Ακολουθεί μια λεπτομερής ανάλυση του πλαισίου γύρω από το σκάνδαλο της πληρωμής προ-Ισραηλινών influencers, αποκάλυψη βασισμένη σε έγγραφα του Νόμου για την Καταχώριση Πρακτόρων Υπερπόντιων Κυβερνήσεων (FARA) και στην μεταγενέστερη δημοσιογραφική κάλυψη.
Η Αποκάλυψη: Έγγραφα FARA
Η ιστορία προέρχεται από έγγραφα που κατατέθηκαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σύμφωνα με τον Νόμο για την Καταχώριση Πρακτόρων Υπερπόντιων Κυβερνήσεων (FARA). Αυτός ο αμερικανικός νόμος απαιτεί από άτομα και οντότητες που δρουν ως πράκτορες ξένων κυβερνήσεων να δηλώνουν την σχέση, τις δραστηριότητες και τις οικονομικές τους συναλλαγές.
Το όχημα σε αυτή την περίπτωση είναι μια εταιρεία με βάση τις ΗΠΑ, η Mindspace, που είχε δηλώσει ως βάση την Ουάσινγκτον. Η Mindspace λοιπόν, προσελήφθη από το Υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ.
1. Η δήλωση συνεργασίας με το Ισραήλ στην FARA, χρονολογείται στα τέλη του 2023, και περιέγραφε ένα συμβόλαιο στο οποίο η Mindspace ανέλαβε μια καμπάνια για την «ενίσχυση της δημόσιας διπλωματίας του Ισραήλ και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας διεθνώς».
2. Η Στρατηγική: Μέρος αυτής της καμπάνιας περιελάμβανε την πρόσληψη Αμερικανών influencers των social media για να δημιουργήσουν και να δημοσιεύσουν περιεχόμενο που παρουσίαζε το Ισραήλ υπό θετικό πρίσμα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του πολέμου του με την Χαμάς μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου.
3. Οι Πληρωμές: Οι συναλλαγές περιλαμβάνουν τιμολόγια συνολικού ποσού 900.000 δολαρίων. Μέσα σε αυτά τα τιμολόγια υπήρχαν καταχωρήσεις που ανέφεραν πληρωμές σε συγκεκριμένους influencers. Το πιο εντυπωσιακό ποσό ήταν 7.020 δολάρια ανά δημοσίευση για κάποιους influencers σε πλατφόρμες όπως το Instagram και το TikTok.
4. Ο Στόχος: Ο δηλωμένος στόχος ήταν να προσεγγίσουν κοινό, ιδιαίτερα νεότερους δημογραφικούς πληθυσμούς (Generation Z και Millennials όπως τους αναφέρει), που είναι λιγότερο προσιτοί μέσω των παραδοσιακών μέσων. Το περιεχόμενο όφειλα να εστιάζει «στην ανθρωπιά των στρατιωτών» και στην οπτική του Ισραήλ για τα γεγονότα.
Αυτή η πρακτική, αν και δόλια, δεν είναι μοναδική στο Ισραήλ. Πολλά έθνη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, ασχολούνται με παρόμοιες επιχειρήσεις επιρροής. Ωστόσο, η διαφάνεια που απαιτεί ο νόμος FARA έφερε αυτή τη συγκεκριμένη καμπάνια στο φως της δημοσιότητας.
Οι κυβερνήσεις συχνά αισθάνονται ότι η κάλυψη από τα παραδοσιακά μέσα δεν καταφέρνει να πείσει επιθετικά και πληρώνοντας influencers, μπορούν να ελέγξουν την αφήγηση πιο άμεσα και να παρουσιάσουν ελεγχόμενο περιεχόμενο.
Ένας influencer με μια μεγάλη, αφοσιωμένη κοινότητα μπορεί να παρουσιάσει το περιεχόμενο με πιο «αυθεντικό» και σχετικό τρόπο από μια επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση, κάνοντας το μήνυμα πιο πειστικό και διεισδυτικό.
Πλατφόρμες όπως το TikTok και το Instagram είναι οι κύριες πηγές ειδήσεων για τις νεότερες γενιές, κάνοντάς τες κρίσιμο πεδίο μάχης για την δημόσια γνώμη.
Η αποκάλυψη προκάλεσε σημαντική κριτική, η οποία μπορεί να αναλυθεί σε πολλά σημεία:
Κριτικοί, όπως η Ana Kasparian, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια κρατική προπαγάνδα που μεταμφιέζεται ως «οργανικό» διαδικτυακό περιεχόμενο. Η παραπλάνηση του κοινού είναι σκανδαλώδης αφού οι influencers δεν αποκάλυπταν στο κοινό τους ότι οι αναρτήσεις τους πληρώνονταν από μια ξένη κυβέρνηση, αλλά τις παρουσίαζαν ως δικές τους εκτιμήσεις και έρευνες.
Ο νόμος FARA απαιτεί από τον πράκτορα (Mindspace) να δηλώνει την συνεργασία με ξένες κυβερνήσεις, αλλά δεν απαιτεί τους «εργολάβους influencers» να συμπεριλαμβάνουν μια δήλωση «πληρωμένης συνεργασίας» σε κάθε δημοσίευση.
Το κεντρικό επιχείρημα της Kasparian που έγινε πήρε τεράστια δημοσιότητα έχει να κάνει με την χρήση χρημάτων Αμερικανών φορολογουμένων για το Ισραήλ. Το επιχείρημα είναι: Αν το Ισραήλ έχει εκατομμύρια δολάρια να ξοδέψει σε μια εξελιγμένη καμπάνια social media, γιατί χρειάζεται πάνω από 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες; Όσοι κριτικάρουν τέτοιες βρώμικες επιχειρήσεις, υποστηρίζουν ότι τα χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων απελευθερώνουν ουσιαστικά ισραηλινά κεφάλαια για άλλους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων σχέσεων αλλά και της προπαγάνδας.
Η καμπάνια λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια μιας βίαιης σύρραξης. Η πληρωμή influencers για την προώθηση μιας μονομερούς αφήγησης σε πολεμικό χρόνο, όπου η παραπληροφόρηση είναι δεδομένη, είναι ηθικά προβληματική και μπορεί να επιδεινώσει τα πάθη και να διαστρεβλώσει την κατανόηση του κοινού για μια πολύπλοκη κατάσταση.
Ακόμη, η προκλητικά υψηλή πληρωμή ανά δημοσίευση αποτελεί διαφθορά και κατάχρηση κεφαλαίων, που ωφελεί εκτός από το Ισραήλ και τους δημιουργούς περιεχομένου για μια εργασία που είναι ουσιαστικά προωθητική κι όχι όπως παρουσιάζεται ενημερωτική.
Εν κατακλείδι, η ιστορία αποκαλύπτει μια σύγχρονη, ακριβή και δόλια πτυχή των διεθνών σχέσεων και της πολεμικής προπαγάνδας. Αναδεικνύει τις θολές γραμμές μεταξύ δημόσιας διπλωματίας, marketing influencers και κρατικών μηνυμάτων, ενώ ταυτόχρονα θέτει βαθιά ερωτήματα σχετικά με τη χρήση κεφαλαίων, τη διαφάνεια και την ηθική της διαμόρφωσης της δημόσιας γνώμης στην ψηφιακή εποχή.
Για μια ακόμη φορά, εκείνοι που υποτίθεται υπηρετούν το δημόσιο αγαθό ενημέρωσης κι αντικειμενικής πληροφόρησης του κοινού, αυτό που κάποτε ονομαζόταν δημοσιογραφικό λειτούργημα, ενεργούν κακόπιστα, διεφθαρμένα, εξαγορασμένοι και με δόλιο στόχο την αντικατάσταση της ενημέρωσης με την παραπληροφόρηση και καθοδήγηση της κοινής γνώμης.
Οι πρακτικές αυτές δεν είναι προνόμιο των καιρών μας.. είναι μια πολιτική αρρώστια που μαστίζει πάρα πολλές δεκαετίες τον δημόσιο βίο και ειδικά σε κράτη όπως οι ΗΠΑ, αποτελούν τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση. Το σκίτσο που συνοδεύει το άρθρο αυτό, χρονολογείται απο τις 6 Ιουλίου του 1898 όταν αποτέλεσε εξώφυλλο του περιοδικού Puck.
Ο δημοσιογραφικός κόσμος, ο μηχανισμός συλλογής και προώθησης ειδήσεων, αποτελεί και σήμερα, μια κυνική βιομηχανία ψεύδους και απάτης. Η βρώμα πλέον, εξαπλώνεται ακόμη και μέσα από τις οθόνες μας
