ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Με την πρώτη ματιά και για τους μη μυημένους, το ΝΑΤΟ είναι απλώς μια στρατιωτική συμμαχία ορισμένων κρατών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Όμως αυτή η Συμμαχία για τους καλά γνωρίζοντες έχει μια αιματοβαμμένη ιστορία είτε ως παλαιό είτε ως «νέο ΝΑΤΟ», όρος που χρησιμοποιήθηκε σε non paper από τον Γιένς Στόλτενμπεργκ στην Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών τον Μάρτιο 2022.
Η κεντρική στιγμή στην ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν οι εντάσεις μεταξύ των δυτικών νικητριών δυνάμεων ΗΠΑ, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη μία πλευρά και της ΕΣΣΔ από την άλλη. Με την ίδρυση του ΝΑΤΟ προαναγγέλθηκε η φάση του «Ψυχρού Πολέμου». Ο όρος «Ψυχρός Πόλεμος», που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τζορτζ Όργουελ στην εφημερίδα Observer, περιγράφει την περίοδο από το 1945 έως περίπου το 1991, κατά την οποία δύο ιδεολογικά και οικονομικά αντίθετα πολιτικά συστήματα αντιμετώπισαν το ένα το άλλο. Ο ρόλος του ΝΑΤΟ ήταν να καλύψει ιδιαίτερα την στρατιωτική συνιστώσα του δυτικού μπλοκ. Επομένως, η πολιτικοστρατιωτική λειτουργία του ΝΑΤΟ την εποχή της ίδρυσης του ήταν να οικοδομήσει ένα στρατιωτικό μπλοκ εναντίον της ΕΣΣΔ και του «Συμφώνου της Βαρσοβίας».
Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε στις 4 Απριλίου 1949 ως ο «Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου» από τις δυτικές δυνάμεις που κέρδισαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Τα δώδεκα ιδρυτικά κράτη του ΝΑΤΟ το 1949 ήταν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία (τότε με την Μάλτα), η Ιταλία, το Βέλγιο, η Δανία (με την Γροιλανδία), η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, το Λουξεμβούργο και η Ισλανδία. Αργότερα, το 1955, προστέθηκαν ως μέλη της Συμμαχίας η Ελλάδα και η Τουρκία. Τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη ενώθηκαν αργότερα υπό την αιγίδα της Σοβιετικής Ένωσης στον «Οργανισμό της Συνθήκης της Βαρσοβίας», που ονομάστηκε «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» στην Δύση, και επικυρώθηκε επίσημα από τα ιδρυτικά κράτη ΕΣΣΔ, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Αλβανία (έως 1968) στις 5 Μαΐου 1955.
Από το 1952 το ΝΑΤΟ απέκτησε τις δικές του πολιτικές και στρατιωτικές δομές. Διορίστηκε ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ (Λόρδος Hastings Ismay), από τον οποίο προήλθε το ρητό για το νόημα του ΝΑΤΟ εκείνη την εποχή: «Ο μόνος σκοπός ήταν να κρατήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα, να κρατήσει τους Ρώσους έξω και να κρατήσει την Γερμανία κάτω». Οι αντίστοιχοι στρατοί των επιμέρους κρατών του ΝΑΤΟ ήταν και εξακολουθούν να αποτελούν μέρος των στρατιωτικών δομών του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ δημιούργησε ανεξάρτητες, πολυεθνικές στρατιωτικές δομές και δημιουργήθηκε ένα αρχηγείο του ΝΑΤΟ, πρώτα στο Λονδίνο, αργότερα στο Παρίσι και μετά στις Βρυξέλλες. Εκ παραλλήλου, σχηματίστηκαν οι πρώτες συμμαχικές διοικήσεις του ΝΑΤΟ, για παράδειγμα στην Τουρκία (Σμύρνη), στις ΗΠΑ (Νόρφολκ, Βιρτζίνια), στην Μάλτα και στην Γαλλία (Φονταινεμπλώ). Το ΝΑΤΟ ασπάστηκε την δική του «Στρατηγική Αντίληψη», η οποία περιεγράφηκε με τον παράλογο αλλά αποκαλυπτικό όρο «εμπρόσθια άμυνα».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αυστηροποίηση της πολιτικής του ΝΑΤΟ:
Το 1955, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ανακοίνωσε την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων σε περίπτωση πολέμου. Έκτοτε, και έως σήμερα, η πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ αποτελεί μέρος της στρατηγικής του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, από το 1955 το ΝΑΤΟ αυτοπροσδιορίζεται ως «πυρηνική συμμαχία». Τον Μάρτιο του 1957 ανακοινώθηκε ότι πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ είχαν μετασταθμεύσει στην Δυτική Γερμανία. Διάφορες προσπάθειες για να αποτραπεί η εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη, όπως το Σχέδιο Rapacki, που πήρε το όνομα του από τον Πολωνό Υπουργό Εξωτερικών, το οποίο προοριζόταν να καταστήσει την Κεντρική Ευρώπη (Πολωνία, Ομοσπονδιακή και Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και αργότερα την Τσεχοσλοβακία) μια ζώνη χωρίς πυρηνικά όπλα, απορρίφθηκαν από το ΝΑΤΟ και απέτυχαν. Το 1957 το ΝΑΤΟ υιοθέτησε μια νέα στρατηγική ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, τα λεγόμενα «μαζικά αντίποινα». Το 1958, πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς με πυρηνικές κεφαλές στάθμευσαν στην Μεγάλη Βρετανία. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναπτύξεις πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Τουρκία και την Ιταλία.
Ωστόσο, η εξέλιξη του ΝΑΤΟ σε στρατιωτική πυρηνική συμμαχία με τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ δεν εξελίχθηκε ομαλά. Από το 1959 έως το 1964, η γαλλική κυβέρνηση υπό τον Σαρλ ντε Γκολ αποσύρθηκε σταδιακά από τις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ και το 1966 η Γαλλία ανέπτυξε τα δικά της πυρηνικά όπλα και καθιερώθηκε ως πυρηνική δύναμη. Οι υπέργειες δοκιμές πυρηνικών όπλων της Γαλλίας πραγματοποιήθηκαν πρώτα σε κατοικημένα εδάφη στην κατεχόμενη Αλγερία, αργότερα στις Ατόλες Μουρουρόα του Ειρηνικού, αλλά και στην Ατόλη Φανγκατάουφα. Οι συνέπειες αυτών των γαλλικών καθώς και των «πυρηνικών δοκιμών» όλων των άλλων χωρών εξακολουθούν να είναι σήμερα σημαντικές, καθώς ολόκληρες περιοχές είναι μολυσμένες με πυρηνικά απόβλητα, ενώ πολλοί κάτοικοι εκδιώχθηκαν ή μολύνθηκαν με ραδιενεργές ουσίες.
Η πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην στάθμευση πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της «κοινής πυρηνικής χρήσης». Σήμερα, πλην της Γερμανίας, αμερικανικά πυρηνικά όπλα σταθμεύουν στο Βέλγιο (Περ), στην Ιταλία (Ρίμινι), στην Ολλανδία (Ούντεν) και στην Τουρκία (Ιντσιρλίκ). Στην ακμή της «κοινής πυρηνικής χρήσης», 1.500 πυρηνικές κεφαλές στάθμευσαν μόνο στην Δυτική Γερμανία και άλλες 1.500 πυρηνικές κεφαλές στα άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και στην Τουρκία. Η αντίστοιχη στρατηγική του ΝΑΤΟ από το 1967/68 ήταν η «Ευέλικτη Αντίδραση», δηλαδή η σχεδιασμένη κλιμακωτή χρήση συμβατικών και στην συνέχεια πυρηνικών όπλων, μια στρατηγική που δεν έχει αλλάξει μέχρι των ημερών μας.
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ το 1990 στο Λονδίνο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ανακήρυξε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας εταίρο και όχι αντίπαλο, ανακοίνωσε ότι θα τερματίσει την ευέλικτη αντίδραση του ΝΑΤΟ και τις στρατηγικές «εμπρόσθιας άμυνας», και θα μειώσει πέραν της Συνθήκης INF τον αριθμό των πυρηνικών όπλων. Ο στόχος εκείνη την εποχή ήταν να γίνει το ΝΑΤΟ ένας αποκλειστικά πολιτικός οργανισμός. Τον Νοέμβριο του 1990, η Σύνοδος Κορυφής της ΔΑΣΕ (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη) υιοθέτησε μια κοινή δήλωση μεταξύ των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και του ΝΑΤΟ, δηλώνοντας ότι δεν ήταν πλέον αντίπαλοι αλλά εταίροι. Εγκρίθηκε επίσης ο Χάρτης των Παρισίων, ο οποίος προοριζόταν να περιγράψει μια νέα τάξη πραγμάτων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας διαλύθηκε την 1η Ιουλίου 1991, οι στρατιωτικές δομές του είχαν ήδη διαλυθεί στις 31 Μαρτίου 1991. Ιδρύθηκε ένα «Βορειοατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας», στο οποίο επρόκειτο να ρυθμιστεί η συνεργασία των πρώην αντιπάλων των δυο μπλοκ. Η πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) προσχώρησε στην τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (BRD) και εγκρίθηκε η «Συνθήκη 2+4». Είναι η συνθήκη μεταξύ της Ομοσπονδιακής και Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων που κατέλαβαν την Γερμανία μετά το τέλος του Β΄Π.Π., ήτοι των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Με τη συνθήκη αυτή που υπογράφηκε στις
12 Σεπτεμβρίου του 1990, οι τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που διατηρούσαν στην Γερμανία, επιτρέποντας σε μια ενωμένη Γερμανία να γίνει πλήρως κυρίαρχη από το επόμενο έτος.
Στις διαπραγματεύσεις «2+4», ο τότε Ομοσπονδιακός υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίτριχ Γκένσερ και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ υποσχέθηκαν στον τότε πρόεδρο της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν θα αποκλειόταν μόνο στο πρώην έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά σε όλα τα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας. Σήμερα, οι Δυτικοί αρνούνται ότι υπήρξαν υποσχέσεις για κάτι τέτοιο.
Το γεγονός είναι ότι δεν υπήρξε συμβατική συμφωνία επ' αυτού. Μετά από μια μακρά πορεία και επίσημα μετά την συνταγματική κρίση στην Ρωσία το 1993, τον πόλεμο στην Αμπχαζία το 1992/1993 και τον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας από το 1994 έως το 1996, υπήρξαν πέντε γύροι επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς:
Στις 12 Μαρτίου 1999, λίγο πριν από την έναρξη του επιθετικού πολέμου του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας,
η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία προσχωρούν στο ΝΑΤΟ.
Η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία ακολούθησαν το 2004.
Η Αλβανία και η Κροατία ακολούθησαν το 2009, το Μαυροβούνιο το 2017 και η "Βόρεια Μακεδονία" το 2020 μετά την διευκρίνιση του ζητήματος της ονομασίας. Με αυτή την τεράστια επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη μπορούμε ευθαρσώς να ομιλούμε για την ανάπτυξη ενός «νέου ΝΑΤΟ».
Το τι σημαίνει αυτό το «νέο ΝΑΤΟ» φάνηκε στην μεταχείριση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Μετά τον θάνατο του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, οι πολιτικές εντάσεις στη Γιουγκοσλαβία αυξήθηκαν. Υπήρχε μια εξαιρετικά άνιση οικονομική κατάσταση στις διάφορες δημοκρατίες. Οι εθνικιστικές φιλοδοξίες σε όλες τις εθνοτικές ομάδες, ειδικά στον κροατικό και σερβικό πληθυσμό, αυξήθηκαν.
Με την ενεργό υποστήριξη του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, η Κροατία και η Σλοβενία ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες το 1991. Από τις 24 Μαρτίου 1999, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε εκτενώς την Γιουγκοσλαβία, την Σερβία και το Μαυροβούνιο αντίστοιχα. Ο λόγος ήταν η υποτιθέμενη εθνοκάθαρση στο Κοσσυφοπέδιο από τον σερβικό στρατό. Το ΝΑΤΟ βομβάρδισε την Σερβία και το Μαυροβούνιο για 78 ημέρες.
Ο τότε Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, πρωτοστατώντας στην νατοϊκή επιθετική πολιτική, ξεκίνησε την συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο με την ακόλουθη παράλογη φράση σε τηλεοπτικό διάγγελμα:
«Δεν διεξάγουμε πόλεμο, αλλά καλούμαστε να επιβάλουμε μια ειρηνική λύση στο Κοσσυφοπέδιο και με στρατιωτικά μέσα».
Η απόρριψη της Συνθήκης του Ραμπουγιέ από την σερβική πλευρά θεωρήθηκε ως αιτία του πολέμου. Ωστόσο,
το γεγονός ότι αυτή η Συνθήκη περιελάμβανε ένα στρατιωτικό παράρτημα που θα σήμαινε ότι 30.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ θα είχαν σταθμεύσει σε όλη τη Σερβία (όχι μόνο στο Κοσσυφοπέδιο) οδήγησε ακόμη και τον Χένρι Κίσινγκερ να πει ότι η απόρριψη της σερβικής πλευράς ήταν προβλέψιμη και ότι η υποταγή ισοδυναμούσε με τελεσίγραφο. Κατά τη γνώμη του, η απόρριψη δεν έπρεπε να ληφθεί ως λόγος για τον πόλεμο.
Το ΝΑΤΟ ενεργούσε σαφώς κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, δεν υπήρχε εντολή του ΟΗΕ, ούτε ζητήθηκε, αντιθέτως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταστρατηγήθηκε σκόπιμα. Από την πλευρά του ΝΑΤΟ υπήρξαν αποδεδειγμένα ψέματα για να δικαιολογηθεί ο επιθετικός πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας.
Τα περιστατικά περί δήθεν εθνοκάθαρσης και στρατοπέδων συγκέντρωσης εκ μέρους των Σέρβων δεν ήταν αλήθεια και οι λόγοι για τον πόλεμο του ΝΑΤΟ ήταν απαράδεκτοι. Στις 78 ημέρες που διήρκεσαν οι νατοϊκές επιδρομές των μαχητικών αεροσκαφών φονεύθηκαν πάνω από 5.000 άμαχοι Σέρβοι. Ιστορικά είναι αδιαφιλονίκητο ότι το 1999 τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, διεξήγαγαν επιθετικό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, στον οποίο σκοτώθηκαν χιλιάδες άμαχοι.
Το 2001, το ΝΑΤΟ αποφάσισε ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον θα πρέπει να ερμηνευθούν ως περίπτωση επίθεσης κατά της Συμμαχίας, δηλαδή έπρεπε να εφαρμοστεί το Άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου: Μια επίθεση εναντίον ενός κράτους νοείται ως επίθεση εναντίον όλων των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Πρόκειται σαφώς για υπερέκταση και υπερερμηνεία του άρθρου 5 σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεδομένου ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν ήταν επίθεση από κράτος. Λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αποφασίστηκε ότι το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να εισβάλει στο Αφγανιστάν επειδή εκεί βρίσκονταν οι υποστηρικτές και οι εμπνευστές των τρομοκρατικών επιθέσεων. Στις 7 Οκτωβρίου 2001 ξεκίνησε η στρατιωτική επέμβαση στο Αφγανιστάν με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία», συνοδευόμενη από έναν παγκόσμιο «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας». Μετά από σκληρές μάχες, το Αφγανιστάν κατακτήθηκε επίσημα και οι «κακοί» Ταλιμπάν εκδιώχθηκαν από την εξουσία. Το ΝΑΤΟ ξεκίνησε το 2002 την αποστολή ISAF κατοχής της Καμπούλ (International Security Assistance Force), μια αποστολή που επεκτάθηκε σε ολόκληρο το Αφγανιστάν το 2003. Στην αποστολή ISAF συμμετείχε η Ελλάδα με άνδρες του Πεζικού, Μηχανικού και Καταδρομών, σε ένα ακόμη δείγμα αμέριστης υποτέλειας στο ΝΑΤΟ.
Επισήμως, με την αποστολή ISAF επρόκειτο να ανοικοδομηθεί το Αφγανιστάν. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν αφγανικές στρατιωτικές και αστυνομικές δομές για να πολεμήσουν μαζί εναντίον των Ταλιμπάν. Από το 2009 έως το 2014 τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ αυξήθηκαν έως και 130.000 στο Αφγανιστάν. Το 2014, η ISAF τερματίστηκε και ξεκίνησε η επιχείρηση «Resolute Support», η επίσημη εστίαση της οποίας ήταν η εκπαίδευση των αφγανικών στρατιωτικών δυνάμεων με περίπου 10.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ. Η επιχείρηση κατέληξε σε πλήρη καταστροφή τον Σεπτέμβριο του 2021, καθώς το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, διωκόμενοι από τους "ξυπόλυτους" Ταλιμπάν οι οποίοι έκτοτε ελέγχουν ξανά την χώρα. Ο εικοσαετής επιθετικός πόλεμος του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις κόστισε την ζωή σε 175.000 αμάχους, εάν προστεθούν και εκείνοι που πέθαναν ως αποτέλεσμα των συνθηκών διαβίωσης, μαζικού εκτοπισμού και της γενικής καταστροφής των κοινωνικών συνθηκών, το σύνολο αναμφίβολα ανέρχεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο.
Το τι σημαίνει αυτό το «νέο ΝΑΤΟ» φάνηκε και στην μεταχείριση της Λιβύης.
Στις 19 Μαρτίου 2011, οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ξεκίνησαν τον ναυτικό βομβαρδισμό της Λιβύης, με πρόσχημα την «πάταξη της διεθνούς τρομοκρατίας». Ο πόλεμος ηγήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτα μέσω της Διοίκησης Αφρικής (AFRICOM) και στην συνέχεια από το ΝΑΤΟ υπό αμερικανική διοίκηση. Σε επτά μήνες, η πολεμική αεροπορία ΗΠΑ και ΝΑΤΟ πραγματοποίησε 30.000 επιδρομές και ρίχθηκαν στο έδαφος της Λιβύης περισσότερες από 40.000 βόμβες και πύραυλοι. Η νατοϊκή Ιταλία συμμετείχε στον πόλεμο με 7 αεροπορικές βάσεις, με μαχητικά βομβαρδιστικά και με το αεροπλανοφόρο Garibaldi και άλλα πολεμικά πλοία.
Γαλλία και Βρετανία συμμετείχαν επίσης στην επέμβαση με αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, ενώ η Ελλάδα διέθεσε για περιπολίες τέσσερα μαχητικά F-16, δυο φρεγάτες (Ψαρά και Λήμνος) και ένα αεροσκάφος εναέριας προειδοποίησης Erieye EMB-145. Πριν από την αεροπορική-ναυτική επίθεση, είχαν χρηματοδοτηθεί και οπλιστεί στην Λιβύη τμήματα φυλών και αντικυβερνητικές ομάδες τζιχαντιστών, λαθραία εισαγόμενες από ειδικές δυνάμεις του Κατάρ, για να εξαπλώσουν ένοπλες συγκρούσεις εντός της χώρας.
Η καταπολέμηση και η εξολόθρευση της τρομοκρατίας που επικαλέστηκαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αποδεικνύεται πλέον και στον πιο απληροφόρητο ότι ήταν ένα μεγάλο επικοινωνιακό ψέμα που διοχετεύτηκε από τα καθεστωτικά ΜΜΕ στους ευρωπαίους και αμερικανούς πολίτες. Η πραγματικότητα των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει ως σήμερα κατηγορηματικά απορρίπτει τον ισχυρισμό περί «πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας». Γεγονός όμως είναι ότι η Λιβύη μετά την επέμβαση των αμερικανο-νατοϊκών δυνάμεων διαλύθηκε και καταστράφηκε, η στρατιωτική επέμβαση κόστισε την ζωή περίπου 160.000 αμάχων και πυροδότησε έναν εμφύλιο πόλεμο που συνεχίζεται έως σήμερα με χιλιάδες θύματα.
Επομένως, το «νέο ΝΑΤΟ» είναι σαφώς μια επιθετική πολεμική Συμμαχία, τόσο αναφορικά με την ιστορία της όσο και αναφορικά με το παρόν της. Μέχρι των ημερών μας, η στρατηγική του ΝΑΤΟ περιλαμβάνει την χρήση πυρηνικών όπλων στα σενάρια πολέμου του, ανεξαρτήτως της χρήσης τέτοιων όπλων από τον αντίπαλο. Το ΝΑΤΟ οφείλει πλέον την ύπαρξη και επιβίωση του ουχί στους κλασσικούς όρους μιας αμυντικής στρατιωτικής συμμαχίας, αλλά στην οργανωτική μετεξέλιξη του σε ένα ιμπεριαλιστικό λόμπι που δρα από το σκοτεινό παρασκήνιο της Ουάσιγκτον, γνωστό και ως βαθύ κράτος, το οποίο ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των πατρόνων του τους οποίους όλοι γνωρίζουμε.
Το «νέο ΝΑΤΟ» είναι μια ασήμαντη στρατιωτική δύναμη και μαζί με τις σκηπτροφόρες Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μηδενικές πιθανότητες να επικρατήσουν σε έναν συμβατικό πόλεμο εναντίον του διακηρυγμένου εχθρού τους, την Ρωσία. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η Συμμαχία μια ταπεινωτική ήττα είναι μέσω της χρήσης πυρηνικών όπλων, κάτι που γνωρίζει η Μόσχα, εξ ου και οι δηλώσεις των αξιωματούχων της για πρώτο χτύπημα.
Η πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία είναι η χειρότερη διπλωματική αποτυχία στην ιστορία της Δύσης. Το βαθύ κράτος της Ουάσιγκτον ήθελε την ηγεμονία σε βάρος της Ρωσίας, παράλληλα το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ χρειαζόταν την Ρωσία ως εχθρό για να δικαιολογήσει τους προϋπολογισμούς του. Ο Λευκός Οίκος χρειαζόταν μια ρωσική απειλή στην Ευρώπη για να εμποδίσει τις ομαλές σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας, ούτως ώστε να επεκτείνει τον ηγεμονικό έλεγχο των ΗΠΑ στην γηραιά ήπειρο.
Το «νέο ΝΑΤΟ» με την αιματοβαμμένη ιστορία του έχει ανοίξει τον δρόμο για τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας πόλεμος που θα απομακρύνει για πάντα την Δύση από την ιστορία.
Γ. Λιναρδής
"Απ’ όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής με τον πιο όμορφο τρόπο" Βόλφγκανγκ Γκαίτε
Μοιραστείτε το στο Twitter !