ΝΙΤΣΕ, ΔΕΞΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ

[Θρέφονται με πνευματικά αποφάγια και αρνούνται την Πηγή]

Μέρος 1

Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) είναι ίσως μια από τις σπουδαιότερες και πλέον παρεξηγημένες μορφές του 19ου αιώνος. Ενδεχομένως μάλιστα ο πιο ιδιαίτερος και εκκεντρικός φιλόσοφος της εποχής του, ένας σύγχρονος «Προσωκρατικός». Αρχικά επηρεασμένος από τον Arthur Schopenhauer και τον Richard Wagner οδηγήθηκε εν τέλει στην πλήρη αποκήρυξή τους, ενώ εγκατέλειψε την πανεπιστημιακή του έδρα στην Βασιλεία  (1869–1879) λόγω υγείας και ξεκίνησε τις περιπλανήσεις του στην Νότια Ευρώπη (Νίκαια,Γένοβα, Ραπάλλο, Τορίνο).

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο μεγάλος φιλόσοφος κρίθηκε αρνητικά και θετικά (από χολερικούς εχθρούς έως αφοσιωμένους απολογητές), με πολλούς τρόπους, από όλες τις ιδεολογικές γραμμές και όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Είναι λοιπόν απαραίτητο να προσπαθήσουμε να αναφέρουμε τι πραγματικά έγραψε, χωρίς φόβο και πάθος, εξετάζοντας κάποιες πτυχές του έργου του με ψυχρή αντικειμενικότητα, άσχετα με  τα όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς για αυτόν και προσεγγίζοντας «περιθωριοποιημένα» ζητήματα που έχουν θιγεί κατά καιρούς από αυτόν.

Η ιστορία μοιάζει με πεδίο μάχης, όπου πεσμένοι γίγαντες περιμένουν να τους σκυλέψουν και να τους σαρώσουν, με τα κόκαλά τους ακονισμένα σε όπλα από χέρια που δεν φοβούνται την κλοπή. Στη Δεξιά, οι έξυπνοι στοχαστές το αναγνώρισαν αυτό νωρίς: οι μαρξιστικές ιδέες για ηγεμονία, πειθαρχία και κοινωνικό αγώνα θα μπορούσαν να αναδιαμορφωθούν ενάντια στους εμπνευστές τους. Γιατί να αφήνουμε αυτές τις λεπίδες να σκουριάζουν όταν μπορούν να τρυπήσουν πίσω, μέσα στις ίδιες τις καρδιές που τις σφυρηλάτησαν; Ο φιλελεύθερος ριζοσπαστισμός μπορεί να φωνάζει ασταμάτητα για «ισότητα», «ταυτότητα» και «δικαιοσύνη», αλλά κάτω από την επιφάνεια βρίσκεται αδυναμία. Οι συντηρητικοί που ψάχνουν μέσα στα ερείπια δείχνουν ανθεκτικότητα: Αποδεικνύουν ότι η επιβίωση εξαρτάται και από την εχθρογνωσία και από τη μάθηση με δάσκαλο τον εχθρό, μετατρέποντας θραύσματα θεωρίας σε πανοπλία, χρησιμοποιώντας τα ως όργανα αντεπίθεσης. Γίνεται μια πνευματικά ηρωική πράξη: Όπου χρειάζεται, αυτό που κάποτε ανήκε στην Αριστερά αποσχίζεται και αναδιαμορφώνεται, καθαρίζεται και τίθεται στην υπηρεσία ενός διαφορετικού πεπρωμένου.

Η Αριστερά, μέσα στην πνευματική της θόλωση και στην ηθική  της υποκρισία, πρόδωσε τον εαυτό της εδώ και καιρό. Προσωπικότητες όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν βρήκαν έμπνευση στον Καρλ Σμιτ, τον εθνικοσοσιαλιστή νομικό, θεωρητικό της κυριαρχίας που εξήγησε πώς η τάξη απαιτεί έναν Ηγέτη, ένα αποφασιστικό χαλύβδινο χέρι. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε ενέπνευσε τον Μαρξισμό του με την ψυχική ενέργεια του Νίτσε, μετατρέποντας την «αριστοκρατική ανυπακοή» εκείνου σε μιαν πλαστή επαναστατική σπίθα. Μόνον ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο μεγαλύτερος νους της σύγχρονης φιλοσοφίας, παραμένει απρόσιτος και άτρωτος από την αριστερή οικειοποίηση, ακόμη και όταν περιβάλλεται από την εμμονική αριστερή ρητορική της «απελευθέρωσης».

Ο δαιμόνιος και πολυτάλαντος Γερμανοεβραίος Τέοντορ Λούντβιχ Βίζενγκρουντ-Αντόρνο (Theodor Ludwig Wiesengrund-Adorno) αποκάλυψε την «αλήθεια»: καταδίκασε τον Μαρκούζε ως «φασίστα (!;) που συγκαλύφθηκε από τις περιστάσεις». [Ο Αντόρνο ήταν διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος, και συνθέτης, μέλος της «Σχολής της Φρανκφούρτης» μαζί με τους Μαξ Χορκχάιμερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Γιούργκεν Χάμπερμας και άλλους. Ήταν επίσης Μουσικός Διευθυντής στο «Ραδιοφωνικό Εγχείρημα» (Radio Project) από το 1937 μέχρι το 1941 στις ΗΠΑ και στιχουργός των Beatles !]. Αυτή η προσβολή λέει πολλά, γιατί αναγνωρίζει τη μαγνητική έλξη της δύναμης και της ιεραρχίας ακόμη και μεταξύ εκείνων που ορκίζονται σε ισότιμα ​​αιτήματα. Ιδέες που έχουν τις ρίζες τους στην εξουσία και θα διαποτίσουν τις φλέβες τους παρά την όποια άρνηση και κριτική εκφράζουν. Αυτή η διακίνηση και αναδιανομή ιδεολογικών γραμμών εκθέτει την δίψα της Αριστεράς για δύναμη, την οποία δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνη της.

Ο Νίτσε παραμένει πραγματικά ο απόλυτος εξεγερσιακός εκφραστής της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης από τα δεσμά της Εξουσίας !

Έχει συχνά παρερμηνευτεί με την (μάλλον) καλοπροαίρετη προσπάθεια μερικών μελετητών να προσδώσουν νέα διάσταση και ερμηνεία στην σκέψη του, μετά το πέρας του Β΄Μεγάλου Πολέμου, παρά  την «ιδιότυπη» ταύτισή του με τα Φασιστικά καθεστώτα, μέσω ικανών θεωρητικών και δεινών αναλυτών όπως ο στρατευμένος Μπώυμλερ (Baeumler) και ο εκκεντρικός ευπατρίδης Λουντοβίτσι (Ludovici).

[Ο Άλφρεντ Μπώυμλερ παρουσίασε τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε ως πνευματική και ηθική δικαιολογία για τον Ναζισμό στο ιδιαίτερα επιδραστικό βιβλίο του του 1931 «Nietzsche, der Philosoph und Politiker» («Νίτσε, ο Φιλόσοφος και Πολιτικός»), υποστηρίζοντας ότι ο Νίτσε παρείχε μια φιλοσοφική βάση για τον Εθνικοσοσιαλισμό. Ο Μπώυμλερ ήταν ένας σημαντικός Ναζί φιλόσοφος που χρησιμοποίησε τον Νίτσε για να νομιμοποιήσει το ναζιστικό κίνημα. Το βιβλίο του Μπώυμλερ του 1931 διαβάστηκε ευρέως και επηρέασε τη διαμόρφωση των αντιλήψεων για τον Νίτσε εντός της χιτλερικής Γερμανίας. Η ερμηνεία του ήταν ευφυέστατα αμφιλεγόμενη, με τον παθιασμένο αντιφασίστα Τόμας Μαν να αποκαλεί αποσπάσματα του βιβλίου «προφητεία του Χίτλερ». Βέβαια οι ιδέες του βιβλίου καταπνίγηκαν μετά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, καθώς θεωρήθηκαν επικίνδυνες και ανατρεπτικές για τις νέες ιδεολογίες. Όμως το έργο επανεκδόθηκε αργότερα.

Στο βιβλίο, ο Μπώυμλερ δηλώνει: «Μια θεωρία του κράτους δεν βρίσκεται στο έργο του Νίτσε – αλλά αυτό το έργο άνοιξε όλους τους δρόμους προς μια νέα θεωρία του κράτους. … Η επίθεσή του ενάντια στο “Ράιχ” προκύπτει από το αίσθημα ενός κοσμοϊστορικού καθήκοντος που μας περιμένει. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για το κράτος ως “ηθικό οργανισμό” με την έννοια του Χέγκελ, δεν ήθελε επίσης να ακούσει τίποτα για τη χριστιανική “Μικρή Γερμανία” («Klein Deutschland») του Μπίσμαρκ. Μπροστά στα μάτια του βρισκόταν το καθήκον της φυλής μας: το καθήκον να γίνει ο ηγέτης της Ευρώπης. … Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τον γερμανικό Βορρά; Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τη Γερμανία; Μια ρωμαϊκή αποικία. … Η Γερμανία μπορεί να υπάρξει κοσμοϊστορικά μόνο με τη μορφή μεγαλείου. Έχει την επιλογή να υπάρχει ως η αντιρωμαϊκή δύναμη της Ευρώπης ή να μην υπάρχει. … Το γερμανικό κράτος του μέλλοντος δεν θα είναι συνέχεια της δημιουργίας του Μπίσμαρκ, αλλά θα δημιουργηθεί από το πνεύμα του Νίτσε και το πνεύμα του Μεγάλου Πολέμου» (από τις σελίδες 180–183).

Ο Άντονι Μάριο Λουντοβίτσι (Anthony Mario Ludovici) ήταν ένας πολυμαθής και πολύγλωσσος Βρετανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και κοινωνικός κριτικός, από τους πρώτους και σημαντικούς ερμηνευτές του Νίτσε, εστιάζοντας στην επίδραση των ιδεών του για τη θέληση για δύναμη, την τέχνη και την αισθητική.Έγραψε για τον Νίτσε, εκδίδοντας δύο έργα του για τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο: το «Nietzsche and Art» (όπου ανέλυσε πώς η τέχνη και η δημιουργική έκφραση συνδέονται με τη φιλοσοφία του Νίτσε, φωτίζοντας τη σημασία του πόνου και της μεταμορφωτικής φύσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας)  και το «Nietzsche: His Life and Works» (όπου αναφέρει πως πήρε σημαντικά στοιχεία από τον Νίτσε για να αναπτύξει τις δικές του αριστοκρατικές φιλοσοφίες).

Ως αφοσιωμένος Νιτσεϊκός, ο Λουντοβίτσι -και ο ίδιος ένας λαμπρός φιλόσοφος- εξερεύνησε σε βάθος τη σχέση μεταξύ των φιλοσοφικών ιδεών του Νίτσε και της τέχνης, της αισθητικής και της πνευματικής δημιουργικότητας. Όχι μόνον έγραφε για τον Νίτσε, αλλά μετέφρασε και περισσότερα από 60 έργα, δείχνοντας την βαθιά γνώση των έργων του. Συνολικά, ο Άντονι Λουντοβίτσι θεωρείται ένας συνειδητός ακόλουθος και ερμηνευτής του Νίτσε, ερμηνευτής του οποίου η έρευνα για το έργο του Μεγάλου Τεύτονα στον τομέα της τέχνης και της φιλοσοφίας παραμένει εξαιρετική.

Κάποιοι στοχαστές  στην μεταπολεμική Αμερική και Ευρώπη αποπειράθηκαν να αποδώσουν μια πιο «ανθρωπιστική ερμηνεία» στον νιτσεϊκό στοχασμό. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι Κάουφμαν (Kauffman) και Μοντινάρι (Montinari). O Kauffman ενώ αποτελεί γεγονός πως παραδέχεται ότι δεν είναι απόλυτα σύμφωνος με τον Νίτσε, προσπαθεί να δώσει μια κάπως προσωπική και υπαρξιακή ερμηνεία στον στοχασμό του φιλοσόφου, ως μέσο πνευματικής υπέρβασης. Ο Montinari με την σειρά του προσπαθεί να στοχαστεί κατά πόσον είναι δυνατή η χρήση του Νίτσε για πολιτικούς «δημοκρατικούς σκοπούς» !

[Ο Γερμανοεβραίος – Αμερικανός φιλόσοφος, μεταφραστής και ποιητής Walter Arnold Kaufmann υπηρέτησε για περισσότερα από 30 χρόνια ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το βιβλίο του, «Νίτσε: Φιλόσοφος, Ψυχολόγος, Αντίχριστος», (1950) απεκατέστησε σημαντικά τη φήμη του Νίτσε, δυσφημώντας τον ευρέως διαδεδομένο μύθο ότι ήταν τάχα «πρωτοναζί». Ο Kaufmann παρείχε μιαν ολοκληρωμένη, ισορροπημένη ερμηνεία της φιλοσοφίας του Νίτσε, τονίζοντας τις ιδέες του ως πρωτοποριακές στην ψυχολογία και ως αντίδραση στον Χριστιανισμό και όχι ως απλή δικαιολογία για αδίστακτη αυτοεπιβεβαίωση. Υποστήριξε ότι ο Νίτσε ήταν ένας ιδιαίτερος «προβληματικός στοχαστής», όχι συστηματικός και ότι η φιλοσοφία του ήταν βαθιά συνδεδεμένη με τον υπαρξισμό και το σωκρατικό πνεύμα. Ο Kaufmann εργάστηκε για να καταρρίψει τον «θρύλο του Νίτσε», ο οποίος τον συνέδεε με τον Ναζισμό και τροφοδοτούνταν εν μέρει από τις διαστρεβλώσεις της αδερφής του. Υποστήριξε ότι ο Νίτσε, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους με άκαμπτα συστήματα, επικεντρώθηκε στα φιλοσοφικά προβλήματα και τα «ξεπέρασε» αντί να τα λύσει!

Επίσης, ο Κάουφμαν παρουσίασε τον Νίτσε ως πρόδρομο της σύγχρονης ψυχολογίας, δίνοντας έμφαση στις γνώσεις του για τα ανθρώπινα κίνητρα και τη θέληση για δύναμη. Συνέδεσε τη σκέψη του Νίτσε με τα ευρύτερα θέματα του υπαρξισμού και τον θεώρησε ως «ενσάρκωση της κριτικής, πνευματικής ακεραιότητας της σωκρατικής παράδοσης». Επιπλέον, υποστήριξε τις κριτικές του Νίτσε για τον Χριστιανισμό, θεωρώντας τες κεντρικές στη συνολική φιλοσοφική του άποψη. Ασχολήθηκε και διευκρίνισε τις φαινομενικές αντιφάσεις στο έργο του Νίτσε, δείχνοντας πώς ήταν επιφανειακές και κατανοητές στο πλαίσιο του πραγματικά ευρέος συνολικού του έργου. Το έργο του Κάουφμαν θεωρείται μία από τις πιο επιδραστικές αφηγήσεις οποιουδήποτε μεγάλου δυτικού φιλοσόφου, θέτοντας το σκηνικό για πολλές επόμενες μελέτες του Νίτσε. Αν και εξαιρετικά επιδραστικές, οι ερμηνείες του έχουν αμφισβητηθεί από πολλούς μελετητές, και ορισμένες πρόσφατες μελέτες ευνοούν νέες μεταφράσεις, που βασίζονται σε κριτικές εκδόσεις του έργου του Νίτσε. Παρά την σθεναρή υπεράσπιση του Νίτσε, ο Κάουφμαν βρήκε πολλά με τα οποία διαφωνούσε στο έργο του, ιδιαίτερα στο «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρας».

Ο Ιταλός Ματσίνο Μοντινάρι, (Mazzino Montinari) λόγιος των γερμανικών σπουδών –γερμανιστής και αφοσιωμένος κομμουνιστής, ήταν ένας κορυφαίος Ιταλός μελετητής και φιλόλογος που επηρέασε σημαντικά την ακαδημαϊκή έρευνα για τον Νίτσε, κυρίως ως συν-επιμελητής, με τον φίλο του, επίσης Ιταλό φιλόσοφο, φιλόλογο και ιστορικό, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, Τζόρτζιο Κόλι, της οριστικής κριτικής έκδοσης των συλλογικών έργων και επιστολών του Φρίντριχ Νίτσε, (γνωστών ως KGW – Kritische Gesamtausgabe Werke και KWB – Kritische Werke und Briefe). Ο Μοντινάρι ανέλαβε τη μετάφραση γερμανικών γραπτών για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1953, όταν επισκέφθηκε την Ανατολική Γερμανία για έρευνα, το έργο του επικεντρώθηκε στην παροχή των ακριβέστερων δυνατών κειμένων, τόσο για ακαδημαϊκές όσο και για προσβάσιμες εκδόσεις των γραπτών του Νίτσε, ενώ τα κριτικά του δοκίμια, όπως αυτά στο «Reading Nietzsche», διερευνούν θέματα όπως η σχέση του Νίτσε με τον Βάγκνερ, η κατοπινή εμπλοκή του με τους Ναζί και οι παρερμηνείες του έργου του από προσωπικότητες όπως η αδερφή του, Ελίζαμπεθ Φέρστερ-Νίτσε (Elisabeth Förster-Nietzsche), φανατική εθνικοσοσιαλίστρια.

Ο Μοντινάρι, μαζί με τον Τζόρτζιο Κόλι, ανέλαβαν το μνημειώδες έργο της δημιουργίας της πρώτης πραγματικά κριτικής και πλήρους έκδοσης των γραπτών του Νίτσε, βασισμένης στα πρωτότυπα χειρόγραφά του. Αυτό το έργο στόχευε στην παροχή ακριβών, ακαδημαϊκών κειμένων απαλλαγμένων από τις παραμορφώσεις που είχαν εισχωρήσει σε προηγούμενες εκδόσεις. Σε αυτό το επιδραστικό έργο, ο Μοντινάρι αντέκρουσε σθεναρά την αυθεντικότητα της «Θέλησης για Δύναμη», υποστηρίζοντας εμφατικά ότι επρόκειτο για μια μεταθανάτια συλλογή και όχι για ένα πλήρες βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο Νίτσε. Ο Μοντινάρι υποστήριξε μιαν «υπομονετική φιλολογία» για την κατανόηση του Νίτσε, δίνοντας έμφαση στη σωματική και αισθησιακή δύναμη των λέξεων και στη σημασία μιας βαθιάς, προσεκτικής ανάγνωσης των κειμένων του. Αυτή η συλλογή δοκιμίων, διαθέσιμη στα αγγλικά, εμβαθύνει σε σημαντικές πτυχές του έργου του Νίτσε, συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφικής του ανάπτυξης, της σχέσης του με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και της αμφιλεγόμενης ιστορικής υποδοχής των ιδεών του, ιδιαίτερα από τους Ναζί και τους Μαρξιστές των μέσων του 20ου  αιώνα.

Οι κριτικές εκδόσεις που βοήθησε να δημιουργηθούν ο Μοντινάρι παραμένουν το ακαδημαϊκό πρότυπο για τη μελέτη του Νίτσε, παρέχοντας τη βάση για νέες μεταφράσεις και περαιτέρω έρευνα παγκοσμίως. Μέσω της σχολαστικής επιμέλειας και των κριτικών γραπτών του, ο Μοντινάρι έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη διόρθωση των ιστορικών παραποιήσεων της φιλοσοφίας του Νίτσε, ιδίως εκείνων που προέκυψαν από την ευρύτατη συμμετοχή της αδερφής του στην επιμέλεια του έργου του μετά τον θάνατό του. Το έργο του Μοντινάρι καθιέρωσε ένα νέο πρότυπο για τη φιλολογία του Νίτσε, δίνοντας έμφαση στην ιστορική ακρίβεια, στην αυστηρή ανάλυση κειμένου και την κριτική ενασχόληση με ολόκληρο το εύρος των γραπτών του Νίτσε.]

Αυτή η νεότερη παράδοση «απαλλαγής» και «αποποινικοποίησης» του Νίτσε από το «φασιστικό μίασμα», οδήγησε σε ποικίλες παρερμηνείες, φτάνοντας μέχρι τους σημαντικούς στοχαστές και φιλοσόφους : Μισέλ Πωλ Φουκώ [Michel Paul Foucault,1926 – 1984 Γάλλος μεταδομιστής και μεταμοντερνιστής φιλόσοφος, ψυχολόγος και ψυχοπαθολόγος, που επηρεάστηκε έντονα από τα γραπτά των Φρίντριχ Νίτσε και Μάρτιν Χάιντεγκερ] και Ζακ Ντεριντά [Jacques Jackie Élie Derrida, 1930–2004) ήταν Γάλλοεβραίος Αλγερινός φιλόσοφος, σεφαρδίτης γεννημένος στην Αλγερία, γνωστός και ως θεμελιωτής της αποδόμησης. Το ευρύ και λεπτομερές έργο του είχε βαθιά επίδραση στο πεδίο της λογοτεχνικής θεωρίας και στη φιλοσοφία [καθώς αυτό το έργο στάθηκε κρίσιμο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε ηπειρωτική (continental philosophy) και αγγλοσαξωνική (anglosaxon philosophy) φιλοσοφία] να χρησιμοποιούν μεθόδους αποδόμησης που κληρονόμησαν κυρίως από την «Γενεαλογία της Ηθικής», αλλά και από άλλα έργα του. [Με τον όρο “αποδόμηση” εννοείται η λεπτομερής ανάγνωση κειμένων με στόχο την υπόδειξη ότι κάθε δεδομένο κείμενο, αντί να είναι ένα ενωμένο όλο, έχει αδιάλλακτα αντιφατικά νοήματα. Ο Ντεριντά εξηγεί ότι μετέφρασε τον χαϊντεγκεριανό όρο Destruktion ή Αbbau. Ο Χάιντεγκερ ήταν μία από τις πιο πλέον σημαντικές επιδράσεις στη σκέψη του Ντεριντά]

Όμως, μετά από όλα αυτά  η σκληρή αλήθεια είναι ότι ο Νίτσε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δημοκράτης, είναι μάλιστα ακριβώς το αντίθετο. Η επιθυμία του να δημιουργήσει μια κοινωνία Καστών, ως αντίθεση στην αστικοδημοκρατική κοινωνική πραγματικότητα της «καθολικής ψηφοφορίας», της «ισότητας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», μέσα στην οποίαν οι «Ανώτεροι Άνθρωποι», (που γνωρίζουν τόσο «να υπακούουν όσο και να διοικούν») θα είναι οι «Κυρίαρχοι», είναι ξεκάθαρα ορατή μέσα στο έργο του. Η δε μύχια εναντίωσή του κατά της αστικής  τάξεως, η οποία (κοσμοθεωρητικά και πρακτικά) αποτέλεσε τον πυρήνα του Διαφωτιστικού κινήματος στις τερατώδεις επαναστατικές προεκτάσεις που πήρε, είναι καταφανής και πρόδηλη.

Βέβαια είναι γεγονός ότι ο ίδιος δεν αποτελεί μια μορφή αντιδραστικού όπως ήσαν ο Σαβοϊάτης κόμης Josef Marie de Maistre και ο συντηρητικός Αγγλο-Ιρλανδός Edmund Burke. Αντίθετα θεωρεί τους αριστοκράτες ολότελα ξεπεσμένους (τους «Von» όπως λέει περιφρονητικά), όπως και το προεπαναστατικό μοναρχικό και αριστοκρατικό «Παλαιό Καθεστώς» (Ancien Regime) και δεν έχει κανέναν σκοπό να επαναφέρει κάτι από την «προεπαναστατική εποχή», ούτε το επιθυμεί. Για αυτόν «ο άνθρωπος ζει τραγικά στον καιρό του» και αντιμετωπίζει τις συνέπειες αυτού, μια θέση ανηλεούς υπαρξιακής λογικής που θα υιοθετήσει αργότερα ο Oswald Spengler στο έργο του «Άνθρωπος και Τεχνική» (καθώς και πολλοί άλλοι).

Τέλος, η δεκτικότητά του απέναντι στον θάνατο κάθε μεταφυσικής («Θάνατος του Θεού») είναι σαφέστατα ενδεικτική για την ανυπαρξία οποιασδήποτε κρυφής του συνδέσεως με την αντιδραστική λογική των αντι-Διαφωτιστών. Ο ίδιος εξ άλλου δεν επικρίνει διόλου τον Διαφωτισμό ως διανοητικό σύνολο, καθώς υμνεί την επιστημονική πρόοδο και εξέλιξη. Έτσι λοιπόν εξήσκησε με συνέπεια την κριτική του, εστιασμένη στα ευτελή και ενίοτε χυδαία απότοκα του Διαφωτισμού, καυτηριάζοντας την Γαλλική Επανάσταση και τις άλογες κι επικίνδυνες παθιασμένες τάσεις της,(οι οποίες  κατ’  αυτόν έλκουν την καταγωγή τους από τον Ελβετό Ζαν Ζακ Ρουσώ, οι πολιτικές ιδέες του οποίου επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, του διεθνισμού, αλλά και του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης ).

.

🤞 Εγγραφείτε στην λίστα φίλων !

Διακριτική ενημέρωση για σημαντικά άρθρα της Ιστοσελίδας μας

115
fb-share-icon
Insta
Tiktok