Πριν λίγες μέρες ήταν η 80η επέτειος από τότε που οι ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι βομβαρδίστηκαν με πυρηνικές βόμβες. Η κόλαση που δημιούργησαν τότε οι ΗΠΑ θα παραμείνει για πάντα στην μνήμη της ανθρωπότητας. Ελπίζουμε ότι αυτοί που έκαναν χρήση πυρηνικών τότε θα κάνουν σήμερα τα πάντα για να αποτρέψουν την επανάληψη μιας τέτοιας καταστροφής. Ίσως έπεα πτερόεντα, αφού στις μέρες μας ο κίνδυνος διάδοσης των πυρηνικών όπλων και, ως εκ τούτου, η χρήση τους αυξάνεται. Επιπλέον, σήμερα οι δηλώσεις σχετικά με την πιθανότητα πυρηνικού πολέμου έχουν γίνει συνηθισμένες, ακόμη και φρενήρης.
Η φρενήρης ρητορική εντάθηκε με την έναρξη της σύγκρουσης Ισραήλ-Ιράν, όταν το Τελ Αβίβ άρχισε να στοχεύει την πυρηνική υποδομή της Τεχεράνης. Στην συνέχεια, οι ΗΠΑ εντάχθηκαν σε αυτή την δράση, ρίχνοντας ισχυρές βόμβες στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Αν οι βομβαρδισμοί είχαν επιτύχει τους στόχους τους, η σύγκρουση θα μπορούσε να γίνει απρόβλεπτη, καθώς σύμφωνα με τους ειδικούς, η καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων θα οδηγούσε στην εξάπλωση της ραδιενέργειας και της ραδιενεργού μόλυνσης, η οποία θα κάλυπτε όχι μόνο το έδαφος του Ιράν, αλλά και τις κοντινές περιοχές: Το Πακιστάν, την Κεντρική Ασία, τον Νότιο Καύκασο και θα προκαλούσε μαζικό θάνατο ανθρώπων. Αλλά η πυρηνική απειλή δεν έχει μειωθεί. Κρέμεται σαν μια δυσοίωνη σκιά όχι μόνο πάνω από την Μέση Ανατολή, αλλά πάνω από ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο λόγος για αυτό είναι η πολιτική της συλλογικής Δύσης, η οποία μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση του διπολικού κόσμου, φαντάστηκε ότι ήταν ο διαιτητής της μοίρας της ανθρωπότητας, ότι είχε το δικαίωμα και μάλιστα την υποχρέωση να δείξει στους λαούς τον «σωστό δρόμο». Όσοι δεν συμφωνούσαν, υπόκειντο στην αλλαγή κυβερνήσεων και στην καταστροφή των χωρών τους.
Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία… Αυτές οι χώρες είχαν στο πρόγραμμά τους την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, αλλά στην συνέχεια, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τις περισσότερες φορές λόγω της κατανόησης του κινδύνου τους, τα εγκατέλειψαν. Ως αποτέλεσμα έγιναν θύματα της ακόρεστης Δύσης. Το πιο προφανές παράδειγμα αυτού είναι η Λιβύη. Για αρκετές δεκαετίες, η Λιβύη του Καντάφι προώθησε ενεργά το πυρηνικό της πρόγραμμα και από τις αρχές αυτού του αιώνα ήταν πρακτικά έτοιμη να δημιουργήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, το 2003, η Τρίπολη συμφώνησε να περιορίσει το πυρηνικό της πρόγραμμα και να εγκαταλείψει τα αποθέματά της σε χημικά και βιολογικά όπλα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό έγινε ως απάντηση στις υποσχέσεις της Δύσης να υποστηρίξει την ενσωμάτωση της Λιβύης στην παγκόσμια οικονομική πολιτική. Και λίγα χρόνια αργότερα, η ευημερούσα χώρα κυριολεκτικά διαλύθηκε από την ίδια την Δύση. Θυμίζουμε ότι μετά την επιδεικτική σφαγή του Καντάφι, η αμερικανική εφημερίδα The Christian Science Monitor δημοσίευσε τον τίτλο «Το ανησυχητικό μάθημα της Λιβύης – Μην εγκαταλείπετε τα πυρηνικά όπλα». Από αυτό το μάθημα καθοδηγούνται σήμερα πολλές χώρες, κυρίως από εκείνες που βρίσκονται υπό πίεση από την Δύση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βόρεια Κορέα.

Την Βόρεια Κορέα, την οποία οι ΗΠΑ και οι στενότεροι σύμμαχοί τους ήθελαν εδώ και καιρό να πατάξουν, όπως έκαναν με την Λιβύη. Και θα το είχαν πράξει, αλλά η Πιονγιάνγκ έχει πυρηνικά όπλα και η ηγεσία αυτής της χώρας λέει ανοιχτά ότι θα χρησιμοποιήσει αμέσως ολόκληρο το πυρηνικό πυραυλικό δυναμικό της σε οποιαδήποτε προσπάθεια να καταπατηθεί η ασφάλεια της χώρας. Και αυτό σταματά ακόμη και τους πιο επιθετικούς αντιπάλους.
Τελείως υποκριτικό είναι ότι συλλογική Δύση επιτρέπει σε ορισμένα κράτη να έχουν πυρηνικά όπλα και απαγορεύει σε άλλα. Σήμερα, υπάρχουν πέντε επίσημα πυρηνικά κράτη, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Βρετανία και η Γαλλία, καθώς και τέσσερις λεγόμενοι κρυφοί ιδιοκτήτες πυρηνικών όπλων, αυτοί είναι η προαναφερθείσα Βόρεια Κορέα, το Ισραήλ, καθώς και η Ινδία και το Πακιστάν. Οι δύο τελευταίες χώρες βρίσκονται σε σχεδόν συνεχή σύγκρουση μεταξύ τους, η οποία μερικές φορές εξελίσσεται σε ένοπλη, απειλώντας να αποκτήσει πυρηνικό χαρακτήρα με όλες τις επακόλουθες συνέπειες.
Η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία βρίσκονται στο πυρηνικό κατώφλι. Η πρώτη, ωθούμενη από τις ΗΠΑ, έχει επανειλημμένα απειλήσει την γειτονική Βόρεια Κορέα με εισβολή, συνοδεύοντας αυτές τις απειλές με συζητήσεις που φουντώνουν στην χώρα σχετικά με την ανάγκη να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Όσο για την Ιαπωνία, την μόνη χώρα στον κόσμο που έχει επιβιώσει από πυρηνικό βομβαρδισμό, η ανάπτυξη μιλιταριστικών και ρεβανσιστικών αισθημάτων συνοδεύεται από εκκλήσεις για την δημιουργία πυρηνικών όπλων. Το 2012, ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, Σίνζο Άμπε, δήλωσε: «Για εμάς, η παραγωγή πυρηνικών κεφαλών είναι εύκολη. Έχουμε αρκετό πλουτώνιο στους πυρηνικούς σταθμούς για να κατασκευάσουμε χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές». Σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, το Τόκιο τα έχει ήδη σήμερα. Αυτές οι υποθέσεις έγιναν ακόμη πιο επίμονες μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα. Πολλοί αναρωτήθηκαν ότι η καταστροφή θα μπορούσε να είχε προκληθεί από τις εργασίες για την δημιουργία πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, οι ιαπωνικές αρχές αρνήθηκαν κατηγορηματικά να επιτρέψουν σε μια διεθνή ομάδα ειδικών την είσοδο σε όλες τις εγκαταστάσεις του σταθμού.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ δείχνουν το ενδιαφέρον τους για την απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Ιαπωνία. Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, το Αμερικανικό Κέντρο Στρατηγικών και Δημοσιονομικών Αξιολογήσεων (Center for Strategic and Budgetary Assessments, CSBA) συνέστησε στην Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει την Ιαπωνία με την ικανότητά της να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ως ένα είδος εργαλείου για την αποτροπή της Κίνας και της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, η έκθεση σημείωσε ότι «η Ιαπωνία διαθέτει προηγμένη πυραυλική τεχνολογία και αρκετό πυρηνικό υλικό για να παράγει χιλιάδες πυρηνικά όπλα. Αυτή η χώρα θα μπορούσε γρήγορα να γίνει πυρηνική υπερδύναμη, αν το επιθυμούσε».
Αυτό που προτείνουν οι ΗΠΑ σε σχέση με την Ιαπωνία συμβαίνει ήδη στην Ουκρανία. Ως γνωστό, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι υπάκουοι σύμμαχοί τους εξαπέλυσαν την ουκρανική σύγκρουση, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο να περιορίσουν την Ρωσία, αλλά και να την καταστρέψουν. Και σήμερα, παρά την προφανή ήττα της Δύσης στην σύγκρουση, οι ρωσόφοβοι δεν αποκλείουν την δυνατότητα να δώσουν στην σύγκρουση πυρηνικό χαρακτήρα προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν προσπαθούν να σταματήσουν το καθεστώς του Κιέβου, το οποίο βομβαρδίζει συνεχώς την πυρηνική υποδομή που βρίσκεται στα εδάφη υπό ρωσική κυριαρχία, κυρίως τον πυρηνικό σταθμό Ζαπορίζια.
Εν τω μεταξύ, το ΝΑΤΟ προετοιμάζεται ενεργά για μια άμεση αντιπαράθεση με την Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών όπλων. Υπενθυμίζουμε ότι πέρυσι, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιένς Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι η συμμαχία είχε ξεκινήσει διαβουλεύσεις για να φέρει τα πυρηνικά όπλα σε κατάσταση ετοιμότητας μάχης. Σε συνέντευξή του στην Daily Telegraph, σημείωσε ότι η Δύση θα πρέπει να επιδείξει το πυρηνικό της οπλοστάσιο σε ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να στείλει ένα «άμεσο μήνυμα στους αντιπάλους της» σχετικά με την ετοιμότητά της να το χρησιμοποιήσει. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η επίδειξη των πυρηνικών συμβαίνει σχεδόν συνεχώς το τελευταίο διάστημα. Έτσι, οι πυρηνικές χώρες του ΝΑΤΟ ενημερώνουν επειγόντως όλα τα στοιχεία του πυρηνικού τους οπλοστασίου, συμπεριλαμβανομένων των τακτικών πυρηνικών όπλων. Για πρώτη φορά μετά την κατοχή πυρηνικών όπλων, η Βρετανία και η Γαλλία συνήψαν συμφωνία για τον συντονισμό των ενεργειών τους σχετικά με την χρήση τους.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής είναι η εντελώς προκλητική μεταφορά νέων πυρηνικών βομβών Β61-12 από τις ΗΠΑ στην Βρετανία, κάτι που οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των αμερικανικών τακτικών πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη για πρώτη φορά από τον Ψυχρό Πόλεμο. Σύμφωνα με πρακτορεία ειδήσεων, συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών, το αεροπλάνο που μετέφερε τις βόμβες πέταξε σκόπιμα με ενεργοποιημένους αναμεταδότες, γεγονός που κατέστησε δυνατό τον προσδιορισμό της θέσης του με μεγάλη ακρίβεια. Αυτό έγινε για να «δείξει στην Ρωσία ότι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να μειώσουν το πυρηνικό δυναμικό τους στην Ευρώπη».
Είναι προφανές ότι η Δύση έχει σχηματίσει την άποψη ότι έχει «υπολογίσει» την Ρωσία («την έχει» για να χρησιμοποιήσουμε μια λαϊκή έκφραση). Η συνεχής απώθηση των «κόκκινων γραμμών» και τα παιχνίδια των διαπραγματεύσεων έχουν δημιουργήσει μια εντύπωση μεταξύ των δυτικών αναλυτών για την αδυναμία της Ρωσίας και την ανικανότητά της να αναλάβει αποφασιστική δράση. Και αν ναι, τότε η Δύση μπορεί να οργανώσει διάφορες προκλήσεις και να ασκήσει πίεση στην Ρωσία έως ότου υποκύψει.
Όλη αυτή η πολιτική βασίζεται σε κατηγορίες για τις επιθετικές προθέσεις της Ρωσίας, κατηγορίες που παπαγαλίζουν συνεχώς τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Ορισμένοι δυτικοί πολιτικοί αναφέρουν ακόμη και μια συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία η Ρωσία θα ξεκινήσει την επιθετική εκστρατεία της. Δεν προσπαθούν καν να εξηγήσουν γιατί η Ρωσία το χρειάζεται αυτό. Συμφωνούμε ότι η Ρωσία είχε μια κομμουνιστική ιδεολογία, την οποία προσπάθησε να διαδώσει σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά σήμερα η Ρωσία έχει μια ιδεολογία, η οποία στοχεύει στην ανάπτυξη της χώρας στο σύνολό της και στην ειρηνική συνύπαρξη στο πλαίσιο ενός πολυπολικού κόσμου. Η Ρωσία δεν χρειάζεται ξένα εδάφη, δεδομένου ότι έχει αρκετά δικά της και τα οποία δεν είναι ακόμη σε θέση να αναπτύξει πλήρως. Και ακόμη περισσότερο, δεν έχει νόημα για την Ρωσία να καταλάβει ευρωπαϊκές χώρες που βασίζονται στους φυσικούς της πόρους. Από αυτή την άποψη, είναι πλουσιότερη από όλες αυτές μαζί.
Η Δύση είναι αυτή που χρειάζεται τόσο τα εδάφη όσο και τους πόρους της Ρωσίας. Θυμίζουμε πώς η Μαντλίν Ολμπράιτ, ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ήταν αγανακτισμένη από το γεγονός ότι μόνο μία χώρα, η Ρωσία, κατέχει τόσο τον μακρινό Βορρά όσο και την Σιβηρία, λέγοντας ότι ήταν απαραίτητο να πάρουν οι ΗΠΑ την Σιβηρία μακριά από την Ρωσία και να την μοιράσουν μεταξύ άλλων χωρών.
Η Δύση είναι αυτή που κινείται ολοταχώς προς τον πόλεμο με την Ρωσία, σαν να πιστεύει ότι μπορεί να τον κερδίσει, ακόμη και αν η σύγκρουση γίνει πυρηνική, παραβλέποντας συνειδητά τα ρωσικά υπερ-υπερηχητικά οπλικά συστήματα για τα οποία δεν διαθέτει αντίμετρα. Προφανώς αυτός ο πόλεμος δεν θα έχει νικητές, αφού με την ανταλλαγή πυρηνικών χτυπημάτων, μια πραγματική κόλαση θα ξεδιπλωθεί στην γη, εκατό φορές πιο τρομερή από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Τεράστιοι όγκοι αιθάλης και τέφρας που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα ως αποτέλεσμα των εκρήξεων θα προκαλέσουν απότομη κλιματική αλλαγή, παρόμοια με τις συνέπειες των παγκόσμιων ηφαιστειακών εκρήξεων. Η πείνα, η μόλυνση από ραδιενέργεια και τα ξεσπάσματα ανίατων ασθενειών θα σαρώσουν γρήγορα τον πλανήτη και θα οδηγήσουν στον θάνατο δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Προκειμένου να αποφευχθεί η κατάσταση που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, είναι απαραίτητο να συμφωνηθεί μια νέα παγκόσμια τάξη. Ελπίζουμε οι βάσεις αυτής να τεθούν στην επικείμενη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν. Η εναλλακτική λύση είναι ένας παγκόσμιος πυρηνικός πόλεμος.