Από τότε που ο Τραμπ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν για να τερματιστεί ο πόλεμος δια νατοϊκών αντιπροσώπων στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κάνουν ό,τι μπορούν για να εκτροχιάσουν τις ειρηνευτικές προσπάθειες, να σφετεριστούν τις διαπραγματεύσεις και να παρατείνουν την σύγκρουση. Εξ άλλου, η επιμονή των πολεμοκάπηλων ηγετών σε μια «δίκαιη και διαρκή ειρήνη» και η έμφαση που δίνουν στην «εδαφική ακεραιότητα» της Ουκρανίας είναι, στην πραγματικότητα, μια συνταγή για την συνέχιση του πολέμου υπό το πρόσχημα της «ειρήνης μέσω της ισχύος», ήτοι η ίδια αποτυχημένη στρατηγική που εξ αρχής έχει προσγειώσει την Ουκρανία σε αυτό το χάος. Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι έχουν παρουσιάσει ένα σαρωτικό σχέδιο επανεξοπλισμού, με στόχο την αποτροπή των υποτιθέμενων επεκτατικών φιλοδοξιών της Ρωσίας, κάτι που στην πραγματικότητα είναι μια προετοιμασία για έναν πόλεμο με την Ρωσία. Αυτή δεν είναι η συμπεριφορά εκείνων που πραγματικά αναζητούν την ειρήνη. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την επιμονή του Ζελένσκι στην εδαφική ακεραιότητα και τις ευρωπαϊκές ειρηνευτικές δυνάμεις, κάτι που αποκλείει κατηγορηματικά η Ρωσία.
Η προ ολίγων εικοσιτετραώρων αποφασισθείσα μεταξύ Τραμπ και Πούτιν περιορισμένη κατάπαυση του πυρός για 30 ημέρες εναντίον υποδομών και ενεργειακών στόχων ουδόλως επηρεάζει τα σχέδια των ευρωπαίων ηγετών και του Κιέβου για συνέχιση του πολέμου.
Σε αυτό το στάδιο, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι επομένως η συνέχιση του πολέμου, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αυτός είναι ο χειρότερος δυνατός δρόμος που θα μπορούσε να ακολουθήσει η Ουκρανία: Όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο χειρότερη θα γίνει η θέση της. Ωστόσο, από τη σκοπιά του Ζελένσκι, είναι λογικό. Εάν ο πόλεμος τελείωνε, η πολιτική του καριέρα πιθανότατα θα τελείωνε και, με μια πιο ακραία έννοια, η ίδια του η ζωή θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο. Με άλλα λόγια, τα συμφέροντα της Ουκρανίας δεν είναι απαραίτητα τα ίδια με του Ζελένσκι.
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη. Από τη σκοπιά των βασικών συμφερόντων της Ευρώπης, είναι εντελώς παράλογο να συνεχιστεί ο πόλεμος. Αντί να προστατεύει την Ευρώπη, η στρατιωτική συσσώρευση της ηπείρου θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει τον ίδιο τον κίνδυνο που υποτίθεται ότι επιδιώκει να αποφύγει. Η Ρωσία δεν έχει την πρόθεση να εισβάλει στην Ευρώπη, ωστόσο η συνέχιση του πολέμου δι’ αντιπροσώπων και τα σχέδια επανεξοπλισμού της Ευρώπης αυξάνουν μόνο τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Αυτή είναι ακριβώς η δυναμική που είδαμε να διαδραματίζεται στην περίπτωση της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και στην συνέχεια στην Ουκρανία.
Παρ’ όλα αυτά, για την σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία, η παραδοχή της ήττας στην Ουκρανία θα ήταν ένα τεράστιο πολιτικό πλήγμα, ειδικά δεδομένου του απότομου οικονομικού κόστους που βαρύνει τους απλούς Ευρωπαίους. Ο πόλεμος έχει αναμφισβήτητα γίνει η μοναδική πηγή σκοπού για τους ηγέτες της ΕΕ. Χωρίς αυτόν, οι αποτυχίες τους θα γίνονταν οδυνηρά προφανείς. Εν τω μεταξύ, η μαζική αύξηση των αμυντικών δαπανών και η κλιμάκωση των εντάσεων θα ενδυναμώσουν περαιτέρω τα στρατιωτικο-βιομηχανικά λόμπι και θα εδραιώσουν τον έλεγχο των ελίτ στην ευρωπαϊκή κοινωνία, υπονομεύοντας τα κράτη πρόνοιας και συνεχίζοντας την κατάπνιξη της δημοκρατίας υπό το πρόσχημα της «καταπολέμησης της ρωσικής παρέμβασης», όπως βλέπουμε στην Ρουμανία.
Η κλιμάκωση των εντάσεων με την Ρωσία προσφέρει επίσης την ευκαιρία για περαιτέρω συγκέντρωση της εξουσίας εντός του υπερεθνικού βραχίονα της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς δίνεται η δυνατότητα στην φον ντερ Λάιεν να εκμεταλλευτεί αυτή την κρίση για να επεκτείνει τις εξουσίες των Βρυξελλών σε νέους τομείς και να ενισχύσει την επιρροή της έναντι των εθνικών κυβερνήσεων. Επίσης η συνέχιση των εντάσεων με την Ρωσία προσφέρει μια βαθύτερη δυναμική στην παγκοσμιοποιητική φατρία του βαθέος κράτους των ΗΠΑ, δηλαδή εκείνο το δίκτυο των εδραιωμένων συμφερόντων που καλύπτουν την αμερικανική γραφειοκρατία, το κράτος ασφαλείας και το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Όλα αυτά τα δίκτυα έχουν κοινό συμφέρον να εκτροχιάσουν τις ειρηνευτικές συνομιλίες και να διαταράξουν την προεδρία του Τραμπ.
Με άλλα λόγια, αυτό που επιφανειακά φαίνεται να είναι μια σύγκρουση μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ μπορεί στην πραγματικότητα να είναι, με μια πιο θεμελιώδη έννοια, ένας αγώνας μεταξύ διαφορετικών φατριών της «αυτοκρατορίας» των ΗΠΑ και, σε μεγάλο βαθμό, εντός του ίδιου του αμερικανικού κατεστημένου, ένας αγώνας που διεξάγεται μέσω ευρωπαίων πληρεξουσίων. Εξ άλλου, πολλοί από τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες έχουν ισχυρούς δεσμούς με αυτά τα δίκτυα.

Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τις «παράλογες» πολιτικές αυτών των ευρωπαίων ηγετών, τουλάχιστον από την σκοπιά των αντικειμενικών συμφερόντων της Ευρώπης. Ήτοι, την τυφλή υποστήριξή τους στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην Ουκρανία τα τελευταία τρία χρόνια και τώρα την επιμονή τους να συνεχίσουν τον πόλεμο με κάθε κόστος. Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, οι στόχοι του διατλαντικού κατεστημένου φαίνονται αρκετά σαφείς: Να δαιμονοποιήσουν τον Τραμπ, απεικονίζοντάς τον ως «κατευναστή του Πούτιν» και να τροφοδοτήσουν τις ευρωπαϊκές ανησυχίες σχετικά με την στρατιωτική τους ευπάθεια, συμπεριλαμβανομένης της διόγκωσης της ρωσικής απειλής, προκειμένου να ωθήσουν το κοινό να αποδεχθεί αυξημένες αμυντικές δαπάνες και την συνέχιση του πολέμου για όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ήτοι, αυτό που μας παρουσιάζεται ως ένα άνευ προηγουμένου «διατλαντικό ρήγμα» μπορεί να καταλήξει σε ένα σχέδιο «καταμερισμού εργασίας» στο οποίο οι Ευρωπαίοι διατηρούν την πίεση στην Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ στρέφουν την προσοχή τους στην Κίνα. Το χειρότερο είναι ότι το σενάριο δεν θα αλλάξει τόσο πολύ, ακόμη και αν τελικά επιτευχθεί κάποιο είδος ειρηνευτικής συμφωνίας. Η Ευρώπη θα επωμιστεί τόσο το κόστος όσο και την ευθύνη για τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις ασφαλείας, ενώ θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Ρωσία, όλα αυτά ενώ οι ΗΠΑ εξασφαλίζουν τον έλεγχό τους στους εναπομείναντες πόρους της Ουκρανίας.
Η γεωπολιτική αυτή διελκυστίνδα, με άλλα λόγια η στροφή της διοίκησης Τραμπ μακριά από την Ευρώπη και η ώθηση για διπλωματία μπορεί να φαίνεται να είναι ένα βήμα προς την αποκλιμάκωση, κινδυνεύει ακούσια να επιτύχει το αντίθετο. Αντί να περιορίσει τις στρατιωτικές φιλοδοξίες της Ευρώπης, η απεμπλοκή των ΗΠΑ ενθαρρύνει βασικούς παράγοντες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη, να ακολουθήσουν μια όλο και πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στην Ρωσία.
Ο εξευρωπαϊσμός του ΝΑΤΟ, που πλαισιώθηκε ως αναγκαιότητα μετά την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, επιταχύνει την στρατιωτικοποίηση της ηπείρου και την δαιμονοποίηση της Ρωσίας από τους ηγέτες της, διαιωνίζοντας τις ίδιες τις συνθήκες που προκάλεσαν την σύγκρουση στην Ουκρανία. Αντί να χρησιμοποιήσουν αυτή την ιστορική στιγμή για να εμπλακούν στην διπλωματία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βλέπουν την υποχώρηση των ΗΠΑ ως λόγο στρατιωτικής κλιμάκωσης. Και όσο οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεχίζουν να κλιμακώνουν στρατιωτικά, οι πιθανότητες διπλωματικής επίλυσης του πολέμου στην Ουκρανία μειώνονται. Υπό αυτή την έννοια, η αποσύνδεση της Ουάσιγκτον από την Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση με τον δεδηλωμένο στόχο του Τραμπ για την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία.
Εάν η πολεμοκάπηλη ευρωπαϊκή ηγεσία δεν αναγνωρίσει τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια, οι προοπτικές για μια μακροπρόθεσμη διευθέτηση θα παραμείνουν ζοφερές και ο κίνδυνος ενός μεγαλύτερου πολέμου θα συνεχίσει να πλανάται πάνω από την ήπειρο. Κατά ειρωνικό τρόπο, η προσπάθεια των ΗΠΑ να αποστασιοποιηθούν από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις ασφάλειας μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη σύγκρουση, στην οποία θα έχουν λιγότερο ή καθόλου έλεγχο.
Τουτέστιν, ο πραγματικός κίνδυνος είναι ότι με την επίμονη πρόβλεψη ενός αναπόφευκτου πολέμου με την Ρωσία και την προετοιμασία για αυτόν, η Ευρώπη μπορεί τελικά να κάνει αυτόν ακριβώς τον πόλεμο πραγματικότητα. Αντιμέτωπη με μια ταχέως αυξανόμενη ευρωπαϊκή συσσώρευση όπλων και ένα εδραιωμένο αντιρωσικό αίσθημα, η Μόσχα μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναμονή δεν αποτελεί πλέον επιλογή.
Εάν τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ συνεχίσουν να κλιμακώνουν τις εντάσεις, η Ρωσία θα μπορούσε να αποφασίσει να χτυπήσει προληπτικά αντί να διακινδυνεύσει να επιτρέψει στις στρατιωτικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ να φτάσουν σε ένα κρίσιμο όριο. Ακόμη και σε ένα λιγότερο ακραίο σενάριο, η ολοένα και πιο επιθετική στάση της Ευρώπης είναι θεμελιωδώς ασυμβίβαστη με μια διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία.