικότερον η Τουρκία, παρ’ όλον που γεωγραφικώς ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ασία, ένεκα του κατεχομένου μικρού τμήματος ευρωπαϊκού εδάφους της, κατατάσσεται άλλοτε στην Μέσην Ανατολή, και άλλοτε στην Ευρώπην (!), ομοίως προς το Ισραήλ (όπου αυτό συμβαίνει για πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς λόγους). Όμως περί την Μέσην Ανατολή «κόπτεται» τα μάλιστα, ελέω της αμέσου γειτνιάσεώς της με χώρες εξόχως σημαίνοντος ενδιαφέροντος για αυτήν.
Η Μεγαλόνησος Κύπρος ως νησιωτική χώρα ευρισκομένη στην ανατολικήν Μεσόγειο και παρ’ ότι γεωγραφικώς κρίνεται ότι συμπεριλαμβάνεται στην Ασία και στην Μέσην Ανατολή, θεωρείται αδιαμφισβητήτως ευρωπαϊκόν κράτος με στενούς εθνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, γλωσσικούς, πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με την Ελλάδα και την Γηραιάν Ήπειρο, ανήκουσα ουσιαστικώς στον «Δυτικόν κόσμο», ούσα και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η «ελληνική Μεγαλόνησος» αποτελεί μείζον ζήτημα της τουρκικής γεωπολιτικής, όπως καταφαίνεται στο διαβόητον ευαγγέλιον του Νέο-Οθωμανισμού «Στρατηγικόν Βάθος» του Νταβούτογλου, από όπου επιλέγουμε ενδεικτικώς τα ακόλουθα συναφή σημεία :
«”Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας: η Κύπρος” (ως τίτλος υποκεφαλαίου). «….Η Κύπρος, κατέχουσα κεντρικήν θέση εντός της παγκοσμίου ηπείρου μέσα, ευρισκομένη σχεδόν σε ίσην απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, ευρίσκεται μαζί με την Κρήτη επί μίας γραμμής που τέμνει τις οδούς θαλασσίου διελεύσεως. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών (τα οποία χωρίζουν Ευρώπη και Ασία), και της Διώρυγος του Σουέζ, η οποία χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ συγχρόνως έχει την θέση μιας σταθεράς βάσεως και ενός αεροπλανοφόρου, που συλλαμβάνει τον σφυγμόν των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Ορμούζ, ομού με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι σημαντικότερες οδοί συνδέσεως Ευρασίας-Αφρικής».
«….Μια χώρα η οποία αγνοεί την Κύπρον δεν δύναται να είναι ενεργός στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Στις παγκόσμιες πολιτικές δεν ημπορεί να είναι ενεργός, διότι αυτό η μικρά νήσος κατέχει μια θέση που (ημπορεί να) επηρεάζει ευθέως τις στρατηγικές συνδέσεις μεταξύ Ασίας – Αφρικής, Ευρώπης – Αφρικής και Ευρώπης – Ασίας. Στις περιφερειακές πολιτικές (μία τέτοια χώρα) δεν ημπορεί να είναι ενεργός, διότι η Κύπρος, με την ανατολική της “μύτη” στέκειι ως βέλος εστραμμένο προς την Μέσην Ανατολήν, ενώ με την δυτικήν ράχη της αποτελεί την θεμελία λίθο των στρατηγικών ισορροπιών οι οποίες υπάρχουν στην Ανατολικήν Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στην Βόρειον Αφρική»
«….Η Τουρκία, επηρεαζομένη λόγω θέσεως από πολλές ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την Κυπριακήν της πολιτικήν, θέτουσα αυτήν εκτός της τουρκο-ελληνικής εξισώσεως. Η Κύπρος με αυξανομένη ταχύτητα καθίσταται ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής – Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας – Ανατολικής Ευρώπης). Η Κυπριακή πολιτική (της Τουρκίας) πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα νέο στρατηγικόν πλαίσιο, με τρόπον αρμόζοντα σε αυτό το νέο στρατηγικόν πλαίσιο. Στο ζήτημα της Κύπρου, από πλευράς Τουρκίας, η σημασία ημπορεί να εντοπισθεί σε δύο κυρίους άξονες. Ο ένας εξ αυτών είναι ο άξων της ανθρωπίνης αξίας, προσανατολισμένος στην κατοχύρωση της ασφαλείας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητος, ως αποτέλεσμα της ιστορικής ευθύνης της Τουρκίας.»
«…Μια αδυναμία (της Τουρκίας) η οποία θα φανερωθεί στο θέμα της ασφαλείας και προστασίας της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου ημπορεί να εξαπλωθεί ως κύμα στην Δυτική Θράκη και στην Βουλγαρία, μάλιστα δε ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στην Βοσνία. Ο δεύτερος σημαντικός άξων του Κυπριακού είναι η σημασία που έχει αυτή η νήσος από γεωστρατηγικής απόψεως…… Ακόμη και εάν δεν υπήρχεν κανείς μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει ένα Κυπριακόν ζήτημα. Καμμία χώρα δεν ημπορεί να μείνει αδιάφορος απέναντι σε μία τέτοια νήσον, ευρισκομένην εντός της καρδίας του ιδίου του ζωτικού της χώρου.»
«….Την Κύπρον δεν ημπορεί να την αγνοήσει καμμία περιφερειακή ή παγκόσμιος δύναμη διενεργούσαι στρατηγικούς υπολογισμούς στην Μέσην Ανατολή, στην Ανατολικήν Μεσόγειο, στο Αιγαίον, στο Σουέζ, στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο. Η Κύπρος ευρίσκεται σε τόσον ιδανικήν απόσταση από όλες αυτές τις περιοχές, ώστε διαθέτει την ιδιότητα μιας παραμέτρου ικανής να επηρεάζει ευθέως την καθεμίαν από αυτές. Το στρατηγικόν πλεονέκτημα που απέκτησεν η Τουρκία στην δεκαετία του 1970 επ’ αυτής της παραμέτρου, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείον μιας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχον την διαφύλαξη του status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας επιθετικής θαλασσίας στρατηγικής διπλωματικής φύσεως».
Όταν τα αμερικανικά στρατεύματα, το 2003, ανέτρεπαν το μπααθικόν καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν οι εμπαθείς πολεμοκάπηλοι «νεοσυντηρητικοί» της κυβερνήσεως Mπους έβλεπαν προς Ανατολάς, σκεπτόμενοι σοβαρώς το ενδεχόμενον επεκτάσεως του πολέμου και της συνακολούθου επιθυμητής ανατροπής της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Επιπλέον, η επιδιωχθείσα καθεστωτική αλλαγή και στην Συρία υπήρξεν σαφώς μία στρατηγική τους επιλογή. Ήταν η περίοδος που οι σύμβουλοι του Τζορτζ Μπους επίστευαν ακόμη ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου οι Παλαιστίνιοι να αποδεχθούν την οποιανδήποτε συμφωνία με το Ισραήλ, υποχωρούντες εμπρός στα επιτεύγματα της φιλοϊσραηλινής Ουάσινγκτον και στην εδραίωσή της …. αμερικανικού τύπου, «δημοκρατίας» στο πολύπαθο Ιράκ. Με την «διακριτική προστασία» της αμερικανικής υπερδυνάμεως, η ειρήνη και τα δημοκρατικά ιδεώδη θα επεξετείνοντο και στον υπόλοιπον αραβικό κόσμο. Έτσι θρασέως εγεννήθησαν και η αστήρικτος ιδέα-σύνθημα «Ευρυτέρα Μέση Ανατολή» (Greater Middle East) και το σχέδιον …. αναγκαστικού «εκδημοκρατισμού» της Μέσης Ανατολής (και δίχως την θέληση των λαών της).
Τα πράγματα, όμως, εξελίχθησαν διαφορετικώς. Οι Αμερικανοί εκαθηλώθησαν από την αντίσταση των σουνιτών στο Ιράκ. Τα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράν σήμερον παρουσιάζονται λίαν ισχυρότερα στο εσωτερικόν των χωρών τους απ΄ ό,τι το 2003, ενώ, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι παραμένουν μακράν της ειρήνης όσον και το 2003. Επίσης, το φαινόμενον της διεθνούς τρομοκρατίας δεν εξηλείφθη. H εισβολή στο Ιράκ και το αιματηρόν χάος που επισυνεσώρευσεν η φερ΄ειπείν «Αραβική Άνοιξη», στην Συρία και στην Λιβύη, μάλλον ηύξησαν τον αριθμό των ισλαμιστών εθελοντών, που θνήσκουν προθύμως ώστε να πλήξουν την όποια σταθερότητα στα κράτη της Μέσης Ανατολής αλλά και της Δύσεως αυτής καθαυτήν.
Σήμερον, πολλοί στον δυτικό κόσμο αναπτύσσουν ως βασικόν επιχείρημα το ότι η εξόφθαλμος άγνοια και έλλειψη κατανοήσεως της απειλής όπως εξεδηλώθη με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σε συνδυασμόν με τις μη ρεαλιστικές αντιλήψεις σχετικώς με τις δυνατότητες της αμερικανικής κυβερνήσεως (που διεχειρίσθη τότε την κατάσταση, ως η πληγείσα «Δυτική Ηγέτις Δύναμη» μετά από εκείνο το όντως κορυφαίον γεγονός), καθώς επίσης και ο όλως εσφαλμένος τρόπος με τον οποίον εξέλαβαν στον δυτικόν κόσμο τις αραβικές εξεγέρσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2010, έχουν προκαλέσει κατά το πλείστον το τρέχον, διεσπαρμένο, μεσανατολικό … πολυμορφικόν χάος.
Πολλές από τις φιλελεύθερες ιδέες καθώς επίσης και διάφορα φιλόδοξα προγράμματα για την δημιουργίαν της «Νέας Μέσης Ανατολής», ήτοι ….. για την προώθηση της «Δημοκρατίας», της «κοινωνίας των πολιτών», των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», εβασίσθησαν εξ αρχής σε ψευδαισθήσεις με αναπόφευκτες γεωπολιτικές συνέπειες. Τα πολιτισμικά, πληθυσμιακά, στρατιωτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά συστατικά της Μέσης Ανατολής οδηγούν σε ζοφερά γεωπολιτικήν ανάλυση και περιορίζουν τις γεωστρατηγικές λύσεις. Το κορυφαίον μεταπολεμικόν ζήτημα των Μεσανατολικών Σπουδών παραμένει άλυτον υπό τις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες. Δεν έχει σχηματοποιηθεί μία αποδεκτή ταυτοποίηση των δεδομένων που καθιστούν διαρκώς πλέον ασυμβίβαστον και εχθρικήν την Μέσην Ανατολή προς την αποδοχή και υιοθέτηση των δυτικών ιδεών.
Οι πολύπαθοι λαοί της μεσανατολικής περιοχής ευρίσκονται αντιμέτωποι με τις φονικές και βάρβαρες στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες με διάφορα ιδεολογικά προσχήματα και «οράματα», προωθούν τα γεωστρατηγικά τους σχέδια, διαγκωνιζόμενες εμφανώς και κρυφίως μεταξύ τους, πότε υποστηρίζουσες και πότε ανατρέπουσες τα καθεστώτα της περιοχής και προβάλλουσες την ισχύν τους. Οι παγκόσμιοι και περιφερειακοί δρώντες επιδιώκουν αδιστάκτως να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα, παύοντες τυχούσες διεθνείς εθνοτικές και θρησκευτικές «εκκρεμότητες», δημιουργούντες νέα ζητήματα και συνεχώς διεκδικούντες αύξηση της επιρροής τους, περαιτέρω διείσδυση και αδίστακτον έλεγχον στις οικονομίες των δυστήνων χωρών της περιοχής. Κλιμακούνται σκληροί ανταγωνισμοί με στόχο να διαμοιράζονται οι σφαίρες επιρροής, οι αγορές και η ενέργεια, ενώ όπου εξοντώνονται αθώοι οι εμπλεκόμενοι αυθέντες και οι εκάστοτε εντόποιοι ακόλουθοί τους ζητούν υποκριτικώς τον σεβασμό των διεθνών ανθρωπιστικών κανόνων κυρίως ως προς την …..προστασίαν των αμάχων !
Αρκεί κάποιος μόνον να σκεφθεί την φρενήρη αστικοποίηση που βιώνει η Μέση Ανατολή στις τελευταίες δύο δεκαετίες : Αυτή οδηγεί σε μαζικήν συρροή στις πόλεις όχι μόνον μαζών δυστυχών πενομένων ατόμων, αλλά κυρίως εκατομμυρίων ανέργων και εντόνως ανησύχων νέων, η οργίλη απογοήτευση των οποίων αυξάνεται εκθετικώς. Οι σύγχρονες ευχερείς επικοινωνίες (διαδίκτυον και κινητή τηλεφωνία) εντείνουν την ρήξη τους με την παραδοσιακήν εξουσία και τους εξωθούν να εχθρεύονται συνεχώς περισσότερον τόσον το πολιτικόν σύστημα της χώρας τους όσον και κυρίως την παγκόσμιον «ανισότητα», παράγωγο της Δύσεως, καθιστώσες τους έτσι δεκτικοτέρους σε ποικίλες αντικαθεστωτικές και εξτρεμιστικές συνεγέρσεις, αλλά και σε εξεγερτικές «αντιδυτικές» κινητοποιήσεις.
Ποίες δυνάμεις και ποία κράτη θα διαχειρισθούν εν τέλει αυτήν την εξόχως «εύφλεκτον μεσανατολικήν μάζα» είναι άγνωστον. Είναι όμως βέβαιον, δίχως θεωρητικά ή ερμηνευτικά κενά, ότι η Τουρκία, με νέο-οθωμανικό, κεμαλιστικό ή ισλαμιστικό πρόσημον είναι και θα παραμείνει, «φύσει, θέσει και προθέσει», ευρέως και βαθέως εμπεπλεγμένη με το μεσανατολικόν δρώμενο, επιδιώκουσα οιονεί να ηγεμονεύει.
Και τούτη η διαπίστωση ούσα ανεξάρτητος από την εθνοστραφή και εθνοκεντρική πολιτική μας αντίληψη, δεν απορρέει από την οιαδήποτε εθνικιστική κοσμοθέαση αλλά αποτυπώνει ακριβώς την ιστορικήν εμπειρία.
Η ανεπίγνωστη ανοχή και η συναινετική υπαναχώρηση δεν ημπορούν να εξαλείψουν την προμελετημένη απληστία.
Α. Κωνσταντίνου