ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΣ ΕΝΘΕΟΣ» ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΣ

Η αρχική θεμελίωση του ανορθολογισμού, υπό την έννοιαν της θεμελιώδους του επεξεργασίας, αποδίδεται στον Γερμανό φιλόσοφο Αρθούρο Σοπενχάουερ (1788-1860). Ο Σοπενχάουερ υπήρξεν γνωστός για την κρυστάλλινη φιλοσοφική του διαύγεια και τον αθεϊστικό «παθητικό πεσιμισμό» του. Στο σημαντικότερον έργον του «Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση», ετόνισε τον ρόλο του κυρίου κινήτρου της δράσεως των ανθρώπων, το οποίον ονόμασε «Βούληση» (Wille). Αυτή είναι μια μεταφυσική οντότης η οποία ελέγχει όχι μόνον τις πράξεις του ατόμου, αλλά εν τέλει και όλα τα παρατηρήσιμα φαινόμενα (είναι δηλαδή ταυτόσημος με ότι ο Ιμμάνουελ Καντ ονόμαζεν «πράγμα καθαυτό»).

Ο πολύς φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι, συνολικώς ο κόσμος μας οδηγείται από μία διαρκώς ανικανοποίητο βούληση, καθώς αυτή αναζητά συνεχώς την ατέρμονα ικανοποίησή της και «εν ημίν». Επίστευεν πως οι άνθρωποι υποκινούνται από τις βασικές επιθυμίες καθαυτές, ή από την «Βούληση προς το ζην» (Wille zum Leben), η οποία και κατευθύνει ολόκληρο την ανθρωπότητα. Για τον Σοπενχάουερ, η ανθρωπίνη επιθυμία είναι ματαία, άλογος, όσον και ακαθοδήγητη, συνεπώς δε κατ’ επέκταση, αυτό ισχύει για το σύνολον της ανθρωπίνης δράσεως. Η ανάλυση της Βουλήσεως τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες ποτέ δεν ημπορούν να εκπληρωθούν ολοσχερώς. Αυτό είχεν ως αποτέλεσμα να κατατείνει προς έναν ιδιάζοντα αναχωρητικό – ασκητικό τρόπο ζωής, απορρίπτοντα τις ανθρώπινες επιθυμίες, ιδιότυπον υβρίδιο της Βουδιστικής θεωρίας και των Ιερών Βεδών.

Κατ’ αυτόν η «Βούληση», η ανθρωπίνη επιθυμία και η θέληση προκαλούν εν τέλει πόνο και ανέχεια. Ένας προσωρινός τρόπος ώστε να απαλλαγεί κάποιος από τον πόνο είναι η αισθητική περισυλλογή. Πέραν της πλήρους εξαλείψεως του «θέλειν», τούτος είναι ο αμέσως προσφορότερος τρόπος καταστολής της βουλήσεως. Επίσης, η ολική απορρόφηση στον κόσμο νοούμενο «ως Παράσταση», μέσω της αναπαραγωγής της πραγματικότητας από το έργο τέχνης, σώζει τον άνθρωπο από τον κόσμον «ως Βούληση», ο οποίος είναι ο καθαυτό κόσμος. Η μουσική κατέχει μείζονα θέση στην αισθητική θεώρηση του Σοπενxάουερ, καθώς λόγω της εξαιρετικής της αφαιρετικότητος, αυτή δεν εδράζεται σε κάποιο φαινομενολογικό παραστατικό μέσον. Η μουσική αναπαριστά αισθητικώς αδιαμεσολάβητο την Βούληση καθεαυτήν, προφανώς δε όχι όπως παρουσιάζεται αυτή υπό του ευτελούς ατομικιστικού πρίσματος. Δηλαδή, συμφώνως προς τον Σοπενxάουερ η μουσική είναι η μόνη τέχνη η οποία δεν αντιγράφει απλώς ιδέες, αλλά αποτελεί η ιδία την ενσάρκωση της Βουλήσεως.

Η εκ μέρους του μεταφυσική ανάλυση της Βουλήσεως, η σαφής άποψή του περί κινήτρου και επιθυμίας, όπως βεβαίως και ο αποφατικός – αφοριστικός τρόπος γραφής του επηρέασαν σαφώς τον μέγιστο μεταναγεννησιακό των φιλοσόφων και εφάμιλλο των προσωκρατικών στοχαστών προγόνων μας, τον Φρειδερίκο Νίτσε.
Ο Νίτσε ήταν αυτός που εμορφοποίησεν αποφασιστικώς το ανορθολογικό συγκρότημα, (σε ολόκληρο το τιτάνιον ύψος του) ώστε αυτό να τεθεί στην υπηρεσία της φιλοσοφίας. Με αυτήν την κομβική διάσταση του έργου του συνδέεται αρρήκτως η διαρκής φιλοσοφική και πνευματική επιρροή του καθ’ όλον τον 20ον και στις αρχές του 21ου αιώνος, έως τούδε.

Η πυρηνική διαφορά μεταξύ Σοπενχάουερ και Νίτσε, τουλάχιστον από απόψεως ουσίας, είναι πράγματι μηδαμινή και εντελώς ασήμαντος. Αποτυπούται σαφέστατα στην ιδιάζουσα κριτική την οποίαν ασκεί ο Νίτσε στην αισθητική περισυλλογή, στην αυτόβουλο παραίτηση και στον συνακόλουθο «παθητικό μηδενισμό» του Σοπενχάουερ.
Κριτική συμφώνως προς την οποίαν «είναι προτιμότερον κανείς να θέλει το τίποτα, από το να μην θέλει τίποτα».
Ο Νίτσε αντιπαραθέτει έτσι με σαφή, πυκνό και απλούστατο συνοπτικό τρόπο στο παθητικό «τίποτα» του Σοπενχάουερ (δηλαδή το «να μην θέλουμε τίποτα») ένα ενεργητικό, ένα δραστικό αν και καταστροφικό τίποτα (δηλαδή «να θέλουμε το τίποτα»), τουτέστιν επάγει μια διαφορά ανάλογη της προτιμήσεως προς την ηφαιστειακή έκρηξη, αντί του χαίνοντος κρατήρος του ανενεργού ηφαιστείου.

Ο Νίτσε είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος που υπερεπήδησε επιδεικτικώς την οντολογική παράδοση της Δύσεως, καταγγέλλων σφόδρα τον Ορθόν Λόγο για βαρύτατα παραπτώματα, ένα των οποίων είναι και η διαστροφή της «Θελήσεως για δύναμη».

Ψηλαφούντες την θεωρία του Νίτσε, πρέπει να ειπούμε ότι γιά αυτόν η «Θέληση για δύναμη» (Wille zur Macht) είναι η μόνη ουσιαστική δύναμη επάνω στην Γη, η δύναμη η οποία κινεί όλα τα όντα και τα εξωθεί αενάως να συνδυάζονται, να αλληλοσυγκρούονται, να ενώνονται, να αναμειγνύονται. Όπως γράφει στο «Πέραν το καλού και του κακού» : «…η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, βλάβη, καθυπόταξη του ξένου και του ανισχύρου, καταπίεση, σκληρότης, εκμετάλλευση … δηλαδή “Θέληση για δύναμη”».

Επειδή τα όντα εκ φύσεως είναι άνισα, δεν έχουν την ίδια δύναμη, ο κόσμος συνιστά μιαν ιεραρχική τάξη από του ανωτέρου έως το κατώτερο, μια τάξη ρευστή και επιδεχομένη ακατάπαυστες αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδος αυτών των «Θελήσεων για δύναμη» ευρίσκεται βεβαίως ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει την εξουσία του επί της φύσεως και επί των ομοίων του. Το στοιχείον που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο «ανταγωνισμός» (εκ του αρχαίου ελληνικού «Αγών», δηλαδή το δρώμενο αυτό που δεν επέτρεπε στον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν εσκέπτετο «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι, ενώ πολλοί μελετητές θεωρούν τον «οστρακισμό» ο οποίος ελάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα ως κοινωνικοηθική εκμηδένιση του ατόμου, αντιθέτως ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός, διότι όταν ένα άτομο υπερβαίνει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την Λαϊκή Κοινότητα «προκειμένου να επαναρχίσει το παίγνιο των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».

Κατά τον Νίτσε, η ισχυροτέρα «Θέληση για δύναμη» είναι η πλέον πνευματική, δηλαδή εκείνη η οποία χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή τους «Χαρωπούς δημιουργούς». Αυτοί οι άνθρωποι -μαζί με τους μαθητές ή οπαδούς τους- προβαίνουν σε ρηξικέλευθες επαναξιολογήσεις των ανθρωπίνων αξιών, ιδεών και πραγμάτων, οπότε έτσι προτείνουν ένα νέο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων, αναπόσπαστο όμως από έναν σαφή πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή από έναν πίνακα που εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία πρέπει να αφεθούν οριστικώς κατά την δεδομένη στιγμή.

Οι χαρωποί δημιουργοί εκφράζουν αβιάστως είτε μια «θετική» ή μιαν «αρνητική» «Θέληση για δύναμη».
Θετική είναι καθεμία που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική οποιαδήποτε «Θέληση για δύναμη» η οποία δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής, ασεβεί προς αυτήν και την υποτιμά.
Ο ανυπέρβλητος στην πολυσυνθετικότητα και στο βάθος του Γερμανός στοχαστής ακολουθών αρχικώς τον δρόμο που διάνοιξε ο Σοπενχάουερ, θα μετατοπισθεί κατόπιν κατά πολύ. Θα ομιλήσει για τα ένστικτα, ενώ θα προλειάνει το έδαφος και για την ανακάλυψη του ασυνειδήτου, εκθέτων το τεράστιο λάθος επί του οποίου εκτίσθησαν η δυτική φιλοσοφία και ηθική, ήτοι τον λογικόμορφο και δήθεν αιτιολογημένο, άκοπο και ευχερή «μετασχηματισμό» των γεγονότων σε ουσίες και των ιστορικών συνθηκών σε μεταφυσικές γεννήτριες.

Κατηγορηματικός όσον αφορά στον περιορισμένο χαρακτήρα της δυτικής μεταφυσικής, προέβη σε τολμηρότατο άνοιγμα στον χώρο των αξιών, διανοίγων προφητικώς τον δρόμο στην σύγχρονό μας «μετανεωτερικότητα», πολύ πριν αυτή αναλάβει να διεκπεραιώσει το τόσον πολυσύνθετο και πολυσυζητημένο της έργο.

Ωστόσον, η νιτσεϊκή μετατόπιση από την σοπενχαουεριανή εισαγωγή, είναι ιδιοτρόπως σημαντική καθώς αντικατοπτρίζει και αποτυπώνει την διαφορά ανάμεσα στους φορείς της Παραδόσεως που απλώς έχουν αναχωρητικώς παραιτηθεί από την ιστορική εξέλιξη και στους φορείς της Παραδόσεως που αγωνίζονται επιμόνως και ενεργώς να καταστρέψουν με κάθε μέσον την υπονόμευση, την παρακμή, τον εκφυλισμό και την αποσύνθεση, έστω και αν αυτό σημάνει την καταστροφή τους και τον χαλασμό της ανθρωπότητος. Η άποψη και η στάση του Σοπενχάουερ αντιστοιχεί στην πρώτη φάση, ενώ εκείνη του Νίτσε ενσαρκώνει ιδεωδώς την δευτέρα. Εκφράζει εκείνη την ζώσα και ενεργό μερίδα των Παραδοσιακών Δυνάμεων των Εθνών, η οποία διακηρύσσει και αποπειράται πάση δυνάμει να πραγματώσει το «Θάνατος πριν την Ατίμωση !»

Ήδη τα πρώτα έργα του, όπως «Η Γένεση της Τραγωδίας» και «Η Γέννηση της Φιλοσοφίας», εμπεριέχουν με μιαν εμβρυώδη έννοια, την στοιχειακή ύπαρξη εκείνων των πολυσυνθέτων και πολυεπιπέδων τάσεων, από την συνάρθρωση και ζύμωση των οποίων θα οικοδομηθεί αργότερον ο αδαμάντινος ανορθολογισμός του. Περιέχουν πολυάριθμες οξυδερκέστατες κρίσεις και διαπιστώσεις του για πνευματικά ρεύματα και μεγάλους στοχαστές της Ελληνικής αρχαιότητος, φωτιζόμενα πανοραμικώς από την λανθάνουσα ανορθολογική κλίση του ρωμαλέου του πνεύματος.

Στο πρώτο σημαντικό έργο του «Η Γένεση της Τραγωδίας», καταδεικνύεται η οξυτάτη νιτσεϊκή αίσθηση αντιλήψεως της συλλήβδην ιστορικής εξελίξεως και ειδικότερον της τέχνης. Εστιάζων στην κατ’ αυτόν αντίθεση μεταξύ του «Διονυσιακού» (ενστικτώδους) και του «Απολλωνίου» (ορθολογικού) στοιχείου και αναγνωρίζων ως φορείς του τελευταίου τον Σωκράτη και τους μετέπειτα στοχαστές και δραματουργούς (Πλάτων, Ευριπίδης, κλπ.), εκτιμά ότι το Απολλώνιο ορθολογικό δρώμενο εμπεριείχε και θετικό περιεχόμενο.

Επισημαίνων την σωκρατική αρχή : «Η γνώση είναι αρετή» και διαπιστώσας ότι ο ιδιότυπος αισθητικός «σωκρατισμός» του Ευριπίδου εξεφράζετο πλήρως στο «Το κάθε τι για να είναι ωραίο πρέπει να κατανοητό», ο Νίτσε προσέθεσεν: «Αν έτσι πρέπει να δεχθούμε μιαν “αντιδιονυσιακή” τάση η οποία λειτουργεί ακόμη και προ του Σωκράτους και η οποία με αυτόν απλώς προσέλαβεν μιαν άνευ προηγουμένου εξαισίαν έκφραση, δεν πρέπει να ταλαντευόμεθα στο ερώτημα του τι υποδεικνύει ένα τέτοιο φαινόμενο όπως ο Σωκράτης, διότι ενόψει των Πλατωνικών Διαλόγων ασφαλώς δεν έχουμε το δικαίωμα να το θεωρήσουμε απλώς ως μιαν αποσυνθετική, αρνητική δύναμη»

Ενώ στην Γένεση της Τραγωδίας, ο Νίτσε επικρίνει υπερβολικώς και εν τέλει αστόχως τον Πλάτωνα ότι γενικώς κατεδίκασε την τέχνη και την τραγωδία, περαιτέρω αναγνωρίζει διορατικώς ότι : «ο Πλάτων έχει προσφέρει στις μετέπειτα εποχές το πρότυπον μιας νέας καλλιτεχνικής μορφής, το πρότυπον του μυθιστορήματος». Εκφαίνει συνεπώς μιαν ευστοχοτάτη ουσιαστικώς διαπίστωση, η οποία μάλιστα μας εξηγεί επαρκώς και την βαθυτάτη επίδραση του Πλάτωνος από την Αναγέννηση και ένθεν.

Ωστόσον, οι ορθές αυτές κρίσεις του επικαλύπτονται εν πολλοίς από την «εμπαθή» προτίμηση του στο Διονυσιακό, καθώς το προαναφερθέν έργο καταλήγει με την διθυραμβική διακήρυξη της προτιμήσεως αυτής, θεμελιώδες στοιχείον της κατοπινής απολογίας του υπέρ της ενστικτώδους και ανορθολογικής συμπεριφοράς με στοιχεία αρχεγόνου «ευγενούς βαρβαρότητος» :

Ευρισκόμενος απέναντι στην «καταστροφική για την ζωή φύση της σωκρατικής αισιοδοξίας … ο ιππότης ακόμη ονειρεύεται τον αρχέγονο διονυσιακό μύθο του και μιαν ημέρα θα αφυπνισθεί !»

Α. Κωνσταντίνου

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok