ΠΟΣΟ ΠΙΘΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ 3ος  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;

World-War-IIΙ

O Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στις Βρυξέλλες την εβδομάδα αυτή. Η ατζέντα του φέρεται να περιλαμβάνει την υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ της Ουκρανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται στα σκαριά εδώ και αρκετούς μήνες. Αν και επισήμως δεν έχει επιβεβαιωθεί, ο κ. Ζελένσκι μπορεί επίσης να παραστεί στην Σύνοδο Κορυφής των 27 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ αυτήν την Πέμπτη.

Η νέα βοήθεια προς την Ουκρανία, αποκύημα της ομάδας των G7, συζητήθηκε στο ανώτατο επίπεδο κατά την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας πέρυσι, όπου συμφωνήθηκε ότι μεμονωμένα κράτη πρέπει να συνάψουν διμερείς συμφωνίες με την Ουκρανία για να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη ασφάλειά της. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία υπέγραψαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, και ακολούθησαν οι  ΗΠΑ.

Η συμφωνία φέρεται να περιλαμβάνει προμήθεια όπλων, οικονομική βοήθεια και πολιτική συνεργασία, με στόχο να γεφυρωθεί το χάσμα προκειμένου η Ουκρανία να εκπληρώσει την φιλοδοξία της για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Την  ίδια ώρα ο Δανός υπουργός Άμυνας Λουντ Πούλσεν δήλωσε την Δευτέρα σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Άμυνας της Νορβηγίας Αριλντ Γκραμ, ότι η Δανία θα σταματήσει να εκπαιδεύει Ουκρανούς πιλότους F-16 μέχρι το τέλος του έτους.

Η Δανία και η Ολλανδία, ησαν οι δυο χώρες οι οποίες ηγήθηκαν του διεθνούς συνασπισμού για την εκπαίδευση των Ουκρανών πιλότων μαχητικών F-16, ακολουθούμενες από την Νορβηγία και το Βέλγιο.

Επισήμως, η απόφαση να τερματιστεί η εκπαίδευση οφείλεται στην πρόθεση της Δανίας να επικεντρωθεί στο νέο αεροσκάφος F-35, εξήγησε ο υπουργός Άμυνας της Δανίας. «Πρέπει να αφιερώσουμε όλη μας την ενέργεια σε αυτό, επομένως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να εκπαιδεύουμε Ουκρανούς πιλότους μετά το 2024», είπε.

Μέχρι το τέλος του έτους, η Δανία θα έχει εκπαιδεύσει περί τους 20 Ουκρανούς πιλότους, και έχει δεσμευτεί να παραδώσει 19 F-16 στην Ουκρανία μόλις ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκαλύψει σχέδια για την εκπαίδευση Ουκρανών και έχει εντοπιστεί ένα εκπαιδευτικό κέντρο στην Ρουμανία για τον σκοπό αυτό.

Οι φωνές για ειρήνη

Με τον πόλεμο να μαίνεται στην ευρωπαϊκή γειτονιά, είναι παράδοξο πως οι φωνές για διαπραγματεύσεις, εύρεση λύσεως και ειρήνευση, όπως έχουμε δει να συμβαίνει παλαιότερα με την Κύπρο, περιορίζονται σε πολιτικούς οι οποίοι καυτηριάζονται εξ αρχής από τον Τύπο ως περιθωριακοί, ακόμη και αν διατηρούν ευρεία επιρροή στις χώρες τους.

Στην Γαλλία, ο Τζορντάν Μπαρντελά, ηγέτης της Εθνικής Συσπείρωσης, η οποία προηγείται στις εκλογές της Κυριακής, δήλωσε ότι ως επικεφαλής της νέας γαλλικής κυβερνήσεως, θα παρείχε πυρομαχικά στην Ουκρανία, αλλά δεν θα στείλει γαλλικά στρατεύματα ούτε πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εάν είναι ο επόμενος πρωθυπουργός.

«Η θέση μου δεν έχει αλλάξει, και αυτή είναι να υποστηρίξω την Ουκρανία παρέχοντας αμυντικό εξοπλισμό, πυρομαχικά, επιχειρησιακή υλικοτεχνική υποστήριξη και αμυντικά όπλα για να μπορέσει η Ουκρανία να προστατευτεί για να κρατήσει το μέτωπο», είπε ο Μπαρντελά σε δημοσιογράφους την Τετάρτη στο περιθώριο της έκθεσης όπλων Eurosatory στα περίχωρα του Παρισιού.

«Σε αντίθεση με τον Πρόεδρο, είμαι αντίθετος στην αποστολή γαλλικών στρατευμάτων και στρατιωτών στην Ουκρανία», είπε, προσθέτοντας ότι αυτό αποτελεί «κόκκινη γραμμή».

Γνωστή και καταγεγραμμένη είναι και η αντίθεση του Ούγγρου Προέδρου Βίκτωρ Ορμπαν στις κατά καιρούς παροχές βοήθειας προς την Ουκρανία. εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η χώρα του και ο ίδιος θα είναι επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το επόμενο εξάμηνο. Η επιλογή του συνθήματος «Να κάνουμε την Ευρώπη μεγάλη ξανά» που παραπέμπει ευθέως στο κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, προκαλεί το ερώτημα ποια θα είναι η εξέλιξη εάν ο Ντόναλντ Τραμπ εκλεγεί στην Προεδρεία των ΗΠΑ στις εκλογές του Νοεμβρίου, με τον Ούγγρο Πρόεδρο στην θέση του Συμβουλίου, δηλαδή του θεσμικού Ευρωπαϊκού οργάνου το οποίο  αποτελείται από τους Αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών και τον Πρόεδρο της Επιτροπής και καθορίζει τις πολιτικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες της Ένωσης.

Ενός Τραμπ ο οποίου οι οπαδοί υπερηφανεύονται ότι δεν διεξήγε πολέμους όπως οι προκάτοχοί του, ενώ άνοιξε διαύλους επικοινωνίας συναντώντας τον Βλαδίμηρο Πούτιν αλλά και επισκεπτόμενος την Βόρειο Κορέα όπου έγινε δεκτός με αδελφικό τρόπο από τον ηγέτη της Κιμ Γιονγκ Ουν.

Στην Μεγάλη Βρετανία, ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο πρωτεργάτης του Μπρέξιτ, εξέφρασε τις δικές του επιφυλάξεις για τον πόλεμο και πήγε ένα βήμα παραπέρα.

«Είμαι μια από τις λίγες προσωπικότητες που υπήρξαν συνεπείς και ειλικρινείς σχετικά με τον πόλεμο με τη Ρωσία», δήλωσε στο δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης X το βράδυ της Παρασκευής. «Ο Πούτιν έκανε λάθος που εισέβαλε σε ένα κυρίαρχο έθνος και η ΕΕ έκανε λάθος που επεκτάθηκε προς τα ανατολικά. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο πιο κοντά θα είμαστε στο τέλος του πολέμου και στην επίτευξη ειρήνης».

Προς έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο;

Στα ερωτήματα τα οποία τίθενται για τα τεκταινόμενα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, προστίθεται ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή που φαίνεται πλέον πιθανό να επεκταθεί προς τον Λίβανο, αλλά και οι ανησυχίες για τις ανακατατάξεις που η συνεχιζόμενη σύρραξη και οι πολιτικές της συνέπειες μπορεί να έχουν στον κόσμο. Μπορεί πράγματι το Ιράν να χρησιμοποιήσει πυρηνικά; Θα εισβάλει η Κίνα στην Ταϊβάν;

Ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ιστορικούς της Βρετανίας, ο Καθηγητής Ρίτσαρντ Οβερυ από το Πανεπιστήμιο του Εσσεξ, ο οποίος ειδικεύεται στην Ιστορία του Γ’ Ράιχ και την Σοβιετική Ένωση, αναρωτήθηκε πρόσφατα στην βρετανική εφημερίδα Τέλεγκραφ, εάν είναι πράγματι πολύ αργά να προλάβουμε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σύμφωνα με το πρώτο σενάριο το οποίο προτείνει ο Οβερυ, η ιρανική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι έχει αναπτύξει πυρηνική βόμβα και απειλεί να την χρησιμοποιήσει στο Ισραήλ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούν με την απειλή στρατιωτικής επέμβασης, όπως έκαναν το 1991 και το 2003 στο Ιράκ. Το Ιράν επισημαίνει ότι δεν θα ανεχθεί έναν τρίτο πόλεμο στον Κόλπο και αναζητά συμμάχους. Οι αμερικανικές δυνάμεις εισέρχονται μαζικά στο Ιράν. Η Ρωσία, η Κίνα και η Βόρειος Κορέα εκφράζουν την υποστήριξή τους στο Ιράν και η Ουάσιγκτον επεκτείνει την δύναμη επέμβασής της, επικουρούμενη από βρετανικές δυνάμεις. Η Ρωσία μπαίνει στο παιχνίδι, αυξάνοντας το διακύβευμα με την προσδοκία ότι η Δύση θα υποχωρήσει. Ακολουθεί μια πυρηνική αντιπαράθεση, καθώς οι ηγέτες παίζουν με τον κίνδυνο να μην χτυπήσουν πρώτοι. Ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκινά με ανταλλαγή πυρηνικών και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.

Κατά το δεύτερο σενάριο, o κινεζικός εκνευρισμός  για το καθεστώς της Ταϊβάν προκαλεί συσσώρευση δυνάμεων εισβολής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απασχολημένες με την δική τους εσωτερική πολιτική κρίση. Η Ιαπωνία παρακολουθεί με αγωνία την ανταλλαγή σκληρών εκφράσεων μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, διερωτώμενη αν πρέπει να παρέμβει. Τα Ηνωμένα Έθνη καταδικάζουν τις κινεζικές ενέργειες και η Κίνα αποκηρύσσει την μομφή και διατάζει εισβολή, πεπεισμένη ότι μια γρήγορη νίκη θα αποτρέψει άλλους από το να επέμβουν, όπως ήλπιζε ο Χίτλερ όταν εισέβαλε στην Πολωνία το 1939. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργοποιούν τώρα σχέδια έκτακτης ανάγκης για να σώσουν την Ταϊβάν και η κάθε πλευρά χρησιμοποιεί τακτικά πυρηνικά όπλα εναντίων των ενόπλων δυνάμεων της άλλης. Η Βόρειος Κορέα και η Ρωσία τάσσονται στο πλευρό της Κίνας. Δεν υπάρχει γενικό πυρηνικό χτύπημα, αλλά η Ρωσία προειδοποιεί την Ευρώπη να μείνει έξω από την διαμάχη, διασπώντας την αμερικανική στρατηγική μεταξύ των δύο θεάτρων, όπως συνέβη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σύγκρουση συνεχίζει και κλιμακώνεται.

Στο τρίτο σενάριο, ο κορυφαίος βρετανός Καθηγητής εξετάζει ένα εντελώς διαφορετικό είδος παγκόσμιας σύγκρουσης. Σύμφωνα με αυτό, ο αυξανόμενος διχασμός μεταξύ της δημοκρατικής Δύσης και του τόξου των αυταρχικών κρατών στην Ευρασία έχει εισέλθει σε ένα επικίνδυνο νέο κεφάλαιο. Καμία από τις δύο πλευρές δεν θέλει να διακινδυνεύσει έναν ξεκάθαρο πόλεμο, αλλά υπάρχει πιθανότητα η καταστροφή των δορυφορικών επικοινωνιών να υπονομεύσει την στρατιωτική και οικονομική ικανότητα της άλλης πλευράς. Χωρίς προειδοποίηση, το σύστημα δορυφορικών επικοινωνιών της Δύσης δέχεται επίθεση και προκαλείται τεράστια ζημιά στα εμπορικά και στρατιωτικά ηλεκτρονικά δίκτυά της.

Στο χάος που ακολουθεί, η ευθύνη κατευθύνεται γρήγορα στα αντιδυτικά κράτη. Αντίποινα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν με την κατάρρευση των επικοινωνιών. Εν μέσω αβεβαιότητος, διατάσσεται στρατιωτική κινητοποίηση σε όλο τον δυτικό κόσμο, αλλά η Ρωσία και η Κίνα απαιτούν να σταματήσει. Όπως και το 1914, οι τροχοί, αφού τεθούν σε κίνηση, δύσκολα σταματούν και η κρίση μεγαλώνει. Καλώς ήρθατε στον Πρώτο Διαστημικό Πόλεμο.

Αυτά τα τρία σενάρια είναι πιθανά, λέει ο Καθηγητής Οβερυ, αν και κανένα από αυτά, ξεκαθαρίζει, δεν θεωρεί πιθανό.

Η πρόβλεψη – ή ακριβέστερα, η φαντασία – των πολέμων του μέλλοντος μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνες φαντασιώσεις που προάγουν το άγχος για την μελλοντική ασφάλεια. Είναι πιθανό ότι ακόμη και η πιο εύλογη πρόγνωση θα αποβεί λανθασμένη. Η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων έχει αλλάξει ουσιαστικά τους όρους οποιασδήποτε μελλοντικής παγκόσμιας σύγκρουσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν σχέδια έκτακτης ανάγκης τα οποία προετοιμάζονται από τις ένοπλες δυνάμεις παντού για να ικανοποιήσουν μια σειρά από πιθανότητες οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν φανταστικές στον πραγματικό κόσμο. Και ενώ η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε την μορφή ενός μελλοντικού πολέμου, τα μαθήματα της ιστορίας σπάνια αντλούνται.

Ωστόσο, το ερώτημα πώς θα μπορούσε να ξεσπάσει ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος μας στοιχειώνει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά από το τέλος του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Η ίδια η εικασία είναι απόδειξη της προσδοκίας μας ότι ο πόλεμος κάποιου είδους παραμένει γεγονός σε έναν κόσμο πολλαπλών ανασφαλειών. Οι συγκρούσεις στην Ουκρανία, στην Γάζα, στην Μιανμάρ και στο Σουδάν υπενθυμίζουν αυτήν την πάντα παρούσα πραγματικότητα. Οι δε τακτικές απειλές από την Ρωσία σχετικά με την χρήση πυρηνικών όπλων υποδηλώνουν ότι οι φαντασιώσεις μας μπορεί τελικά να μην είναι τόσο εκτεταμένες.

Η κουλτούρα του πολέμου

Στην συνέχεια ο Καθηγητής κάνει χρήση της ιστορικής εμπειρίας, για να αναρωτηθεί, αν μπορούμε τελικά να προσδοκούμε έναν κόσμο στον οποίον δεν κάνουμε καθόλου πόλεμο.

«Ο πόλεμος» γράφει, «ήταν χαρακτηριστικό σχεδόν ολόκληρης της καταγεγραμμένης ιστορίας και η πολεμική βία προηγήθηκε της ίδρυσης των πρώτων κρατών. Το γιατί τα ανθρώπινα όντα ανέπτυξαν πολεμική δράση παράλληλα με την ικανότητά τους για κοινωνική συνεργασία παραμένει ένα θεμελιώδες ερώτημα.

Είναι ένα παζλ με το οποίο οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν παλέψει για μεγάλο μέρος του 20ού και του 21ου αιώνα. Κατά τους εξελικτικούς βιολόγους και ψυχολόγους, ο πόλεμος ήταν ένα μέσο για τον πρώιμο άνθρωπο προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση, να προστατεύσει τους συγγενείς του και να αντιμετωπίσει την οικολογική κρίση. Κανένας ανθρωποβιολόγος δεν υποστηρίζει τώρα ότι η βία είναι στα γονίδιά μας, αλλά οι πρώιμοι άνθρωποι, οργανωμένοι σε μικρές ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ή ψαράδων, σχεδόν σίγουρα χρησιμοποιούσαν βία για να προστατεύσουν τους εισβολείς, να εξασφαλίσουν πόρους και τρόφιμα και μερικές φορές για να ενεργήσουν ως αρπακτικά σε γειτονικές κοινότητες. Η καταφυγή στην βία ως ένα από τα στοιχεία στο κιτ επιβίωσης του πρώιμου ανθρώπου έγινε ψυχολογικά κανονιστική, αλλά και βιολογικά χρήσιμη. Σε αυτή την ανάγνωση, ο πόλεμος είναι κάτι που είναι βαθιά ενσωματωμένο στην ανθρώπινη ανάπτυξη.

Ωστόσο, αυτή η άποψη αμφισβητείται από τις άλλες επιστήμες, οι οποίες βλέπουν τον πόλεμο ως φαινόμενο που συνδέεται με την ανάπτυξη εγκατεστημένων πολιτισμών και πολιτικών συστημάτων, φυλής, πρωτοκράτους ή κράτους. Πριν από 10.000 χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάτι που μοιάζει με πόλεμο εμφανίστηκε παγκοσμίως, όπως αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα των όπλων, της εικονογραφίας και των οχυρώσεων.

Ο πόλεμος δεν ήταν σαν τον σύγχρονο πόλεμο, οργανωμένος σε μαζικούς στρατούς προμηθευμένους από στρατιωτικές βιομηχανίες, αλλά είχε διάφορες μορφές: μια θανατηφόρα επιδρομή, μια τελετουργική συνάντηση ή μια σφαγή, όπως οι δολοφονίες στο Νάταρουκ που χρονολογούνται στον 9ο αιώνα π.Χ. Τα υπολείμματα ανδρών, γυναικών (μία από αυτές έγκυος) και παιδιών που ανακαλύφθηκαν σε αυτήν την τοποθεσία κοντά στη λίμνη Τουρκάνα της Κένυας δείχνουν ότι τα θύματα δέχθηκαν χτυπήματα με ρόπαλα και μαχαιρώθηκαν μέχρι θανάτου.

Προφανώς δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει ένα κράτος για να εμπλακεί σε βία, όπως απέδειξε ο φυλετικός πόλεμος που παρατηρήθηκε τις τελευταίες εκατοντάδες χρόνια, αλλά ο πόλεμος σήμαινε την εμφάνιση μιας ελίτ πολεμιστών και μιας κουλτούρας στην οποία ο πόλεμος αξιοποιήθηκε και επικυρώθηκε: Σπαρτιάτες, Βίκινγκς, Αζτέκοι, υπήρξαν πολύ λίγοι πολιτισμοί στους οποίους ο πόλεμος δεν έπαιξε ρόλο, συνήθως κεντρικό ρόλο, στην ζωή της κοινότητας. Στην ιστορική περίοδο των κρατών, πριν από περίπου 5.000 χρόνια, δεν υπάρχουν παραδείγματα όπου ο πόλεμος δεν ήταν αποδεκτή πρακτική. Οι πόλεμοι γίνονται πάντα για κάτι, είτε προκειμένου να ευχαριστήσουν τους θεούς με την αρπαγή αιχμαλώτων για να τους θυσιάσουν, είτε από την επιθυμία για πόρους, είτε προκειμένου να διευρύνουν την εξουσία πάνω σε άλλους, είτε για να αναζητήσουν αυξημένη ασφάλεια, είτε απλώς για να διεξάγουν έναν πόλεμο άμυνας εναντίον ενός αρπακτικού. Αυτός ο συνδυασμός κινήτρων παρέμεινε αξιοσημείωτα σταθερός.

Η κατάληψη των πόρων είναι ένα προφανές κίνητρο για τον πόλεμο, μια εξήγηση που εκτείνεται από τους αρχαίους Ρωμαίους οι οποίοι κατέστρεφαν εχθρικές πόλεις, άρπαζαν σκλάβους και θησαυρούς και απαιτούσαν φόρο, μέχρι τις ιαπωνικές δυνάμεις το 1942 όταν κατέλαβαν το πετρέλαιο και τις πρώτες ύλες που η ανατολική Ασία χρειαζόταν για έναν περαιτέρω πόλεμο. Οι πόλεμοι για την πίστη εκτείνονται επίσης χιλιετίες, από τις μουσουλμανικές κατακτήσεις της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής τον πρώιμο Μεσαίωνα, και την εποχή των χριστιανικών σταυροφοριών που ακολούθησαν, έως τις τρέχουσες εκστρατείες τζιχάντ του μαχητικού Ισλάμ.

Η ασφάλεια, όπως αναγνώρισε περίφημα ο Τόμας Χομπς στο Λεβιάθαν του 1651, βρίσκεται πάντα σε κίνδυνο σε έναν άναρχο κόσμο όπου δεν υπάρχει ενιαία κοινή δύναμη για να την επιβάλει. Τα σύνορα είναι η λίθος των φόβων για την ασφάλεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης, όπως καταδεικνύουν σήμερα οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στην Γάζα. Αλλά τα μακρά σύνορα της Κίνας με τους νομάδες της στέπας και τα αχανή σύνορα της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν επίσης τοποθεσίες συνεχών καταπατήσεων, αμυντικών μαχών και σωφρονιστικών αποστολών.

Η επιδίωξη της εξουσίας είναι ίσως η πιο κοινή εξήγηση για τον πόλεμο – ιδιαίτερα δημοφιλής στους πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες. Η Θεωρία Μετάβασης Ισχύος, που πρωτοστάτησε στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, βλέπει μια συνεχή κούρσα μεταξύ μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων καθώς η μία προσπαθεί να υπερβεί την δύναμη της άλλης. Η φυλή, όπως υποστηρίζεται, μπορεί να καταλήξει σε πόλεμο καθώς μια παρακμάζουσα δύναμη επιδιώκει να προστατεύσει την θέση της ή μια ανερχόμενη δύναμη επιδιώκει να την αντικαταστήσει. Η θεωρία εφαρμόστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Σοβιετική Ένωση, αλλά ποτέ δεν άρχισαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου. Τώρα εφαρμόζεται σε ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, αγαπημένο σενάριο για όσους προβλέπουν την σύγκρουση του 21ου αιώνα.

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ξεκίνησαν με μια μεγάλη δύναμη να επιλέγει μια μικρότερη – την Σερβία το 1914, την Πολωνία το 1939 – και στη συνέχεια να παρασύρει άλλες δυνάμεις στην δίνη. Αυτό μπορεί πράγματι να συμβεί με την Ταϊβάν, όπως συμβαίνει ήδη με την Ουκρανία.

Η εξουσία λειτουργεί καλύτερα ως εξήγηση όταν η ιστορία στρέφεται προς τα άτομα που οδήγησαν τους εαυτούς τους να γίνουν οι μεγάλοι κατακτητές, άνθρωποι των οποίων η ωμή φιλοδοξία κινητοποίησε την υποστήριξη του λαού τους για απεριόριστη κατάκτηση – Μέγας Αλέξανδρος, Τζένγκις Χαν, Ναπολέοντας, Χίτλερ. Αυτή είναι μια υβριστική δύναμη που βασίζεται στην αλαζονική αυτοπεποίθηση και συνήθως εξατμίζεται με τον θάνατο ή την ήττα του ηγέτη. Αλλά όσο ηγούνται, και υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να ακολουθήσουν, ο πόλεμος είναι απεριόριστος και καταστροφικός σε τεράστια κλίμακα. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη και απρόβλεπτη εξήγηση για την επιμονή του πολέμου και καλύπτει ολόκληρη την ιστορική καταγραφή. Είναι μια από τις πιο σίγουρες ενδείξεις ότι ο πόλεμος έχει ακόμα μέλλον αλλά και μακρύ παρελθόν.

Οι πόλεμοι του μέλλοντος βασίζονται σε μια ζοφερή κληρονομιά. Το γεγονός ότι η ειρήνη φαίνεται να είναι η λογική επιλογή για τους περισσότερους ανθρώπους δεν μπόρεσε ποτέ να καταπνίξει την παρόρμηση για μάχη όταν φαίνεται απαραίτητο ή επικερδές, ή μια υποχρέωση. Και αυτή η κληρονομιά είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο μπορούμε να φανταστούμε έναν μελλοντικό πόλεμο. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπήρχε η μόδα να λένε ότι ο πόλεμος ήταν ξεπερασμένος – αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε τώρα να ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς όπλα και φόβο. Ενώ λίγοι θα επεδίωκαν ενεργά τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγοι οραματίστηκαν ή ήθελαν τους άλλους δύο. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι η κατανόησή μας για το γιατί συμβαίνουν οι πόλεμοι έχει συμβάλει ελάχιστα μέχρι στιγμής στο να παραμερίσουμε τον πόλεμο ως διαρκές στοιχείο στις ανθρώπινες υποθέσεις».

Καθηγητής Ρίτσαρντ Οβερυ

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok