ΗΘΙΚΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΑΣ ΚΑΙ  ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΩΝ

Μέρος 2

Αλήθεια πώς θα μπορούσε κάποιος  να συστήσει τον Νίτσε στους συνδαιτυμόνες του; Ήταν ο Νίτσε φιλόσοφος με τη στενότερη σημασία του όρου; Οι κριτικοί της Φιλοσοφίας βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όταν προσπαθούν να τον εντάξουν σε κάποιο φιλοσοφικό σύστημα. Κι αυτό γιατί δεν προσκολλήθηκε σε κανένα από τα γνωστά φιλοσοφικά συστήματα, ακόμη ούτε και στις δικές του ιδέες δεν έμεινε σταθερά προσκολλημένος.

Οι χαρακτηρισμοί που του δόθηκαν είναι πολλοί, χωρίς ωστόσο κάποιος από αυτούς να αποδίδει με ακρίβεια τη φιλοσοφική του ιδιότητα. Στοχαστής ή Ποιητής; Φιλόσοφος ή Ηθικολόγος; Ιδεαλιστής ή Υλιστής Φιλόσοφος ή Ηθικολόγος; Πανθεϊστής ή Άθεος Φιλόσοφος ή Ηθικολόγος; Φιλόσοφος ή Ηθικολόγος; Ποιος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει ακριβώς με ένα από τα παραπάνω επίθετα; Είναι τέτοια η μοναδική πρωτοτυπία και η κοφτερή γνησιότητα του έργου και της σκέψης του, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα συμβατικά  αναιμικά πλαίσια ενός φιλοσοφικού συστήματος.

Πολυσχιδής και αντιφατική προσωπικότητα ο Νίτσε καθώς και υπέρμαχος της απόλυτης Ελευθερίας και  μανιώδης θηρευτής της Αλήθειας, έθεσε σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή του.

Αυτοβιογραφούμενος δήλωνε ανενδοίαστα κι εμφατικά  «Είμαι ένας αγγελιαφόρος χαρμόσυνων ειδήσεων που όμοιός μου δεν υπήρξε ποτέ… Όμως κατ’ ανάγκην είμαι και ο άνθρωπος της συμφοράς» !

Γαλουχήθηκε πνευματικά και αισθητικά από το έργο των δύο δασκάλων του, του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ τους οποίους στη συνέχεια  απέρριψε με σφοδρότητα. Σε ένα άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας του δηλώνει πως «Είμαι μαθητής του φιλόσοφου Διονύσου, θα προτιμούσα να είμαι ακόμα και σάτυρος, παρά άγιος».

 Η επιλογή του Θεού Διονύσου ως δασκάλου δεν είναι τυχαία, αφού αυτός είναι για τον φιλόσοφο το απόλυτο σύμβολο της ζωής, σε αντίθεση με τον χριστιανικό θεό – σύμφωνα με τον Νίτσε- που με την σταύρωσή του γέννησε ενοχές στους ανθρώπους και τους αποξένωσε από την ίδια τη ζωή. Λάτρης της αυθεντικής ζωής, ζηλωτής της ελευθερίας του πνεύματος και οραματιστής στόχευε σε μία νέα αλήθεια για την καλλιέργεια και ανάδειξη της ανθρώπινης αυθεντικότητας.

Εγνώριζε πολύ καλά ότι με τις ρηξικέλευθες ιδέες του και το έργο του θα προκαλούσε πάρα πολλές σφοδρές αντιδράσεις και πολύπλευρες αμφισβητήσεις, όπως και έγινε. Ωστόσο με περισσό πείσμα και ζώντας στην δημιουργική μοναξιά της προσωπικής του σκέψης αναζητούσε με αστείρευτη επιμονή την αλήθεια. Κι αυτό γιατί πίστευε σταθερά πως «Όταν η αλήθεια έρθει σε σύγκρουση με τα ψεύδη χιλιετιών, θα προκληθούν δονήσεις, έξαρση σεισμών, μετατόπιση των βουνών και των κοιλάδων, που όμοιές της δεν έχουμε φανταστεί ποτέ !»   

Ποιος άραγε μπορεί να διαφωνήσει για τα προαναφερόμενα με ελαφρότητα και επιπόλαιη κρίση, βλέποντας και βιώνοντας όσα ζήσαμε ήδη στον μεταψυχροπολεμικό μας κόσμο και όσα διαφαίνεται πως θα ζήσουμε μελλοντικά;

Η παράλογα αμφίσημη και αυστηρά εκλεκτική για τους αδαείς στάση του, η προτίμησή του προς τον Ηθικοπνευματικό Πολιτισμό – την «Καλλιέργεια» – την Κουλτούρα (Kultur)  έναντι του Υλικοτεχνικού Πολιτισμού (Zivilisation), αλλά και η ταύτιση του «Ανώτερου Ανθρώπου» με τον «Καλλιτέχνη» σε αρκετές περιπτώσεις, (κληροδότημα του Ρομαντισμού στην σκέψη του), του προσδίδουν την ιδιαίτερη διάσταση του «Ριζοσπαστικού Αριστοκρατισμού». Αυτόν τον ξεχωριστό χαρακτηρισμό του πρωτοέδωσε ο Δανοεβραίος νομικός, φιλόσοφος και κριτικός Γκέοργκ Μόρις Κόεν Μπράντες (Georg Morris Cohen Brandes) σε επιστολή του και ο ίδιος ο Νίτσε τον αποδέχθκε με περισσή χαρά. (Επιστολή στον Georg Brandes – 2 Δεκεμβρίου 1887)

[Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο Μπράντες στράφηκε στην εστίαση στις «μεγάλες προσωπικότητες» ως πηγή πολιτισμού. Σε αυτή την περίοδο, ανακάλυψε τον Νίτσε, όχι μόνον εισάγοντάς τον στη σκανδιναβική κουλτούρα αλλά έμμεσα σε ολόκληρο τον κόσμο. Η σειρά διαλέξεων που έδωσε για τη σκέψη του Νίτσε, την οποία περιέγραψε ως «αριστοκρατικό ριζοσπαστισμό», ήταν οι πρώτες που παρουσίασαν τον Νίτσε ως μια παγκόσμια πολιτιστική προσωπικότητα, που χρειαζόταν πλήρη πνευματική προσοχή για να κατανοηθεί. Σχετικά με την περιγραφή της φιλοσοφίας του από τον Μπράντες, ο ίδιος ο Νίτσε σχολίασε: «Η έκφραση “αριστοκρατικός ριζοσπαστισμός”, την οποία χρησιμοποιείτε, είναι πολύ καλή. Είναι, επιτρέψτε μου να πω, το πιο έξυπνο πράγμα που έχω διαβάσει μέχρι τώρα για τον εαυτό μου». Το 1909 οι διαλέξεις επιμελήθηκαν και δημοσιεύθηκαν ως η μονογραφία «Φρίντριχ Νίτσε», η οποία περιελάμβανε την πλήρη αλληλογραφία Νίτσε/Μπράντες, καθώς και δύο δοκίμια προς τιμήν της ζωής και της σκέψης του αείμνηστου Νίτσε. Μεταφρασμένος στα αγγλικά από τον Άρθουρ Γκρόσβενορ Τσάτερ (Arthur Grosvenor Chater), ακόλουθο Τύπου (1919-1921) στην Βρετανική Πρεσβεία στην Κοπεγχάγη, ο τόμος εκδόθηκε το 1914 από τον Γουίλιαμ Χένρυ Χάϊνεμαν (William Henry Heinemann), έναν Άγγλον εκδότη εβραϊκής καταγωγής και ιδρυτή του «Εκδοτικού οίκου Heinemann» στο Λονδίνο, και έτσι η σκέψη του Νίτσε μπόρεσε να φτάσει σε ένα σημαντικό και ευρύ αγγλόφωνο κοινό πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.]

Ο Νίτσε ήταν ριζοσπάστης επειδή ήθελε να καταργήσει σχεδόν όλα όσα είχαν προηγουμένως καθιερωθεί στη φιλοσοφία, στον πολιτισμό, στην ηθική και στην πολιτική. Ήταν αριστοκράτης επειδή τη λύση για τον μηδενισμό της Ευρώπης την έβλεπε να βρίσκεται σε μια νέα ιεραρχική τάξη τόσον εντός του ατόμου όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των απόψεων του Νίτσε για τη σχέση μεταξύ ατόμου και κράτους και εκείνων του Πλάτωνος στην Πολιτεία.

Δεδομένων των θεμάτων του (τα οποία συχνά φαίνεται να αφορούν στον πολιτισμό και στη φιλοσοφία), ποια είναι η πολιτική σημασία του Νίτσε; Εδώ πρέπει να καταλάβουμε ότι για τον Νίτσε η πολιτική, ο πολιτισμός και η ηθική ήταν όλα συνδεδεμένα. Ωστόσο, μπορούν να ειπωθούν μερικά ακόμη πράγματα.

Οι φασίστες ήταν η πρώτη πολιτική ομάδα που χρησιμοποίησε συστηματικά τη σκέψη του Νίτσε. Η φιλοσοφία του Νίτσε καταχρησιμοποιήθηκε έξυπνα από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς για να δικαιολογήσει τις δικές του πολιτικές. Υπάρχει πλέον μια γενική συναίνεση ότι η σκέψη του Νίτσε δεν οδηγεί αναγκαστικά στον εθνικοσοσιαλισμό, σαφώς είναι όμως ακόμα δυνατό να θεωρήσουμε ορισμένα από αυτά που έγραψε ο Νίτσε ως οδηγούς σε φασιστικά συμπεράσματα. Οι αναρχικοί και η αριστερά βλέπουν τον Νίτσε ως αντίπαλο του κράτους και γιορτάζουν την προφανή εστίασή του στην ατομικότητα.

Το έργο του Νίτσε έχει επίσης χρησιμοποιηθεί από μεταμοντέρνους και μεταδομιστές. Αυτοί οι στοχαστές τείνουν να εφιστούν την προσοχή στην εστίαση του Νίτσε στις μετατοπίσεις εξουσίας και ταυτότητας στο έργο του. Βλέπουν το έργο του ως αγώνα ενάντια στη συμμόρφωση, αλλά και ως το δημιουργικό παιχνίδι της γλώσσας, την έλλειψη θεμελίων και την απομυθοποίηση των δυαδικών αντιθέτων.

Ίσως παραδόξως, οι φεμινίστριες και οι αντιρατσιστές έχουν μερικές φορές εμπνευστεί από τη σκέψη του Νίτσε. Επισημαίνουν δύο χαρακτηριστικά της σκέψης του Νίτσε που συμπληρώνουν τη δική τους οπτική. Πρώτον, ο Νίτσε θεωρείται αντι-ουσιοκρατικός στοχαστής. Ανατρέπει την σταθερή ταυτότητα, ακόμη και όταν δείχνει πώς λειτουργεί η ταυτότητα. Δεύτερον, ο Νίτσε θεωρείται ένα πρόσωπο που βρίσκεται «απ’ έξω», ένα πρόσωπο που δεν μπορεί εύκολα να αφομοιωθεί στο σύστημα. Ως εκ τούτου, τόσον ο Νίτσε όσο και η σκέψη του αντιπροσωπεύουν μια μη αναγώγιμη πηγή διαφοράς. Αλλά παρά το γεγονός ότι δεν παρέχει ένα σχέδιο, ο Νίτσε μας προσφέρει ένα όραμα μιας ανανεωμένης κοινωνίας. Αυτη θα βασιζόταν σε μια νέα μορφή αριστοκρατίας.

Κατά τον φιλελεύθερο Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Φρέντρικ Άπελ (Fredrick Appel), διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στο βιβλίο του «Ο Νίτσε ενάντια στη Δημοκρατία» («Nietzsche contra Democracy», 1999) o Νίτσε αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονου ριζοσπάστη και αντιδημοκράτη, ο οποίος «υιοθετήθηκε», με τον ίδιο τρόπο όπως ο μεταγενέστερος του Carl Schmidt και μάλιστα από ριζοσπάστες με ποικίλες «δημοκρατικές θέσεις».

[Αυτό είναι ένα αξιοπερίεργο ψυχοπνευματικό ζήτημα που πραγματεύεται εξονυχιστικά ο Richard Wolin στο βιβλίο του «Η σαγήνη / γοητεία του Ανορθολογισμού : Το διανοητικό ειδύλλιο με τον φασισμό από τον Νίτσε έως τον μεταμοντερνισμό» («The Seduction of Unreason: The Intellectual Romance with Fascism from Nietzsche to Postmodernism», 2004), ένα ζήτημα στο οποίο οι κάθε χρώματος «υπερδημοκράτες» αποφεύγουν συστηματικά να δώσουν οποιαδήποτε άλλη προέκταση και δεν τολμούν να αναλύσουν σε βάθος].

Το «Nietzsche contra Democracy» του Άπελ αναφέρεται στη βαθιά περιφρόνηση του φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε για τη δημοκρατία και τη «νοοτροπία της αγέλης» που πίστευε ότι αυτή καλλιεργεί, υποστηρίζοντας αντ’ αυτού μια νέα αριστοκρατική κάστα για την καλλιέργεια της ανθρώπινης ανάπτυξης και άνθησης και της πολιτιστικής αναζωογόνησης. Το βιβλίο του Άπελ διερευνά την κριτική του Νίτσε για τις σύγχρονες δημοκρατικές αξίες και τις ιδέες του για μιαν εναλλακτική, βασισμένη στην αριστοκρατία πολιτική τάξη.

Βασικές πτυχές της κριτικής του Νίτσε ήσαν οι ακόλουθες : Κριτική της νοοτροπίας της αγέλης– Ο Νίτσε έβλεπε τη δημοκρατία ως προώθηση των αξιών της «αγέλης» ή των μαζών, αντί ως πολίτευμα να ενισχύει την ατομική αριστεία και την πνευματική ανάπτυξη. Απόρριψη της Ισότητας – Πίστευε ότι στη δημοκρατία η έμφαση στην ισότητα υπονόμευε την ανάπτυξη μιας ανώτερης, αυτογνωσμένης αριστοκρατίας, της οποίας ο μοναδικός σκοπός ήταν η δική της άνθηση και η πολιτιστική αναζωογόνηση. Έμφαση σε ένα αριστοκρατικό ιδανικό – Ο Νίτσε οραματίσθηκε μια νέα, σύγχρονη αριστοκρατία, όχι βασισμένη στη γέννηση ή στην εξουσία, αλλά στον χαρακτήρα και την αυτοκυριαρχία,  για να καθοδηγήσει την πολιτιστική ανάπτυξη. «Μικροπολιτική» – Τα γραπτά του εκφράζουν περιφρόνηση για την «μικροπολιτική» της εποχής του και την ιδέα ότι οι μάζες πρέπει να υπαγορεύουν την κατεύθυνση του πολιτισμού και της κοινωνίας.

[Στο Βιβλίο του Fredrick Appel – Εστίαση: Το βιβλίο του εξετάζει τις ελάχιστα συζητημένες ιδέες του Νίτσε για θέματα όπως η μοναξιά, η φιλία και η οικογένεια, και πώς αυτές συμβάλλουν στο όραμά του για μια εναλλακτική πολιτική τάξη. Συμβολή στην Ακαδημαϊκή Θεωρία: Το βιβλίο στοχεύει να φέρει τον Νίτσε σε «διάλογο» με άλλους στοχαστές, όπως ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί, και να προσφέρει μια νέα προοπτική στη φιλοσοφία του, ιδιαίτερα όσον αφορά στις απόψεις του για την ανθρώπινη ευημερία και τον πολιτισμό. Πρόκληση στην Πολιτική Θεωρία: Το έργο του Appel προκαλεί την πολιτική θεωρία να αναπτύξει και να υπερασπιστεί τα ηθικά θεμέλια της δημοκρατίας, ένα έργο που, όπως υποστηρίζει, παραμελείται από την επικρατούσα άστοχη άποψη για τον Νίτσε ως δήθεν απολιτική προσωπικότητα.]

Δεδομένης της διφορούμενης (και μερικές φορές αμφιλεγόμενης) φύσης των απόψεων του Νίτσε, δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι έχει υιοθετηθεί από τόσα πολλά αντικρουόμενα πολιτικά κινήματα. Έλεγε για τον εαυτό του ότι ήταν «δυναμίτης». Αυτό που φαίνεται να εννοούσε με αυτό είναι ότι η φιλοσοφία του δεν υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή καθιερωμένη θέση (αριστερά ή δεξιά), αλλά ότι η φιλοσοφία του ανατρέπει κάθε υπάρχον παράδειγμα. Από εδώ και στο εξής, η πολιτική (δηλαδή η δημιουργία αξιών και τάξης και η συμβίωση) πρέπει να αντιμετωπίζεται με νέους τρόπους !

Στο «Πέραν του Καλού και του Κακού» (1886) ο Νίτσε προσφέρει ένα είδος «φυσικής ιστορίας» των ηθικών αρχών, εξηγώντας τους σκοπούς που αυτές εξυπηρετούν (τι είδους κοινότητα δημιουργούν και διατηρούν και ποια προβλήματα επιδιώκουν να υπερβούν) και υπό ποιες συνθήκες δημιουργούνται.

  • α. Ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι αν εξετάσουμε τις «ευρωπαϊκές» ηθικές αρχές, βλέπουμε ότι διδάσκουν τα ίδια βασικά πράγματα: το κακό μπορεί να αποφευχθεί («ελεύθερη βούληση» κάποιου είδους), μια επιμονή στην ισότητα, επιθυμία για εξάλειψη του πόνου και την προώθηση του οίκτου για τους άλλους.
  • β. Ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι ηθικές αρχές μοιράζονται τις ίδιες παρορμήσεις: αποφυγή του κινδύνου, αποφυγή της ταλαιπωρίας, αποφυγή της αυτοαπέχθειας.

Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: Αυτός που εξετάζει τη συνείδηση ​​του σημερινού Ευρωπαίου θα πρέπει να εξαγάγει από χίλιες ηθικές εσοχές και κρυψώνες πάντα την ίδια επιταγή, την επιταγή της δειλίας της αγέλης: «μακάρι να μην υπάρχει πια τίποτα να φοβόμαστε!». Να το πραγματώσουμε λοιπον αυτό μιαν ημέρα – παντού στην Ευρώπη η θέληση και ο δρόμος προς εκείνη την ημέρα ονομάζονται πλέον πρόοδος. (§ 201) Ο Νίτσε – βεβαίως – δεν πιστεύει καθόλου ότι αυτό είναι «πρόοδος».

Η διέξοδος του Νίτσε από όλα αυτά είναι να προσπαθήσει να δημιουργήσει συνθήκες όπου θα μπορούσε να αναδυθεί ένα νέο είδος αριστοκρατίας. Η άποψή του είναι ριζικά αντίθετη με αυτήν της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας και με την έννοια της «προόδου» που αυτή αναπτύσσει:

  • α. Η ταλαιπωρία και η εκμετάλλευση είναι ένα «γεγονός» της ζωής. Ο Νίτσε πιστεύει ότι η φυσική του ιστορία έχει δείξει πώς αυτές οι δυνάμεις διαμορφώνουν την κοινωνία και πιστεύει επίσης ότι είναι φανταστικό να σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαν ποτέ να εξαλειφθούν. Πράγματι, είναι κατά κάποιο τρόπον απαραίτητες για να διατηρηθεί η κοινωνία.
  • β. Είναι φυσικό να αναζητούμε κανόνες και πειθαρχία (§188). Χωρίς κανόνες και πειθαρχία δεν μπορεί να υπάρξει τάξη και αξίες. Ο Νίτσε δεν λέει απλώς «όχι» στους υπάρχοντες κώδικες ηθικής, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ηθικής και δημιουργεί μια νέα.
  • γ. Η τάξη της ιεραρχίας και της βαθμίδωσης οδηγεί στην ανωτερότητα και στο πάθος της απόστασης. Ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι η ιεραρχία και η διαστρωμάτωση δημιουργούν διαφοροποιήσεις και ότι αυτό είναι απαραίτητο για να υπάρχει μια υγιής κοινωνία. Έτσι, δεν αντιτίθεται στη διαφορά – στην πραγματικότητα, υπό ορισμένες συνθήκες την προωθεί. Η διαφορά πρέπει όμως να είναι παραγωγική και όχι απλώς ανεκτική.
  • δ. Η δύναμη της Ευρώπης έχει ποικίλες πηγές: Εδώ συγκαταλέγετια ο τοπικιστικός στενόμυαλος και εγωπαθής αντιεθνικισμός. Ο Νίτσε υποδεικνύει ότι η Ευρώπη δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο αλλά ένα σύστημα διαφορών. Επισημαίνει τις πολλαπλές πηγές που έχουν καλλιεργήσει και πειθαρχήσει την ευρωπαϊκή ψυχή. Είναι επίσης σημαντικό ότι κατακεραυνώνει κάποιους εθελότυφλους ανεδαφικούς αντισημίτες και εθελότυφλους μικροπολιτικούς εθνικιστές που δεν το κατανοούν αυτό.
  • ε. Μια υγιής αριστοκρατία δεν δικαιολογεί τον εαυτό της: Είναι η δικαιολόγησή του! (§258). Ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι μια υγιής αριστοκρατία δεν βλέπει τον εαυτό της ως υπηρέτη της κοινωνίας – αντίθετα, κατανοεί την κοινωνία ως υπηρέτη της. Η αριστοκρατία είναι υγιής μόνον αν έχει καλή πίστη στο σύστημα αξιολόγησής της και στον σκοπό της. Η κοινωνία αποκτά νόημα μέσω της παραγωγής αριστοκρατίας.

Έτσι, ο Νίτσε κάνει τον ακόλουθο ισχυρισμό, ο οποίος είναι τόσο ενδιαφέρων όσο και συγκλονιστικός : Κάθε ανύψωση του «ανθρώπινου» μέχρι τώρα ήταν έργο μιας αριστοκρατικής κοινωνίας – και έτσι θα είναι πάντα: μια κοινωνία που πιστεύει σε μια μακρά κλίμακα βαθμίδωσης των τάξεων και των διαφορών αξίας μεταξύ των ανθρώπων, οπότε χρειάζεται την υποταγή, τη δουλεία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. (§257)

Ο Νίτσε ως«πρόδρομος» του Φασισμού, φυλετιστής και αντισημίτης : Eίναι πολύ σημαντικό να διευκρινιστούν σαφώς και οι πλέον αμφιλεγόμενες κατηγορίες, οι οποίες στις ημέρες μας συνήθως πυρπολούν οποιονδήποτε αγγίζει το «Νιτσεϊκό Ζήτημα». Ο Νίτσε στην «Γενεαλογία της Ηθικής», προβαίνει σε άποιες οξείες και πολεμικές αναφορές στο Πνεύμα της «Ιουδαίας» το οποίο και αντιδιαστέλει με αυτό της «Ρώμης». Όλα αυτά είναι συναφή με την διενεργουμένη ανάλυσή του περί την καταγωγή της χριστιανικής ηθικής. Σαφώς η πολεμική του αποκτάει έντονους φυλετικούς τόνους και γίνεται σε ορατή η εκ μέρους του διαφοροποίηση μεταξύ «Αρίων» και «Σημιτών».

Επίσης η αναφορά του στους Εβραίους ως λαό είναι σε κάποιες περιπτώσεις ξεκάθαρη με ταυτόχρονη αναγνώριση τόσο των αρνητικών όσο και των θετικών στοιχείων τους (π.χ. το ζήτημα της ελλείψεως «πατρώας γης», με τα υπέρ και τα κατά του, καθώς και το ζήτημα της εκ μέρους τους σφυρηλατήσεως μιας ισχυράς ενότητος και μιας αξιομνημόνευτης θελήσεως εν μέσω συχνών  διώξεων και ελλείψεως κράτους)

Όμως αυτή η ανίχνευση, αναγνώριση και ταυτοποίησή τους, δεν γίνεται για να τους προσδώσει κατηγορίες, όπως έκαναν συνήθως οι διάφοροι αντισημίτες της εποχής του. Αντιθέτως προς αυτούς, ο Νίτσε θεωρεί ότι αποτελούν γόνιμα στοιχεία προς έναν μελλοντικό μετασχηματισμό της Ευρώπης.

Επίσης κατηγορεί ανοιχτά τους αντισημίτες ότι υιοθετούν μιαν «Ηθική των Δούλων», ομιλούντες με μνησικακία κατά των Εβραίων ως «καταπιεστών» και θεωρούντες εαυτούς «καταπιεσμένους» και θύματα του Ιουδαϊσμού. Κατ’ αυτόν η θέση αυτή αφορά σε μια μετάθεση ευθύνης σε άλλους, για ό,τι κακό τους συμβαίνει, όπως ακριβώς κάνουν οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί. Μια τέτοια στάση από άτομα που δέχονται την χριστιανική πίστη και ηθική συνιστά για αυτόν μια καταγέλαστη, ευτελή και ανερμάτιστη, πάντως απαράδεκτη κατάσταση.

Όσον αφορά στο φυλετικό ζήτημα είναι γεγονός ότι, η χρήση της έννοιας «Άριος» είναι λίαν συχνή ήδη από τα πρώτα κείμενα του Νίτσε. Μάλιστα, διόλου δεν αποτελεί προϊόν κάποιας παρερμηνείας η πίστη του στην ύπαρξη μιας ανώτερης «Άριας Κάστας», σε πολιτισμούς όπως ο Ινδικός. Βεβαίως η λέξη «Άριος» στην εποχή του αποτελούσε μιαν ευρύτερα μυθική και έντονα φυλογνωσικά φορτισμένη εκδοχή αυτού που σήμερα ονομάζουμε «Ινδοευρωπαίος», δηλαδή την ιστορική, γλωσσική, πολιτισμική και εθνολογική ταυτότητα των συλλογικοτήτων – φορέων του πολιτισμού των Ταφικών Τύμβων – Κουργκάν (Kurgan Kultur), με απώτερη καταγωγή από τις στέπες της Σιβηρίας, που από το 5.000- 3500 π.Χ. και μετά ήλθαν σε σύγκρουση και αφομοιωτική επαφή με τους παλαιότερους κατοίκους της Ευρώπης, με απογόνους αυτών σήμερα τους σύγχρονους Ευρωπαίους.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η ανάλογη τοποθέτηση των «Πατέρων» του κομμουνισμού Μερξ και Ένγκελς, όπως επισημαίνεται στο εμπεριστατωμένο άρθρο «Θεωρία της Ιστορίας των Μαρξ και Ένγκελς : Καταλαβαίνοντας το νόημα του φυλετικού παράγοντα» [(«Marx and Engels’s theory of history: making sense of the race factor») του  Erik van Ree, στο έγκριτο περιοδικό «JOURNAL OF POLITICAL IDEOLOGIES»   –  2019, τόμος  24, τεύχος 1, σελίδες 54–73]  καθώς και ειδικότερα για τον Μαρξ το άρθρο του Αμερικανοεβραίου τέως κομμουνιστή και μετά συντηρητικού οικονομολόγου Nathaniel Weyl, «Σημειώσεις επί της φυλετικής φιλοσοφίας  του Καρλ Μαρξ στην πολιτική και την ιστορία» [(«Notes on Karl Marx’s racial philosophy of politics and history»), στο φημισμένο ανθρωπολογικό περιοδικό «The Mankind Quarterly» (Ιούλιος  1977), σελίδες  59–70].

H χρήση του όρου «Άριος» ήταν λοιπόν διαδεδομένη στην εποχή του και προφανώς έχει δανεισθεί συναφή στοιχεία από ιστορικούς, επιστήμονες και μελετητές ασχολουμένους με το ζήτημα αυτό. Είναι συνεπώς εύλογη, η έντονη επιρροή του Arthur de Gobineau όσον αφορά στην θεωρία περί εκφυλισμού των αρχουσών τάξεων – ελίτ και της βιολογικής τους διαφοροποίησης από τους υποτελείς τους.

Σκοπός του όμως δεν είναι ένας αυστηρός και αρτηριοσκληρωτικός φυλετικός προσδιορισμός, των «Ανώτερων Ανθρώπων», σε πολλές περιπτώσεις αντι-επιστημονικός, αλλά με βάση το βιολογικό στοιχείο, ώστε να καταδείξει την πλήρη διαφοροποίηση αυτών από τους άλλους τους «πολλούς», τους «πληβείους», την «πλέμπα». Αυτό είναι ένα ζήτημα που τον απασχολεί και αργότερα όταν πραγματεύεται το ζήτημα της «Υγείας» και των συνηθειών των «Ανώτερων Ανθρώπων» και της «πλέμπας» αντίστοιχα, στην σύγχρονη εποχή.

Συνεπώς ο συχνά αναφερόμενος όρος «Ξανθό Κτήνος» δεν πραγματεύεται τον «Ξανθό Νορδικού φυλετικού τύπου Βορειοευρωπαίο» ή Τεύτονα «απολίτιστο βάρβαρο», (εξάλλου η υποτίμηση των συμπολιτών του υπήρξε βασικό στοιχείο της νιτσεϊκής κριτικής), καθότι δεν αφορά μονοδιάστατα ένα βιολογικό στοιχείο και χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως την προσπάθεια ταυτίσεως του όρου με τον Λέοντα που ως κυρίαρχο αρπακτικό με ξανθή χαίτη αποτελεί :

1) την πεμπτουσία του «Ξανθού Κτήνους» και ταυτοχρόνως της δυναμικής υπάρξεως, και

2) το δεύτερο στάδιο της μεταλλαγής που διακηρύσσει ο Ζαρατούστρα του στο ομώνυμο βιβλίο (Στάδια Καμήλας, Λέοντος και Νεογέννητου).

Εξάλλου είναι αναντίρρητο γεγονός ότι όπως λέει ό ίδιος στο στοχασμό του (τύπου δηλώσεως μανιφέστου) «Εμείς οι Απάτριδες» στην «Χαρούμενη Επιστήμη», σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας ενοποιημένης Ευρώπης, μακριά από εθνικές και γεωγραφικές διασπάσεις.

Η σύνδεση του μεγάλου στοχαστή με τον Φασισμό είναι πολύ πιο περίπλοκη και πολυσύνθετη. Ο Νίτσε επηρέασε πολυάριθμα άτομα και καταστάσεις, πολλές φορές διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων. Ο Φασισμός στην Ιταλία όσο και ο Εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία, ήσαν δύο παραδείγματα μαζικών ιδεολογικών ρευμάτων που επηρεάστηκαν τόσον από εθνικιστικές όσο και από σοσιαλιστικές τάσεις, αλλά και σε γενικότερο φιλοσοφικό επίπεδο από πολλούς και ενίοτε αντικρουόμενους στοχαστές.

Ο Νίτσε με το σχεδόν μεταφυσικό και ποιητικό ύφος της απολυτότητας που τον διαπνέει και τον διακρίνει στην γλαφυρή γραφή του, με συχνή επανάληψη του στρατευμένου προσδιορισμού «Εμείς», (όταν αναφέρεται στον ίδιο και σε όσους πιστεύει ότι ομοιάζουν με αυτόν στο πνεύμα), απετέλεσε εύλογα εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για διαφόρους νέους ριζοσπάστες. Πρώην σοσιαλιστές, εθνικιστές και αναρχικοί, πολλοί εκ των οποίων επηρεασμένοι από καλλιτεχνικές τάσεις με νιτσεϊκές αναφορές -όπως ο Φουτουρισμός- είχαν δύσκολη πορεία με άσχημη (προβληματική ή τραυματική) κατάληξη στο τέλος.

Βεβαίως η κοινωνική δομή που επιθυμεί ο Νίτσε  με την δημιουργία μιας αυστηρά ιεραρχημένης κοινωνίας, όπου θα έχει εξαλειφθεί το ενδιάμεσο στρώμα των «μετρίων ανθρώπων», οι οποίοι κατ’ αυτόν ασχολούνται με το εμπόριο και τα συναφή δρώμενα, κάθε άλλο παρά συμβαδίζει με το πνεύμα τέτοιων μαζικών κινημάτων.

.

🤞 Εγγραφείτε στην λίστα φίλων !

Διακριτική ενημέρωση για σημαντικά άρθρα της Ιστοσελίδας μας

120
fb-share-icon
Insta
Tiktok