«ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΑΞΗ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΝΟΝΕΣ» ΟΙ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡ. ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

global south

Ο πρόεδρος Μπάιντεν όπου στάθηκε και όπου βρέθηκε τα τελευταία 4 χρόνια προσπάθησε να προβάλει τις ΗΠΑ ως την ανανεωμένη ηγέτιδα δύναμη ενός ευρέος συνασπισμού δημοκρατικών εθνών που επιδιώκουν να υπερασπιστούν την «διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες», ενάντια στις καταπατήσεις από εχθρικές αυταρχικές δυνάμεις, όπως την Κίνα, την Ρωσία, το Ιράν και την Βόρεια Κορέα. «Ιδρύσαμε το ΝΑΤΟ, την μεγαλύτερη στρατιωτική συμμαχία στην ιστορία του κόσμου», είπε στους βετεράνους της D-Day ενώ βρισκόταν στην Νορμανδία της Γαλλίας στις 6 Ιουνίου. «Σήμερα το ΝΑΤΟ είναι πιο ενωμένο από ποτέ και ακόμη πιο έτοιμο να διατηρήσει την ειρήνη, να αποτρέψει την επιθετικότητα, να υπερασπιστεί την ελευθερία σε όλο τον κόσμο». Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της G7 στην Ιταλία υποστήριξε μέτρα που υποτίθεται ότι έχουν σχεδιαστεί να ενσωματώσουν τον «Παγκόσμιο Νότο», τις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής, σε έναν ευρύ συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Μέτρα που θα εμπλέξουν αυτές τις χώρες «σε πνεύμα δίκαιης και στρατηγικής εταιρικής σχέσης». Είναι έτσι;

Μηδόλως. Όλη η ρητορική του Μπάιντεν μόλις και μετά βίας κρύβει μια αναπόφευκτη πραγματικότητα: Οι ΗΠΑ είναι πιο απομονωμένες από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος. Όλη η ρητορική των ΗΠΑ βασίζεται όλο και περισσότερο σε μια σφιχτοδεμένη ομάδα συμμάχων (μεταξύ αυτών και χώρες-μαριονέτες όπως η Ελλάδα), οι οποίοι είναι κυρίως αγγλόφωνοι και αποτελούν μέρος της αγγλοσαξονικής αποικιακής διασποράς. Προδήλως η αγγλοσαξωνοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής έχει γίνει ένα ξεχωριστό και προκλητικό χαρακτηριστικό της προεδρίας Μπάιντεν.

Για να σας δώσουμε κάποια εκτίμηση για την απομόνωση της Ουάσιγκτον στις διεθνείς υποθέσεις, απλά σκεφτείτε την αντίδραση του ευρύτερου κόσμου στην στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν σχετικά με τους πολέμους στην Ουκρανία και την Γάζα. Μετά την στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να απεικονίσει την σύγκρουση εκεί ως ηρωικό αγώνα μεταξύ των δυνάμεων της δημοκρατίας και της βάναυσης απολυταρχίας. Αλλά ενώ ήταν γενικά επιτυχής στο να συσπειρώσει τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ πίσω από το Κίεβο, πείθοντάς τους να παράσχουν όπλα και εκπαίδευση στις ουκρανικές δυνάμεις, μειώνοντας παράλληλα τους οικονομικούς δεσμούς τους με την Ρωσία, απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να κερδίσει τον Παγκόσμιο Νότο ή να συγκεντρώσει την υποστήριξή του στις κυρώσεις κατά του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Στον πόλεμο της Γάζα, ο Μπάιντεν εφάρμοσε την ίδια οικουμενική ρητορική  για να συγκεντρώσει παγκόσμια υποστήριξη για το Ισραήλ στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει την Χαμάς μετά την καταστροφική επίθεσή της στις 7 Οκτωβρίου. Αλλά για τους περισσότερους μη Ευρωπαίους ηγέτες, η προσπάθειά του να απεικονίσει την υποστήριξη προς το Ισραήλ ως μια ευγενή απάντηση αποδείχθηκε εντελώς αβάσιμη όταν το Ισραήλ ξεκίνησε την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Γάζα και άρχισε η σφαγή των Παλαιστινίων αμάχων. Για πολλούς από αυτούς, τα λόγια του Μπάιντεν έμοιαζαν με καθαρή υποκρισία, δεδομένης της ιστορίας του Ισραήλ να παραβιάζει ψηφίσματα του ΟΗΕ σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματα των Παλαιστινίων στην Δυτική Όχθη και την αδιάκριτη καταστροφή σπιτιών, νοσοκομείων, τζαμιών, σχολείων και κέντρων βοήθειας στην Γάζα. Σε απάντηση στην συνεχιζόμενη υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς το Ισραήλ, πολλοί ηγέτες του Παγκόσμιου Νότου ψήφισαν εναντίον των ΗΠΑ για τα μέτρα που σχετίζονται με την Γάζα στον ΟΗΕ ή, στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, άσκησαν αγωγή εναντίον του Ισραήλ στο Παγκόσμιο Δικαστήριο (The International Court of Justice) για αντιληπτές παραβιάσεις της Σύμβασης για την Γενοκτονία του 1948.

Αυτή είναι η πραγματικότητα: Ως παγκόσμια δύναμη οι ΗΠΑ διαθέτουν πλέον, έναν μειωμένο αριθμό στενών, αξιόπιστων συμμάχων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή χώρες που βασίζονται στις ΗΠΑ για πυρηνική προστασία (Ιαπωνία και Νότια Κορέα) ή είναι κυρίως αγγλόφωνες (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία). Μπορούμε μετά παρρησίας να ισχυριστούμε ότι οι μόνες χώρες που πραγματικά εμπιστεύονται τις ΗΠΑ είναι οι λεγόμενες «Five Eyes» («Πέντε Μάτια»).

Είναι μια “ελίτ” λέσχη πέντε αγγλόφωνων χωρών, Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ, που συμφώνησαν να συνεργαστούν σε θέματα εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής και να μοιραστούν άκρως απόρρητες πληροφορίες. Όλοι έγιναν συμβαλλόμενα μέρη σε αυτό που αρχικά ήταν η διμερής Συμφωνία UKUSA (United Kingdom-USA Agreement), μια συνθήκη του 1946 για μυστική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών σε αυτό που ονομάζεται «πληροφορίες σημάτων» (signals intelligence), ήτοι δεδομένα που συλλέγονται με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης τηλεφωνικών γραμμών ή της ακρόασης δορυφορικών επικοινωνιών. Η συμφωνία τροποποιήθηκε αργότερα για να συμπεριλάβει τις άλλες τρεις χώρες. Σχεδόν όλες οι δραστηριότητες των Five Eyes διεξάγονται μυστικά και η ύπαρξή τους δεν αποκαλύφθηκε έως το 2010. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί την πιο μυστικοπαθή, ισχυρή λέσχη χωρών στον πλανήτη.

Η φύτρα αυτής της “ελίτ” λέσχης μπορεί να εντοπιστεί πίσω στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν Αμερικανοί και Βρετανοί αναλυτές κωδίκων κρυπτογράφησης, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου θεωρητικού υπολογιστών Alan Turing, συναντήθηκαν κρυφά στο Bletchley Park (στην Αγγλική επαρχία Buckinghamshire) για να μοιραστούν πληροφορίες που συλλέχθηκαν από την επίλυση του γερμανικού κώδικα «Enigma» και του ιαπωνικού κώδικα «Purple». Αρχικά ήταν μια άτυπη μυστική συμφωνία, η οποία επισημοποιήθηκε στην Συμφωνία Πληροφοριών Επικοινωνίας Βρετανίας-ΗΠΑ (British-US Communication Intelligence Agreement) του 1943 και, μετά το τέλος του πολέμου, στην Συμφωνία UKUSA του 1946. Αυτή η ρύθμιση επέτρεψε την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) και του βρετανικού ομολόγου της, του Αρχηγείου Κυβερνητικών Επικοινωνιών (GCHQ), μια ρύθμιση που συνεχίζεται ως σήμερα και περιβάλλει αυτό που έχει γίνει γνωστό ως «ειδική σχέση» μεταξύ των δύο χωρών.

Στην συνέχεια, το 1955, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τις άλλες τρεις αγγλόφωνες χώρες, την Αυστραλία, τον Καναδά και την Νέα Ζηλανδία. Για μυστική ανταλλαγή πληροφοριών, η διαβάθμιση «AUS/CAN/NZ/UK/US EYES ONLY» τοποθετήθηκε στην συνέχεια σε όλα τα έγγραφα που μοιράστηκαν και από αυτό προήλθε η ετικέτα «Five Eyes». Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία και μερικές άλλες χώρες έχουν έκτοτε επιδιώξει την είσοδο σε αυτό το αποκλειστικό κλαμπ, αλλά χωρίς επιτυχία.

Αν και σε μεγάλο βαθμό ένα τεχνούργημα του Ψυχρού Πολέμου, το δίκτυο πληροφοριών Five Eyes συνέχισε να λειτουργεί έως την εποχή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, κατασκοπεύοντας μαχητικές ισλαμικές ομάδες και κυβερνητικούς ηγέτες στην Μέση Ανατολή, ενώ παρακολουθούσε και κινεζικές επιχειρηματικές, διπλωματικές και στρατιωτικές δραστηριότητες στην Ασία και αλλού. Σύμφωνα με τον πρώην συνεργάτη της NSA Edward Snowden, τέτοιες προσπάθειες διεξήχθησαν στο πλαίσιο εξειδικευμένων άκρως απόρρητων προγραμμάτων όπως το Echelon, ένα σύστημα συλλογής επιχειρηματικών και κυβερνητικών δεδομένων από δορυφορικές επικοινωνίες και το PRISM, ένα πρόγραμμα της NSA για την συλλογή δεδομένων που μεταδίδονται μέσω του Διαδικτύου.

Η προτίμηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να βασίζεται στις αγγλόφωνες χώρες για την προώθηση των στρατηγικών της στόχων είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η Ουάσιγκτον είναι σαφής: Ο πρωταρχικός στόχος στην Ασία είναι να οικοδομήσει ένα δίκτυο φιλικών προς τις ΗΠΑ κρατών που δεσμεύονται για τον περιορισμό της ανόδου της Κίνας. Αυτό διευκρινίστηκε για παράδειγμα, στην «Στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού» (Indo-Pacific Strategy) της κυβέρνησης Μπάιντεν το 2022. Επικαλούμενη την επίδειξη δύναμης της Κίνας στην Ασία, η Ουάσιγκτον ζήτησε μια κοινή προσπάθεια για να αντισταθεί στον «εκφοβισμό από την Κίνα των γειτόνων της στην Ανατολική και Νότια Κίνα» και έτσι να προστατεύσει την ελευθερία του εμπορίου. «Ένας ελεύθερος και ανοιχτός Ινδο-Ειρηνικός μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οικοδομήσουμε συλλογική ικανότητα για μια νέα εποχή και θα το επιδιώξουμε αυτό μέσω ενός πλέγματος ισχυρών και αμοιβαία ενισχυόμενων συμμαχιών», αναφέρει το έγγραφο της Στρατηγικής.

Αυτό το πλέγμα, γνωστοποιείται στην Στρατηγική, θα επεκταθεί σε όλους τους συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας, της Νέας Ζηλανδίας, των Φιλιππίνων και της Νότιας Κορέας, καθώς και φιλικών ευρωπαϊκών χωρών (ειδικά της Βρετανίας και της Γαλλίας). Όποιος λοιπόν είναι πρόθυμος να βοηθήσει στον περιορισμό της Κίνας, είναι ευπρόσδεκτος να συμμετάσχει σε αυτόν τον συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ούτως, η ανανεωμένη προβολή της αγγλοσαξονικής αλληλεγγύης γίνεται όλο και πιο εμφανής.

Από όλες όμως τις στρατιωτικές συμφωνίες που υπέγραψε η κυβέρνηση Μπάιντεν με τους συμμάχους της στον Ειρηνικό, καμία δεν θεωρείται πιο σημαντική στην Ουάσιγκτον από την AUKUS, μια συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανακοινώθηκε από τα τρία κράτη μέλη στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, περιέχει δε δυο «πυλώνες» ή τομείς συνεργασίας. Ο πρώτος επικεντρώνεται στην τεχνολογία υποβρυχίων και ο δεύτερος στην τεχνητή νοημοσύνη, τα αυτόνομα όπλα, καθώς και άλλες προηγμένες τεχνολογίες. Όπως και στην ρύθμιση Five Eyes, και οι δύο πυλώνες περιλαμβάνουν ανταλλαγές υψηλού επιπέδου διαβαθμισμένων δεδομένων, αλλά περιλαμβάνουν επίσης έναν εντυπωσιακό βαθμό στρατιωτικής και τεχνολογικής συνεργασίας. Σημειώνουμε το προφανές: Δεν υπάρχει ισοδύναμη συμφωνία των ΗΠΑ με οποιαδήποτε μη αγγλόφωνη χώρα στην Ασία. Για να ενταχθεί η Αυστραλία στην συμφωνία, έπρεπε πρώτα να καταργήσει μια συμφωνία υποβρυχίων ύψους 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Γαλλία, προκαλώντας σοβαρή ρήξη στην γαλλο-αυστραλιανή σχέση και αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι η αγγλοσαξονική αλληλεγγύη αντικαθιστά όλες τις άλλες σχέσεις.

Συμπέρασμα: Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν, αντιμετωπίζοντας αυξανόμενη εχθρότητα και απομόνωση στην παγκόσμια σκηνή, επέλεξε να ενισχύσει περαιτέρω τους δεσμούς της με άλλες αγγλόφωνες χώρες αντί να κάνει τις αλλαγές πολιτικής που απαιτούνται για την βελτίωση των σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Μπάιντεν και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι εξωτερικής πολιτικής του επικεντρώθηκαν στην περικύκλωση της Κίνας πάνω απ’ όλα, στηρίζοντας και αυξάνοντας την αγγλοσαξονική αλληλεγγύη.

Ωστόσο έτσι δημιουργούνται στην πραγματικότητα νέες απειλές για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Για πολλές χώρες σε αμφισβητούμενες ζώνες στην αναδυόμενη γεωπολιτική σκακιέρα, ειδικά στην Αφρική, την Μέση Ανατολή και την Νοτιοανατολική Ασία, που ήταν κάποτε υπό βρετανική αποικιακή κυριαρχία, αυτό μοιάζει με μια πιθανή νεοαποικιακή παλινόρθωση Ουάσιγκτον-Λονδίνου, κάτι που  είναι εξόχως εξοργιστικό για αυτές. Προσθέτοντας σε αυτό την αναπόφευκτη προπαγάνδα από την Κίνα, το Ιράν και την Ρωσία σχετικά με ένα αναπτυσσόμενο αγγλοσαξονικό αυτοκρατορικό πλέγμα, καταλήγουμε να έχουμε μια προφανή συνταγή για εκτεταμένη παγκόσμια δυσαρέσκεια.

Η κοινή γλώσσα και τα αγγλοσαξονικά αυτοκρατορικά-αποικιοκρατικά κατάλοιπα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Εάν οι ΗΠΑ θέλουν να ευημερήσουν σε έναν όλο και πιο ποικιλόμορφο, πολυπολικό κόσμο, θα πρέπει να μάθουν να σκέφτονται και να ενεργούν με έναν τρόπο που θα περιλαμβάνει την εξάλειψη οποιωνδήποτε υπολειμμάτων μιας αποκλειστικής αγγλοσαξονικής παγκόσμιας συμμαχίας δυνάμεων.

Η πολιτική «διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες», κανόνες που θέτουν οι ΗΠΑ, σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος ενσωμάτωσης του «Παγκόσμιου Νότου», αλλά είναι πολιτική που οδηγεί στην απομόνωση.

του Γεωργίου Λιναρδή

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok