” Ἡ σύσταση τῆς ψυχῆς χωρίζεται σὲ λογική, θυμικὸ καὶ ἐπιθυμητικό. Ἡ λογικὴ κυβερνάει τὴ γνώση, τὸ θυμικὸ σχετίζεται μὲ τὴν παρόρμηση καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ κυβερνάει τὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς.
Ὅταν αὐτὰ τὰ τρία μέρη ἑνώνονται σὲ μία πράξη, ἐκδηλώνοντας μία σύνθετη ἐνέργεια, τότε ἡ ψυχὴ φθάνει σὲ ὁμολογία καὶ ἀρετή. Ὅταν ὁ στασιασμὸς τὰ χωρίζει, τότε ἐμφανίζεται κακία καὶ δυσαρμονία.
Ἡ ἀρετὴ συνεπῶς περιέχει τρία στοιχεῖα: γνώση, δύναμη καὶ προαίρεση.
Ἡ ἀρετὴ τῆς λογικῆς ἱκανότητας τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ σοφία, ἡ ὁποία εἶναι μία συνήθεια θεώρησης καὶ κρίσης.
Ἡ ἀρετὴ τοῦ θυμικοῦ μέρους εἶναι τὸ θάρρος, δηλαδὴ ἡ συνήθεια νὰ ὑπομένουμε τὰ τρομερὰ πράγματα καὶ νὰ ἀντιστεκόμαστε σ᾿ αὐτά.
Ἡ ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους εἶναι ἡ ἐγκράτεια, δηλαδὴ ἡ μετριοπάθεια καὶ ὁ περιορισμὸς τῶν ἡδονῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ἡ ἀρετὴ τῆς ὅλης ψυχῆς εἶναι ἡ δικαιοσύνη, διότι οἱ ἄνθρωποι πράγματι γίνονται κακοὶ εἴτε μέσῳ ἀχρειότητας εἴτε μέσῳ ἀκολασίας εἴτε μέσῳ φυσικῆς ἀγριότητας. Βλάπτονται μεταξύ τους ἐξαιτίας τῆς κερδοσκοπίας, τῆς ἡδονῆς ἢ τῆς φιλοδοξίας.
Ἡ ἀχρειότητα ἑπομένως ἀνήκει πιὸ σωστὰ στὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Ἐνῷ ἡ σύνεση εἶναι παρόμοια μὲ τὴν καλὴ τέχνη, ἡ ἀχρειότητα μὲ τὴν κακὴ τέχνη ποὺ ἐπινοεῖ τεχνάσματα γιὰ νὰ δράσει ἄδικα.
Ἡ ἀκολασία ἀνήκει στὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ἡ ἐγκράτεια συνίσταται στὴν καθυπόταξη καὶ ἡ ἀκολασία στὴν ἀποτυχία καθυπόταξης τῶν ἡδονῶν.
Ἡ ἀγριότητα ἀνήκει στὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, διότι ὅταν κάποιος παρακινεῖται ἀπὸ κακὲς ἐπιθυμίες, ἱκανοποιεῖται ὄχι ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ἀλλὰ σὲ ζῷο, καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται ἀγριότητα.
Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν διαθέσεων προκύπτουν ἐπίσης ἀπὸ τὰ πράγματα χάρη τῶν ὁποίων γίνονται.
Ἡ ἀχρειότητα, προερχόμενη ἀπὸ τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, καταλήγει σὲ ἀπληστία.
Τὸ λάθος τοῦ θυμικοῦ μέρους εἶναι ἡ φιλοδοξία, ἡ ὁποία καταλήγει σὲ ἀγριότητα
καὶ καθὼς τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος καταλήγει σὲ ἡδονή, αὐτὸ προκαλεῖ ἀκολασία.
Ὅπως οἱ ἄδικες πράξεις εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν αἰτιῶν, τὸ ἴδιο καὶ οἱ δίκαιες πράξεις· διότι ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της εὐεργετικὴ καὶ ἐπικερδής, ἐνῷ ἡ κακία εἶναι κακοποιὸς καὶ ἐπιβλαβής.
Ἀφοῦ ὅμως ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς ὁδηγεῖ, ἐνῷ τὸ ἄλλο ἀκολουθεῖ καὶ ἀφοῦ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ κακίες συνυπάρχουν σὲ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὶς ἀρετές, ἐπίσης μερικὲς ἡγοῦνται καὶ ἄλλες ἀκολουθοῦν, ἐνῷ ἄλλες εἶναι σύνθετες.
Ἐκεῖνες ποὺ ἡγοῦνται, εἶναι ἀρετὲς τέτοιες, ὅπως ἡ σοφία· ἐκεῖνες ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ἀρετὲς τέτοιες, ὅπως τὸ θάρρος καὶ ἡ ἐγκράτεια· καὶ στὶς σύνθετες περιλαμβάνεται ἡ δικαιοσύνη.
Οἱ ἀρετὲς λοιπὸν συνυπάρχουν στὰ πάθη, ἔτσι ὥστε μποροῦμε νὰ ἀποκαλέσουμε αὐτὰ τὰ τελευταῖα ὕλη τῶν πρώτων.
Ἀπὸ τὰ πάθη τὸ μὲν ἕνα εἶναι ἑκούσιο καὶ τὸ ἄλλο ἀκούσιο· ἡ ἡδονὴ εἶναι ἐκούσια καὶ ὁ πόνος ἀκούσιος.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ διαθέτουν πολιτικὲς ἀρετὲς αὐξάνουν καὶ μειώνουν αὐτά, ὀργανώνοντας τὰ ἄλλα μέρη τῆς ψυχῆς σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ κατέχει λογική. Τὸ ἐπιθυμητὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς προσαρμογῆς εἶναι ὅτι ἡ διάνοια δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐμποδίζεται στὴν ἐκτέλεση τοῦ κατάλληλου ἔργου της, οὔτε ἀπὸ ἔλλειψη οὔτε ἀπὸ ὑπερβολή.
Προσαρμόζουμε τὸ λιγότερο ἀγαθὸ σὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι περισσότερο ἀγαθὸ καὶ στὸν κόσμο κάθε μέρος ποὺ εἶναι πάντα παθητικό, ὑφίσταται χάριν ἐκείνου τὸ ὁποῖο πάντα κινεῖται.
Στὴν ἕνωση τῶν ὄντων τὸ θηλυκὸ ὑφίσταται χάριν τοῦ ἀρσενικοῦ, διότι αὐτὸ τὸ τελευταῖο σπέρνει, γεννώντας μία ψυχή, ἐνῷ τὸ πρῶτο μεταβιβάζει ἐπίσης ὕλη σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννιέται.
Στὴν ψυχὴ τὸ ἄλογο ὑφίσταται χάριν τοῦ λογικοῦ μέρους.
Ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἐπιθυμία ὀργανώνονται σὲ σχέση μὲ τὸ πρῶτο μέρος τῆς ψυχῆς· ἡ πρώτη σὰν ἕνας δορυφόρος καὶ φύλακας τοῦ σώματος, ἡ δεύτερη σὰν ἕνας παρασκευαστὴς καὶ χορηγὸς κάθε ἀναγκαίου.
Ἡ διάνοια, ὄντας ἑδραιωμένη στὴν ἀνώτερη κορυφὴ τοῦ σώματος καὶ ἔχοντας μία θέα ἐκείνου ποὺ εἶναι ἀπὸ ὅλες τὶς μεριὲς λαμπερὸ καὶ διαφανές, διερευνᾷ τὴ σοφία τῶν ἀληθινῶν ὄντων. Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ φυσικὴ λειτουργία της, νὰ διερευνᾷ καὶ νὰ κατέχει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀκολουθεῖ ἐκεῖνα τὰ ὄντα ποὺ εἶναι πιὸ ἔξοχα καὶ σεβαστὰ ἀπὸ τὴν ἴδια. Διότι ἡ γνώση τῶν θείων καὶ πιὸ σεβαστῶν πραγμάτων εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ αἰτία καὶ ὁ κανόνας τῆς ἀνθρώπινης εὐδαιμονίας.
Οἱ ἀρχὲς ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι τρεῖς: γνώση, δύναμη καὶ προαίρεση.
Ἡ γνώση πράγματι εἶναι ἐκείνη μέσῳ τῆς ὁποίας συλλογιζόμαστε καὶ διαμορφώνουμε μία κρίση τῶν πραγμάτων ἡ δύναμη εἶναι μία ὁρισμένη φυσικὴ ρώμη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε τὴν ὑπόστασή μας καὶ ἡ ὁποία χαρίζει σταθερότητα στὶς πράξεις μας· καὶ ἡ προαίρεση εἶναι, θὰ λέγαμε, τὸ χέρι τῆς ψυχῆς τὸ ὁποῖο μας ὠθεῖ νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὰ πράγματα.
* * *
Ἡ ψυχὴ χωρίζεται στὴ λογική, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.
Ἡ λογικὴ ἱκανότητα κυβερνᾷ τὴ γνώση,
τὸ θυμικὸ σχετίζεται μὲ τὴν παρόρμηση καὶ
τὸ ἐπιθυμητικὸ κυβερνᾷ θαρραλέα τὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς.
Ὅταν αὐτὰ τὰ τρία μέρη ἑνώνονται σὲ μία δράση, ἐκδηλώνοντας μία σύνθετη ἐνέργεια, τότε προκύπτει στὴν ψυχὴ ὁμολογία καὶ ἀρετή. Ὅταν ὁ στασιασμὸς τὰ χωρίζει, τότε ἐμφανίζεται δυσαρμονία καὶ κακία.
Ὅταν ἡ λογικὴ ἱκανότητα ἐπικρατεῖ τοῦ ἄλογου μέρους τῆς ψυχῆς, τότε προκύπτει καρτερία καὶ ἐγκράτεια· καρτερία, ὅταν κατεχόμεθα ἀπὸ πόνους καὶ ἐγκράτεια, ὅταν κατεχόμεθα ἀπὸ ἡδονές.
Ἀλλὰ ὅταν τὰ ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς ἐπικρατοῦν τοῦ λογικοῦ μέρους, τότε προκαλεῖται μαλθακότητα καὶ ἀκράτεια· μαλθακότητα, διότι ἀποφεύγουμε τὸ μόχθο καὶ ἀκράτεια, διότι μᾶς ὑπερνικοῦν οἱ ἡδονές.
Ὅταν ὅμως ἐπικρατεῖ τὸ καλύτερο μέρος τῆς ψυχῆς, τὸ κατώτερο ἐλέγχεται· τὸ πρῶτο ὁδηγεῖ καὶ τὸ δεύτερο ἀκολουθεῖ, ἐνῷ καὶ τὰ δυὸ συναινοῦν καὶ συνομολογοῦν καὶ τότε σὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ γεννιέται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ τέλεια ἀγαθότητα.
Ἐπίσης, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἀκολουθεῖ τὴ λογική, τότε γεννιέται ἡ σωφροσύνη ὅταν αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὸ θυμικό, τότε γεννιέται ἡ ἀνδρεία καὶ ὅταν λαμβάνει χώρα σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, τότε προκύπτει ἡ δικαιοσύνη.
Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία χωρίζει ὅλες τὶς κακίες καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς μεταξύ τους. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι σὰν ἕνα σύστημα καὶ ὀργάνωση τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καὶ τέλεια καὶ ὑπέρτατη ἀρετή· σὲ αὐτὴν περιέχεται τὸ καθετί, ἐνῷ τὰ ἄλλα ἀγαθά της ψυχῆς δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν χωρὶς αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ δικαιοσύνη κατέχει μεγάλη δύναμη τόσο μεταξὺ τῶν θεῶν, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Περιέχει τὸ δεσμὸ μέσῳ τοῦ ὁποίου συνδέεται ὁλόκληρο τὸ σύμπαν καὶ ἐπίσης ἐκεῖνον μέσῳ τοῦ ὁποίου συνδέονται οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Μεταξὺ τῶν οὐράνιων θεῶν ὀνομάζεται θέμις καὶ μεταξὺ τῶν χθονίων ὀνομάζεται Δίκη, ἐνῷ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζεται Νόμος. Αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ σύμβολα καὶ σημεῖα ποὺ ὑποδηλώνουν ὅτι ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀρετή.
Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὰ ὀνόματα:
ὅταν ἡ λογικὴ τῆς ψυχῆς μειονεκτεῖ αὐτὴ ἡ διάθεση ὀνομάζεται ἀφροσύνη
ὅταν μειονεκτεῖ τὸ θυμικό, ὀνομάζεται θρασύτητα ἢ δειλία·
ὅταν μειονεκτεῖ τὸ ἐπιθυμητικό, ἀκράτεια.
Ὅταν πάλι ἀμβλύνεται ἡ λογική, τὸ ὀνομάζουμε ἀφροσύνη· ὅταν ὀξύνεται, θράσος·
ὅταν ἀμβλύνεται τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ ὀνομάζουμε φιληδονία· ὅταν ὀξύνεται, ἀκολασία καὶ
συνολικὰ ὁ συνδυασμὸς ὅλων, ὅταν δὲν γίνεται μὲ ὀρθολογισμό, ὀνομάζεται κακία.
Ἂν αὐτὴ ἡ κακία προκαλεῖται ἀπὸ κάτι συγκεκριμένο, ἀποκαλεῖται ἀνοησία·
ἂν προκαλεῖται ἀπὸ φόβο, δειλία· ἂν ἀπὸ ἡδονές, ἀκολασία· ἂν ἀπὸ κερδοσκοπία, ἀδικία.
Συνεπῶς ἡ ἀρετή, ὅταν συνίσταται στὸ συλλογισμὸ καὶ τὴν κρίση, ὀνομάζεται φρόνηση·
ὅταν συνίσταται στὴν ἀντοχὴ φοβερῶν πραγμάτων, ὀνομάζεται θάρρος·
ὅταν συνίσταται στὴν καταστολὴ τῶν ἡδονῶν, ὀνομάζεται ἐγκράτεια·
καὶ ὅταν σχετίζεται μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς βλάβης τῶν ἄλλων, ὀνομάζεται δικαιοσύνη.
Ἡ ὑπακοὴ συνεπῶς στὴν ἀρετή, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴ λογική, καὶ ἡ παρέκκλιση ἀπὸ αὐτήν, ἀντίθετα πρὸς τὴν ὀρθὴ λογική, τείνουν ἡ μὲν πρὸς τὴν κοσμιότητα, ἡ δὲ πρὸς τὸ ἀντίθετό της. Τὸ δέον εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Δὲν ἀπαιτεῖ οὔτε προσθήκη οὔτε ἀφαίρεση, ὄντας ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι.
Τὸ μὴ δέον εἶναι δυὸ εἰδῶν: ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψη. Ἡ ὑπερβολὴ εἶναι ἡ περίσσεια τοῦ δέοντος καὶ ἡ ἔλλειψη εἶναι τὸ λιγότερο τοῦ δέοντος.
Ἡ ἀρετὴ ὅμως εἶναι ἡ κατοχὴ τοῦ δέοντος. Ἔτσι εἶναι ταυτόχρονα ἀκρότητα καὶ μεσότητα. Εἶναι μεσότητα, ἐπειδὴ βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἔλλειψη· εἶναι ἀκρότητα, ἐπειδὴ δὲν δέχεται οὔτε αὔξηση οὔτε μείωση, ὄντας ἀκριβῶς ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι.
Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀρετὴ τοῦ ἤθους ἔχει σχέση μὲ τὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπέρτατα εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ λύπη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν συνίσταται στὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς λύπης, ἀλλὰ στὴν ἐναρμόνισή τους. Διότι οὔτε ἡ ὑγεία, ποὺ εἶναι ἕνας καλὸς συγκερασμὸς τῶν σωματικῶν δυνάμεων, ἔγκειται στὴν ἀφαίρεση τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ θερμοῦ, τοῦ ὑγροῦ καὶ τοῦ ξηροῦ, ἀλλὰ στὸν κατάλληλο καὶ συμμετρικὸ συγκερασμό τους. Διότι ἡ ὑγεία εἶναι μία συμμετρία ὅλων αὐτῶν. Παρόμοια στὴ μουσικὴ ἡ ἁρμονία δὲν βρίσκεται στὴν ἐξαίρεση τοῦ ὑψηλοῦ καὶ τοῦ χαμηλοῦ τόνου, ἀλλὰ στὸν κατάλληλο συνδυασμό τους. Διότι ὅταν αὐτοὶ οἱ ἦχοι συνταιριάζονται, τότε προκύπτει συμφωνία καὶ ἡ παραφωνία ἀποκλείεται. Ἐπίσης τὸ ἁρμονικὸ συνταίριασμα τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ψυχροῦ, τοῦ ὑγροῦ καὶ τοῦ ξηροῦ, προκαλεῖ ὑγεία καὶ καταστρέφει τὴν ἀσθένεια. Ἔτσι καὶ στὴν ψυχὴ ὅταν συνταιριάζεται τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, τότε οἱ κακίες καὶ τὰ ἄλλα πάθη ἐξαφανίζονται καὶ δημιουργοῦνται οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ καλὰ ἤθη.
Τὸ σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της ἠθικῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ προαίρεση στὰ καλά. Διότι ἡ λογικὴ καὶ ἡ δύναμη εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιηθοῦν καὶ χωρὶς τὴν ἀρετή, ἡ προαίρεση ὅμως εἶναι ἀδύνατον. Διότι ἡ προαίρεση δείχνει τὴν ποιότητα τοῦ ἤθους.
Ὅταν ἡ λογικὴ ἐπιβάλλεται πάνω στὴν παρόρμηση καὶ στὸ συναίσθημα, τότε δημιουργεῖ ἐγκράτεια καὶ καρτερία. Ὅταν ὅμως ἡ λογικὴ ἐκθρονίζεται ἀπὸ τὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς, τότε προκαλεῖται ἀκράτεια καὶ μαλθακότητα. Αὐτὲς οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς εἶναι ἡμιτελεῖς ἀρετὲς καὶ ἡμιτελεῖς κακίες. Διότι εἶναι μὲν ὑγιὴς ἡ λογική, νοσεῖ ὅμως τὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅσο ἡ παρόρμηση καὶ τὸ συναίσθημα ἐλέγχονται καὶ καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, προκύπτουν οἱ ἀρετές, ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ καρτερία. Ὅμως ὅταν αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ βία καὶ ὄχι ἑκούσια, τότε προκαλοῦνται κακίες.
Διότι ἡ ἀρετὴ πρέπει νὰ κάνει τὰ δέοντα ὄχι μὲ λύπη ἀλλὰ μὲ εὐχαρίστηση.
Ὅταν πάλι ἡ παρόρμηση καὶ τὸ συναίσθημα ὑπερτεροῦν τῆς λογικῆς, προκαλοῦν μαλθακότητα καὶ ἀκράτεια καὶ προκύπτουν κακίες. Ὅταν τὰ πάθη ὑποχωροῦν μὲ λύπη καὶ ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας, διότι τὸ μάτι τῆς ψυχῆς εἶναι ὑγιές, τότε δὲν ἔχουμε κακία. Εἶναι συνεπῶς φανερὸ ὅτι ἡ ἀρετὴ πρέπει ἐκούσια νὰ ἐκτελεῖ τὰ δέοντα, διότι τὸ ἀκούσιο συνοδεύεται ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὸ φόβο, ἐνῷ τὸ ἑκούσιο δὲν γίνεται χωρὶς εὐχαρίστηση καὶ φιλοφροσύνη.
Αὐτὰ λοιπὸν ἐπιβεβαιώνονται καὶ ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς διαίρεσης. Ἡ γνώση καὶ ἡ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων εἶναι στοιχεῖα τοῦ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ δύναμη ἀνήκει στὸ ἄλογο μέρος, τοῦ ὁποίου στοιχεῖο εἶναι τὸ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ὑπομένεις τοὺς μόχθους ἢ νὰ ἐξουσιάζεις τὶς ἡδονές. Ἐνῷ ἡ προαίρεση ὑπάρχει καὶ στὰ δυό, δηλαδὴ στὸ λογικὸ καὶ στὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς, διότι συστατικά της εἶναι ἡ διάνοια καὶ ἡ ὄρεξη (κλίση,πόθος) καὶ ἡ διάνοια εἶναι λειτουργία τοῦ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ ὄρεξη τοῦ ἀλόγου. Συνεπῶς κάθε ἀρετὴ ἔγκειται στὴν ἀμοιβαία προσαρμογὴ τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς, ἐνῷ τὸ ἑκούσιο καὶ τὸ προαιρετικὸ εἶναι ὁπωσδήποτε στοιχεῖα τῆς ἀρετῆς.
Γενικὰ ἑπομένως ἡ ἀρετὴ εἶναι κάποια ἁρμονικὴ συνένωση τῶν ἄλογων μερῶν τῆς ψυχῆς μὲ τὸ λογικό. Καὶ ἡ συνένωση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὁρίου τοῦ δέοντος στὴν ἡδονὴ καὶ στὴ λύπη.
Διότι ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ συνήθεια τοῦ δέοντος. Τὸ δέον εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι καὶ τὸ μὴ δέον αὐτὸ ποὺ δὲν πρέπει νὰ εἶναι. Τὸ μὴ δέον ὅμως ἔχει δυὸ εἴδη· τὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἔλλειψη. Ὑπερβολὴ εἶναι τὸ περισσότερο τοῦ δέοντος καὶ ἔλλειψη εἶναι τὸ λιγότερό του δέοντος. Ἀφοῦ ὅμως τὸ δέον εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, μπορεῖ νὰ βρίσκεται στὸ ἄκρο καὶ στὸ μέσον. Βρίσκεται στὸ ἄκρο, διότι δὲν χρειάζεται οὔτε προσθήκη οὔτε ἀφαίρεση ἐνῷ στὸ μέσον βρίσκεται, ἐπειδὴ εἶναι μεταξὺ τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἔλλειψης. Τὸ δέον καὶ τὸ μὴ δέον ἔχουν μεταξὺ τοὺς τὴν ἴδια σχέση ποὺ ἔχει τὸ ἴσο μὲ τὸ ἄνισο, τὸ συντεταγμένο μὲ τὸ ἄτακτο καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι τὸ πεπερασμένο καὶ τὸ ἄπειρο. Ἔτσι τὰ μέρη τοῦ ἀνίσου ἔχουν ἕνα λόγο πρὸς τὸ μέσον καὶ ὄχι μεταξύ τους. Γιὰ παράδειγμα, ἀμβλεῖα γωνία λέμε τὴ γωνία ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ὀρθή, ἐνῷ ὀξεῖα λέμε ἐκείνη ποὺ εἶναι μικρότερη ἀπὸ τὴν ὀρθή. (Σὲ ἕναν κύκλο) μεγαλύτερη εἶναι ἡ εὐθεῖα ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες ποὺ σύρονται ἀπὸ τὸ κέντρο. Καὶ μακρότερη ἡμέρα εἶναι ἐκείνη ποὺ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἰσημερίας. Ἐπίσης, ἡ ὑπερβολικὴ θερμότητα ἢ ψυχρότητα προκαλεῖ ἀσθένειες. Τὸ θερμότερο εἶναι τὸ περισσότερο τοῦ κανονικοῦ καὶ τὸ ψυχρότερο εἶναι τὸ λιγότερο τοῦ κανονικοῦ.
Ἡ ἴδια ἀναλογία ἰσχύει καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάθεσή της. Ἡ θρασύτητα, γιὰ παράδειγμα, εἶναι μία ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δυσκολιῶν, ἐνῷ ἡ δειλία εἶναι ἡ ἔλλειψη τοῦ δέοντος. Ἀσωτία πάλι εἶναι ἡ ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὶς χρηματικὲς δαπάνες, ἐνῷ φιλαργυρία εἶναι ἡ ἔλλειψή του. Ὀργὴ εἶναι ἡ ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὴν ὁρμὴ τοῦ θυμοῦ, ἐνῷ ἀναισθησία εἶναι ἡ ἀντίστοιχη ἔλλειψη. Ἡ ἴδια ἀναλογία ὑπάρχει καὶ στὶς ἄλλες διαθέσεις τῆς ψυχῆς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ δέοντος, πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ μεσότητα τῶν παθῶν, δηλαδὴ νὰ μὴν εἶναι οὔτε χωρὶς πάθη, οὔτε μὲ ἔντονα πάθη. Διότι ἡ ἀπόλυτη ἔλλειψη πάθους κάνει τὴν ψυχὴ χωρὶς παρόρμηση καὶ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ καλό, ἐνῷ τὰ ἔντονα πάθη τὴν κάνουν ἀκαταλόγιστη. Τὸ πάθος λοιπὸν πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἀρετή, ὅπως ἡ σκιὰ καὶ τὸ περίγραμμα τῶν εἰκόνων στὴ ζωγραφική. Διότι ἡ ζωντάνια καὶ ἡ λεπτότητα καὶ ἡ μίμηση τοῦ φυσικοῦ πετυχαίνονται κυρίως μὲ τὶς σκιάσεις καὶ τὸν κατάλληλο συνδυασμὸ τῶν χρωμάτων. Τὰ πάθη τῆς ψυχῆς εἶναι κάτι ζωντανὸ καὶ ἐνυπάρχουν στὴν παρόρμηση καὶ στὸν ἐνθουσιασμὸ τῆς φυσικῆς ἀρετῆς. Διότι ἡ ἀρετὴ γεννιέται μὲ τὰ πάθη καὶ ἀναπτύσσεται μαζὶ μὲ αὐτά, ὅπως ἡ ὡραία ἁρμονία παράγεται ἀπὸ τὸν ὀξὺ καὶ τὸ βαρὺ ἦχο, καὶ τὸ εὔκρατο παράγεται ἀπὸ τὸ θερμὸ καὶ τὸ ψυχρὸ καὶ τὸ ἰσόρροπο ἀπὸ τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρύ. Δὲν πρέπει ἑπομένως νὰ ἀφαιρέσουμε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ὠφέλιμο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ συνταιριάξουμε μὲ τὴ λογικὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ δέοντος καὶ τοῦ μετρίου.“