Προ ολίγων ημερών ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Marco Rubio δήλωσε ότι «βρισκόμαστε τώρα σε έναν κόσμο με πολύ μεγάλες δυνάμεις σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη» και ότι «η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη δεν είναι απλώς ξεπερασμένη, είναι πλέον ένα όπλο που χρησιμοποιείται εναντίον μας». Αυτό που ουσιαστικά παραδέχονται οι ΗΠΑ διατυπωμένο με λίγες λέξεις είναι: Η προσπάθεια μας να διοικήσουμε τον κόσμο τελείωσε, είμαστε τώρα απλώς μια άλλη μεγάλη δύναμη και όχι το «εξαιρετικό έθνος».
Η ηγεμονία επρόκειτο να τελειώσει αργά ή γρήγορα, τώρα οι ΗΠΑ επιλέγουν ουσιαστικά να την τερματίσουν με τους δικούς τους όρους. Είναι η μετα-αμερικανική παγκόσμια τάξη που προσπαθεί να φέρει στο προσκήνιο η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ακόμη και οι δασμοί που επιβάλλονται σε φιλικές ή συμμαχικές χώρες έχουν νόημα, καθώς επαναπροσδιορίζουν την έννοια των «συμμάχων». Οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά υποτελείς, αλλά σχέσεις που εξελίσσονται με βάση τα τρέχοντα συμφέροντα. Αυτή την εξέλιξη μπορούμε να την δούμε είτε ως παρακμή ή ως αποφυγή περαιτέρω παρακμής. Ήτοι, ελεγχόμενη απόσυρση από τις αυτοκρατορικές δεσμεύσεις προκειμένου να επικεντρωθούν οι πόροι στα βασικά εθνικά συμφέροντα, αντί να εξαναγκαστούν σε μια ακόμη πιο βρώμικη υποχώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο.
Σε κάθε περίπτωση είναι το τέλος μιας εποχής. Και μπορεί για κάποιους οι εξαγγελίες Τραμπ να ομοιάζουν με χάος, όμως είναι πολύ πιο συντονισμένες με τις μεταβαλλόμενες πραγματικότητες του κόσμου και την δύσκολη θέση των ΗΠΑ απ’ ότι οι ενέργειες της προηγούμενης κυβέρνησης Μπάιντεν. Η αναγνώριση της ύπαρξης ενός πολυπολικού κόσμου και η επιλογή της λειτουργίας εντός αυτού, αντί της προσπάθειας διατήρησης μιας ολοένα και πιο δαπανηρής παγκόσμιας ηγεμονίας δεν θα μπορούσε να καθυστερήσει πολύ περισσότερο. Φαίνεται μεν ακατάστατο το όλο σκηνικό (Γροιλανδία, Παναμάς, Ουκρανία, Μέση Ανατολή, δασμοί κ.α.), αλλά είναι μάλλον καλύτερο από το να διατηρηθεί η μυθοπλασία της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας έως ότου επέλθει τελικά η κατάρρευση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα συνεχίσουν να προκαλούν τον όλεθρο στον κόσμο και στην πραγματικότητα μπορεί να γίνουν πολύ πιο επιθετικές από πριν. Διότι όταν προηγουμένως προσπαθούσαν, κακώς και υποκριτικά, να διατηρήσουν κάποια φαινομενική όψη αυτοαποκαλούμενης «τάξης βασισμένης σε κανόνες», τώρα δεν χρειάζονται καν να προσποιούνται ότι είναι υπό οποιονδήποτε περιορισμό, ούτε καν τον περιορισμό να είναι «καλοί» με τους συμμάχους. Είναι το τέλος της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ, αλλά σίγουρα όχι το τέλος των ΗΠΑ ως σημαντικής δύναμης ανατροπής στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Συνολικά αυτός ο μετασχηματισμός μπορεί να σηματοδοτήσει μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Και εκείνοι που είναι πιο απροετοίμαστοι για αυτό, όπως είναι οδυνηρά προφανές, είναι οι υποτελείς των ΗΠΑ, όπως η Ελλάδα, που έχουν πιαστεί στον ύπνο μη συνειδητοποιώντας ότι ο προστάτης στον οποίο βασίζονταν για δεκαετίες θα τους αντιμετωπίσει τώρα σαν ένα σύνολο χωρών με τις οποίες θα διαπραγματευτούν υπό άλλους όρους.
Το ερώτημα είναι: Μπορούν ο Τραμπ και ο Πούτιν, μαζί με τον Σι Τζινπίνγκ, να γίνουν οι συν-αρχιτέκτονες μιας νέας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης; Μπορούν να σφυρηλατήσουν μια παγκόσμια τάξη περισσότερο εναρμονισμένη με την πραγματικότητα του 21ου αιώνα;
Θυμίζουμε ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η σημερινή παρακμή των ΗΠΑ έχουν αξιοσημείωτες ομοιότητες. Η Σοβιετική Ένωση απέτυχε επειδή περιθωριοποίησε την επιχειρηματική τάξη. Οι ΗΠΑ παραπαίουν επειδή η άρχουσα τάξη παραγκώνισε την εργατική τάξη, οδηγώντας σε ακραίες οικονομικές ανισότητες και πολιτική πόλωση.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν περισσότερα κοινά από ό, τι θα ήθελαν να παραδεχτούν. Όπως επεσήμανε ο Αμερικανός μελλοντολόγος Lawrence Taub στην δεκαετία του 1980, και οι δύο χώρες γεννήθηκαν από επαναστάσεις εναντίον ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και βασίστηκαν σε ανθρωπιστικά πολιτικά ιδεώδη (ελευθερία και κοινωνική ισότητα, αντίστοιχα). Και οι δύο επεκτάθηκαν καταλαμβάνοντας τα εδάφη των αυτοχθόνων λαών κατά την διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Επιπλέον, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία έχουν ομοσπονδιοποιημένες πολιτικές δομές και κυρίως ευρωπαϊκές πολιτιστικές ρίζες. Και οι δύο είναι πολυπολιτισμικές, έχουν πολυεθνικούς πληθυσμούς, αλλά κυριαρχούνται πολιτιστικά, οικονομικά και πολιτικά από μια κύρια ομάδα (Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες στις ΗΠΑ, Ρώσοι στην Ρωσία).
Ο Alexis de Tocqueville και, πιο πρόσφατα, ο Paul Dukes στο βιβλίο του «The Emergence of the Super-Powers» (1970), έκαναν επίσης παραλληλισμούς μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Ο Dukes έγραψε ότι έως πρόσφατα ο καθένας πίστευε ότι είχε ένα προφανές πεπρωμένο, μια παγκόσμια αποστολή, και ότι ο άλλος ήταν το κύριο εμπόδιο για την επιτυχία του. Επιπλέον, είχαν μια σχετική τάση να βλέπουν όλα τα πολιτικά ζητήματα με απλουστευτικούς, ασπρόμαυρους όρους. Και οι δύο χώρες είναι υπερδυνάμεις με νοοτροπίες υπερδύναμης. Είναι τεράστιες σε μέγεθος, συγκρίσιμες σε πληθυσμό και παρόμοιες στις κλιματολογικές συνθήκες και τοπογραφία. Και τα δύο έθνη έχουν μεγάλα οπλοστάσια και οι δύο έχουν δεκαετίες εμπειρίας στην εξερεύνηση του διαστήματος.
Όσον αφορά την Κίνα. Ο Τενγκ Σιαοπίνγκ την δεκαετία του 1980 ενσωμάτωσε με επιτυχία τις καπιταλιστικές αρχές στο σοσιαλιστικό σύστημα της Κίνας, προωθώντας παράλληλα τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ο Τενγκ θεωρείται ο αρχιτέκτονας της σύγχρονης Κίνας, καθώς οι μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις του ουσιαστικά μετέτρεψαν την οικονομία της Κίνας από κρατικά ελεγχόμενη σε καπιταλιστική. Στην διάρκεια της διακυβέρνησής του στην δεκαετία του 1980 έγινε μεταφορά της δημόσιας περιουσίας σε ιδιώτες, επιτράπηκε στους αγρότες και τους επιχειρηματίες να διατηρήσουν τα κέρδη τους και η οικονομία της Κίνας άνοιξε για τους ξένους επενδυτές. Το τεράστιο σε αριθμό εργατικό δυναμικό της χώρας έγινε διαθέσιμο στην παγκόσμια αγορά, με αποτέλεσμα η κινέζικη οικονομία να αναπτυχθεί με ταχύτατους ρυθμούς.
Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, ο Γκορμπατσόφ, στόχευε σε έναν παρόμοιο μετασχηματισμό μέσω της περεστρόικα (οικονομική αναδιάρθρωση) και της γκλάσνοστ (πολιτικό άνοιγμα). Ωστόσο, δεν είχε την πολιτική υποστήριξη και την θεσμική σταθερότητα για να υλοποιήσει το όραμά του. Αντί για ελεγχόμενες μεταρρυθμίσεις, οι πολιτικές του επιτάχυναν την οικονομική κατάρρευση και τον πολιτικό κατακερματισμό, οδηγώντας στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων του Γκορμπατσόφ άνοιξε το δρόμο για τον Γέλτσιν, έναν λαϊκιστή που κεφαλαιοποίησε την ευρεία δυσαρέσκεια με την κομμουνιστική κυριαρχία. Αντί να εξευγενίσει τον σοσιαλισμό, ο Γιέλτσιν τον διέλυσε. Καταργώντας τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γέλτσιν στόχευε στην μετάβαση της Ρωσίας σε μια δυτικού τύπου δημοκρατία και οικονομία της αγοράς. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν η εκτεταμένη διαφθορά, η εξαθλίωση εκατομμυρίων και η ανεξέλεγκτη άνοδος των ολιγαρχών που εδραίωσαν τον πλούτο τους εις βάρος του ρωσικού λαού. Η αποτυχημένη πολιτική του Γέλτσιν άνοιξε τον δρόμο για έναν ηγέτη που επανέφερε την τάξη και ανέκτησε την κυριαρχία της Ρωσίας.
Ο Γέλτσιν επέτρεψε στους ολιγάρχες να κυριαρχήσουν στην ρωσική πολιτική, αλλά ο Πούτιν τους χαλιναγώγησε και εδραίωσε την εξουσία εντός του κράτους. Η στρατηγική του συνδύαζε τον εθνικισμό, τον οικονομικό έλεγχο και, ιδιαίτερα, την εθνική κυριαρχία, η οποία απειλούνταν κατά την διάρκεια των χρόνων του Γέλτσιν. Υπό τον Πούτιν, η Ρωσία επαναβεβαιώθηκε στην παγκόσμια σκηνή, αξιοποιώντας τους ενεργειακούς πόρους και τις στρατιωτικές δυνατότητές της για να αμφισβητήσει την δυτική κυριαρχία. Αν και οι αυταρχικές του μέθοδοι ήταν αμφιλεγόμενες, μετέτρεψε την Ρωσία από ένα χαοτικό μετασοβιετικό κράτος σε μια τρομερή δύναμη για άλλη μια φορά.
Σε αντίθεση με την Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, οι ΗΠΑ δεν είχαν μια φιγούρα σαν τον Γκορμπατσόφ ή τον Τενγκ, έναν ηγέτη δηλαδή με αρκετή επιρροή και θάρρος για να πιέσει για συστημική μεταρρύθμιση. Ο Ομπάμα είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008. Ωστόσο, αντί να προωθήσει διαρθρωτικές αλλαγές, διέσωσε την Wall Street και το βαθύ κράτος. Η απόφαση αυτή βάθυνε την οικονομική ανισότητα και τροφοδότησε την λαϊκή αντίδραση που οδήγησε στην άνοδο του Τραμπ στην εξουσία.
Η πρώτη προεδρία του Τραμπ είχε ομοιότητες με την θητεία του Γέλτσιν. Και οι δύο ηγέτες διατάραξαν το πολιτικό κατεστημένο και αμφισβήτησαν τις εδραιωμένες ελίτ. Η πρώτη θητεία του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από θεσμική αποδυνάμωση και εστίαση στην διάλυση της παλιάς τάξης. Οι πολιτικές του, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι, η απορρύθμιση και η εστίαση στον εθνικισμό, αντανακλούσαν μια ευρύτερη απόρριψη της μεταψυχροπολεμικής παγκοσμιοποιητικής συναίνεσης.
Στη δεύτερη θητεία του, ο Τραμπ προσπαθεί ήδη να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στον κρατικό μηχανισμό, όπως έκανε ο Πούτιν στην Ρωσία. Παρά τις ομοιότητές τους, ωστόσο, ο Τραμπ και ο Πούτιν είναι διακριτοί στις σχέσεις τους με τους υπερ-πλούσιους. Ο Πούτιν, με την εδραίωση της εξουσίας, περιόρισε την επιρροή των ολιγαρχών της Ρωσίας, διασφαλίζοντας ότι το κράτος παρέμεινε κυρίαρχο. Αντίθετα, ο Τραμπ ευθυγραμμίζεται με τις πλουσιότερες ελίτ των ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας υποστήριξη από τους υπερ-πλούσιους που επωφελήθηκαν από τις φορολογικές πολιτικές του και την ατζέντα απορρύθμισης. Η δομή του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, όπου η εταιρική επιρροή είναι βαθιά εδραιωμένη, καθιστά μια θεμελιώδη αλλαγή δύσκολη. Ο Πούτιν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει την εξουσία με τρόπο που ο Τραμπ, περιορισμένος από αμερικανικούς θεσμούς και νομικά πλαίσια, μπορεί να δυσκολευτεί να αναπαράγει.
Παρ’ όλα αυτά, μια κίνηση πέρα από την αντιπαλότητα των υπερδυνάμεων και προς έναν πολυπολικό κόσμο έχει γίνει σχεδόν αναπόφευκτη για τους λόγους που αρχικά αναφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον σχηματισμό των BRICS, το μη βιώσιμο χρέος της κυβέρνησης των ΗΠΑ και την αυξανόμενη οικονομική, τεχνολογική και γεωπολιτική επιρροή της Κίνας και της Ρωσίας. Όταν ο Τραμπ και ο Πούτιν λύσουν την ουκρανική κρίση, θα έχουν την ευκαιρία, σε συνεννόηση με την Κίνα, να μείνουν στην ιστορία ως συν-αρχιτέκτονες ενός πολυπολικού κόσμου. Οι τρεις δυνάμεις θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια παγκόσμια τάξη κατάλληλη για τον 21ο αιώνα.
Η Κίνα βρίσκεται στην μοναδική θέση να έχει ενσωματώσει τις δύο κύριες πολιτικές ιδεολογίες του 20ού αιώνα, τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Αναπτύσσοντας σχέδια 10, 20 και ακόμη και 50 ετών, η χώρα αναμφισβήτητα έβγαλε ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους από την φτώχεια, πήρε το προβάδισμα στις περισσότερες τεχνολογίες που θα διαμορφώσουν τον 21ο αιώνα και έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό έθνος στον κόσμο.
Με τις μεταρρυθμίσεις του Τενγκ της δεκαετίας του 1980, οι Κινέζοι ανακάλυψαν εκ νέου την 2.500 ετών παράδοσή τους να συμφιλιώνουν (γιν-γιανγκ) τα αντίθετα, στην βάση της Κομφουκιανικής Μέσης Οδού. Ο Κινέζος πρωθυπουργός Σι Τζινπίνγκ θα είναι σε θέση να μεσολαβήσει μεταξύ Τραμπ και Πούτιν προσφέροντας τα λόγια σοφίας του φιλοσόφου Τσουάνγκ Τσου, ο οποίος επισήμανε τις παγίδες της άκαμπτης προσκόλλησης σε μια σταθερή πεποίθηση ή κοσμοθεωρία:
Χωρίς επαίνους, χωρίς κατάρες,
Τώρα ένας δράκος, τώρα ένα φίδι,
Μεταμορφώνεσαι με τους καιρούς.
Και ποτέ μην συναινείς να είσαι ένα πράγμα μόνο