Ο «ΕΞΑΠΟΔΩ»

 (ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ – Μέρος 6)

Hors là 1

«Έχω χαθεί! Κάποιος έχει πάρει την ψυχή μου και την κυβερνά! Κάποιος διατάζει όλες τις ενέργειές μου, όλες τις κινήσεις μου, όλες τις σκέψεις μου. Δεν είμαι πλέον τίποτα μέσα μου, τίποτα άλλο από έναν θεατή υποδουλωμένο και τρομοκρατημένο από όλα τα πράγματα που έχω κάνει. Θέλω να βγω. Δεν ημπορώ, και μένω, απογοητευμένος, τρέμοντας, στην καρέκλα όπου με κρατάει καθισμένο. Θα ήθελα μόνο να σηκωθώ, να σηκώσω τον εαυτό μου, ώστε να μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να πιστέψει ότι εξακολουθεί να είναι ο κύριός μου. Δεν ημπορώ! Είμαι καθηλωμένος στο κάθισμά μου και το κάθισμά μου προσκολλάται στο έδαφος, με τέτοιον τρόπο ώστε καμία δύναμη δεν ημπορεί να μας σηκώσει »

Γκυ νε Μωπασσάν «Ο Ορλά»

Εὐφράνθητε! 2

[…ἐπεὶ πλείων χρόνος
ὃν δεῖ μ᾽ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε] …γιατ᾽ είν᾽ ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει
στους κάτω, πάρα στους εδώ ν᾽ αρέσω

Σοφοκλέους «Αντιγόνη» – 75

Καθώς η νύχτα με την μαύρη τήβεννο κατέρχεται επάνω στα εδάφη της Δύσεως και ενώ η αδυσώπητη Νέμεσις ετοιμάζεται να επενακάμψει στην συνείδηση ​​της Δύσεως, η ζωή των λαών της Δύσεως αποκτά όλο και περισσότερον μιαν απαισία  φύση: Αποφεύγουν την αλήθειαν όπως οι βρυκόλακες αποφεύγουν το φως, εναγκαλλίζονται το κακό όπως οι δαίμονες προσκολλώνται στους δαιμονισμένους και καταδιώκουν τους δικαίους, όπως οι νεκροζώντανοι κυνηγούν τους ζωντανούς. Όλο και περισσότερον, οι μάζες της Δύσεως ζουν πράγματι «hors là» – «εκεί έξω», εκτός νόμου, ακολουθούσες την αντινομιακήν ιδεολογία των Σατανικών-Παγκοσμιοποιητών κυρίων τους. Ομοιάζουν ανατριχιαστικώς με τους απέθαντους, που διασχίζουν τα όρια της πραγματικότητας και της εικονικής πραγματικότητος. Ωστόσον, αυτό δεν σημαίνει ότι θα εξαιρεθούν από την κλήση να λογοδοτήσουν, τόσον από τους ζωντανούς όσον και από τους νεκρούς.

Είναι ευρέως γνωστόν ότι για να χρηματοδοτήσει τους υβριδικούς πολέμους και τις «έγχρωμες» επαναστάσεις, τις ολοκληρωτικές γραφειοκρατίες και τα ψευδόμενα μέσα ενημερώσεως, τις κοινωνικές στρεβλώσεις και τα βιοτεχνολογικά πειράματα, τις κεκορεσμένες  διαστροφές και τις βλάσφημες τέχνες, η Δύση έχει επιβαρυνθεί με ένα απιθάνως υψηλόν οικονομικόν χρέος, το οποίον συνεχίζει να αυξάνεται με διαρκώς επιταχυνομένους ρυθμούς, (καθώς οι τόκοι και το κόστος αυξάνονται, ενώ οι αποδόσεις μειώνονται), χρέος του οποίου η αποπληρωμή θα απήτει ατελείωτες γενεές δουλείας.

Αυτό που είναι ολιγότερον ευρέως γνωστόν, είναι ότι η Δύση έχει δημιουργήσει ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερον χρέος : Ένα χρέος προς τους νεκρούς. Καθώς γράφουμε μετά το πέρας του 2024, με τον αριθμόν των θυμάτων καθεμιάς από τις διάφορες γενοκτονίες της Δύσεως  [«Εμβoλιο-καύτωμα», «Ουκρανιο-καύτωμα» και «Γαζα-καύτωμα»  για να αναφέρουμε μόνον τις πλέον  εντυπωσιακές εξ αυτών], αριθμόν ταχέως συσσωρευόμενον αλλά εντελώς συγκεχυμένον από «αφηγηματικούς» διακόπτες, συσκότιση «ειδήσεων» και «στατιστικές» αντιθέσεις, είναι κατ΄αύξουσα κλίμακα δυσχερές να τηρηθεί ένα αρχείον εκείνου του χρέους. Εμπιστευόμενοι τις καταγραφές της Θείας Προνοίας ως πλήρεις και ακριβείς, είναι σωστό να αποφύγουμε εδώ την ματαία προσπάθεια να θυμηθούμε όλα τα αμέτρητα θύματα : Σαράντα ετών νεοφιλελευθέρας αποικιοκρατίας του Τρίτου Κόσμου, τριάντα ετών παγκοσμιοποιητικής μονοπολικής κακής διακυβερνήσεως, πέντε ετών νεοφεουδαρχικού ολοκληρωτισμού της «Μεγάλης Επαναφοράς», τριών ετών πολέμου «δι΄ αντιπροσώπων» της Ουκρανίας και ενός έτους κρατικού τρόμου του «Σιωνιστικού Σχεδίου» στην Μέσην Ανατολή – ή του οποιουδήποτε άλλου από τα κρυφά εγκλήματα που διέπραξαν οι Νεο-Άτλαντες άρχοντες της Δύσεως.

Πρέπει να ενθυμούμεθα ότι οι μάζες της Δύσεως είναι πλέον συνένοχοι σε αυτά τα εγκλήματα, είτε με διάπραξή τους (θέσπιση, χρηματοδότηση, υποστήριξη, κέρδος) είτε με παράλειψη (συγκάλυψη, δικαιολογία, ανοχή, αδιαφορία). Αρκεί να ειπούμε ότι τα ονόματα των νεκρών ημπορεί να είναι πάρα πολλά για να απαριθμηθούν (μερικά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των βρεφών που ετάφησαν στην Γάζα, καθώς ήσαν ακόμη πολύ μικρά για να καταγραφούν τα ονόματά τους, είναι παντελώς άγνωστα), αλλά να ειπούμε ακόμη ότι θα παραμείνουν αξέχαστα – επίσης από εκείνους τους ολίγους Δυτικούς που ακόμη είναι αφοσιωμένοι στην αλήθεια και στην δικαιοσύνη.

Στον εχθρόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπούμε, εκτός από αυτό: Οι μύλοι των θεών ημπορεί να αλέθουν βραδέως, αλλά αλέθουν με εξαιρετικώς αποτελεσματικόν τρόπον – και καθώς οι Μοίρες επιστρέφουν, όλα τα χρέη θα πρέπει να εξοφληθούν πλήρως.

Όπως είπεν ο Ρωμαίος Γερουσιαστής και ρήτωρ Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισονίνος  «Να αποδοθεί δικαιοσύνη και ας πέσει ο Ουρανός !» Fiat justitia ruat Caelum» !)

69 / ΞΘ´ Ορφικός Ύμνος / Ερινύων

[Κλῦτε, θεαὶ πάντιμοι, ἐρίβρομοι, εὐάστειραι,

Τισιφόνη τε καὶ Ἀλληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα·

νυκτέριαι, μυχίοις ὑπὸ κεύѳεσιν οἰκί’ ἔχουσαι

ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στυγὸς ἱερὸν ὕδωρ,

οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί,

λυσσήρεις, ἀγέρωχοι, ἐπευάζουσαι ἀνάγκαις,

θηρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισθενέες, βαρυαλγεῖς,

Ἀίδεω χθόνιαι, φοβεραὶ κόραι, αἰολόμορφοι,

ἠέριαι, ἀφανεῖς, ὠκυδρόμοι ὥστε νόημα·                                                                                ……

ἀλλ’ αἰεὶ θνητῶν πάντων ἐπ’ ἀπείρονα φῦλα

ὄμμα Δίκης ἐφορᾶτε, δικασπόλοι αἰὲν ἐοῦσαι.

ἀλλά, θεαὶ Μοῖραι, ὀφιοπλόκαμοι, πολύμορφοι, 

πραΰνοον μετάθεσθε βίου μαλακόφρονα δόξαν. 

ὑμᾶς κικλήσκω γνώμαις ὁσίαισι πελάζειν ]

Ακούστε Θεές, ολότιμες, βροντόφωνες,

οργιάστριες Τισιφόνη κι  Αλληκτώ και  θεία Μέγαιρα, 

νυχτερινές, πού ζείτε στον μυχό κι έχετε την οικία σας στα βάθη,

σ’ ένα ομιχλώδες σπήλαιον κοντά στο ιερό νερό της Στυγός,

πάντα πετάτε λυσσασμένες απ’ τις ακάθαρτες διαθέσεις των θνητών,

μεγαλόφρονες, πολυδύναμες, με θηρίων δέρματα ντυμένες , 

τιμωροί, φέρνοντας πόνους βαρείς,

κόρες του Αδη καταχθόνιες, ποικιλόμορφες, πού προξενείτε φόβον,

αέρινες, αφανείς, πού τρέχετε γοργά κι όπως ο νους.

…….

Αλλά τ’ άπειρα φύλα όλων των θνητών

σείς πάντα επιβλέπετε σάν μάτι της Δίκης, όντας πάντα δικαστές.

Όμως, Θεές Μοίρες, με τα πλοκάμια από φίδια, πολύμορφες,

καλόγνωμη αλλάξτε και κάντε τρυφερόκαρδη την γνώμη της ζωής. 

Εσάς προσκαλώ να δώσετε σκέψεις καθαρές.

Alexander Wolfheze

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αναφορά στον τίτλον του σπουδαίου μυθιστορήματος φανταστικού τρόμου «Ο Ορλά» (Le Horla) που εδημοσιεύθη το 1886 και εν συνεχεία σε δευτέραν έκδοση, το 1887, από τον μείζονα Γάλλο διηγηματογράφον Γκυ νε Μωπασσάν (Guy de Maupassant, 1850-1893) και πραγματεύεται την περίπτωση μιας ιδιοτύπου «δαιμονοληψίας».

«Ο Ορλά» (Le Horla) είναι ένα μεγάλο φανταστικό και ψυχολογικόν διήγημα, στο οποίον  ο συγγραφεύς περιγράφει την σταδιακήν και δραματικήν κατάρρευση του αφηγητή που καταδιώκεται από ένα αόρατον πλάσμα, το οποίον ωνόμασεν «Ορλά», το οποίον του προξενεί τρόμο και πανικό. Δεν γνωρίζει εάν είναι αληθές ή παριστά αποτέλεσμα ψυχιατρικής διαταραχής, ενώ επιδιώκει να το εξοντώσει με κάθε δυνατό μέσον.

Σε αυτήν την ιδιάζουσα ψυχολογικήν ιστορίαν, ο συγγραφεύς παρουσιάζει έναν διαρκώς βασανιζόμενον, αυτοκαταστροφικόν χαρακτήρα, ο οποίος αρχικώς κυριεύεται από την αμφιβολίαν, ενώ καταλήγει κλιμακηδόν να βυθισθεί στην φρενοβλάβεια. Η πορεία του στην παραφροσύνη εκδηλούται μέσα από ποικίλες νοσηρές καταστάσεις, όπως συνεχή διαταραχήν της σκέψεως, παραληρηματικές ιδέες, γενικευμένη δυσπιστία προς όλους, παραισθήσεις, κρίσεις άγχους και υπνικήν παράλυση, με τις οποίες παλεύει. Η μορφή ημερολογίου της δευτέρας -και πλέον γνωστής- εκδόσεως του διηγήματος, συμβάλλει περαιτέρω στην ταύτιση του συγγραφέως με τον αφηγητή.

Το διήγημα έχει την αξιόλογον ιδιαιτερότητα να είναι το πρώτον έργο μυθοπλασίας το οποίον παρουσιάζει την εξέλιξη μιας ψυχικής διαταραχής από ιατρικής απόψεως, μέσω των σκέψεων του ατόμου που την βιώνει, δηλαδή του ιδίου του «πάσχοντος». Ο Μωπασσάν εβίωνεν εκείνην την εποχήν ψυχιατρικές διαταραχές και νευρολογικά συμπτώματα, ως αποτέλεσμα της συφίλιδος από την οποίαν έπασχεν και η οποία τον ωδήγησε στο θάνατον πέντε χρόνια αργότερον, έγκλειστον σε ψυχιατρικήν κλινική.

Η λέξη «Ορλά» – «Horla» είναι γαλλικός συνθετικός νεολογισμός, προέρχεται δε από τις γαλλικές λέξεις hors (έξω) και là (εκεί), ενώ ο τίτλος του διηγήματος «Le Horla» ερμηνεύεται ως «ο Εκεί έξω», «ο Εξωτερικός», ή «ο Εξαποδώ», όπως φέρεται και στον τίτλον μερικών ελληνικών μεταφράσεών του.

Ο «Εξαποδώ» αποτελεί ένα κλασικόν σημείον αναφοράς στην λογοτεχνίαν του φανταστικού, είναι δε ίσως το διασημότερον διήγημα του Μωπασσάν και συνεπώς χρήζει ειδικής μνείας. Την εποχήν που εγράφη (1886), το εν λόγω λογοτεχνικόν είδος είχε περιέλθει σε ανυποληψία, οπότε ο ευφυής δημιουργός εγκαινίασεν μια σειράν καινοτομιών για να το ανανεώσει και να το καταστήσει πάλιν ελκυστικόν. Η σημαντικοτέρα εξ΄αυτών έγκειται στο στοιχείον  της εντόνου «υπαρξιακής κρίσεως» («crise existentielle») την οποίαν πυροδοτεί το ανορθολογικόν, το ανεξήγητον, καθώς και στην εγκατάσταση του «τρομακτικού» εντός της ιδίας της καθημερινότητος του πρωταγωνιστή. Αυτή η κατάσταση αποβάλλει σταδιακώς τα όποια αφελή καθησυχαστικά της χαρακτηριστικά και καταλήγει  άκοσμος και βασανιστική.

O ανώνυμος αφηγητής και πρωταγωνιστής κρατεί ημερολόγιον όπου καταγράφει τις ανησυχητικές εμπειρίες του, εντός ενός διαστήματος περίπου τεσσάρων μηνών. Αυτό συνεπάγεται μιαν ανεπιτήδευτον  αφηγηματικήν αμεσότητα και μιαν ειλικρίνεια, που εξ’ αρχής εμπλέκουν τον αναγνώστη στα τεκταινόμενα, ως κάποιον εγκάρδιον, απολύτως έμπιστον φίλο.

Στην πρώτη καταχώριση, ο αφηγητής φαίνεται να επιβεβαιώνει (σχεδόν με αυτάρεσκειαν), μιαν αίσθηση ρωμαλέας, συμπαγούς και αρραγούς προσωπικής ταυτότητος. Όμως στις επόμενες καταχωρήσεις αρχίζει να εμφανίζει κλιμακούμενες ψυχολογικές «ρωγμές» και να υφίσταται πολλαπλά πλήγματα.

Αυτό το συγκροτημένο πρόσωπον, το οποίον φαίνεται χαρούμενο και απολαμβάνει την ζωήν με γνώση και συνείδηση, δέχεται απρόκλητον αιφνιδία επίθεση από ένα περίεργον πλάσμα, από έναν απειλητικόν και αταξινόμητον «Άλλον», (που θα χαρακτηρισθεί στην συνέχειαν «Εξαποδώ»), επιδιώκοντα  να οικειοποιηθεί υπούλως όλον τον ζωτικό χώρο του  και να τον εκτοπίσει μακράν της ιδίας του της ζωής.

Αυτός ο εμβληματικός «Άλλος», είναι αόρατος, απροσδιόριστος και εμφανώς απειλητικός. Εισβάλλει στον ευχάριστο, εύρυθμο και τακτοποιημένο κόσμον του αφηγητή και σαρώνει τα πάντα. Επηρεάζει τον ύπνο και τα όνειρά του, …. πίνει το νερό και το γάλα του, προκαλεί ενοχλητικά και δυσάρεστα έως ανυπόφορα αισθήματα και σκέψεις, παραμένων δε πάντα αόρατος του προξενεί ασίγαστον τρόμον και εν τέλει πανικόν.

Καθώς ο «Εξαποδώ» αρχίζει να κυριεύει τον χωροχρόνον του αφηγητή – θύματος, καθιστών  ολοέν και πλέον αισθητήν την αόρατον παρουσίαν του, τα ερωτήματα προκύπτουν ραγδαίως, με τρόπον επείγοντα και επιτακτικόν, απαιτούντα απαντήσεις. Εκστατικός εμπρός σε όσα ανεξήγητα παρακολουθεί  ανυπεράσπιστος, ο αφηγητής επιχειρεί να διαφύγει, αποπειρώμενος ένα ταξίδι-επίσκεψη στο Μον-σεν-Μισέλ. Εκεί ζητεί την συνδρομήν της θρησκείας, όμως η στιχομυθία μ’ έναν μοναχό ναι μεν τον καταπλήσσει, αλλά δεν τον διαφωτίζει και δεν τον πείθει. Εν συνεχεία θα καταφύγει στο  Παρίσι αναζητών την συνδρομήν της επιστήμης, η οποία επίσης δεν έχει να του προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις.

Εμπρός σε αυτήν την φρενήρη, τρομακτικήν  επέλαση του  παραδόξου και του υπερφυσικού, ο αφηγητής δεν ημπορεί παρά να αισθάνεται ως ακουσίως καθοριζόμενος από τις αδιευκρίνιστες αλλά σκοτεινές διαθέσεις της μυστηριώδους δυνάμεως, η οποία φαίνεται να τον έχει «καταλάβει» προξενούσα αναντιρρήτως ψυχοσωματικά συμπτώματα ενώ καθιστά την ζωήν του εξαντλητικήν και αφόρητον.

Αισθανόμενος συντετριμμένος από την αλλόκοτον ύπαρξη, που ασκεί επάνω του τυραννικήν εξουσία απομυζώσα όλον του το σφρίγος και αποσβεννύσα την διάθεσή του για ζωήν, ο θλιβερός πρωταγωνιστής κηρύσσει πόλεμον κατά του αποτροπαίου όντος. Μηχανεύεται ποικίλους τρόπους ώστε να διαφύγει από την δυσμενή καιι καταστρεπτικήν επιρροή του. Με επινοήσεις, τεχνάσματα και πανουργίες επιδιώκει να εξαπατήσει το επιζήμιον πλάσμα (της φαντασίας του άραγε;), όμως ατυχώς διαπιστώνει  την ματαιότητα και το ανώφελον των εγχειρημάτων του.

Όλη αυτή η ανώμαλος ψυχική κατάσταση, σηματοδοτούσα σαφή εκτροπήν από το φυσικόν και το φυσιολογικόν, ίσως θα ηδύνατο να διαβασθεί και  ως μία μετωνυμία της ψυχικής νόσου. Ο «εαυτός» καθίσταται σταδιακώς ένας «άλλος», καθώς ενσκήπτει ο «Εξαποδώ», δηλαδή η προσωποποιημένη νόσος. Αυτός μεταβάλλει  την προσωπικότητα και επιφέρει συμπεριφορικές παραποιήσεις και ψυχοδιανοητικές στρεβλώσεις, καταργούσες την ακεραιότητα, την συνεκτικότητα και την ενιαιότητα του προσώπου. Το υποκείμενον, δυστυχής βορά της νόσου, κατακερματίζεται και χάνεται σε μίαν πολυποίκιλον συμπτωματολογίαν, η οποία  το αλλοτριώνει, το εξασθενεί πλήρως και το κατασπαράσσει.

Η ανησυχία, η δυσφορία, η δυσανεξία και η αγωνία του αφηγητή δίδουν εν συνεχεία την θέση τους σε μιαν αδιακόπως αυξανομένη υπερένταση και νευρικότητα, ώστε το θύμα καταλήγει αιφνιδίως σε  φευγαλέα μανιακή παρόξυνση και παραλήρημα. Εδώ, πράγματι εικονογραφείται γλαφυρότατα η εξέλιξη της νόσου καθώς εκτυλίσσεται σε κάθε επόμενο στάδιον με έτι οξύτερες συμπεριφορές και συμπτώματα, για να καταλήξει εν τέλει σε μίαν παράνοια κλιμακουμένης εντάσεως, καθώς πλέον η προσωπικότης εμφανίζεται πλήρως αποδομηθείσα και ολοσχερώς καταρρεύσασα.

Στην πλέον εμβληματική σκηνή του βιβλίου, ο αφηγητής περιγράφει την εμβροντησία  που υφίσταται, όταν ιστάμενος εμπρός στον καθρέπτη διαπιστώνει έντρομος πως δεν υφίσταται αντανάκλασή του, πως ο καθρέπτης δεν του αντιγυρίζει το είδωλόν του. Το νοσούν υποκείμενον αδυνατεί να αναγνωρίσει τον διαλελυμένο και συντετριμμένον εαυτόν του, ο οποίος έχει «απορροφηθεί» ολοσχερώς από την ψυχασθένεια.

Την εποχήν που συνέγραφεν τον «Εξαποδώ», ο Μωπασσάν είχεν εκδηλώσει έντονα συμπτώματα της συφίλιδος και ανεγνώριζε στον εαυτόν του τα εξελισσόμενα σημεία της. Μέρος των συμπτωμάτων εσχετίζετο με την βαθμιαίαν καταβύθιση στην ψύχωση, που τον κατεκυρίευεν βραδέως, μέσα από αυξανόμενον άγχος και  παραισθήσεις. Ωστόσον, ο «Εξαποδώ» δεν πρέπει να θεωρηθεί κείμενον στενώς αυτοβιογραφικόν, έστω και αν ενέχει πολυάριθμα τέτοια στοιχεία, διότι θέτει ευρυτέρους  προβληματισμούς, ενώ αναμοχλεύει και ανησυχίες άλλου είδους: Εκτός των άλλων, ο Μωπασσάν αμφισβητεί ολόκληρον το οικοδόμημα του Διαφωτισμού και διερωτάται περί των ορίων και των δυνατοτήτων του ορθού λόγου. Η επιλογή του, της εγγραφής αυτού του διήγηματος  στην σφαίραν του φανταστικού και της αναρριπήσεως αρχεγόνων ανορθολογικών φόβων, (τους οποίους ο διαφωτισμός είχεν τάχα «εξορκίσει» οριστικώς), καταδεικνύει στοιχειωδώς έναν σκεπτικισμόν και την διάθεσή του να διατυπώσει αμφιβολίες ή να ασκήσει κριτική.

O Λόγος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ενσαρκωμένος στην «δημοκρατικήν νέα πολιτεία» και στους θεσμούς της, αλλά και εγγεγραμμένος στο θετικιστικόν πνεύμα της «νέας  επιστήμης», είχεν υποσχεθεί να επιφέρει το τελειωτικόν πλήγμα στις παντοειδείς εκδοχές του «Κακού». Εδώ όμως το Κακό επιστρέφει και μάλιστα διαδηλώνει ασύδοτον την παρουσία του, παραμένον απροσπέλαστον ! Το ασυνείδητον και οι άλογες – ανορθολογικές δυνάμεις της ψυχής αρθρώνουν μιαν ακατάληπτον, άγνωστη γλώσσα και εξακολουθούν να συγκροτούν ένα άλυτο βαθύ μυστήριον. Αυτό αντιστέκεται στην οιαδήποτε «λογικήν ερμηνεία», ενώ προφανώς δεν ημπορεί παρά να σκανδαλίζει προκλητικώς τους θιασώτες του μηχανιστικού υλισμού.

Ο Μωπασσάν εξέφραζε συχνότατα την ευαρέσκειά του για τις θαυμαστές  και παράδοξες αφηγήσεις παρωχημένων εποχών, (οι οποίες είχαν πλέον παύσει να ευρίσκουν απήχηση και να γοητεύουν το εντόνως λογοκρατούμενο κοινό της εποχής του, που ελάτρευεν την «επιστήμη» και την θυγατέρα της την «πρόοδον»). Επίσης, επίστευεν (επηρεασθείς εντόνως από την φιλοσοφίαν του Αρθούρου Σοπενxάουερ), πως η γνώση μας περί του κόσμου είναι λίαν πεπερασμένη και μερική, εξ αιτίας των ατελών αισθητηρίων οργάνων και της περιορισμένης νοημοσύνης του είδους μας. Μάλιστα οι πεποιθήσεις του αυτές διεπνέοντο από απαισιοδοξίαν και θλίψη εξ αιτίας προσωπικών βιωμάτων, που επηρέασαν το κριτήριόν του αρνητικώς.

Στον «Εξαποδώ», ο πρωταγωνιστής ολισθαίνει μέσα σε μιαν διαρκώς εφιαλτική καθημερινότητα, αποπειρώμενος να ανιχνεύσει την θέση του εντός ενός ανεξηγήτου κόσμου, που προαναγγέλλει ζοφερές, εντόνως δυσοίωνες και εφιαλτικές ατμόσφαιρες, (δεδομένης και της τροπής που προσλαμβάνει το φανταστικόν, με ιδιαιτέραν έμφαση στην αγωνία και στην υπαρξιακή κρίση του ατόμου).

2. [Εὐφράνθητε, ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες υἱοὶ Θεοῦ· ὅτι τὸ αἷμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐκδικᾶται, καὶ ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσιν ἀνταποδώσει, καὶ ἐκκαθαριεῖ Κύριος τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ].

Ευφρανθείτε, έθνη, μαζί με τον λαό του· και ας ενισχύσουν τον λαόν του Θεού όλοι όσοι είναι υιοί του Θεού, επειδή θα εκδικηθεί για το αίμα των υιών του. Και θα εκδικηθεί και στο μέλλον και θα ανταποδώσει με δικαιοσύνη στους εχθρούς και σ΄αυτούς που μισούν και θα καθαρίσει ο Κύριος την γη του λαού του.

Δευτερονόμιον 32: 43

.

🤞 Εγγραφείτε στην λίστα φίλων !

Διακριτική ενημέρωση για σημαντικά άρθρα της Ιστοσελίδας μας

fb-share-icon
Insta
Tiktok