Είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας το ότι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι είναι συχνά και οι πιο ανίκανοι να δουν τις αντιφάσεις που διέπουν τη ζωή τους. Ο Ευρωπαίος πολίτης του 2025 δεν ζει υπό τυραννία με την παραδοσιακή έννοια. Διαθέτει τραπεζικούς λογαριασμούς, διαβατήριο και πρόσβαση στο διαδίκτυο. Μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα, να ψηφίζει τακτικά και να εκφράζει απόψεις εντός καθιερωμένων ορίων. Ωστόσο, ακριβώς μέσα σε αυτά τα όρια αποκαλύπτεται η συνθήκη της τρομακτικής ανελευθερίας του. Γιατί πιστεύει ότι είναι ελεύθερος, ακόμα και όταν κάθε μηχανισμός του πολιτισμού του έχει σχεδιαστεί για να καθορίζει τη συμπεριφορά του, να περιορίζει το λεξιλόγιό του και να αποθαρρύνει τη σκέψη του. Αυτός είναι ο θρίαμβος της «doublethink».
Η λέξη «doublethink» σημαίνει (στα ελληνικά) διπλοσκέψη ή διπλή σκέψη. Ο όρος περιγράφει την πρακτική της ταυτόχρονης αποδοχής δύο αντίθετων πεποιθήσεων ή ιδεών, ακόμα και αν αυτές είναι λογικά ασυμβίβαστες. Πιο αναλυτικά, η διπλοσκέψη περιλαμβάνει την ικανότητα να αποδέχεσαι ως αλήθεια δύο αντικρουόμενες απόψεις, ξεχνώντας ή αγνοώντας σκόπιμα την αντίφαση. Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός από το μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ,(λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έρικ Άρθουρ Μπλαίρ), «1984», όπου περιγράφεται ως ένα απαραίτητο εργαλείο για τον έλεγχο της σκέψης και της γλώσσας.
Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο «1984» του Orwell γνωρίζουν πώς έχει περιγράψει το εργαλείο υποβολής (υποταγής) των ανθρώπων, με την ονομασία «Διπλή σκέψη» – σύμφωνα με την οποία «μπορεί κανείς να διατηρήσει ταυτόχρονα δύο απόψεις, οι οποίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους, εάν τις αντιλαμβάνεται ως αλληλοσυγκρουόμενες, πιστεύοντας όμως και στις δύο».
Συνεχίζοντας, ο ίδιος συγγραφέας έχει επίσης αναφερθεί στα αξιώματα (δόγματα) της υποταγής, τα οποία αφαιρούν από τους ανθρώπους την ικανότητα εξέγερσης – ενώ ο στόχος τους είναι να σβήσουν από το υποκείμενο κάθε ανάμνηση της ύπαρξης μίας πιθανής διανοητικής αντίστασης.
Στο εν λόγω βιβλίο του «1984» ο Τζωρτζ Όργουελ περιγράφει, μια μελλοντική δυστοπική κοινωνία, στον εφιαλτικό κόσμο της Ωκεανίας, υπό την κυβέρνηση του Μεγάλου Αδελφού η οποία ελέγχει μέχρι κεραίας τους πολίτες. Στο μυθιστόρημα, ένας απ’ τους βασικούς μηχανισμούς ελέγχου των πολιτών είναι η «νέα γλώσσα», μέσω της οποίας οι λέξεις λαμβάνουν εντελώς διαφορετική έννοια από την πρωταρχική τους, ανάλογα με τις προθέσεις του καθεστώτος.
Έτσι, το Υπουργείο Πολέμου ονομάζεται Υπουργείο Ειρήνης, το υπουργείο Προπαγάνδας γίνεται υπουργείο της Αλήθειας, το υπουργείο Επισιτισμού είναι υπουργείο Αφθονίας. Όπως επίσης, τα κελιά των φυλακών αναφέρονται ως «διαμερίσματα», όρος που παραπέμπει συνειρμικά στα «βασιλικά διαμερίσματα», ενώ τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας , έχουν την ονομασία «στρατόπεδα χαράς».
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον «Μεγάλο Αδελφό», τον (ανύπαρκτο) πολιτικό ηγέτη της χώρας, «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ» (BIG BROTHER IS WATCHING YOU). Ο Μεγάλος Αδελφός σήμερα αποτελεί έκφραση που υποδηλώνει καθεστώς παρακολούθησης
Ωστόσο, η πιο προφητική επινόηση του Όργουελ, στο «1984», είναι η έννοια της «διπλής σκέψης», το να πιστεύεις, δηλαδή, ταυτόχρονα σε δύο έννοιες που είναι αντιφατικές μεταξύ τους.
Η διπλή σκέψη, σωστά αντιληπτή, δεν είναι μία απλή υποκρισία. Δεν είναι η πράξη του ψέματος, ούτε καν η πράξη του να γνωρίζεις ότι κάποιος ψεύδεται. Είναι η καλλιεργημένη και προωθούμενη ικανότητα να πιστεύεις ταυτόχρονα δύο αντιφατικά πράγματα, μάλιστα δε να πιστεύεις και τα δύο με ίση πεποίθηση. Σημαίνει να λες, «Υποστηρίζω την ελευθερία του λόγου» και να εννοείς, «Υποστηρίζω τη ρύθμιση του λόγου που θεωρώ επιβλαβή». Σημαίνει να ισχυρίζεσαι, «Δεν υπάρχουν απαγορευμένες ιδέες» και να ακολουθεί αυτή η δήλωση με, «εκτός από εκείνες τις ιδέες που αμφισβητούν την ηθική συναίνεση». Η λειτουργία της διπλής σκέψης διόλου δεν είναι να εξαπατά αλλά αντίθετα να σταθεροποιεί, να σταθεροποιεί την καθεστηκυία τάξη, το κρατούν σύστημα, να παγιώνει το Καθεστώς. Σε έναν σκοπίμως ασταθή και ανασφαλή κόσμο, το ψέμα που πιστεύουν πρόθυμα όλοι γίνεται πιο παρήγορο από την αλήθεια που καταστρέφει την αφήγηση των κυριάρχων.
Η Ευρώπη σήμερα διέπεται από συναίνεση και όχι από καταναγκασμό. Τα μεταπολεμικά καθεστώτα δεν βασίστηκαν στην πίστη σε μια σημαία ή ένα στέμμα, αλλά στην πίστη σε μια ιδέα: ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, προστατευμένη από υπερεθνικούς θεσμούς και γραφειοκρατικές εγγυήσεις, πρέπει δίχως δισταγμό και με κάθε τρόπο να υπερισχύσει των δυνάμεων του εθνικισμού, της παράδοσης ή του σκεπτικισμού. Βεβαίως από νομικής άποψης η αμφισβήτηση της μεταπολεμικής ιδέας δεν αποτελεί προδοσία. Είναι αίρεση από πολιτιστικής άποψης. Και η αίρεση σε μια κοσμική εποχή τιμωρείται όχι με καύση αλλά με αποκλεισμό, περιθωριοποίηση και, όταν είναι απαραίτητο, με αμείλικτη δίωξη. Οι τιμωρίες είναι γραφειοκρατικής έμπνευσης και κατασταλτικής εφαρμογής. Το αποτέλεσμα είναι η συμμόρφωση.
Πουθενά η διπλή σκέψη δεν είναι πιο ορατή από ό,τι στη διαχείριση του λόγου. Ο «Ευρωπαϊκός Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» εγγυάται την «ελευθερία της έκφρασης», κι όμως κάθε μεγάλο κράτος στην Ευρώπη διατηρεί τόσο ευρείες νομικές εξαιρέσεις που καταπίνουν τον κανόνα. Στη Γερμανία, το διαβόητο «Άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα» που ποινικοποιεί την «υποκίνηση του λαού», δηλαδή έναν όρο αρκετά ευέλικτο ώστε να εφαρμόζεται σε ένα μήνυμα των κοινωνικών μέσων, σε ένα φυλλάδιο ή σε ένα ιστορικό επιχείρημα κατά την διάρκεια μιας διάλεξης. Στη Γαλλία, ο «Νόμος Γκεσό» (Loi Gayssot) απαγορεύει την άρνηση ορισμένων ιστορικών γεγονότων, αλλά όχι άλλων, δημιουργώντας μιαν ιδιότυπη «ιεραρχία μνήμης» που επιβάλλεται …..από τη δικαστική εξουσία.
Ο νόμος αυτός που θεσπίστηκε στις 13 Ιουλίου 1990, καθιστά αδίκημα στη Γαλλία την αμφισβήτηση της ύπαρξης ή του μεγέθους της κατηγορίας των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτά ορίζονται στον Χάρτη του Λονδίνου του 1945, βάσει του οποίου καταδικάστηκαν οι Ναζί ηγέτες από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης το 1945-1946 (άρθρο 9).
Το νόμο πρότεινε ο κομμουνιστής βουλευτής Ζαν-Κλοντ Γκεσό. Είναι ένας από τους πολλούς ευρωπαϊκούς νόμους που απαγορεύουν την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Το πρώτο άρθρο του ορίζει ότι «απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στην ένταξη ή μη σε εθνοτική ομάδα, έθνος, φυλή ή θρησκεία». Ο νόμος απαιτεί επίσης από την «Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» (Commission nationale consultative des droits de l’homme), που ιδρύθηκε το 1947, να δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις σχέσεις μεταξύ εθνοτήτων στη Γαλλία.
Στη Βρετανία, υπάρχουν «περιστατικά μίσους που δεν αποτελούν εγκλήματα» — αλλά συνιστούν καταχωρίσεις στο αρχείο ενός πολίτη για δηλώσεις του που δεν παραβιάζουν μεν κανέναν νόμο, αλλά προσβάλλουν όμως μια πολιτική. Και σε όλη την ΕΕ, ο «Νόμος περί Ψηφιακών Υπηρεσιών» δίνει πλέον τη δυνατότητα στις πλατφόρμες να αφαιρούν λόγο που έχει επισημανθεί ως επικίνδυνος από «αξιόπιστους ειδικούς». Αυτοί οι ειδικοί διορίζονται, δεν εκλέγονται. Μιλούν τη γλώσσα της «ακεραιότητας, ανθεκτικότητας και ασφάλειας». Κανείς δεν ρωτάει ποιος τους εκπαίδευσε, ποιος τους χρηματοδοτεί ή ποιος ορίζει τις κατηγορίες που επιβάλλουν. Αυτή είναι η μέθοδος της σύγχρονης λογοκρισίας: να αναθέτουν τον έλεγχο σε τρίτους, να αποφεύγουν τα δακτυλικά αποτυπώματα και να αρνούνται ότι υπάρχει καν έλεγχος.
Το άτομο που εφαρμόζει «διπλή σκέψη» αποδέχεται αυτήν την αντίφαση επειδή πιστεύει ότι είναι απαραίτητη. Πιστεύει ότι ο λόγος πρέπει να είναι ελεύθερος και πιστεύει ότι ο λόγος πρέπει να ελέγχεται. Πιστεύει ότι η παραπληροφόρηση είναι επικίνδυνη και πιστεύει ότι η διαφωνία είναι απαραίτητη. Πιστεύει ότι η δημοκρατία απαιτεί συζήτηση και συνάμα πιστεύει ότι ορισμένα θέματα δεν πρέπει ποτέ να συζητούνται. Πιστεύει όλα αυτά όχι επειδή είναι ηλίθιος αλλά επειδή είναι έτσι εκπαιδευμένος. Έχει μάθει να υπακούει με την αξιοπρεπή συνέπεια ενός εθελοντή
Αυτό που διαχωρίζει τον σημερινό Ευρωπαίο από το υποκείμενο μιας παρελθούσας τυραννίας δεν είναι το επίπεδο καταστολής, αλλά η εσωτερίκευση του καθεστώτος. Στο «1984», ο Ουίνστον φοβόταν την «Αστυνομία της Σκέψης». Στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και στο Παρίσι, ο ίδιος ο πολίτης γίνεται η Αστυνομία της Σκέψης. Καταγγέλει τις «ακραίες» θέσεις, αναφέρει στις αρχές τους συναδέλφους του και διορθώνει τα ίδια του τα παιδιά. Δεν το κάνει αυτό από φόβο αλλά από φανταστική «αρετή». Πιστεύει ότι η καταστολή της κάθε επικίνδυνης ιδέας ισοδυναμεί με τη διατήρηση της καλής κοινωνίας. Έχει μάθει το μάθημα ότι «η ελευθερία είναι ένα βάρος που καλύτερα να φέρουν όσοι έχουν σωστές απόψεις!» Οι άλλοι πρέπει να καθοδηγούνται, ήσυχα, σταθερά και, αν χρειαστεί, με την επιβολή του νόμου.
Αυτό δεν είναι δεσποτισμός στην παλαιά του μορφή, όμως το σχήμα είναι οικείο. Το κτύπημα στην εξώπορτα ακόμα ακούγεται νωρίς, πριν από τον πρωινό καφέ, όταν ο διάδρομος είναι σιωπηλός και οι κουρτίνες στα παράθυρα είναι τραβηγμένες. Αστυνομικοί με αλεξίσφαιρες πανοπλίες, φέροντας εντάλματα που έχουν εκδοθεί στο όνομα της «ανοχής», μπαίνουν σε διαμερίσματα για να κατάσχουν φορητούς υπολογιστές, τηλέφωνα και σημειωματάρια. Ψάχνουν για μιμίδια, για μηνύματα και συσχετισμούς. Κανείς δεν εξαφανίζεται, ακριβώς. Υποβάλλονται σε επεξεργασία, φωτογραφίζονται και απελευθερώνονται με περιορισμούς ή οδηγούνται σε δίκη βάσει κωδικών που αποσκοπούν στη «διαφύλαξη της δημοκρατίας». Η γλώσσα είναι ήπια: «κοινοτικά πρότυπα», «καταπολέμηση του εξτρεμισμού», «εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής». Οι μηχανισμοί είναι καθαροί: αλγοριθμικές αναφορές, αντιπαραβατικοί κανόνες του Δικτύου και αρχεία καταγραφής επιτήρησης από διακρατικές πλατφόρμες. Η ψυχή του καθεστώτος είναι διαχειριστική και υγιεινή. Η μάσκα χαμογελά. Από κάτω της, η θέληση για ομοιομορφία κινείται με ήσυχη ακρίβεια. Το διαβόητο «έγκλημα γνώμης ή σκέψης», στη σύγχρονη ευρωπαϊκή του μορφή, φοράει νομική τήβεννο και μιλάει με ακαδημαϊκή χροιά. Οπότε ο μέσος πολίτης έχει κάθε δικαιολογία και προϋπόθεση να πει ανακουφισμένος: «Αυτό είναι ελευθερία».
Η διπλοσκέψη δεν είναι απλώς ένα σύμπτωμα. Είναι το σύστημα. Όσο περισσότερες αντιφάσεις απορροφά, τόσο πιο δυνατή γίνεται. Μια κοινωνία που επαινεί τον πλουραλισμό και απαιτεί την ομοιομορφία, που γιορτάζει την εξέγερση και τιμωρεί τη διαφωνία, που διαφημίζει την ανοχή και διώκει τη βλασφημία – μια τέτοια κοινωνία δεν αποτυγχάνει εκ των έσω. «Ασβεστοποιείται», «απολιθώνεται». Ξεχνάει πώς να αμφισβητεί επειδή ξεχνάει ποιες ήταν οι ερωτήσεις. Πιστεύει τη γραμμή της Κυβέρνησης όχι επειδή είναι αληθινή, αλλά επειδή η εναλλακτική λύση θα σήμαινε να σκέφτεται κανείς μόνος του !.
Το μέλλον της Ευρώπης πιθανότατα δεν θα είναι οι μπότες και το συρματόπλεγμα. Είναι πολύ πιθανότερο να είναι τα αυστηρά συντονισμένα χρονοδιαγράμματα, η εποπτευόμενη συζήτηση και η προκατασκευασμένη εφορευόμενη σκέψη. Ο πολίτης θα μιλάει ελεύθερα…. αρκεί να λέει το σωστό. Θα σκέφτεται κριτικά, αρκεί να μην κάνει απαγορευμένες ερωτήσεις. Θα ζει ελεύθερος, αρκεί να πιστεύει ότι η ελευθερία σημαίνει υπακοή.
Και όταν κανείς δεν θα θυμάται πλέον πώς ήταν να είναι ελεύθερος, εύλογα δεν θα του λείψει η ελευθερία. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος της διπλής σκέψης.