Οι εξαγωγές ρεκόρ της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας το 2024 αποτελούν απόδειξη της επιτυχίας της 25ετούς προσπάθειας της Άγκυρας να καταστήσει την Τουρκία παγκόσμιο παίκτη στην κατασκευή οπλικών συστημάτων του 21ου αιώνα. Η ανάδειξη της Τουρκίας ως σημαντικού προμηθευτή όπλων βοηθήθηκε από τις αποφασιστικές επεμβάσεις στα πεδία μάχης των οπλικών συστημάτων που αναπτύχθηκαν στους πολέμους της Συρίας και της Λιβύης, καθώς και στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (Αρτσάχ) το 2020. Το πρόγραμμα για την οικοδόμηση των κατασκευαστικών ικανοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας αναπτύχθηκε ως πυλώνας της στρατηγικής επιταγής της Τουρκίας να λειτουργήσει γεωπολιτικά ως ανεξάρτητος παράγοντας. Με ενισχυμένη στρατηγική αυτονομία, η Τουρκία επεκτείνει σήμερα το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, καθιστώντας τον πρωταρχικό παράγοντα στην Συρία και την Λιβύη, καθώς και χώρες της Αφρικής.
Οι εξαγωγές όπλων της Τουρκίας αυξήθηκαν κατά 106% την περίοδο 2019-2023 σε σύγκριση με την περίοδο 2014-2018, σύμφωνα με την έκθεση της 11ης Μαρτίου του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Η Τουρκία έγινε ο 11ος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γαλλία, την Ρωσία, την Ιταλία, την Νότια Κορέα, την Κίνα, την Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία και το Ισραήλ.
Αυξάνοντας το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς της μέσω της πώλησης τεθωρακισμένων οχημάτων, drones, πολεμικών πλοίων και συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, η τουρκική αμυντική βιομηχανία εξυπηρετεί περίπου 180 χώρες. Ενώ οι τουρκικές πωλήσεις όπλων παρέχουν στην Άγκυρα γεωπολιτική επιρροή εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ και σε διάφορα γεωγραφικά θέατρα, οι αυξανόμενες πωλήσεις της Τουρκίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (MENA) αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, καθώς οι πρόσφατες εξαγωγές στις αραβικές μοναρχίες έχουν την δυνατότητα να επεκτείνουν τις στρατηγικές εταιρικές σχέσεις της Τουρκίας και να διευρύνουν τον ρόλο της ως περιφερειακού παρόχου ασφάλειας.
«Η Τουρκία εξήγαγε τον μεγαλύτερο όγκο όπλων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με 15%, ακολουθούμενη από το Κατάρ (13%) και το Πακιστάν (11%). Ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής στην υποσαχάρια Αφρική με μερίδιο 6,3%, λόγω των παραδόσεων ελικοπτέρων μάχης στην Νιγηρία και εκπαιδευτικών/ μαχητικών αεροσκαφών και μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (UAV) σε διάφορα κράτη», σημειώνει η έκθεση SIPRI. «Ταυτόχρονα οι εισαγωγές της συρρικνώθηκαν κατά 29% από την περίοδο 2014-2018. Είναι ο 17ος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων. Εισήγαγε τα περισσότερα από την Ισπανία, την Ιταλία και την Ρωσία».
Η πολιτική άμυνας και ασφάλειας της Τουρκίας χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τον στόχο της επίτευξης αυτονομίας. Η Άγκυρα προσπαθεί να μειώσει την εξάρτησή της από ξένους εταίρους από εννοιολογική, τεχνολογική και υλικοτεχνική άποψη, καθώς και όσον αφορά την κατασκευή στρατιωτικού υλικού. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στην τοπική παραγωγική ικανότητα, περιορίζοντας παράλληλα τις προμήθειες από το εξωτερικό. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πολιτικής, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της άμυνας διασυνδέονται θεσμικά, τα τοπικά δίκτυα εφοδιαστικής αλυσίδας επεκτείνονται και οι σχετικές ερευνητικές ικανότητες υπόκεινται σε συντονισμό από την κεντρική εξουσία, από την κρατική Υπηρεσία Αμυντικής Βιομηχανίας SSB που αναφέρεται απ’ ευθείας στον πρόεδρο της Τουρκίας.
Εξοπλιστικά έργα όπως η ανάπτυξη του μη επανδρωμένου συστήματος drone TB2, του ελικοπτέρου Atak, του άρματος μάχης Altay, του stealth drone Anka-3, του anti-drone laser συστήματος Gökberk και του stealth μαχητικού αεροσκάφους KAAN, όλα αποδεικνύουν ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων στην Άγκυρα επιδιώκουν τρεις στρατηγικές προτεραιότητες άμυνας και ασφάλειας. Η πρώτη προτεραιότητα αυτού του είδους είναι η αυξανόμενη ανεξαρτησία από τους διεθνείς παρόχους. Η δεύτερη είναι η συστηματική προώθηση και οικονομική στήριξη της τεχνολογικής καινοτομίας μέσω της συνεργασίας με νεοφυείς επιχειρήσεις και πανεπιστήμια εσωτερικού και εξωτερικού. Και η τρίτη προτεραιότητα είναι να αυξηθεί σταθερά η ικανότητα της Τουρκίας να εξάγει διάφορα οπλικά συστήματα.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η στρατιωτική ισχύς και η εμβέλεια της αμυντικής βιομηχανίας έχουν γίνει βασικός πυλώνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Οι παρεμβάσεις στις συγκρούσεις στην Συρία, το βόρειο Ιράκ και την Λιβύη και η δέσμευση με αφρικανικές χώρες όπως η Νιγηρία, η Αιθιοπία και η Ρουάντα υπογραμμίζουν το βάθος αυτής της πολιτικής. Όλα αυτά καταδεικνύουν την σχέση μεταξύ της ευέλικτης πολλαπλής ευθυγράμμισης με διάφορες χώρες, αφενός, και μιας προσέγγισης της εξωτερικής πολιτικής που περιλαμβάνει στρατιωτική επέμβαση και αυξανόμενες εξαγωγές όπλων, αφετέρου. Επιπλέον, η Τουρκία δεν διστάζει να πουλήσει τα όπλα της σε χώρες που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές μιας στρατιωτικής σύγκρουσης. Ούτε αυτές οι προμήθειες όπλων επηρεάζονται αρνητικά από τις αλλαγές καθεστώτος σε μεμονωμένα κράτη.

Η προσπάθεια της Τουρκίας να καθιερωθεί ως διεθνώς αναγνωρισμένος κατασκευαστής όπλων και παγκόσμιος εξαγωγέας εξελιγμένων οπλικών συστημάτων θέτει προκλήσεις για τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ και δείχνει την αποφασιστικότητα της να ενισχύσει την στρατηγική της αυτονομία.
Αυτή η προσέγγιση επεκτείνεται στην ανάπτυξη και παραγωγή όλο και πιο εξελιγμένων οπλικών συστημάτων. Οι τουρκικές εταιρείες αναπτύσσουν επί του παρόντος το πρώτο μαχητικό αεροσκάφος stealth, το KAAN, το οποίο σχεδιάζεται να κατασκευαστεί αποκλειστικά από εγχώρια εξαρτήματα. Η σειριακή παραγωγή προβλέπεται να ξεκινήσει έως το 2028. Εάν συμβεί αυτό, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει σταδιακά το παλαιό απόθεμα αμερικανικών F-16. Σε αυτό το πλαίσιο, το αίτημα της Άγκυρας να αποκτήσει το Eurofighter Typhoon μπορεί να θεωρηθεί ως αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Υπάρχουν εικασίες ότι σε περίπτωση που η γερμανική ή και η ιταλική κυβέρνηση δεν εγκρίνει την πώληση του Eurofighter, η Άγκυρα εξετάζει την απόκτηση του κινεζικού μαχητικού αεροσκάφους JF-17 Thunder.
Η πιθανή πώληση των αεροσκαφών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία είναι κάτι περισσότερο από μια εμπορική συναλλαγή. Πρέπει να ιδωθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της διαλειτουργικότητας του ΝΑΤΟ, δηλαδή, της διατήρησης της Τουρκίας σε στρατιωτικά-βιομηχανικά συστήματα υπό την ηγεσία της Συμμαχίας. Αυτό συνεπάγεται τόσο κόστος όσο και κινδύνους. Η συνεχιζόμενη συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι κεντρικής σημασίας για τα συμφέροντα ασφαλείας της Συμμαχίας. Ο μετασχηματισμός της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες συμβαδίζει με τον επαναπροσδιορισμό των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Άγκυρας. Και αυτό δίνει τέτοια πολιτική επιρροή στην Άγκυρα που υπερβαίνει την στρατιωτική ισχύ και τις θεσμικές ευθυγραμμίσεις με το ΝΑΤΟ.
Ούτως, οι επιτυχίες της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δεν αφορούν μόνο εξελιγμένα οπλικά συστήματα και αύξηση των εξαγωγών. Αφορούν τα γεωπολιτικά ρεύματα στην ισορροπία δυνάμεων, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο στην Ανατολική Μεσόγειο, βλ. αναθεωρητική πολιτική εις βάρος της Ελλάδας, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο με συμμαχίες που σφυρηλατεί η Άγκυρα στην Αφρική, Κεντρική Ασία και την Ευρώπη.
Σημείωση:
Θα ήμασταν ιδιαίτερα ευτυχείς αν μπορούσαμε να αναφερθούμε με αντίστοιχο κείμενο στα επιτεύγματα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Δυστυχώς δεν υπάρχει ατμομηχανή, ούτε καν τρενάκι λούνα παρκ. Το ρολόι σε αυτόν τον τομέα της βιομηχανίας μας έχει σταματήσει εδώ και τουλάχιστον 25 χρόνια με ευθύνη όλων των διατελεσάντων πρωθυπουργών και υπουργών άμυνας. Ακόμη και αν αποφασιζόταν σήμερα η στρατηγική αναδιάρθρωση της αμυντικής μας βιομηχανίας, υπάρχουν σχ. εξαγγελίες για ανάπτυξη και παραγωγή drones, ο χρόνος που χάθηκε πολύ δύσκολα αναπληρώνεται, ακόμη και αν η τουρκική αμυντική βιομηχανία δείξει στασιμότητα τα επόμενα χρόνια, κάτι που ουδόλως διαφαίνεται.