Η Μεγάλη Στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών περιστρεφόταν ανέκαθεν γύρω από τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της στις παγκόσμιες υποθέσεις. Οι Αμερικανοί στρατηγιστές το έχουν πετύχει χρησιμοποιώντας πρωτίστως τις συμμαχίες ως εργαλεία επιρροής, διασφαλίζοντας ότι τα δικά τους συμφέροντα έρχονται πάντα πρώτα. Ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), παρά το φαινομενικά συλλογικό πλαίσιο ασφάλειας υπό το Άρθρο 5, έχει λειτουργήσει για δεκαετίες ως εργαλείο προώθησης των γεωπολιτικών στόχων των ΗΠΑ, περιορίζοντας παράλληλα την άμεση εμπλοκή της σε συγκρούσεις με αντίπαλους ισόβαθμης ισχύος (near-peer adversaries).
Η υπόθεση της Ουκρανίας αποκάλυψε αυτή την πραγματικότητα με σκληρή σαφήνεια. Οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν ένα σενάριο στο οποίο η Ευρώπη θα καλεστεί να επωμιστεί το κύριο οικονομικό και στρατηγικό κόστος, ενώ η Αμερική θα αποκομίζει γεωπολιτικά και κυρίως γεωοικονομικά οφέλη με τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της με τη Ρωσία και την Κίνα.
Το Άρθρο 5 και η Στρατηγική Ασάφεια
Το Άρθρο 5, η ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ, υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο Στρατηγικής Αμφισημίας (Strategic Ambiguity). Παρόλο που είναι επίσημα δεσμευτικό, η ενεργοποίηση του παραμένει πολιτική απόφαση και όχι αυτόματος μηχανισμός. Η Ουάσιγκτον έχει εκμεταλλευτεί αυτή την ασάφεια προς όφελος της, διασφαλίζοντας ότι τα ευρωπαϊκά κράτη παραμένουν υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, ενώ ταυτόχρονα αποστασιοποιείται διακριτικά από δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε άμεση σύγκρουση με αντίπαλες πυρηνικές δυνάμεις.
Η κρίση στην Ουκρανία καταδεικνύει πώς η Αμερική εκμεταλλεύτηκε απόλυτα αυτή την ευελιξία: Η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Σουηδία, η Φινλανδία και οι Βαλτικές Χώρες ενθαρρύνθηκαν να υιοθετήσουν εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ απέφυγαν να υπερεκτεθούν σε στρατιωτικές δεσμέυσεις.
Η Σύγκρουση στην Ουκρανία: Μια Μελέτη Περίπτωσης στη Στρατηγική Χειραγώγηση
Από την αρχή, οι στρατηγιστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν αντιμετώπισαν την Ουκρανία ως έναν ανεξάρτητο παράγοντα, αλλά ως πιόνι σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι. Με την υποστήριξη των φιλοδοξιών της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ενθάρρυνση της αντίστασης ενός μέρους των Ουκρανών στη ρωσική επιρροή, οι ΗΠΑ διαμόρφωσαν ένα περιβάλλον έτοιμο για μια σύγκρουση εκ αντιπροσώπων.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Ουάσιγκτον φρόντισε να τοποθετήσει τις ευρωπαϊκές χώρες στην πρώτη γραμμή των οικονομικών κυρώσεων και της στρατιωτικής βοήθειας, ενώ η ίδια διατήρησε μια προσεκτικά ελεγχόμενη στρατιωτική και οικονομική εμπλοκή. Αναλυτικά με το πρόσχημα της βοήθειας στην Ουκρανία ενισχύθηκε το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα στις ΗΠΑ καθώς επίσης δεν στάλθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις του αμερικανικού στρατού προς ανοικτή βοήθεια του Κιέβου.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Ήταν ο κύριος στόχος πραγματικά η προστασία της Ουκρανίας ή πρώτον η εδραίωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής εξάρτησης από τις ΗΠΑ και δεύτερον η απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις δεσμεύσεις του Άρθρου 5?
Η σύγκρουση ανάγκασε τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, συχνά αγοράζοντας αμερικανικά οπλικά συστήματα. Επιπλέον, η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ μετατοπίστηκε δραματικά από το ρωσικό φυσικό αέριο στο αμερικανικό LNG, εξασφαλίζοντας ότι η Ουάσιγκτον, και όχι η Μόσχα, καθορίζει πλέον την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Η Αέναη Αναζήτηση Γεωπολιτικού Κέρδους
Η συνέχιση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής διαχρονικά είναι συχνά παρεξηγημένη. Παρότι οι πρόεδροι μπορεί να διαφέρουν στη ρητορική, τις κοινωνικές πολιτικές και το γενικότερο ύφος τους, η υποκείμενη στρατηγική παραμένει σταθερή: η διασφάλιση οικονομικών και στρατηγικών πλεονεκτημάτων των ΗΠΑ μέσω γεωπολιτικών ελιγμών.
Το κέρδος εδώ δεν αφορά μόνο τα οικονομικά οφέλη, αλλά και τη στρατηγική επιρροή και τον έλεγχο συμμάχων. Οι αναλύσεις των Financial Times επισημαίνουν ότι η Ευρώπη μπορεί να βρεθεί ανίκανη να χρησιμοποιήσει στρατιωτικό εξοπλισμό αμερικανικής κατασκευής χωρίς την έγκριση της Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ δεν πουλούν απλώς όπλα· πουλούν επιρροή, διασφαλίζοντας ότι η ευρωπαϊκή άμυνα παραμένει δεμένη με τις αμερικανικές αποφάσεις.
Επιπλέον, η συνεχιζόμενη συζήτηση για την κατάσχεση ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη αποδεικνύει πόσο εύκολα η Αμερική μπορεί να ωθήσει την Ευρώπη σε αμφιλεγόμενες πολιτικές, ενώ διατηρεί το δικό της στρατηγικό περιθώριο ελιγμών.
Ο Ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου: Μια Μελέτη Περίπτωσης στην Αμερικανική Επιρροή
Η αμυντική στάση του Ηνωμένου Βασιλείου υπό τον Κιρ Στάρμερ καταδεικνύει τον βαθμό αμερικανικής επιρροής. Η πρόταση για αποστολή Βρετανών στρατιωτών στην Ουκρανία δείχνει την προθυμία του Λονδίνου να ευθυγραμμιστεί με τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους των ΗΠΑ για την συνεχιζόμενη αποδυνάμωση της Ρωσίας χωρίς όμως τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου μεταξύ Ουάσινγκτον και Κρεμλίνου.
Επιπλέον, το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να περιορίζονται στη χρήση του στρατιωτικού τους εξοπλισμού λόγω αμερικανικών περιορισμών υπογραμμίζει το βάθος της εξάρτησης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την πυρηνική αποτροπή, όπου το σύστημα Trident του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρείται επιχειρησιακά ανεξάρτητο, αλλά βασίζεται στην αμερικανική τεχνική υποστήριξη. Αν η Ουάσιγκτον το ήθελε, θα μπορούσε διακριτικά να μειώσει τις δυνατότητες της Βρετανίας χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα.
Ο Τραμπ και το Μέλλον της Αποδέσμευσης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ
Η δεύτερη προεδρία Τραμπ δεν επηρεάζει την ρότα της αμερικανικής πολιτικής, αντιθέτως την κρατάει στην ίδια κατεύθυνση, επιταχύνοντας την μεταμόρφωση του ΝΑΤΟ από μια συμμαχία συλλογικής άμυνας σε μια αμερικανικά ελεγχόμενη “τάφρο ασφαλείας”.
Ο Τραμπ έχει απαιτήσει μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες από την Ευρώπη, κάτι που εξυπηρετεί διπλό σκοπό: αφενός μειώνει το άμεσο οικονομικό βάρος των ΗΠΑ, αφετέρου διασφαλίζει ότι ο εκσυγχρονισμός των ευρωπαϊκών στρατών πραγματοποιείται κυρίως μέσω αμερικανικών αμυντικών εργολάβων.
Συμπέρασμα
Η ιδέα ότι οι ΗΠΑ είναι ένας ευεργετικός προστάτης της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι μια αυταπάτη που η κρίση στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει πλήρως.
Η Ευρώπη πρέπει να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα και να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της. Διαφορετικά, θα συνεχίσει να παίζεται σαν ένα μεγάλο πιάνο στα χέρια των Αμερικανών στρατηγιστών.