Η ρωσική οικονομία τα χρόνια του πολέμου στην Ουκρανία «πάει σφαίρα», σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη EBRD. Το World Economic Outlook του ΔΝΤ επισημαίνει ότι η Ρωσία αναμένεται να αναπτυχθεί το 2024 ταχύτερα από όλες τις προηγμένες οικονομίες, ειδικότερα η ρωσική οικονομία θα καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 3,2% υπερβαίνοντας τις ΗΠΑ (2,7%), το Ηνωμένο Βασίλειο (0,5%), την Γερμανία (0,2%) και την Γαλλία (0,7%). Τα συμπεράσματα αυτά είναι απογοητευτικά έως κυνικά για εκείνες τις κυβερνήσεις της Δύσης που ανέμεναν ότι οι κυρώσεις κατά της Μόσχας θα έπλητταν την ρωσική οικονομία, κάτι που θα είχε αντίκτυπο στην έκβαση του πολέμου της Ουκρανίας.
Πως μπορούμε να εξηγήσουμε ότι όχι μόνο οι κυρώσεις δεν οδήγησαν στην αναμενόμενη κατάρρευση, αλλά ότι η οικονομία της Ρωσίας αναπτύσσεται ταχύτερα από την οικονομία της Ευρώπης; Δεν είχαν πει όλοι οι ειδικοί ότι αυτό το άνευ προηγουμένου τσουνάμι κυρώσεων θα «οδηγούσε την Ρωσία στην καταστροφή», αυτά δεν μας έλεγαν οι «εμπειρογνώμονες» στα συστημικά ΜΜΕ της Ελλάδας; Είχε κάποιος από αυτούς διαψεύσει δημοσίως όταν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε προβλέψει από το 2022 ότι η ρωσική οικονομία «θα γίνει κομμάτια»; Είχε προειδοποιήσει ένας από τους «εμπειρογνώμονες» ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να πάνε στραβά; Αντίθετα, όλοι τους είχαν πλειοδοτήσει σε εκτιμήσεις για το πόσο τοις εκατό θα καταρρεύσει το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Ρωσίας και για πόσο καιρό η Ρωσία θα είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά το κόστος του πολέμου.
Οι λανθασμένοι υπολογισμοί των φιλελεύθερων οικονομολόγων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης της Δύσης, καθώς και των κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, προέρχονταν και εξακολουθούν να προέρχονται από μια εικόνα της Ρωσίας από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, δεν φαίνεται όλοι αυτοί να έχουν συνειδητοποιήσει ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον η Σοβιετική Ένωση, εξακολουθούν να θεωρούν ότι η Ρωσία είναι τόσο καθυστερημένη που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δυτικό κεφάλαιο και τεχνογνωσία.
Αυτή η εντύπωση προέκυψε επειδή η χώρα συνέχισε να έχει έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα κυρίως από την εξαγωγή πρώτων υλών και λιγότερο από βιομηχανικά προϊόντα. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι δυτικές εταιρείες είχαν αποκτήσει ισχυρή θέση στην αγορά της Ρωσίας μέσω των επενδύσεών τους. Ήταν ευπρόσδεκτες, τα αγαθά τους πολυπόθητα. Τα ρωσικά προϊόντα δύσκολα μπορούσαν να συμβαδίσουν με αυτό, δεν ήταν ανταγωνιστικά σε παγκόσμια κλίμακα. Η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν ένα παράδειγμα αυτού. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα παρήγαγε πλεονάσματα, έστω και μόνο από την εξαγωγή πρώτων υλών και πηγών ενέργειας. Για πολλούς λεγόμενους ειδικούς στην Δύση, αυτό είχε δημιουργήσει την εικόνα ενός «βενζινάδικου» με πυρηνικά όπλα. Τυφλώθηκαν από αυτή την εικόνα και πίστεψαν ότι θα κατέπνιγαν τα έσοδα της Ρωσίας εάν μπορούσαν να σταματήσουν τις εξαγωγές πρώτων υλών μέσω κυρώσεων. Έγιναν θύματα της αυτοδημιούργητης οφθαλμαπάτης τους.
Αν και τα έσοδα της Ρωσίας προέρχονταν από τις εξαγωγές βασικών προϊόντων, η χώρα εξακολουθούσε να έχει μια αρκετά ανεπτυγμένη βιομηχανία (ειδικά την πολεμική βιομηχανία), ακόμη και αν δεν είχε ακόμη φτάσει στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς. Αλλά αυτή είναι η αποφασιστική διαφορά σε χώρες όπου οι κυρώσεις της Δύσης ήταν πιο επιτυχημένες, όπως κατά της Κούβας, της Βενεζουέλας και του Ιράν. Η βιομηχανική βάση αυτών των χωρών δεν ήταν τόσο υψηλή και ευρέως ανεπτυγμένη όσο η ρωσική. Ωστόσο, οι υποστηρικτές των κυρώσεων στην Δύση προφανώς δεν αναγνώρισαν αυτή την διαφορά. Οι κυρώσεις επηρέασαν μεν τις εξαγωγές της Ρωσίας, αλλά απαγόρευσαν επίσης στις δυτικές εταιρείες να συνεχίσουν να συνεργάζονται με την Ρωσία. Αυτό σήμαινε ότι οι ρωσικές εταιρείες ήταν πλέον σε θέση να διεισδύσουν σε εκείνες τις αγορές που προηγουμένως κυριαρχούνταν από δυτικές εταιρείες. Αυτή η αλλαγή της αγοράς ήταν δυνατή επειδή το ρωσικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε επαρκή κεφάλαια για να υποστηρίξει τις δικές του εταιρείες με δάνεια για την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας. Το κεφάλαιο που έλειπε από την Σοβιετική Ένωση για την ανάπτυξή της ήταν διαθέσιμο τώρα στην Ρωσία.
Επιπλέον, δεν είχε ληφθεί υπόψη ότι ναι μεν οι δυτικές εταιρείες είχαν φέρει μαζί τους εμπορικά σήματα, κεφάλαια και διαδικασίες παραγωγής, αλλά ήταν οι Ρώσοι εργάτες και τεχνικό προσωπικό που πραγματοποιούσαν και εξασφάλιζαν την παραγωγή. Όταν οι δυτικές εταιρείες έπρεπε να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ήταν ακόμα στην χώρα, καθώς και οι εργαζόμενοι που μπορούσαν να τις λειτουργήσουν και έτσι να συνεχίσουν την παραγωγή. Μέσα στην αλαζονεία που χαρακτηρίζει την Δύση, προφανώς δεν το έλαβαν καν υπόψη τους αυτό, επειδή λόγω ιδεολογικών παρωπίδων υποτίμησαν την σημασία των εργατών για την παραγωγή. Στην Δύση, μόνο οι επιχειρηματίες μετράνε. Αλλά οι Ρώσοι, οι οποίοι έχουν πολύ υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ικανοτήτων, δεν χρειάζονται απαραίτητα δυτικούς επιχειρηματίες για να παράγουν. Μπορούν επίσης να το κάνουν μόνοι τους, επειδή έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες.
Αν και οι κυρώσεις κατά το πρώτο έτος του πολέμου δημιούργησαν εμπόδια στην ρωσική οικονομία, η χώρα ανέκαμψε από αυτές το δεύτερο έτος. Μακροπρόθεσμα, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως πλεονέκτημα. Είτε η παραγωγή αναλαμβάνεται από ρωσικές εταιρείες επειδή εξαγοράζουν δυτικές εταιρείες, είτε το μερίδιο αγοράς των ρωσικών εταιρειών αυξάνεται επειδή αυτές και τα προϊόντα τους δεν έχουν πλέον δυτικό ανταγωνισμό στην χώρα. Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη των πρώην δυτικών εταιρειών παραμένουν τώρα στην Ρωσία και δεν επιστρέφουν στην εταιρική έδρα στην Δύση, κάτι που ενισχύει την οικονομική ισχύ του κράτους.
Το γεγονός ότι οι κυρώσεις αποδυνάμωσαν τα έσοδα της Ρωσίας από το φυσικό αέριο και πετρέλαιο δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ωστόσο, οδήγησαν επίσης σε μια οικονομική διαίρεση της παγκόσμιας αγοράς. Εάν αγοραστεί λιγότερο ρωσικό πετρέλαιο από την Δύση, η τιμή των μη ρωσικών ποιοτήτων όπως το πετρέλαιο Brent ή το πετρέλαιο WTI αυξάνεται. Tαυτόχρονα, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της ρωσικής παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου πηγαίνει στους ανταγωνιστές της Δύσης σε χαμηλότερες τιμές, ειδικά στην Κίνα που ούτως αύξησε την οικονομική δύναμη της, ενώ ταυτόχρονα οι κινεζικές προμήθειες αντικατέστησαν πλήρως τις προμήθειες της Ρωσίας από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Επίσης, ο περιορισμός της παραγωγής πετρελαίου στο πλαίσιο του οργανισμού ΟΠΕΚ+ έχει βοηθήσει ώστε τα ρωσικά έσοδα από τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις να μην απειληθούν σημαντικά. Αν και τα έσοδα της Ρωσίας από τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις στο σύνολό τους μειώθηκαν, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να είναι πάνω από το ανώτατο όριο τιμών που επέβαλε η Δύση.
Η δυτική ιδέα να χρησιμοποιήσει τις κυρώσεις για να αποδυναμώσει την Ρωσία και να την εμποδίσει να συνεχίσει τον πόλεμο ουδόλως επιβεβαιώθηκε και μετατράπηκε στο αντίθετο. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές ρωσικών προϊόντων προκάλεσαν ελλείψεις στην Δύση και επίσης αύξηση των τιμών. Αυτό δεν ισχύει για την Ρωσία. Εκτός από τις πρώτες ύλες, έχει επίσης την βιομηχανία και τα οικονομικά μέσα για να διεξάγει αυτόν τον πόλεμο για περισσότερο διάστημα από ό,τι πίστευε η Δύση και ουδείς αμφιβάλλει πλέον ότι θα αντέξει, ενώ έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά, έχει εξαντληθεί, η βεβαιότητα της νίκης της Δύσης.
του Γεωργίου Λιναρδή