Το τελευταίο διάστημα από πολλούς κυβερνητικούς αξιωματούχους της λεγόμενης Δύσης σε ολοένα και πιο γρήγορη διαδοχή ακούει κανείς σενάρια για την στρατιωτική δράση της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ, καταλήγοντας σχεδόν πάντα στις χώρες της Βαλτικής, εν μέρει με την συμπερίληψη των κινεζικών επιθυμιών σχετικά με την Ταϊβάν, και όλα αυτά όχι στο βάθος της δεκαετίας, όταν το ΝΑΤΟ θέλει επιτέλους να είναι ετοιμοπόλεμο (γιατί τώρα σίγουρα δεν είναι), αλλά πολύ νωρίτερα, δηλαδή προς το τέλος του 2025.
Drones πετούν ή καταρρίπτονται στην Πολωνία, κάποια οροφή χοιροστασίου καταστράφηκε από φίλια πυρά, drones κάνουν κύκλους πάνω από την Δανία, ρωσικά αεροσκάφη που παραβιάζουν τον εναέριο χώρο της Λιθουανίας κατά την πτήση τους προς το εξκλάβιο της Ρωσίας Καλίνινγκραντ, άγκυρες ρυμούλκησης που καταστρέφουν υποθαλάσσια καλώδια Βαλτικών χωρών. Για όλα αυτά, το σύνθημα από τις νατοϊκές χώρες είναι «Καταρρίψτε!», αν και ακούγεται σχεδόν σαν: «Οι κακοί επιτίθενται!»
Ταυτόχρονα, ακούγεται δυνατά και περήφανα από το ίδιο στρατόπεδο ότι η Ρωσία έχει τελειώσει, είναι οικονομικά κατεστραμμένη, δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά τον πόλεμο στην Ουκρανία και, ναι, ο Τραμπ έχει δίκιο με τις τελευταίες φλυαρίες του, τώρα ο Ζελένσκι μπορεί επιτέλους να αντεπιτεθεί, να ανακτήσει έδαφος και ακόμη και να αποσπάσει εδάφη από την Ρωσία.
Όλα αυτά, το κόλπο δηλαδή, βασίζεται σε ένα παλιό ψυχολογικό τέχνασμα, ήτοι της απόφασης σε μια προκατασκευασμένη επιλογή. Το κοινό στην ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπο με μια επιλογή, δηλαδή να αποφασίσει μεταξύ ενός επιθετικού Πούτιν και ενός νικητή Ζελένσκι. Εξάλλου, ένας από τους δύο πρέπει να έχει δίκιο. Όλα όσα θα μπορούσαν να είναι ενδιάμεσα, δίπλα, πάνω ή κάτω ξεθωριάζουν με αυτήν την πολωτική στρατηγική πληροφοριών. Η ιδέα ότι ο Πούτιν ούτε έχει τελειώσει ούτε θέλει να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ εξαφανίζεται πίσω από αυτήν την ψευδο-εναλλακτική λύση. Παράλληλα με αυτό το τέχνασμα οι ευρωπαϊκές/ νατοϊκές κυβερνήσεις υποστηρίζουν με τον ίδιο στόχο τις προσπάθειες επανεξοπλισμού, δηλαδή να κερδίσουν έναν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας.
Είναι πραγματικά τόσο δύσκολο να διακρίνει κανείς αυτή την στρατηγική; Αρκεί να ακούσει το κοινό κάποιον «εμπειρογνώμονα» του ΝΑΤΟ ή έναν απόστρατο σε τηλεοπτική εκπομπή να λέει ασυναρτησίες (μαλακίες, με το συμπάθιο) για να πεισθεί;
Ας το θέσουμε ως εξής:
Οι υπηρεσίες πληροφοριών της Δύσης, με εξαίρεση προφανώς την ΕΥΠ της οποίας κύριο έργο είναι να παρακολουθεί τους εσωτερικούς εχθρούς της κυβέρνησης, γνωρίζουν καλύτερα από εκείνους τους «ειδικούς» που έχουν λόγο στα μέσα ενημέρωσης πώς μοιάζει η τρέχουσα κατάσταση και ποιες επιλογές προκύπτουν από αυτήν. Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτή η γνώση τίθεται επίσης στην διάθεση των κυβερνητικών εκπροσώπων και επίσης δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό τα γενικά επιτελεία των νατοϊκών χωρών είναι σωστά ενημερωμένα.
Ότι οι υπηρεσίες δεν θα διέδιδαν τις απόρρητες ή εμπιστευτικές γνώσεις τους μέσω των μέσων ενημέρωσης, εκτός εάν στοχεύουν να προκαλέσουν πολέμους με αυτό το μέσο ή να ανατρέψουν κυβερνήσεις, είναι κατανοητό. Θα ήξεραν όμως πώς να αποτρέψουν τους «ειδικούς» από το να κάνουν προβληματικές ή ηλίθιες εκτιμήσεις στα μέσα ενημέρωσης.
Γιατί τα λέμε αυτά:
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ θα διεξαχθεί σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες του παιχνιδιού και με τα ίδια όπλα που κυριαρχούν τώρα στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία, που σκοπίμως αναφέρεται από την Ρωσία ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».
Εάν θέλετε να κερδίσετε ή να μην χάσετε έναν τέτοιο πόλεμο, πρέπει να προσπαθήσετε να εξαλείψετε τα κέντρα λήψης αποφάσεων του αντιπάλου, την δομή επικοινωνίας και τις εγκαταστάσεις υλικοτεχνικής υποστήριξης το συντομότερο δυνατό. Μπορεί να προηγηθεί μια επίδειξη δύναμης ως «προειδοποιητική βολή» προκειμένου να επιτευχθεί μια παραχώρηση την τελευταία στιγμή, αλλά αυτό δεν είναι σίγουρο.
Τα στρατεύματα που μεταφέρονται πέρα από τον Ατλαντικό στην Ευρώπη δεν θα χρειαστεί να φτάσουν στο μέτωπο των χωρών της Βαλτικής για να δεχθούν εχθρικά πυρά. Μπορούμε να φανταστούμε ότι ένας μόνο πύραυλος Oreshnik, που εκτοξεύεται από την Λευκορωσία, είναι αρκετός για να βυθίσει έναν ολόκληρο στόλο πριν καν φτάσει στα βρετανικά νησιά. Μια τέτοια πυραυλική προβολή εξακολουθεί να είναι κάτω από το κατώφλι του πυρηνικού πολέμου.
Ούτως: Δεν θα είναι θέμα προέλασης της Ρωσίας στις Βαλτικές χώρες, στο Βερολίνο, το Παρίσι με τανκς και πεζικό, αυτός θα ήταν ένας πόλεμος που η Ρωσία δεν μπορεί να κερδίσει. Από την άλλη, η Ρωσία δεν θα περιμένει στα δυτικά της σύνορα με ισχυρούς σχηματισμούς στρατού να της επιτεθούν τα άρματα μάχης του ΝΑΤΟ.
Ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα από το ποιος θα ρίξει την πρώτη βολή και για ποιο λόγο, θα είναι ένας πόλεμος πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, η έκβαση του οποίου εξαρτάται αποκλειστικά από την ποιότητα της αναγνώρισης στόχων και την ακρίβεια των όπλων.
Ως εκ τούτου είναι επίσης αμφίβολο εάν το επανειλημμένως αναφερόμενο έτος 2030, το οποίο καθορίζεται από το ΝΑΤΟ ως το χρονικό σημείο κατά το οποίο, όπως λέγεται, η Ρωσία θα έχει γίνει αρκετά ισχυρή για να επιτεθεί, μήπως είναι το χρονικό σημείο από το οποίο το ΝΑΤΟ υποθέτει ότι θα είναι σε θέση να επιτεθεί για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την απειλή που θέτουν οι ρωσικοί υπερ-υπερηχητικοί πύραυλοι.
Το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αναλογιστεί ότι ο πόλεμος δεν είναι ο τελευταίος λόγος, αλλά ο έσχατος παραλογισμός.