Ο Διδάσκαλος Έκαρτ – Meister Eckhart Μέρος 2
Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από τριακόσια χρόνια μέχρι το όνομα του Χριστού να σηματοδοτήσει κάτι για τους λαούς της Μεσογείου. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου χίλια χρόνια μέχρι να διαπεραστεί ολόκληρη η Δύση από αυτό. Όταν πέθανε ο Κομφούκιος, θρήνησαν μόνο λίγοι άνθρωποι. Η λατρεία του ξεκίνησε τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του. Πεντακόσια χρόνια πέρασαν πριν χτιστεί ο πρώτος ναός προς τιμήν του. Σήμερα, προσευχές απευθύνονται στον Κομφούκιο ως τον «τέλειο άγιο άνθρωπο». Χρειάστηκε επίσης να περάσουν εξακόσια χρόνια επάνω από τον τάφο του Διδασκάλου Έκαρτ πριν η ευρωπαϊκή ψυχή μπορέσει να τον καταλάβει. Αλλά, σήμερα, μια αποκάλυψη φαίνεται να απλώνεται στους ανθρώπους όμοια με το φως της αυγής, σαν να είχε έρθει η ώρα και για αυτόν, τον απόστολο του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, τον άγιο και ευλογημένο δάσκαλο.
Κάθε πλάσμα επιδιώκει στη ζωή του έναν στόχο, ακόμη και αν αυτός του είναι άγνωστος. Η ανθρώπινη ψυχή έχει επίσης ένα πεπρωμένο, δηλαδή να φθάσει σε μια καθαρή γνώση του εαυτού της και σε μια συνείδηση του Θεού. Αλλά αυτή η ψυχή είναι διασκορπισμένη και απλωμένη στον κόσμο των αισθήσεων, του χώρου και του χρόνου. Οι αισθήσεις είναι ενεργές σε αυτήν και αποδυναμώνουν – αρχικά – τη δύναμη της πνευματικής συγκέντρωσης. Επομένως, η προϋπόθεση των εσωτερικών λειτουργιών είναι η απόσυρση όλων των εξωτερικών δυνάμεων, η εξάλειψη όλων των εικόνων και των αλληγοριών.
Αυτές οι εσωτερικές λειτουργίες έχουν ως στόχο να προσελκύσουν τον παράδεισο κοντά στον άνθρωπο, όπως λέγεται ότι εδήλωσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και απαίτησε από τους ισχυρούς της ψυχής. Έτσι αυτή η προσπάθεια του ένθεου μυστικιστή απαιτεί τον αποκλεισμό του κόσμου ως ιδέας, προκειμένου να γίνει, όπου είναι δυνατόν, συνειδητός, ως καθαρό υποκείμενο της μεταφυσικής ουσίας που ζει μέσα μας. Δεδομένου ότι αυτό δεν είναι εντελώς δυνατό, η ιδέα του Θεού δημιουργείται ως νέο αντικείμενο αυτής της ψυχής, προκειμένου αυτή να ανακοινώσει τελικά την ταυτόσημη αξία ψυχής και Θεού.
Ωστόσο, αυτή η πράξη είναι δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση της πνευματικής ελευθερίας από όλα τα δόγματα, τις εκκλησίες, του Πατριάρχες και τους Πάπες. Ο Διδάσκαλος Έκαρτ, ο σεμνός Δομηνικανός ιερέας, δεν διστάζει να διακηρύξει με χαρά και ανοικτά αυτό το θεμελιώδες δόγμα της πραγματικά Ινδοευρωπαϊκής φύσης. Κατά τη διάρκεια μιας μακράς ζωής, μιλάει για το φως της ψυχής ως άναρχο και άκτιστο, και κηρύττει ότι ο Θεός έχει θέσει την ψυχή σε ελεύθερη αυτοδιάθεση, έτσι ώστε να μην επιθυμεί τίποτα από αυτήν πέρα από την ελεύθερη βούλησή της, ούτε να περιμένει από αυτήν αυτό που εκείνη δεν επιθυμεί. Συνεχίζει, αντιτιθέμενος στο δόγμα της συμβατικής πίστης δηλώνοντας ότι υπάρχουν τρία πράγματα που αποδεικνύουν την ευγένεια της ψυχής. Το πρώτο σχετίζεται με τη δόξα του δημιουργήματος (του ουρανού), το δεύτερο με την ισχυρή δύναμη και το τρίτο με την καρποφορία των έργων της. Πριν από κάθε έξοδο στον κόσμο, η ψυχή πρέπει να έχει συνείδηση της δικής της ομορφιάς. Ωστόσον, το εσωτερικό έργο της απόκτησης της βασιλείας των ουρανών, μπορεί να τελειοποιηθεί μόνο μέσω της ελευθερίας.
«Η ψυχή δεν θα αποφέρει καρπούς μέχρι να ολοκληρώσετε το έργο σας, και ούτε ο Θεός ούτε εσείς οι ίδιοι θα το εγκαταλείψετε αυτό αν το έχετε φέρει καθάρια δικό σας στον κόσμο. Διαφορετικά, δεν θα έχετε ειρήνη και δεν θα γευθείτε καρπούς. Και ακόμα και τότε, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι αρκετά ανησυχητική επειδή γεννιέται από μια ψυχή που είναι συνδεδεμένη με τον έξω κόσμο, δηλαδή μια ψυχή της οποίας οι αποστολές και τα καθήκοντα ελέγχονται από εξωτερικούς παράγοντες, όχι από μια ψυχή που γεννήθηκε στην ελευθερία.»
Αν προκύψει το ερώτημα γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος, τότε ο «αιρετικός» Έκαρτ απαντά: Έτσι ώστε να μπορούμε εμείς οι άθλιοι αμαρτωλοί να καταγράψουμε ένα πλεόνασμα καλών έργων. Λέγει δε επίσης:
«Απαντώ λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει για τον λόγον ότι ο θεός μπορεί να γεννηθεί στην ανθρωπίνη ψυχή, ……στην οποία ακολουθεί ένα χαρούμενο πιστεύω: Η ψυχή στην οποία πρόκειται να γεννηθεί ο θεός, πρέπει να έχει εγκαταλείψει τον χρόνο και ο χρόνος να την έχει εγκαταλείψει, πρέπει να πετάξει προς τα άνω και να σταθεί εντελώς δυνατή στο βασίλειο του Θεού. Αυτό δεν είναι ούτε ευρύ ούτε πλατύ, αλλά είναι το Εύρος και το Πλάτος. Εκεί η ψυχή αναγνωρίζει όλα τα πράγματα και τα αναγνωρίζει στην πληρότητά τους. Ό,τι και αν γράφουν οι δάσκαλοι για το πόσον ευρύς είναι ο παράδεισος, λέγω αντιθέτως ότι η μικρότερη δύναμη που υπάρχει στην ψυχή μου, είναι ευρύτερη από όλα τα έξοδα του παραδείσου!»
Η τρέχουσα απόδοση του μυστικισμού τονίζει επανειλημμένα μόνον την εγκατάλειψη του εαυτού, την απόρριψη του εαυτού με παράδοσηή του στον θεό και βλέπει σε αυτήν την εγκατάλειψη της ουσίας της μυστικιστικής εμπειρίας. Αυτή η άποψη είναι κατανοητή όταν γνωρίζει κανείς ότι προέρχεται από τον ύστερο μυστικισμό που νοθεύτηκε από την παπική Ρώμη και ότι προέρχεται από την φαινομενικά άρρηκτη υπόθεση πως ο εαυτός και ο Θεός είναι διαφορετικοί στην ουσία τους. Όποιος όμως έχει κατανοήσει τον Έκαρτ δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώσει ότι η εγκατάλειψή του είναι στην πραγματικότητα η ύψιστη αυτοσυνείδηση, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αναγνωριστεί σε αυτόν τον κόσμο παρά μόνο μέσω μιας αντίθεσης στον χρόνο και στον χώρο. Το δόγμα της ελευθερίας της ψυχής είναι ένα δόγμα ελευθερίας από τον Θεό. Το δόγμα της αποσύνδεσης σηματοδοτεί την απόλυτη απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και των ιδεών της, μαζί με τον αρρωστημένα γλυκερό ψευδομυστικισμό των μεταγενέστερων εποχών.
Αυτά τα λόγια σχετικά με την ικανότητα της ψυχής για απεριόριστη επέκταση αποτελούν όντως αληθινή μυστικιστική εμπειρία. Ταυτόχρονα, σημαίνουν τη φιλοσοφική αναγνώριση της ιδεατότητας του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας, την οποίαν ο Έκαρτ υποστηρίζει και σε άλλα αποσπάσματα, αποδεικνύοντας και διδάσκοντας με ακόμη πιο γλαφυρή και θελκτική γλώσσα από ό,τι μπόρεσε να κάνει ο Ιμάνουελ Καντ τετρακόσια χρόνια αργότερα (ο οποίος ήταν βαριά φορτισμένος με τις φυσικές επιστήμες και τον φιλοσοφικό σχολαστικισμό).
Ο ουρανός είναι αγνός και με αδιατάρακτη σαφήνεια. Δεν αγγίζεται ούτε από τον χρόνο ούτε από τον χώρο. Τίποτα το υλικό δεν έχει τη θέση του σε αυτόν, και επίσης δεν περιλαμβάνεται στον χρόνο. Η μεταμόρφωσή του συμβαίνει με απίστευτη ταχύτητα. Η πορεία του είναι άχρονη η ίδια, αλλά από την πορεία του προέρχεται ο χρόνος. Τίποτα δεν εμποδίζει την ψυχή τόσο πολύ να γνωρίσει τον Θεό, όσο ο χρόνος και ο χώρος. Έτσι, αν η ψυχή πρόκειται να αντιληφθεί καθόλου τον Θεό, τότε τον αντιλαμβάνεται πέρα και επάνω από τον χώρο. Αν το μάτι πρόκειται να αναζητήσει και να αναγνωρίσει παρατηρώντας ένα συγκεκριμμένο χρώμα, τότε πρέπει πρώτα να απελευθερωθεί από όλα τα χρώματα. Αν η ψυχή πρόκειται να δει τον Θεό, τότε δεν πρέπει να έχει τίποτα κοινό με την ανυπαρξία. Ο Θεός, ως η θετική έκφραση του θρησκευομένου ανθρώπου, είναι με φιλοσοφικόν όρο το «ον καθαυτό». Συλλαμβάνεται με τον βαθύτερο στοχασμό, όχι μόνον ως κάτι ξεχωριστό από την παρόρμηση και την εικόνα (ως αποτέλεσμα της οποίας καταστρέφεται όλος ο συμβολισμός της φύσης).
Ο μυστικιστής απελευθερώνεται όλο και περισσότερο από τα δεσμά του υλικού κόσμου. Αναγνωρίζει ότι οι παρορμητικές πτυχές της ύπαρξής μας, όπως η ηδονή και η δύναμη ή ακόμα και τα λεγόμενα καλά έργα, δεν είναι απαραίτητες για την ευημερία της ψυχής. Όσον περισσότερο υπερβαίνει τους γήινους δεσμούς, τόσο μεγαλύτερο, πλουσιότερο και πιο θεϊκό αισθάνεται εσωτερικά τον εαυτόν του. Ανακαλύπτει μια καθαρώς πνευματική δύναμη και αισθάνεται ότι η ψυχή του αντιπροσωπεύει ένα κέντρο δύναμης με το οποίο τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί. Αυτή η ελευθερία και η γαλήνη της ψυχής απέναντι στα πάντα, ακόμη και μπροστά στον Θεό, αποκαλύπτει τα βαθύτερα βάθη στα οποία μπορούμε να ακολουθήσουμε τις Ινδοευρωπαϊκές έννοιες της Τιμής και της Ελευθερίας. Είναι αυτό το ισχυρό φρούριο της ψυχής, αυτή η σπίθα για την οποίαν ο Διδάσκαλος Έκαρτ ομιλεί ξανά και ξανά με δέος και θαυμασμό, αντιπροσωπεύει δε την πιο εσωτερική, την πιο ευαίσθητη και όμως την ισχυρότερη ουσία της φυλής και του πολιτισμού μας. Ο Διδάσκαλος Έκαρτ δεν δίδει όνομα σε αυτήν την εσώτατη ουσία, αφού το καθαρό υποκείμενο της αντίληψης και της θέλησης πρέπει να είναι ανώνυμο, χωρίς ουσία και ξεχωριστό από όλες τις μορφές χρόνου και χώρου. Ωστόσο, σήμερα μπορούμε να τολμήσουμε να περιγράψουμε αυτή τη σπίθα ως μια μεταφυσική αλληγορία των ιδεών της Τιμής και της Ελευθερίας. Σε τελική ανάλυση, η Τιμή και η Ελευθερία δεν είναι εξωτερικές ιδιότητες αλλά πνευματικές ουσίες, ανεξάρτητες από τον χρόνο και τον χώρο, οι οποίες σχηματίζουν το φρούριο μέσα από το οποίο εξορμούν η πραγματική βούληση και η λογική και πραγματοποιούν τις εξορμήσεις τους στον κόσμο.
Από την αλάνθαστη συνείδηση της ελευθερίας ενός ευγενούς ανθρώπου και μιας ευγενούς ψυχής, προκύπτει η καταδίκη των λεγομενων «θεαρέστων» «καλών έργων». Δεν πρόκειται για μαγικά τεχνάσματα όπως αυτά που διδάσκει η καθολική Ρώμη, ούτε για πίστωση που μας χαρίζει ο Γιαχβέ, αλλά απλώς για ένα μέσο δέσμευσης του παρορμητικού κόσμου των αισθήσεων. Ένα ηνίο, όπως διδάσκει ο Διδάσκαλος Έκαρτ, πρέπει να τεθεί στον εξωτερικό άνθρωπο για να τον εμποδίσει να ξεφύγει από τον εαυτό του ! Ένας άνθρωπος πρέπει να εκτελεί ευσεβείς ασκήσεις, όχι απλώς για να κάνει κάτι καλό για τον εαυτό του, αλλά επειδή έτσι τιμά την αλήθεια. Αν ένας άνθρωπος βρεθεί παραδομένος στην αληθινή εσωτερικότητα, κηρύττει ο Γερμανός ιεραπόστολος, τότε αφήνει με τόλμη κάθε εξωτερικότητα να πέσει, ακόμα κι αν πρόκειται για ασκήσεις στις οποίες θα μπορούσε να δεσμευτεί με όρκο, από τις οποίες ούτε ο Πάπας ούτε ο Επίσκοπος θα μπορούσαν να δώσουν απαλλαγή! Γιατί κανείς δεν μπορεί να του πάρει έναν όρκο που έχει δοθεί στον Θεό. Απ’ όσο γνωρίζουμε αυτό είναι το μόνο απόσπασμα στο οποίο ο Διδάσκαλος Έκαρτ ομιλεί ανοικτά επιθετικά ενενατίον του Πάπα. Αλλά έτσι δείχνει την πλήρη απαξίωση και αυτοδύναμη απόρριψη των θεμελιωδών νόμων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Αυτό το ανθρώπινο μεγαλείο, που ανυψώνει τα πάντα, βρίσκει το εχθρικό του αντίστοιχο στην ιερατική αλαζονεία. Χαρακτηριστικά ενδεικτική της εν λόγω εποχής του Δυτικού Χριστιανισμού είναι η στάση ενός από τους μεγαλύτερους θρησκευτικούς ρήτορες του 13ου αιώνα, του λαϊκού ιεροκήρυκα αδελφού Μπέρτολντ φον Ρέγκενσμπουργκ, (που από άλλες απόψεις ήταν ένας πολυμαθής, σεμνός και ελεήμων πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος). Αυτός εδίδασκε ότι αν έβλεπε την Παρθένο Μαρία δίπλα στις ουράνιες στρατιές και έναν ιερέα επίσης παρόντα, τότε θα απέδιδε τιμή στον δεύτερο παρά στην πρώτη. «Αν ένας ιερέας ερχόταν εκεί που καθόταν η Αγαπημένη μας Κυρία, η Παρθένος Μαρία και όλη η ουράνια στρατιά, όλοι θα σηκωνόμασταν ορθοί μπροστά στον ιερέα». Και συνεχίζει: «Όποιος πραγματικά λαμβάνει την αφιέρωση ως ιερέας, έχει μια δύναμη που φθάνει τόσο μακριά που ποτέ δεν είχε τόσο μεγάλη δύναμη ο Αυτοκράτορας και ο Βασιλιάς. Όποιος υποτάσσεται στην εξουσία του ιερέα -ακόμα κι αν έχει διαπράξει μια μεγάλη αμαρτία- τότε ο ιερέας έχει τη δύναμη να κλείσει αμέσως την κόλαση γι΄αυτόν και να του ανοίξει τον παράδεισο».
Τι άλλο είναι αυτό που πιστεύει ακράδαντα και μεταδίδει ανόητα ο καλοπροαίρετος αλλά πλανημένος αφοσιωμένος ιεροκήρυκας, παρά η πιο απόλυτη μεσανατολίτικη δεισιδαιμονική και δαιμονολογική μαγεία, από την οποίαν έχει περιβληθεί δυστυχώς η πλειονότητα των θρησκολήπτων «μη ερευνώντων» και εν τέλει μη σκεπτομένων συγχρόνων πιστών;
Σύμφωνα με τον Διδάσκαλο Έκαρτ, η ευγενής ψυχή ενός ανθρώπου που στρέφεται προς το αιώνιο είναι ο εκπρόσωπος του Θεού στην γη και όχι η Εκκλησία, ο Επίσκοπος ή ο Πάπας. «Κανείς εδώ στη γη δεν έχει το δικαίωμα να με δέσει ή να με απελευθερώσει – πόσο μάλλον το δικαίωμα να το κάνει αυτό ως δήθεν εκπρόσωπος του Θεού». Αυτά τα λόγια, τα οποία κάθε ευσεβής Ινδοευρωπαίος θα μπορούσε να διακηρύξει ως το δικό του πιστεύω, γεννώνται φυσικά από μιαν εντελώς διαφορετική ουσία από τη φιλοσοφία του «ιατρού της ψυχής» που έχει επινοήσει η Ρώμη για δική της, υλόφρονα, κερδοσκοπική και εξουσιαστική χρήση. Τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ακολουθούν όλα μόνον έναν στόχο: να εξαρτήσουν την ανθρωπότητα από την κάστα των ρωμαίων ιερέων και να ξεριζώσουν κάθε αληθινή ευγένεια ψυχής.
Στο κήρυγμά του για την πρώτη επιστολή του Ιωάννη (Δ΄,9 «ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν· ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»), μία από τις επτά καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης [που περιλαμβάνονται στον «Κανόνα της Καινής Διαθήκης» (τη συλλογή με τα ιερά και θεόπνευστα βιβλία) και ονομάζονται «καθολικές» επειδή απευθύνονται όχι προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή κύκλο παραληπτών αλλά επειδή το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε όλη την Εκκλησία ως σύνολο (καθολικός=καθ’ όλους)], ο Διδάσκαλος Έκαρτ λέγει: «Δηλώνω κατηγορηματικά ότι εφ΄όσον κάνετε τα έργα σας για χάρη του ουρανού, του Θεού ή για τη δική σας ευλογία, δηλαδή εξωτερικά, τότε δεν βρίσκεστε πραγματικά στο σωστό δρόμο. Όποιος φαντάζεται ότι με την περισυλλογή, την αφοσίωση, τα εκστατικά συναισθήματα και την χονδροειδή κολακεία έχει περισσότερη επαφή με τον Θεό παρά στην εστία ή στο στάβλο με τις αγελάδες, κάνει το ίδιο πράγμα με κάποιον που παίρνει τον Θεό ως εικόνα, τυλίγει ένα μανδύα γύρω από την κεφαλή του και τον ωθεί κάτω από έναν πάγκο. Αν κάποιος ρωτούσε έναν έντιμο άνθρωπο που εργάζεται σε γερά θεμέλια: Γιατί εκτελείς τα έργα σου; Τότε αυτός αν μιλούσε σωστά, θα έλεγε απλώς: Τα εκτελώ για να έχω αποτέλεσμα!»
Η διδασκαλία περί της «αρετής των έργων», περί των πρεπόντων «θεαρέστων έργων», θεωρείται από τον Διδάσκαλον Έκαρτ ως ένας πραγματικός ψιθυρισμός από τον διάβολο στο αυτί του ανθρώπου και, όσον αφορά στην προσευχή, απευθύνει μια δημοφιλή έκκληση: «Ο λαός μου λέγει συχνά: Προσευχήσου στον Θεό για εμάς! Τότε σκέπτομαι: Γιατί βγαίνεις έξω; Γιατί δεν μένεις με τον εαυτό σου και δεν ψάχνεις στον δικό σου θησαυρό; Στην πραγματικότητα, κουβαλάς όλη την πραγματικότητα μέσα σου σύμφωνα με τη φύση σου. Έτσι, πρέπει να παραμείνουμε στον εαυτό μας – ως τα πλάσματα που πράγματι είμαστε – και να κατέχουμε όλη την δική μας πραγματικότητα, χωρίς μεσολάβηση και περίσπαση από την πραγματική ευλογία και είθε ο Θεός να μας βοηθήσει να το κάνουμε αυτό».
Ο Έκαρτ είναι επομένως ένας ιερέας που θα ήθελε να δει την ιεροσύνη να καταργείται· που θα ήθελε να προσαρμόσει ολόκληρη τη δραστηριότητά του αποκλειστικά στην απελευθέρωση του δρόμου για τον άνθρωπο ο οποίος αναζητά. Ο οποίος θεωρείται από αυτόν ως ουσιαστικά ισότιμος και ισότιμης καταγωγής· που δεν θα υποδουλώσει την ψυχή πείθοντάς την σε αιώνια εξάρτηση από τον Πάπα και την Εκκλησία, αλλά που επιθυμεί να φέρει στη συνείδηση την κοιμισμένη ομορφιά της, την ευγένεια και την ελευθερία της, δηλαδή επιθυμεί να αφυπνίσει την επίγνωση της τιμής. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η τιμή δεν είναι τίποτα άλλο από την ελεύθερη, όμορφη και ευγενή ψυχή.
Η ίδια αυτή προσπάθεια για την ανύψωση του ανθρώπου γίνεται αντιληπτή όταν ο Έκαρτ απορρίπτει τη διδασκαλία της ανθρώπινης αδυναμίας: «Επομένως, ο κάθε άνθρωπος μπορεί σίγουρα να μιμηθεί τον Κύριό μας, ανάλογα με το μέτρο της αδυναμίας και των αναγκών του, και μάλιστα, μπορεί να μην πιστεύει ότι δεν μπορεί να το επιτύχει αυτό».
Για άλλη μια φορά, ο άνθρωπος εξυψώνεται και δεν υποτιμάται, ενώ ο Διδάσκαλος Έκαρτ απορρίπτει χλευαστικά όσους ισχυρίζονται ότι δικαιώνονται από τα έργα τους: «Και, ιδιαίτερα, αποφύγετε κάθε ιδιαιτερότητα, είτε πρόκειται για την ενδυμασία, είτε για το φαγητό, για την ομιλία, για τη χρήση εντυπωσιακών λέξεων ή για τις υπερβολικές χειρονομίες, με τις οποίες πράγματι δεν επιτυγχάνεται τίποτα δημιουργικό».