Το όλο πολεμικό κλίμα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας που ξεκίνησε το 2014 στην Ουκρανία αποκορυφώνεται το 2025, έχοντας ως σημείο καμπής την ρωσική στρατιωτική επιχείρηση το 2022. Το Κίεβο επί πολλά χρόνια σφαγίαζε την εθνοτική ρωσική κοινότητα, με την Μόσχα να προσπαθεί να παγώσει την σύγκρουση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι «αξίες της Δύσης» είχαν ενισχύσει την Ουκρανία όσον αφορά τα όπλα και είχαν τοποθετήσει μια πρώτης τάξεως παραλλαγή στο διπλωματικό μέτωπο (συμφωνίες του Μινσκ) με την τότε καγκελάριο Μέρκελ. Με την ειδική στρατιωτική επιχείρηση το 2022, η Ρωσία ξεκίνησε την συνεπή ανάπτυξη της στρατιωτικής της μηχανής και την αντίστοιχη παραγωγή όπλων, εξασφαλίζοντας στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Δύσης από κάθε άποψη.
Μετά από 3 χρόνια πολέμου, η Ρωσία κατέχει το 25% των εδαφών της Ουκρανίας και το μεγαλύτερο μέρος των ρωσόφωνων επαρχιών Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα, με ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις να θέλουν τώρα να αντισταθμίσουν την περιορισμένη πλέον παρουσία των ΗΠΑ στην Ουκρανία. Ούτως παραγγέλνουν από τις ΗΠΑ και πληρώνουν υπερτιμημένα* τα οπλικά συστήματα για το Κίεβο, στην συνέχεια θέλουν να τα φέρουν στην Ουκρανία, και είναι προφανές ότι Γερμανοί, Βρετανοί και Γάλλοι ειδικοί θα εξυπηρετήσουν επιχειρησιακά αυτά τα όπλα στο πεδίο.
Από την άλλη, η Ρωσική Ομοσπονδία είναι πρόδηλο ότι δεν θα δεχθεί την διακινδύνευση της επικράτειάς της μέσω της γεωπολιτικής περικύκλωσης και, φυσικά, την καταστροφή του λαού της. Γιατί: Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε χάσει 27 εκατομμύρια ανθρώπους πολεμώντας την Γερμανία, ένα τραύμα το οποίο εξακολουθεί να είναι αξέχαστο για τον ρωσικό λαό.
Υπό τις επικρατούσες συνθήκες, η ρωσική πλευρά, ή ακριβέστερα ο ρωσικός στρατός, θα έχει καταλάβει και εξασφαλίσει μέχρι τέλους του τρέχοντος έτους τις περιοχές του Λουχάνσκ, του Ντονέτσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας. Μεμονωμένες ρωσικές μονάδες θα σταθμεύουν και θα δραστηριοποιούνται και στις περιοχές Τσερνίγκοφ, Σούμι και Χάρκοβο στον βορρά, καθώς και στο Ντνιπροπετρόφσκ στο κέντρο και στην Οδησσό στο νότο, οι οποίες επί του παρόντος εξακολουθούν να διοικούνται από Ουκρανούς. Δηλαδή το κράτος της Ουκρανίας, το οποίο είναι ήδη αρκετά εύθραυστο, θα είναι τότε έτοιμο για την τελική πτώση, με άλλα λόγια, ακριβώς εκείνο το γεγονός που η Δύση, ανεξάρτητα από το κόστος, ήθελε να αποφύγει με τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ από το 2014. Με το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014 ήθελαν να διατηρήσουν μια υπάρχουσα Ουκρανία ως πλατφόρμα για περαιτέρω τρομοκρατία κατά της Ρωσίας και στην συνέχεια την πλήρη και ευρεία ανάπτυξη της δυτικής επιθετικότητας κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Αλλά εφόσον η Δύση δεν μπορεί να διατηρήσει αυτά τα σχέδια, όπως διαφαίνεται, και αν είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν θα δεχτεί ξανά την δυτική τρομοκρατία που έφερε η Ουκρανία στο κατώφλι της, μια περαιτέρω κλιμάκωση είναι επικείμενη στην περίπτωση που το Κίεβο δεν δεχτεί την άνευ όρων παράδοση.
Με το ρωσοφοβικό κλίμα που καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια στην Δύση, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και πιθανώς επίσης της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής είναι πιθανό να μπουν ανοιχτά στον πόλεμο. Ο «ακήρυχτος» πόλεμός τους έχει ήδη ξεκινήσει από τις παραδόσεις όπλων στο καθεστώς του Κιέβου. Δεν έχει σημασία αν και σε ποιο βαθμό αυτές οι κυβερνήσεις θα τοποθετήσουν το στρατιωτικό προσωπικό τους απευθείας στην Ουκρανία. Είναι αναμφισβήτητο ότι στην συνέχεια θα ακολουθήσει η άμεση ρωσική αντίδραση, ειδικά εναντίον της Γερμανίας που διαμορφώνει την γνώμη των «προθύμων» συμμάχων.
Ωστόσο, το όλο θέμα δεν είναι μη αναστρέψιμο. Οποιαδήποτε από τις κυβερνήσεις που αναφέρονται μπορεί να ξεφύγει από αυτή την τρέλα ανά πάσα στιγμή, να παραδεχτεί μια στρατηγική ήττα και να απαιτήσει να σταματήσει η δυτική επιθετικότητα πριν είναι αργά. Όμως τα πολιτικά περιθώρια ελιγμών στενεύουν, το τέλος του 2025 θα σηματοδοτήσει αν ο πόλεμος των «αξιών» της Δύσης εναντίον της Ρωσίας θα είναι αναπόφευκτος ή μη.

*Περί υπερτιμημένων όπλων των ΗΠΑ
Ο εξοπλισμός του καθεστώτος Ζελένσκι από τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις με χρήματα των πολιτών της ΕΕ είναι πολύ ευχάριστη εξέλιξη για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία και τους μεγαλομετόχους της όπως η περιβόητη BlackRock, αν και είναι αμφίβολη η σωτηρία των επενδύσεων της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρίας αφού τα κοιτάσματα λιθίου τα οποία απέκτησε αντί πινακίου φακής από τον Ζελένσκι στο τέλος του πολέμου πιθανότατα θα βρίσκονται υπο ρωσική κατοχή.
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο, σύμφωνα με δημοσιεύματα γερμανικών ΜΜΕ (Tagesschau κ.α.) είναι ότι «κανείς και πουθενά από την πλευρά των ΗΠΑ δεν υποσχέθηκε ότι τα όπλα θα πωλούνται στην Ευρώπη στην τιμή του κόστους ή τουλάχιστον σε χριστιανική τιμή». Δηλαδή, οι ΗΠΑ μπορούν τώρα να απαιτήσουν από την Ευρώπη οποιεσδήποτε τιμές, και οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να τα αγοράζουν σε φουσκωμένες τιμές, αφού θέλουν απεγνωσμένα να συνεχιστεί ο πόλεμος σύμφωνα με τους σχεδιασμούς τους. Μόνο που τώρα αυτός ο πόλεμος δεν θα είναι μόνο δαπανηρός, αλλά αστρονομικά ακριβός.
Ούτως τα κράτη μέλη της ΕΕ το επόμενο διάστημα θα συνεχίσουν να γδέρνουν τους πολίτες τους για να διασφαλιστούν οι ροές όπλων προς την Ουκρανία, χωρίς να διαφαίνεται ούτε μια σπίθα ευρωπαϊκής διπλωματίας που θα μπορούσε να σταματήσει την διολίσθηση προς μια γενικευμένη σύγκρουση.
Ζούμε ήδη σε μια οργουελιανή χίμαιρα, δηλαδή σε μια εκφυλισμένη «δημοκρατία» η οποία έχει κατρακυλήσει στην κόλαση της παρακμής, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της εναντίον ανύπαρκτων εχθρών.