Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΗΜΕΡΙΔΑ:
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΞΕΝΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ - Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ

ΘΕΜΑ ΟΜΙΛΙΑΣ:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ


Σύμφωνα με το καθιερωμένο αφήγημα τόσο στο διεθνές δίκαιο όσο και στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία των άυλων κοινοτικών συμφερόντων και η διαφύλαξη του πλουραλισμού των πολιτιστικών φωνών τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο αποτελεί μέρος μιας συνολικής διεθνούς στρατηγικής για την πρόληψη και την καταπολέμηση των εγκλημάτων θηριωδίας, και ειδικότερα των διεθνών εγκλημάτων.

Η σημασία της άυλης κληρονομιάς μιας συγκεκριμένης κοινότητας μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, μόλις γίνει σαφές ότι το πολιτισμικό της αποτύπωμα δηλώνει ενδογενεακά την δική της αντίληψη για την ιδιοτέλεια, την ενότητα και την συνέχεια. Αυτές οι προστατευτικές εγγυήσεις, που ενίοτε ενσωματώνονται σε θεσμικές ρυθμίσεις ή/και διεθνείς συνθήκες, αποκτούν μια περαιτέρω σημασία στο πλαίσιο της προστασίας των μειονοτήτων.  

Το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων στο διεθνές δίκαιο δεν είναι ούτε ανενεργό ούτε παρωχημένο. Αντίθετα, η επανεμφάνιση αυτής της προστασίας, ειδικά στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την καθιστά σύγχρονη και αξίζει να συζητηθεί λεπτομερέστερα. Έχει τεκμηριωθεί αρκετά ότι οι πολιτικές της Τουρκίας έναντι της ελληνικής εθνικής μειονότητας έχουν οδηγήσει στον αποδεκατισμό της κοινότητας. Ένα σύνολο περιοριστικών πολιτικών έχει εξαντλήσει τόσο το κοινωνικό όσο και το πολιτιστικό αποτύπωμα της εν λόγω κοινότητας. Έτσι, μια μειονότητα που προστατεύεται από την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 (Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρος και Τένεδος) έφτασε να θεωρείται ξεχασμένος θύλακας σε μια εθνικά συνεκτική σύγχρονη Τουρκία, ενώ οι Έλληνες του Πόντου, μετά την γενοκτονία τους την περίοδο 1914-1923 (353.000 θύματα), και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, έχουν εξαφανιστεί από την Τουρκία. Η συνεχιζόμενη πολιτιστική καταπίεση της εναπομείνασας ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και η σιωπή που ακολούθησε τον ξεριζωμό μιας ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας στον Ποντιακό χώρο και στην Ιωνία, επιβάλλουν την ακόλουθη διάκριση και τοποθέτηση:

Η ελληνική μειονότητα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης στοχοποιείται σταθερά με πολιτικές που ισοδυναμούν με σταδιακή και συνεχή πολιτιστική καταπίεση, δηλαδή στην πραγματικότητα στερούνται το δικαίωμα να απολαμβάνουν, να αναπτύσσουν και να μεταδίδουν τον δικό τους πολιτισμό και τη δική τους γλώσσα, είτε ατομικά είτε συλλογικά
(βλ. Αναλυτικά συν. κείμενο «The Violations of the Human Rights of the Greek Minority in Turkey/ Atrocities and persecutions 1923 – 2022»).

Κατά την περίοδο της γενοκτονίας των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, τα αρμενικά και ελληνικά ονόματα για πόλεις και χωριά άλλαξαν σε τουρκικά ονόματα. Ακόμη χιλιάδες άτομα αναγκάστηκαν να χρησιμοποιούν τουρκικά επώνυμα, εγκαταλείποντας έτσι την γλωσσική τους κληρονομιά ή αποποιούμενα με άλλο τρόπο σημάδια της εθνικής τους ταυτότητας. Οι περισσότεροι από τους χριστιανικούς χώρους λατρείας κατά την περίοδο μετά τις θηριωδίες της περιόδου 1914-1923 είτε χρησιμοποιήθηκαν για μη ιερούς σκοπούς (στάβλους, ουρητήρια ή ακόμη και οίκους ανοχής), είτε μετατράπηκαν σε μουσεία για να φιλοξενήσουν οθωμανικά πολιτιστικά κέντρα.

Έτσι, η εξασθενημένη ελληνική μειονότητα (αλλά και άλλες χριστιανικές μειονότητες) όχι μόνο αγνοήθηκε, καταπιέστηκε και τρομοκρατήθηκε, αλλά και λεηλατήθηκε από σημαντικούς τόπους ως σημεία αναφοράς, έτσι ώστε να διατηρήσει τη δική της ταυτότητα και κληρονομιά. Η μετατροπή σημαντικών τοποθεσιών πολιτιστικής κληρονομιάς σε μουσεία ή τουριστικά αξιοθέατα είναι ένα ακόμη πρόσωπο πολιτιστικής καταπίεσης, αφαιρώντας τον χώρο και τον συμβολισμό του από την συλλογική κληρονομιά της ενδιαφερόμενης κοινότητας, στην οποία δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να αφηγηθεί μόνη της και για τον εαυτό της την δική της μακρά και αιματηρή ιστορία στην περιοχή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βασιλική της Αγίας Σοφίας (παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO) και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης παραμένουν απαγορευμένες στην ελληνική κοινότητα ως χώροι θρησκευτικής λατρείας και πολιτιστικής κληρονομιάς εδώ και 100 χρόνια. Είναι ζωτικής σημασίας να τονιστεί ότι με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, το Τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου 2/1589 της 24ης Νοεμβρίου 1934, που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μουσταφά Κεμάλ, με την οποία ιδρύθηκε η Αγία Σοφία ως μουσείο, επαναφέροντας έτσι το μνημείο στην δικαιοδοσία της Διεύθυνσης Θρησκευμάτων για να λειτουργήσει ως τζαμί. Οι εξελίξεις αυτές και το επακόλουθο άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στην μουσουλμανική λατρεία συγκέντρωσαν εκτεταμένες επικρίσεις κατά της τουρκικής κυβέρνησης και έθεσαν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την νομιμότητα τέτοιων μονομερών μέτρων, δεδομένου ότι το εν λόγω μνημείο έχει αναγνωριστεί ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Η ακραία άρνηση από την Τουρκία του πολιτισμικού και κοινωνικού αποτυπώματος της θυματοποιημένης ελληνικής κοινότητας, τελικά έσβησε από προσώπου Γης μια από τις παλαιότερες αυτόχθονες κοινότητες, τους Ίωνες και Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες.

Ιστορικά το νεοτουρκικό κράτος που ξεπρόβαλε μέσα από τις στάχτες του Α΄ Π.Π. και από τις γενοκτονίες κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, αντιλαμβανόμενο την σημαντικότητα της γεωγραφικής του θέσης και υπό το βάρος της οθωμανικής του κληρονομιάς σταθερά διεκδικεί έναν πρωταγωνιστικό, ηγεμονικό ρόλο στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένου. Η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται εδώ και 100 χρόνια από σταθερότητα, ασχέτως της κατά περιόδους εσωτερικής πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Είτε υπό την ηγεσία του στρατιωτικού κατεστημένου, το οποίο μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ έχει αναλάβει τον ρόλο του θεματοφύλακα των κεμαλικών αρχών, είτε με την επικράτηση από το 2002 του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ του Ερντογάν και την ανάπτυξη του νεο-οθωμανισμού, όπως αυτός αποτυπώνεται στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και την παράλληλη αποδυνάμωση των Κεμαλιστών, η Τουρκία εξακολουθεί να επιδιώκει έναν ηγεμονικό ρόλο που εκτείνεται από το Αιγαίο έως την Κασπία και τις τουρκόφωνες περιοχές της Ασίας. Μάλιστα με τον Ερντογάν στην εξουσία αναζητά έναν ρόλο ρυθμιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κεμαλική Τουρκία και η Τουρκία των ισλαμιστών δεν έχουν διαφορά στην εξωτερική πολιτική, υπάρχει μόνο διαφορά «κλίμακας»: Οι Κεμαλιστές επεδίωκαν την ανάδειξη και εδραίωση της Τουρκίας ως περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης, ενώ οι ισλαμιστές εν όψει της 100ης επετείου από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 θέτουν ως στόχο να καταστήσουν την Τουρκία «παγκόσμια δύναμη».

Ουσιαστικά η τουρκική εξωτερική πολιτική του 21ου αιώνα εμφανίζει εκπληκτική ομοιότητα με το θεωρητικό σχήμα του Οθωμανικού συστήματος και εκδιπλώνεται έχοντας ως κεντρικό άξονα το «Στρατηγικό Βάθος» και την έννοια της «Γαλάζιας Πατρίδας» (MAVİ VATAN στα τουρκικά). Το «Στρατηγικό Βάθος» ορίζεται ως επέκταση της τουρκικής σφαίρας επιρροής στην ευρύτερη περιφέρεια, μέσω της ανάπτυξης δια της «ρυθμικής διπλωματίας» συνεργατικών σχέσεων με τους σημαντικούς παράγοντες του διεθνούς συστήματος. Η ήπια ισχύς που εκφράζεται μέσω του «Στρατηγικού Βάθους» είναι το βελούδινο γάντι που συγκαλύπτει το σιδερένιο χέρι που είναι το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Για την Τουρκία του 21ου αιώνα, η ήπια και η σκληρή ισχύς πρέπει να εφαρμόζονται σε συνοχή, αλλιώς τα αποτελέσματα ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματικά.

Το λεγόμενο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας φαίνεται ότι καθορίζει το γεωστρατηγικό όραμα της Τουρκίας για την τρέχουσα δεκαετία. Η προέλευση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας μπορεί να χρονολογηθεί από το 2006, όταν χρησιμοποιήθηκε αυτή η έννοια για πρώτη φορά από τον υποναύαρχο Cem Gürdeniz. Ωστόσο, σχεδόν έως το 2016 αυτή η έννοια ήταν οριακή για το κυβερνών κόμμα και τις ελίτ της Τουρκίας, λόγω των φθαρτών πολιτικών σχέσεων στο εσωτερικό (κεμαλιστές εναντίον ισλαμιστών). Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016, η χρήση του όρου Γαλάζια Πατρίδα έχει πολλαπλασιαστεί εκθετικά στην τουρκική πολιτική από την αρχή της τρέχουσας δεκαετίας και αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στα θαλάσσια διακυβεύματα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι «η Τουρκία είναι έτοιμη να προστατεύσει κάθε εύρος της Γαλάζιας Πατρίδας των 462.000 τετραγωνικών χλμ. με μεγάλη αποφασιστικότητα και να αναλάβει κάθε δυνατό καθήκον για αυτό» (βλ. συν. χάρτη).

Η μετάπλαση της στρατηγικής της Τουρκίας από το «Στρατηγικό Βάθος» στην «Γαλάζια Πατρίδα» έχει ως στόχο την απόκτηση μέγιστου οφέλους από τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτόνων της, ουσιαστικά καταπατώντας το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS/ The United Nations Convention on the Law of the Sea). Είναι μια επεκτατική πολιτική μιας ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης που θέλει να έχει αναβαθμισμένο ρόλο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Ο αναβαθμισμένος ρόλος αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την δραστηριοποίηση της στον ενεργειακό τομέα, με την ενεργειακή πολιτική να συνιστά αναπόσπαστο μέρος του δόγματος «Γαλάζια Πατρίδα».

Η «Γαλάζια Πατρίδα» διαμορφώνει το στρατιωτικό δόγμα και τους κύριους στόχους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που καθορίζονται από το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελεί όργανο του μηχανισμού λήψης αποφάσεων της Τουρκίας. Το στρατιωτικό-αμυντικό δόγμα της Τουρκίας, όντας απόλυτα προσαρμοσμένο ώστε να εξυπηρετεί τους επεκτατικούς πολιτικούς της σκοπούς, έχει επιθετικό χαρακτήρα που αποτυπώνεται τόσο στις βασικές αρχές σε στρατηγικό επίπεδο, όσο και από την δομή, την οργάνωση, την διάταξη, το οπλοστάσιο και το είδος των αποστολών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.

Ενδεικτικά, ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία των ενόπλων δυνάμεων που αποτυπώνουν τον επιθετικό χαρακτήρα του στρατιωτικού δόγματος της Τουρκίας είναι η σαφής διάταξη της 1ης Στρατιάς με έδρα την Κωνσταντινούπολη και τομέα ευθύνης την Ανατολική Θράκη, η απόλυτα επιθετική διάταξη της Στρατιάς του Αιγαίου με έδρα την Σμύρνη, όπως επίσης και η συγκρότηση του Στρατηγείου Διακλαδικής Δύναμης Αιγαίου που έχει κύρια αποστολή την διεξαγωγή αποβατικών επιχειρήσεων σε νησιά του Αιγαίου.

Όσον αφορά τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, οι ηγεμονικές αξιώσεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και το συνυφασμένο με αυτές επιθετικό τουρκικό δόγμα αντανακλώνται στις δεκάδες καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και στις υπερπτήσεις ελληνικών νησιών από τουρκικά μαχητικά και drones, αντανακλώνται στο εξοπλιστικό πρόγραμμα του τουρκικού ναυτικού, στα πλαίσια του οποίου συμπεριλαμβάνονται δυο ελικοπτεροφόρα. Επίσης η επιθετικότητα αναδεικνύεται από το φιλόδοξο πυραυλικό πρόγραμμα και οι ενδείξεις για απόκτηση πυρηνικών όπλων, καθώς και από τα σενάρια των αεροναυτικών ασκήσεων που αφορούν στην εφαρμογή σχεδίων κατάληψης ελληνικών νησιών.

Είναι σαφές ότι η επιθετικότητα που εκδηλώνεται μέσω της «Γαλάζιας Πατρίδας» και του στρατιωτικού δόγματος έχει ξεκάθαρα ως στόχο την Ελλάδα. Γενικά, ως προς την στοχοθεσία και τις μεθοδεύσεις της τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας, τίποτε δεν έχει αλλάξει από την Συνθήκη της Λωζάννης ως σήμερα. Η Τουρκία διατηρεί εδώ και 100 χρόνια την πάγια αναθεωρητική και επεκτατική της στάση, διεκδικώντας ζωτικό χώρο «αλά Τούρκα». Η Τουρκία επιβουλεύεται τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και επιδιώκει την προώθηση των συμφερόντων της μέσω ενός συνολικού πολέμου, αλλά και με την απειλή χρήσης βίας. Επιδιώκει την ανατροπή του status quo στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ακολουθώντας μια «στρατηγική έντασης» και «στρατηγική εχθροπραξιών», υπονομεύοντας σχεδόν σε καθημερινή βάση την κυριαρχία της Ελλάδας, αλλά και της ελληνικής Κύπρου.

Στην «στρατηγική εχθροπραξιών» και χρήσης βίας εντάσσεται η εισβολή στην Κύπρο το 1974. Μια εισβολή που έγινε με το πρόσχημα της προστασίας του τουρκικού πληθυσμού, ο οποίος αποτελούσε το 18% του συνολικού πληθυσμού της Μεγαλονήσου (82% Έλληνες). Η εισβολή των Τούρκων που προφανώς είχε την έγκριση της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου και κατέληξε στην κατοχή του 40% της τότε ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν άμεσα συνυφασμένη με την στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ να διευκολυνθούν οι αμερικανικές επεμβάσεις υπέρ του Ισραήλ και εναντίον των Αράβων στην Μέση Ανατολή δια του ελέγχου μιας διασπασμένης Κύπρου.

H ανατροπή από την Τουρκία του status quo στην Κύπρο και κατ’ επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο δια της «στρατηγικής των εχθροπραξιών» και της εκμετάλλευσης στρατηγικών συγκυριών της πολιτικής της Ουάσιγκτον, συνεχίστηκε με την «στρατηγική έντασης» στο Αιγαίο, μια στρατηγική στην οποία εντάσσεται η καινοφανής θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» που ανέπτυξε η Άγκυρα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εκδηλώθηκε με την κρίση στο σύμπλεγμα των νησίδων Ίμια το 1996. Η κατάληψη των ακατοίκητων νησίδων, που ανήκουν στα Δωδεκάνησα και απέχουν από τα τουρκικά παράλια 3,6 ναυτικά μίλια, από Τούρκους πράκτορες ήταν η εκδήλωση σφοδρής επιδίωξης της Τουρκίας να δημιουργήσει γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο. Η γενίκευση της σύρραξης αποσοβήθηκε με την αποχώρηση από την περιοχή των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων, κατόπιν παρέμβασης της Ουάσιγκτον, η προέκταση όμως της κρίσης ήταν η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο.

Η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» μέσω της «επανερμηνείας» Διεθνών Συνθηκών συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μία σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Ωστόσο, το διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάννης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο. Παρά το σαφές και αδιαμφισβήτητο διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίσθηκαν τα θέματα κυριαρχίας της Ελλάδας στην περιοχή του Αιγαίου, η Τουρκία το αμφισβητεί, προβάλλοντας τα τελευταία 30 χρόνια την θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Προφανώς κατ’ εφαρμογή αυτής της «θεωρίας», τουρκικές ακταιωροί και πολεμικά πλοία καθημερινά συνεχίζουν να παραβιάζουν τα Ελληνικά Χωρικά Ύδατα.

Η διαφορά της σημερινής επιθετικής τουρκικής πολιτικής σε σχέση με τον 20ο αιώνα έγκειται στο γεγονός της ποιοτικής εξέλιξης της τουρκικής στρατηγικής, τουτέστιν από «στρατηγική έντασης» σε «στρατηγική ελεγχόμενων κρίσεων», μια στρατηγική η οποία προφανώς οφείλεται στην μη αποτελεσματική αποτρεπτική ελληνική απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις, μια αναποτελεσματικότητα που έχει ως βάση τα αμερικανο-νατοϊκά σύνδρομα των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων.

Αμερικανο-νατοϊκά σύνδρομα από τα οποία δεν διακατέχεται η Άγκυρα, η οποία ασχέτως των προσδοκιών της αυτοαποκαλούμενης Δύσης έχει πάρει τις αποφάσεις της, αποφάσεις που προσανατολίζουν την Τουρκία προς την Ευρασιατική Ένωση και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (Shanghai Cooperation Organisation).
Tο αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων, η δημιουργία κάθε φορά τετελεσμένων και συνεπώς την σταδιακή επιβάρυνση της ελληνο-τουρκικής ατζέντας, που αργά ή γρήγορα (μάλλον σύντομα)
η κατάληξη αυτής της ατζέντας υπό ρεαλιστική θεώρηση θα είναι ο πόλεμος.

Γ. Λιναρδής 

«Mavi Vatan»
(Blue Homeland) 

as Turkey's official doctrine. In October 2018, the map of the "Mavi Vatan" (Blue Homeland) was presented for the first time by Turkish Defence Minister Hulusi Akar, in a TV interview with Anadolu, as a maritime area covering 462,000 square kilometers in the Aegean Sea, Cyprus, the Eastern Mediterranean and the Black Sea. Until then, the term "Mavi Vatan" (Blue Homeland) was exclusively mentioned in Turkish Navy studies and newspaper articles, without any endorsement or use by the Turkish Government. As far as Greece is concerned, the "Mavi Vatan" (Blue Homeland) encompasses all areas in which Turkey had until then raised claims to sovereign rights and jurisdiction in the Aegean Sea [i.e. the area for which it has licensed TPAO since the 1970s and has claimed SAR (Search and Rescue) responsibilities since 1988], as well as in the Eastern Mediterranean (licenses to TPAO from south of the Kastellorizo complex & south and southeast of Rhodes up to the 28th Meridian), but also further west to the outer limits of the Greek territorial waters of 6 nautical miles off the islands of Crete, Kassos and Karpathos. With this map, not only Turkey does not recognize the right to the continental shelf of the Greek islands in the Mediterranean, but also the right to territorial waters beyond six (6) nautical miles. Since then, the "Mavi Vatan" (Blue Homeland) has effectively become an official Turkish doctrine with President Erdogan and other members of the Turkish Government referring to it on a regular basis.
(TPAO: Turkish Petroleum Corporation/ Türkiye Petrolleri Anonim Ortaklığı)
(SAR: Search and Rescue) 

Μοιραστείτε το στο Twitter !


"Απ’ όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής με τον πιο όμορφο τρόπο" Βόλφγκανγκ Γκαίτε


2022 copyright istos.net.gr