Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ έχει αναδιαμορφώσει βαθιά την περιφερειακή δυναμική, σηματοδοτώντας μια αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τριών βασικών κρατών που έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην σύγκρουση της Συρίας, ήτοι το Ιράν, την Τουρκία και το Ισραήλ.
Για αρκετές δεκαετίες, το Ιράν επένδυσε σε μεγάλο βαθμό στην επέκταση της περιφερειακής επιρροής του, ιδιαίτερα μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 και την «Αραβική Άνοιξη» την δεκαετία του 2010. Το Ιράν επεδίωξε την προώθηση της αποτροπής οικοδομώντας ένα δίκτυο πολιτοφυλακών και συμμετέχοντας σε στρατηγικές άμεσες επεμβάσεις εναντίον των δυνάμεων που αμφισβητούσαν το καθεστώς Άσαντ, με τις πολιτοφυλακές που υποστηρίζονταν από το Ιράν να αναλαμβάνουν σταδιακά τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της Συρίας. Ωστόσο, το Ισραήλ με την στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του Ιράν και των συμμαχικών πολιτοφυλακών του στην Συρία, ειδικά μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, επέφερε σοβαρό πλήγμα στον περιφερειακό σιιτικό Άξονα Αντίστασης του Ιράν, ιδιαίτερα καθώς η Δαμασκός κυριαρχείται τώρα από δυνάμεις με σκληροπυρηνική σουνιτική ισλαμική ταυτότητα.
Η Συρία του Άσαντ είχε χρησιμεύσει ως κρίσιμος αγωγός για την ιρανική υποστήριξη στην Χεζμπολάχ και η απώλειά της αποδυναμώνει σημαντικά την ικανότητα του Ιράν να προβάλλει ισχύ στο ευρύτερο Λεβάντε (χερσαία περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου). Αυτή η οπισθοδρόμηση έχει επιδεινωθεί από τις ισραηλινές επιχειρήσεις που έχουν υποβαθμίσει σοβαρά την Χεζμπολάχ και την Χαμάς. Αν και το Ιράν παραμένει βασικός περιφερειακός παίκτης, η πτώση του Άσαντ σηματοδότησε μια περίοδο περιχαράκωσης και όχι επέκτασης, ιδιαίτερα καθώς το Ιράν βρέθηκε υπό μια καταστροφική ισραηλινή και αμερικανική στρατιωτική εκστρατεία στα μέσα έως τα τέλη Ιουνίου.
Η Τουρκία ήταν από τις πρώτες εξωτερικές δυνάμεις που υποστήριξαν την τελική ώθηση της Hayat Tahrir al-Sham (δηλαδή των τρομοκρατών της Αλ Κάιντα) εναντίον του Άσαντ στα τέλη του 2024 που οδήγησε στην πτώση του. Με τον Άσαντ να έχει φύγει, η Τουρκία έχει ξεπεράσει το Ιράν ως κυρίαρχη εξωτερική δύναμη στην Συρία. Διατηρεί στρατιωτική παρουσία στις βόρειες περιοχές και φέρεται τώρα να σχεδιάζει να επεκτείνει αυτή την παρουσία μέσω αμυντικής συμφωνίας με την Δαμασκό, βάσει αυτής η Άγκυρα θα δύναται να σταθμεύσει τουρκικές δυνάμεις στην κεντρική Συρία, όπως η στρατηγική αεροπορική βάση T-4 στην επαρχία Χομς. Μια Συρία ευθυγραμμισμένη με τα τουρκικά συμφέροντα προσφέρει στην Άγκυρα τόσο στρατηγικά όσο και οικονομικά πλεονεκτήματα. Οι τουρκικές εταιρείες, ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών και της ενέργειας, αναμένεται να επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από την ανοικοδόμηση της Συρίας, η οποία εκτιμάται ότι απαιτεί επενδύσεις μεταξύ 250 και 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας προκαλεί ανησυχίες μεταξύ των αραβικών κρατών, του Ιράν και του Ισραήλ. Η Τεχεράνη έχει εξοργιστεί ιδιαίτερα από την υποστήριξη της Άγκυρας στην αντιπολίτευση για την ανατροπή του Άσαντ. Ένα από τα εμπόδια, όχι το μεγαλύτερο, στις φιλοδοξίες της Τουρκίας είναι οι Κούρδοι της οργάνωσης PYD (αδελφό κόμμα του ΡΚΚ) που ελέγχουν σημαντικά εδάφη στην βορειοανατολική Συρία, ωστόσο αυτό το εμπόδιο μετά την διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεων ΡΚΚ-Άγκυρας είναι πιθανόν να αμβλύνει τις συγκρουσιακές σχέσεις του PYD με την Άγκυρα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Συρία δεν είναι οι Κούρδοι, αλλά το Ισραήλ. Η Άγκυρα ανησυχεί όλο και περισσότερο για την επέκταση της εδαφικής βάσης του Ισραήλ στην νότια Συρία. Φαίνεται επίσης να υπάρχουν ανησυχίες στην Άγκυρα σχετικά με την ευθυγράμμιση των Κούρδων της Συρίας με το Ισραήλ, εν μέσω του μεταβαλλόμενου και απρόβλεπτου τοπίου μετά τις 7 Οκτωβρίου, ένεκα των πρόσφατων ισραηλινών εκφράσεων υποστήριξης, διπλωματικού ύφους, προς αυτούς.
Η πτώση του Άσαντ αφαίρεσε έναν βασικό κρίκο στον άξονα υπό την ηγεσία του Ιράν, προσφέροντας στο Ισραήλ ένα προσωρινό στρατηγικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, μια έκθεση της ισραηλινής κυβέρνησης τον Ιανουάριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η απειλή από την Συρία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο από την ιρανική απειλή», επισημαίνοντας τον διευρυνόμενο ρόλο της Τουρκίας. Η έκθεση προειδοποίησε ότι το Ισραήλ μπορεί να βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με την Τουρκία, δεδομένης της χορηγίας της Άγκυρας στους πρώην τρομοκράτες της Συρίας που βρίσκονται τώρα στην εξουσία στην Δαμασκό. Το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε το χάος μετά τον Άσαντ για να εμβαθύνει το αποτύπωμά του στην νότια Συρία, να κινηθεί πέρα από τα Υψίπεδα του Γκολάν και να παρουσιαστεί ως προστάτης των μειονοτικών συριακών κοινοτήτων, ειδικά των Δρούζων, και σε μικρότερο βαθμό των Κούρδων και των Αλαουιτών. Αυτές οι κινήσεις χρησιμεύουν για την οικοδόμηση του στρατηγικού βάθους του σε περίπτωση που η εύθραυστη σταθερότητα της Συρίας μετατραπεί σε εμφυλιακή σύγκρουση μεταξύ εθνοτικών, θρησκευτικών ομάδων και αυτές αναζητήσουν εξωτερική υποστήριξη.
Σε αντίθεση με το Ιράν, η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη. Είναι ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ, διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της Συμμαχίας, και είναι ισχυρό μέλος του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, όλα αυτά ενώ επιδιώκει ένα όλο και πιο διεκδικητικό δόγμα «στρατηγικής αυτονομίας» μέσω επεμβάσεων στον Νότιο Καύκασο, την Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Για το Ισραήλ, η άνοδος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης θέτει μια πολύ πιο περίπλοκη πρόκληση από ό, τι το Ιράν.
Συμπερασματικά, το Ισραήλ και το Ιράν βλέπουν την επέκταση της περιφερειακής επιρροής της Τουρκίας ως στρατηγική απειλή. Δεδομένου ότι κανένας μέχρι στιγμής δεν θέλει να αντιμετωπίσει άμεσα αυτή την επιρροή, η πιο βιώσιμη επιλογή τους είναι να αντισταθμίσουν τον ρόλο της Άγκυρας μέσω τρίτων. Αυτό ανοίγει την πόρτα σε μια μερική, προφανώς όχι συντονισμένη, ευθυγράμμιση των ισραηλινών και ιρανικών συμφερόντων, ιδιαίτερα με την υποστήριξη ομάδων που αντιτίθενται στην τουρκική επιρροή, όπως οι Κούρδοι, οι Δρούζοι και οι Αλαουίτες.
Το Ισραήλ είναι σαφές στην υποστήριξή του στους Δρούζους. Οι Δρούζοι, οι οποίοι κατοικούν στα Υψίπεδα του Γκολάν και στην νότια Συρία, διατηρούν ευρεία δυσπιστία προς τους τζιχαντιστές της Δαμασκού και θέλουν να προωθήσουν την απόσχιση τους τους από την σημερινή Συρία. Η παρατεταμένη απειλή του Ισλαμικού Κράτους εναντίον τους θα μπορούσε να ωθήσει περαιτέρω τους Δρούζους και άλλες μειονοτικές κοινότητες να αναζητήσουν εξωτερική προστασία, δεδομένης της αβεβαιότητας τους σχετικά με την μακροπρόθεσμη ικανότητα της κυβέρνησης του τρομοκράτη αλ Τζουλανί να περιορίσει τις απειλές εναντίον τους.
Τόσο για το Ισραήλ όσο και για το Ιράν, οι Κούρδοι του PYD είναι ένας φυσικός εταίρος στον έλεγχο της τουρκικής επιρροής. Με περίπου 100.000 έμπειρους μαχητές, οι Κούρδοι της Συρίας παρουσιάζουν μια τρομερή πρόκληση για τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία. Μέχρι στιγμής, η υποστήριξη του Ισραήλ έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη σε ρητορική ή διπλωματική υποστήριξη. Σε περίπτωση αναζωπύρωσης των μαχών μεταξύ του PYD και της Τουρκίας και των συμμάχων της στην Συρία, το Ισραήλ θα μπορούσε να αναπτύξει στοχευμένα χτυπήματα εναντίον πολιτοφυλακών ευθυγραμμισμένων με την Τουρκία. Ωστόσο, η γεωγραφική απόσταση και η γενική προσοχή που επιδεικνύουν οι Κούρδοι της Συρίας όσον αφορά το Ισραήλ δημιουργεί προκλήσεις για την σφυρηλάτηση μιας ισχυρής, πρακτικής σχέσης.
Το Ιράν απολαμβάνει μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία όσον αφορά τους Κούρδους της Συρίας. Ο πυρήνας των Κούρδων πολιτοφυλάκων, οι Μονάδες Λαϊκής Άμυνας (YPG) και η πολιτική του πτέρυγα PYD, έχουν διατηρήσει μια ρεαλιστική σχέση από την δεκαετία του 1990 με το Ιράν. Στο Ιράκ, οι Μονάδες Προστασίας Σιντζάρ, ευθυγραμμισμένες με τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης, είναι ιδεολογικά κοντά στο PKK και το PYD. Η επαρχία Χάσακα της Συρίας ελέγχεται από τις κουρδικές δυνάμεις, ενώ οι Μονάδες προστασίας Σιντζάρ ελέγχουν την ιρακινή πλευρά των συνόρων, ούτως το Ιράν έχει έναν άμεσο διάδρομο μέσω του οποίου θα μπορούσε να διοχετεύσει υποστήριξη στους Κούρδους της Συρίας σε περίπτωση πολέμου μεταξύ αυτών και της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση, εάν η τρέχουσα εύθραυστη ειρήνη καταρρεύσει, το Ισραήλ και το Ιράν μπορεί να επιδιώξουν να ενδυναμώσουν τις συριακές μειονοτικές ομάδες ως αντίβαρα στην τουρκική και συριακή τζιχαντιστική επιρροή. Οι μακροχρόνιοι δεσμοί του Ιράν με την κοινότητα των Αλαουιτών ν και η εξέγερση του Μαρτίου στις παράκτιες περιοχές με πλειοψηφία Αλαουιτών υποδηλώνουν ότι μπορεί να ανοίγουν νέα μέτωπα. Αναφορές δείχνουν ότι εκατοντάδες πρώην αξιωματικοί του Άσαντ έχουν μετεγκατασταθεί στο Ιράκ, προσφέροντας στο Ιράν πιθανό δίαυλο για την προσέγγιση δυσαρεστημένων ομάδων Αλαουιτών και Σιιτών.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση του αλ Τζουλανί (μετονομασθείς σε αλ Σαράια για να ξεχάσουμε το παρελθόν του ως τρομοκράτη) παραμένει υπερβολικά πιεσμένη και ανίκανη να διαχειριστεί αυτές τις συγκλίνουσες απειλές. Επιπλέον, η μεγάλη τουρκική υποστήριξη προς την Δαμασκό (ή ακόμη και η άμεση εμπλοκή), μια ανανεωμένη εξέγερση των Αλαουιτών ή των Κούρδων θα κινδύνευε να σύρει την Άγκυρα σε ευρύτερη σύγκρουση με το Ισραήλ, το Ιράν και ομάδες σιιτών του Ιράκ. Παράλληλα, η εξέγερση των Δρούζων εναντίον της Δαμασκού δημιουργεί τάσεις απόσχισης στην εθνοτική και θρησκευτική ποικιλομορφία της Συρίας, η οποία κινδυνεύει με ανανεωμένη αστάθεια καθώς οι εξωτερικές δυνάμεις μπορεί να επιδιώξουν να κεφαλαιοποιήσουν αυτές τις εντάσεις και να τις σύρουν σε ευρύτερους γεωπολιτικούς αγώνες, 99 χρόνια μετά την Συμφωνία Sykes-Picot.