Στις διεθνείς σχέσεις, η ασφάλεια σπάνια είναι αποτέλεσμα εμπιστοσύνης και μόνο. Ο Επιθετικός Ρεαλισμός, μια έννοια μέσα στη ρεαλιστική σχολή σκέψης, υποστηρίζει ότι τα κράτη λειτουργούν σε ένα αναρχικό σύστημα όπου η ισχύς και η επιβίωση υπαγορεύουν την στρατηγική συμπεριφορά ενός κράτους. Οι συμφωνίες είναι συχνά προσωρινές ευκολίες παρά διαρκείς δεσμεύσεις, ειδικά όταν τα στρατηγικά συμφέροντα αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Η εμπειρία της Ρωσίας με τη Δύση – ιδίως η καθυστέρηση και η χειραγώγηση γύρω από τις συμφωνίες του Μινσκ, ο ρόλος των δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών και η χρήση συγκεκαλυμμένων και ήπιων επιχειρήσεων ισχύος – δείχνει την αδυναμία της διατήρησης της ασφάλειας ενός κράτους όταν βασίζεται μόνο σε συνθήκες με τους στρατηγικούς αντίπαλους του.
Οι Συμφωνίες του Μινσκ: Η Διπλωματία ως Στρατηγική Καθυστέρηση
Οι συμφωνίες του Μινσκ, που σχεδιάστηκαν για να φέρουν ειρήνη στην Ανατολική Ουκρανία μετά την κρίση του 2014, καταδεικνύουν τη χρήση της διπλωματίας ως εργαλείο στρατηγικής καθυστέρησης. Οι Γάλλοι και Γερμανοί αξιωματούχοι μεσολάβησαν στις συμφωνίες, αλλά η εφαρμογή τους παρέμεινε ανεκπλήρωτη βάσει δόλου. Επεξηγηματικά η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ αργότερα παραδέχθηκαν ότι το Μινσκ δεν προοριζόταν ποτέ να αποτελέσει πραγματικό μονοπάτι προς την ειρήνη, αλλά μάλλον έναν τρόπο να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία να ενισχύσει τις στρατιωτικές της ικανότητες.
Αυτό ευθυγραμμίζεται με τις βασικές αρχές του επιθετικού ρεαλισμού: τα κράτη θα επιδιώκουν πάντα να μεγιστοποιούν τη δύναμη τους σε σχέση με τους άλλους. Από τη δυτική σκοπιά, η διασφάλιση της ικανότητας της Ουκρανίας να αντισταθεί, και μάλιστα με στρατιωτικό τρόπο, στη ρωσική επιρροή ήταν πιο κρίσιμη από την τήρηση των όρων μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Έτσι, το Μινσκ έγινε εργαλείο ασύμμετρου πολέμου – μια ασπίδα πίσω από την οποία η Ουκρανία, ως ενδιάμεσος των συμφερόντων των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, μπορούσε να επανεξοπλιστεί με δυτική υποστήριξη ενώ η Ρωσία, κάτω από την πλάνη της επίτευξης ειρήνης, θα συμμορφωνόταν με τις διπλωματικές προσδοκίες της συμφωνίας.
Αλλαγή Καθεστώτος το 2014: Η Παραδοχή των ΗΠΑ για Εμπλοκή
Η σταθερότητα ενός κράτους εξαρτάται από την ικανότητα του να διατηρεί εσωτερική συνοχή. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η εξέγερση του Μαϊντάν το 2014, που οδήγησε στην ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, δεν ήταν απλώς μια εσωτερική πολιτική αλλαγή αλλά μια εξωτερικά επηρεασμένη επιχείρηση αφού οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν αναγνωρίσει τον ρόλο τους στα γεγονότα. Ενδεικτικά η Βικτόρια Νούλαντ, τότε βοηθός Υπουργού Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις, καταγράφηκε να συζητά τις προτιμώμενες ηγετικές επιλογές για την Ουκρανία με τον Τζέφρυ Πάιατ, μια σαφής ένδειξη της άμεσης εμπλοκής της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον.
Για τη Ρωσία, αυτή η παρέμβαση ήταν μια στρατηγική αποτυχία. Έδειξε ότι οι συμφωνίες ή η διπλωματική εμπλοκή από μόνες τους δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυτικές προσπάθειες για αλλαγή πολιτεύματος και εγκατάσταση συμμορφούμενων “πιο δημοκρατικών, δηλαδή υποταγμένων στα δυτικά συμφέροντα” καθεστώτων στα σύνορα της. Αυτό αντικατοπτρίζει προηγούμενες επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος, όπως το πραξικόπημα στη Χιλή (1973) και οι επεμβάσεις της Αραβικής Άνοιξης, όπου η συγκεκαλυμμένη υποστήριξη σε αντιπολιτευτικά κινήματα άνοιξε τον δρόμο για νέες, φιλοδυτικές κυβερνήσεις.
Μαύρες Επιχειρήσεις Δυτικών Υπηρεσιών Πληροφοριών και Υβριδικός Πόλεμος
Οι υπηρεσίες πληροφοριών της Δύσης έχουν παίξει εδώ και καιρό ρόλο στην αποσταθεροποίηση αντιπάλων μέσω μαύρων επιχειρήσεων (black ops) – συγκεκαλυμμένων ενεργειών που προορίζονται να παραμείνουν επίσημα κάτω από τον μανδύα της εύλογης άρνησης (plausible deniability). Η CIA και το MI6 χρησιμοποιούν αυτές τις μεθόδους κατά της Ρωσίας και άλλων αντιπάλων, όχι μόνο της δυτικής τάξης, σε καθημερινή ημερήσια τάξη. Άλλωστε, σήμερα εκ του αποτελέσματος, ένας κύριος στόχος της επιχείρησης στην Ουκρανία ήταν ο ενεργειακός πόλεμος των ΗΠΑ κατά της Ευρώπης και ιδιαίτερα κατά της Γερμανίας.
Γενικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τη χρήση ιδιωτικών στρατιωτικών εργολάβων, ΜΚΟ και επιχειρήσεων πληροφοριών για τη δημιουργία εσωτερικών συγκρούσεων και την αποδυνάμωση του κρατικού ελέγχου σε αντίπαλα κράτη. Ειδικότερα παραδείγματα είναι η ανατίναξη του Nord Stream 2 καθώς και η στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Συμπεράσματα: Ρεαλπολιτίκ και η Ματαιότητα των Συμφωνιών
Οι συμφωνίες του Μινσκ και ο ευρύτερος γεωπολιτικός ανταγωνισμός καταδεικνύουν μια βασική αρχή του επιθετικού ρεαλισμού: οι δυναμικές της ισχύος, και όχι οι συνθήκες, υπαγορεύουν την κρατική ασφάλεια. Η εξάρτηση της Ρωσίας από συμφωνίες για την ασφάλεια των δυτικών της συνόρων έχει αποδειχθεί αυταπάτη, όπως αποδεικνύεται από τη στρατηγική χρήση της διπλωματίας ως εργαλείου καθυστέρησης, την υποστήριξη για αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία, τις μαύρες επιχειρήσεις πληροφοριών και εργαλεία ήπιας ισχύος όπως η USAID. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυναμικής ισχύος είναι απέλαση της USAID από την Ρωσία το 2012.
Για τη Ρωσία, το συμπέρασμα είναι σαφές – η ασφάλεια δεν μπορεί να ανατεθεί σε διπλωματικές διαβεβαιώσεις. Ειδικότερα σήμερα υπάρχει και το θέμα ότι ο Ζελένσκι δεν είναι πια νόμιμος πρόεδρος και δεν μπορεί να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία, όπως δήλωσε πρόσφατα και ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν. Λύση μεν υπάρχει μέσω την Βουλής της Ουκρανίας αλλά πόσο αξιόπιστο θα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας στο μέλλον;
Η μόνη αξιόπιστη στρατηγική είναι η συνεχής ανάπτυξη στρατιωτικών και πληροφοριακών ικανοτήτων, η ενίσχυση της εσωτερικής σταθερότητας και η προληπτική αντιμετώπιση των δυτικών τακτικών υβριδικού πολέμου. Οι συμφωνίες, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργούν μόνο ως προσωρινά εργαλεία διευκόλυνσης και όχι ως πραγματικές εγγυήσεις ασφαλείας.