Σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης (Oxford Dictionary), «ο ιμπεριαλισμός αποτελεί πολιτική επέκτασης του ελέγχου ή της εξουσίας που ασκείται σε ξένες οντότητες ως μέσο απόκτησης και/ή διατήρησης μιας αυτοκρατορίας. Αυτό συμβαίνει είτε μέσω άμεσης εδαφικής κατάκτησης ή εποικισμού, είτε διαμέσου έμμεσων μεθόδων άσκησης ελέγχου στα πολιτικά και/ή τα οικονομικά πράγματα άλλων κρατών». Ο όρος περιγράφει την πολιτική επικυριαρχίας ενός έθνους σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι χώρες θεωρούν τον εαυτό τους μέρος της αυτοκρατορίας.
Η λέξη «ιμπεριαλισμός» προέρχεται από την λέξη «imperium» (λατινικά: αυτοκρατορία), είναι δε χρήσιμο εν συντομία να ορίσουμε αυτή την λέξη. Ο καθηγητής J. Manning του Πανεπιστημίου Stanford ορίζει την αυτοκρατορία ως «μια εδαφικά εκτεταμένη ιεραρχική πολιτική οργάνωση που περιλαμβάνει την κυριαρχία μιας ή περισσοτέρων ομάδων πάνω σε άλλες ομάδες ξένων». Όμως το ερώτημα είναι τι προκαλεί την γένεση της αυτοκρατορίας. Υπάρχουν δυο μοντέλα που είναι σκόπιμο να εξηγηθούν.
Το ένα προέρχεται από τον Θουκυδίδη που έχει πει ότι «οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν και οι αδύναμοι ό,τι πρέπει». Ο Θουκυδίδης ορίζει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ένα λανθάνων κομμάτι της φύσης, ένας αταβισμός και ότι οι αυτοκρατορίες αναδεικνύονται κάθε φορά που κοινωνικοί παράγοντες όπως η δημογραφία, η τεχνολογία και/ή πολιτικοί θεσμοί ευνοούν την ανάπτυξη της. Ο Michael Man στο βιβλίο του «Sources of Social Power» απαριθμεί τις εξουσίες που διέπουν την συμπεριφορά ενός κράτους ως ιδεολογικές, οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές. Μια πιο πρόσφατη θεωρία που ονομάζεται «Constructivist Model» δηλώνει ότι οι οικονομικές δυνάμεις μπορούν επίσης από μόνες τους να δημιουργήσουν μια αυτοκρατορία. Οι οικονομικές δυνάμεις λοιπόν μαζί με τους παράγοντες του Θουκυδίδη συν την ιδεολογία είναι το βάθρο οικοδόμησης του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός σήμερα μπορεί να ορισθεί σε γενικές γραμμές ως επιβολή της βούλησης μιας χώρας σε μια άλλη. Ο σημερινός ιμπεριαλισμός έχει να κάνει με την επέκταση των πολιτικών, ιδεολογικών πεποιθήσεων σε άλλα έθνη και χώρες, έχει να κάνει με την οικονομική-καπιταλιστική εξουσία και την πολιτισμική αφομοίωση, βλ. παγκοσμιοποίηση. Ο όρος ιμπεριαλισμός χρησιμοποιείται στην εποχή μας για να περιγράψει μια χώρα που συμπεριφέρεται σαν νταής σε άλλα κράτη. Σημειωτέον ότι οι ηθικές διεκδικήσεις του ιμπεριαλισμού σπάνια αμφισβητήθηκαν στην αυτοαποκαλούμενη Δύση, καθώς ο ιμπεριαλισμός και η παγκόσμια επέκταση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ εκπροσωπούνταν πάντα με σαφώς θετικούς όρους, ως ένας σημαντικός συντελεστής στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού(;) χαρακτήρα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ενώ κάποιοι καταδικάζουν την Ρωσία ως επιτιθέμενο, άλλοι την βλέπουν ως προπύργιο του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ. Για τους μαρξιστές, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η Ρωσία είναι μια καπιταλιστική οικονομία, μόνο και μόνο επειδή η ιδιωτική ιδιοκτησία κυριαρχεί στην οικονομία και προωθείται και προστατεύεται από το κράτος. Ένα δύσκολο ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η Ρωσία είναι και ιμπεριαλιστική δύναμη.
Το αφήγημα που η άρχουσα τάξη της Δύσης προσπαθεί να ενσταλάξει στους πολίτες είναι: «Είμαστε ενάντια στον επιθετικό πόλεμο του Πούτιν, ο οποίος παραβιάζει το διεθνές δίκαιο». Όποιος δεν επαναλαμβάνει αυτό το αφήγημα άπταιστα χαρακτηρίζεται γρήγορα ως «πουτινάκι», υποστηρικτής της θηριωδίας, φίλος της Ρωσίας. Η Ρωσική Ομοσπονδία στα συστημικά μμε πρέπει να παρουσιάζεται ως ο επιτιθέμενος που εισβάλλει στην φτωχή, αθώα Ουκρανία και διεξάγει έναν πόλεμο που περιγράφεται ως «ιμπεριαλιστικό μακελειό» ή κατά τους μαρξιστές ως «ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος».
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο χαρακτήρας ή η θέση ενός έθνους-κράτους μετριέται συν τοις άλλοις από την σημασία που έχει σε σχέση με το βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, δηλαδή για το σύνολο της αλυσίδας εκμετάλλευσης του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η Ρωσία έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία για την παγκόσμια αγορά. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις καταστροφικές «μεταρρυθμίσεις» της περιόδου Γέλτσιν, η βιομηχανία της είναι τεχνολογικά λιγότερο ανεπτυγμένη από την Δύση σε πολλούς τομείς. Εξαίρεση αποτελούν κυρίως ο τομέας των εξοπλισμών και η πυρηνική τεχνολογία.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο σημαντική ως προμηθευτής πρώτων υλών, ιδίως πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και άλλων πρώτων υλών. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία είναι επίσης σημαντική ως εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων (που ήταν ήδη στην τσαρική εποχή). Με εξαίρεση τον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία δεν έχει παγκοσμίως σημαντικές εταιρείες ή μεγάλες τράπεζες, σε αντίθεση με την Κίνα, όπου το ΚΚΚ έχει σκόπιμα προωθήσει την ανάπτυξή τους. Η Ρωσία, όπως και η Κίνα, εξακολουθεί να έχει σημαντική κρατική επιρροή στον εσωτερικό οικονομικό τομέα. Η σημασία της εξαγωγής κεφαλαίου, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής δύναμης, είναι χαμηλή για την Ρωσία (σε αντίθεση με την Κίνα). Από καθαρά οικονομική άποψη, η Ρωσία δεν είναι επομένως ιμπεριαλιστική δύναμη. Δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Δομικά, δεν είναι ένα από τα κορυφαία κέντρα.

Όμως ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μόνο μια οικονομική δομή, αλλά επίσης, ακολουθώντας τον καταναγκασμό της παγκόσμιας δυναμικής της εκμετάλλευσης, ένα σύστημα εξουσίας και κυριαρχίας: Εσωτερικά και εξωτερικά. Σε αυτό το πλαίσιο η ιδιαιτερότητα της Ρωσίας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εξετάζοντας την ιστορία της. Η κληρονομιά της καθυστέρησης του τσαρισμού ανάγκασε την ΕΣΣΔ να πραγματοποιήσει μια διαδικασία εκσυγχρονισμού. Υπό τον Στάλιν, αυτό έγινε υπό την καθοδήγηση της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας και μέσω ενός συστήματος συμβουλίων. Λόγω της καθυστέρησής της, η ΕΣΣΔ δεν ήταν σε θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα να φτάσει σε ένα επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης. Η ΕΣΣΔ εκβιομηχανίστηκε μεν έστω καθυστερημένα, αλλά ταυτόχρονα παρεμποδίστηκε η επέκταση των φιλοσοσιαλιστικών στοιχείων και αντ’ αυτού εγκαταστάθηκε ένα κρατικοκαπιταλιστικό τροποποιημένο σύστημα μισθωτής εργασίας. Ενώ αρχικά ήταν δυνατό να μειωθεί το χάσμα με την Δύση, το γραφειοκρατικό σύστημα έφτασε όλο και περισσότερο στα όριά του από την δεκαετία του 1970 και μετά και τελικά παρέμεινε στάσιμο. Όλο και περισσότερο, η ΕΣΣΔ έπρεπε επομένως να ανταγωνιστεί τον δυτικό ιμπεριαλισμό με καταστροφικούς όρους, αλλά και να συνεργαστεί μαζί του. Αν και η ΕΣΣΔ ήταν κυρίαρχη από κάθε άποψη στο Ανατολικό Μπλοκ, δεν έπαιξε ποτέ κανένα ρόλο στην (δυτική) παγκόσμια αγορά.
Η ΕΣΣΔ παρέμεινε, χωρίς καμία έννοια «σοσιαλισμού», σε μια μορφή κρατικού καπιταλισμού. Το Ανατολικό Μπλοκ πέτυχε το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας με την Δύση μόνο σε μεμονωμένους τομείς και μόνο για σύντομες φάσεις. Μετά την κατάρρευση του συστήματος από την εποχή του Γκορμπατσόφ το 1985, με τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις υπό τον Γέλτσιν και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, παρέμεινε μια σημαντικά αποδυναμωμένη και μειωμένη Ρωσία. Το Ανατολικό Μπλοκ, η Κομεκόν και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δεν υπήρχαν πλέον, ενώ το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε όλο και πιο ανατολικά και το 2014 ξεκίνησε να δημιουργεί ένα προγεφύρωμα στην Ουκρανία, απευθείας στο κατώφλι της Μόσχας.
Η Ρωσία δεν είναι σήμερα σε θέση να δράσει ως ανεξάρτητος και ισχυρός παράγοντας στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική τάξη και παίζει έναν μάλλον δευτερεύοντα ρόλο. Είναι αμφίβολο αν μπορεί να ξεκινήσει την απαραίτητη διαδικασία τεχνολογικού εκσυγχρονισμού από μόνη της ώστε να έχει την δυνατότητα να ανταγωνιστεί στις παγκόσμιες αγορές. Αυτό εξηγεί, μεταξύ άλλων, την αμυντική στάση της Ρωσίας απέναντι στην Δύση από την δεκαετία του 1990. Οι προσφορές του Πούτιν να ενσωματωθεί στο δυτικό σύστημα ως ισότιμος εταίρος απορρίφθηκαν από την Δύση από το 2014 και μετά, επειδή η προοπτική διάλυσης και διαίρεσης αυτού του γεωστρατηγικού και στρατιωτικού κολοσσού φαινόταν πιο προσοδοφόρα για την Δύση από την συνεργασία. Ενόψει αυτής της πολιτικής της Δύσης και της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, που απειλεί την Μόσχα, η δυτική φόρμουλα της επιτιθέμενης Ρωσίας αποδεικνύεται απλή προπαγάνδα. Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας από το 2022 και μετά ήταν ουσιαστικά μια αντίδραση στην επιθετική πορεία της Δύσης. Ο Πούτιν θα έπρεπε να είχε ενεργήσει το 2014, όταν το Κίεβο τρομοκρατούσε την ρωσική μειονότητα στο Ντονμπάς, αλλά απέτυχε να το πράξει εμπιστευόμενος μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων με την Δύση.
Είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν πληροί ορισμένα παραδοσιακά χαρακτηριστικά μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Δεν υπάρχει σταθερά τεχνικά ανεπτυγμένη βιομηχανία, δεν υπάρχουν διεθνώς ενεργές εταιρείες σε βιομηχανική-τεχνολογική βάση, η εξαγωγή κεφαλαίου εξαρτάται από την εξαγωγή αγαθών, ειδικά με την μορφή πρώτων υλών. Από την άλλη, η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μια κορυφαία πυρηνική δύναμη και η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών ή παλιά στα λεγόμενα «αδελφά κράτη». Η Ρωσία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως εταίρος της Κίνας και μέρος των BRICS. Η στρατηγική της Κίνας για τον «Δρόμο του Μεταξιού» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς εξελίσσονται οι συνθήκες στην νότια πλευρά της Ρωσίας. Από αυτή την άποψη, ο ρόλος της Ρωσίας στις παγκόσμιες υποθέσεις συνολικά είναι αυτός μιας μεγάλης δύναμης και πολύ μεγαλύτερος από ό, τι αντιστοιχεί η οικονομική της δύναμη.
Εάν η Ρωσία συνέχιζε να χάνει «μέγεθος», όπως έγινε μετά το 1990, υπήρχε ο κίνδυνος η ρωσική «περιουσία» ως μια τεράστια ημιαποικία να πέσει στη Δύση (ή την Κίνα) σαν ώριμο φρούτο. Ως εκ τούτου, ο Πούτιν έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτή την απειλητική εξέλιξη. Αυτή η «λαχτάρα» για την ανοικοδόμηση της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν ούτε είναι νοσταλγία, αλλά μια πραγματική πρόκληση, πολύ περισσότερο που η ιδέα του Πούτιν για συνεργασία με την Δύση στην βάση του φθηνού ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου ακυρώθηκε από την Δύση υπό την πίεση των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η δυτική στρατηγική γύρισε μπούμερανγκ στην ΕΕ η οποία οδηγήθηκε στην ενεργειακή κρίση, με την Ρωσία να κινείται ακόμη πιο κοντά στην Κίνα.
Η τρέχουσα αντιρωσική εκστρατεία της Δύσης με τον ισχυρισμό ότι η «ιμπεριαλιστική» Ρωσία θα μπορούσε σύντομα να επιτεθεί στην ΕΕ ή το ΝΑΤΟ είναι μια δημαγωγική ανοησία που δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί ενόψει των γεγονότων, καθώς το ΝΑΤΟ έχει επεκταθεί, το Ανατολικό Μπλοκ έχει διαλυθεί και η Ρωσία είναι σημαντικά μικρότερη από την πρώην ΕΣΣΔ. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν αυτοκτονία αν η Ρωσία επιτίθετο στην Δύση, εξ άλλου ποιο το όφελος από μια τέτοια ενέργεια.
Η αντιρωσική εκστρατεία επιδιώκει διάφορους δυτικούς σκοπούς:
- Χρησιμεύει για την οικοδόμηση μιας εικόνας του εχθρού προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή των πληθυσμών της Δύσης από την αυξανόμενη κρίση του συστήματος.
- Χρησιμεύει για την τόνωση της μαραζωμένης οικονομίας μέσω του επανεξοπλισμού.
- Εξυπηρετεί την στρατιωτικοποίηση και την διάλυση της δημοκρατίας υπέρ ενός είδους μόνιμου «στρατιωτικού νόμου».
- Χρησιμεύει για να εξασφαλίσει την καταρρέουσα κυριαρχία των ΗΠΑ στον κόσμο και την Ευρώπη, μεταξύ άλλων εμποδίζοντας έναν άξονα Ευρώπης-Ρωσίας.
Ταυτόχρονα, όλα αυτά αντικατοπτρίζουν την αντίληψη των κυβερνώντων στην Δύση που θέλουν την πόλωση του κόσμου σε ένα «δυτικό μπλοκ» γύρω από τις ΗΠΑ και ένα «ανατολικό μπλοκ» γύρω από την Κίνα, την Ρωσία και τους BRICS να βαθαίνει, οι οικονομικοί πόλεμοι και οι περιφερειακές συγκρούσεις να αυξάνονται, και ακόμη και ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος να φαίνεται πιθανός.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ρωσική Ομοσπονδία διεξάγει σήμερα έναν δίκαιο πόλεμο. Η Ρωσία δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα. Η Ρωσία αντιστέκεται στην μετατροπή της σε ημιαποικία του ιμπεριαλισμού, αντιστέκεται στο να καταστραφεί από τον ιμπεριαλισμό. Η Ρωσία επιδιώκει να πετάξει έξω από την πόρτα της μια στρατιωτική αποικία του ιμπεριαλισμού, μια στρατιωτικοποιημένη αποικία που ο ιμπεριαλισμός έχει καταντήσει την Ουκρανία, μια αποικία που έχει ήδη εξαρτηθεί πλήρως από τον ιμπεριαλισμό, εγκαθιστώντας εκεί ένα καθεστώς-μαριονέτα. Ένα κράτος που ζει με την χάρη του ιμπεριαλισμού, υπερχρεωμένο με ένα νόμισμα ζωντανό μόνο επειδή υποστηρίζεται μαζικά από τις ιμπεριαλιστικές χώρες.
Η Ρωσία υπερασπίζεται τον εαυτό της ενάντια στην περικύκλωσή της από την επιθετική συμμαχία του ΝΑΤΟ, η οποία έχει εξαπλωθεί στα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας παραβιάζοντας τον λόγο της. Η Ρωσία υπερασπίζεται την Κριμαία και τις ρωσικές Δημοκρατίες του Ντονμπάς (Λουχάνσκ και Ντονέτσκ), Ζαπορίζια και Χερσώνα.
Προφανώς μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν η Ρωσία έχει πέσει στην παγίδα του ιμπεριαλισμού. Αν θα υπήρχαν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης των προκλήσεων από την πλευρά του ιμπεριαλισμού και των σατραπών του στην Ουκρανία; Όποιος θέτει αυτό το ερώτημα θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσει πόσο καιρό η κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν πάντα προειδοποιούσε, προσπαθούσε ξανά και ξανά να δείξει καλή θέληση, ακόμη και παρά τις κυρώσεις. Τιμωρήθηκε όμως με περιφρόνηση για αυτό.
Ο ιμπεριαλισμός πολεμά «μέχρι του τελευταίου Ουκρανού» για να εξαντλήσει την Ρωσία μέσα από έναν παρατεταμένο πόλεμο και να την αποδυναμώσει αποφασιστικά, να υποκινήσει «αλλαγή καθεστώτος», να εγκαταστήσει στην Μόσχα μια κυβέρνηση υπάκουη στον ιμπεριαλισμό που θα τερμάτιζε την συμμαχία με την Κίνα. Όνειρα θερινής νυκτός.