Στην σύγκρουση με την Ρωσία η Δύση δεν έχει τίποτε να προσφέρει, έχει εξαντλήσει όλα τα πυρομαχικά της, χωρίς καν να έχει πλησιάσει τον στόχο της. Έτσι αναγκάζεται να επιστρέψει στο σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα, ήτοι στην απαίτηση της Ρωσίας για εγγυήσεις ασφαλείας για την επικράτειά της. Μετά από δύο χρόνια πολέμου δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος σε αυτό το βασικό ζήτημα της σύγκρουσης. Οι δυτικοί πλανόδιοι διπλωμάτες δεν προσέφεραν τίποτα σε αυτό το ζήτημα και σε καμία περίπτωση δεν έδωσαν την εντύπωση ότι τα συμφέροντα της Ρωσίας ελήφθησαν σοβαρά υπόψη.
Οι Ρώσοι, ωστόσο, είναι πολύ σαφείς και γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται και τίποτε δεν τους αποτρέπει από τον στόχο τους. Η ασφάλεια για την επικράτειά τους και τους λαούς της Ρωσίας είναι το απλό αίτημά τους, κάτι που η Δύση απλά δεν μπορεί να το ξεπεράσει, όσο κι αν ελίσσεται και θέλει να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου. Στην πολιτική-βιτρίνα εκ μέρους του ΝΑΤΟ υπάρχει και κάτι άλλο που δεν περνά απαρατήρητο: Η αδυναμία των εκπροσώπων του. Το ΝΑΤΟ δεν έχει κανένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, επειδή δεν έχει ιδέα για το τι θέλει να επιτύχει.
Για τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο, η απαίτηση της Ρωσίας είναι κατανοητή. Δεν έχει περάσει απαρατήρητο από το παγκόσμιο κοινό ότι η Ρωσία δεν ήταν η απειλή για τα πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, όπως η Δύση είχε επανειλημμένα ισχυριστεί από το επίσημο τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1997, καθώς δεν είναι η Ρωσία που έχει επεκταθεί προς τα δυτικά, κάτι που φάνηκε από τα γεγονότα των τελευταίων ετών. Ήταν το ίδιο το ΝΑΤΟ που επεκτάθηκε όλο και πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, αποδεχόμενο στην Συμμαχία όλο και περισσότερους άμεσους γείτονες της Ρωσίας. Με αυτόν τον τρόπο, δημιούργησε τον κίνδυνο άμεσης αντιπαράθεσης με την ίδια την Ρωσία. Ούτως παραμένει το ερώτημα του τι θέλει να επιτύχει το ΝΑΤΟ με αυτό το αυξανόμενο σώμα των χωρών-μελών κατά μήκος των ρωσικών συνόρων.
Θέλει το ΝΑΤΟ να διακινδυνεύσει τον μεγάλο πόλεμο που κάποιοι στην Δύση φαντασιώνονται; Ή μήπως έχει συνειδητοποιήσει από την τρέχουσα κρίση και αρκετά νωρίς ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αντιπάλους όπως η Ρωσία και η Κίνα. Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι οι Ουκρανοί θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους Ρώσους μόνοι τους. Η Δύση στέλνει όπλα, αλλά όχι στρατιώτες. Ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης επέκτασης της σύγκρουσης στο επίπεδο του πυρηνικού πολέμου μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων θα ήταν πολύ μεγάλος.
Αλλά αν κάποιος δεν τολμά να διεξάγει συμβατικό πόλεμο και θέλει να αποφύγει τον πυρηνικό πόλεμο με κάθε κόστος, ποιο είναι το νόημα όλων των προσπαθειών να αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ με την εισδοχή νέων κρατών στην συμμαχία; Ακόμη και η αποδοχή της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ δεν θα άλλαζε το γεγονός ότι ένας συμβατικός πόλεμος μπορεί να καταλήξει σε πυρηνική ανάφλεξη. Ακόμη και η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην Συμμαχία δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Στο τέλος, υπάρχει πάντα ο πυρηνικός πόλεμος και το τέλος του κόσμου. Προς το παρόν, παρ’ όλες τις εντάσεις και τις συγκρούσεις, οι ηγέτες της Δύσης ενεργούν σαν να έχουν επίγνωση αυτού του γεγονότος.
Ωστόσο, αν και η Ρωσία μπορεί να κατονομάσει τα συμφέροντά της με σαφήνεια και κατανόηση για τους περισσότερους ανθρώπους, το ίδιο δεν συμβαίνει με το ΝΑΤΟ. Δεν μπορεί να παρουσιάσει αυτό που θέλει. Ξέρει μόνο τι δεν θέλει. Όχι πίσω στην ισορροπία δυνάμεων του 1997. Καμία μείωση των δυνατοτήτων απειλής στο κέντρο της Ευρώπης από το ΝΑΤΟ. Αυτό σημαίνει ότι όλα πρέπει να παραμείνουν τα ίδια. Τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει, αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι οι παλιές συνθήκες απειλούνται από την αλλαγή. Η αλλαγή είναι προ των πυλών, μια αλλαγή που συμπεριλαμβάνει το ίδιο το ΝΑΤΟ.
Από την πλευρά της η Ρωσία δεν στρέφεται μονομερώς κατά της Δύσης, καθώς είναι έτοιμη να περιορίσει την δική της στρατιωτική μηχανή, να ελαττώσει στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν ακούσια να προκαλέσουν έναν ανεπιθύμητο πόλεμο. Η Ρωσία δεν απαιτεί περισσότερα από την Δύση από όσα είναι πρόθυμη να οριοθετήσει στον εαυτό της. Και όμως η Δύση δεν λέει τίποτα για όλα όσα προτείνει ο Πούτιν. Γιατί η Δύση δεν θέλει να κάνει παραχωρήσεις;
Δεν θέλει να κάνει παραχωρήσεις στην Ρωσία γιατί είναι θέμα αρχής, όχι κατανόησης. Μετά από όλες τις ήττες των τελευταίων ετών στο Αφγανιστάν, τον αραβικό κόσμο, την Βενεζουέλα, το Ιράν και την Ζώνη Σαχέλ θέλει να αντισταθεί στην Ρωσία και την Κίνα. Κάθε βήμα πίσω γίνεται αντιληπτό ως ήττα, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα να κερδίσει. Δεν πρόκειται μόνο για την Ουκρανία (δείτε και παλαιότερο σχετικό άρθρο). Πρόκειται για τον αγώνα επιβίωσης του δυτικού συστήματος το οποίο δεν πρέπει να αποδειχθεί κατώτερο, διότι αυτό συνιστά την εξουσία του. Ακόμα κι αν η Ρωσία δεν είναι πλέον σοσιαλιστική, στα μάτια της Δύσης δεν είναι η δημοκρατία που θέλει η Δύση. Αυτό σίγουρα δεν ισχύει για την Κίνα, επειδή κυβερνάται από ένα κομμουνιστικό κόμμα το οποίο είναι επίσης επιτυχημένο, σε αντίθεση με όλες τις θεωρίες των δυτικών εμπειρογνωμόνων και διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να κρύψει η κραυγή «αξιών» της Δύσης και η υποκριτική προπαγάνδα της για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Για την Δύση, διακυβεύονται πολύ περισσότερα από την νίκη επί της Ρωσίας σε αυτό που είναι στην πραγματικότητα η περιορισμένη σύγκρουση για την Ουκρανία. Η ιδέα της Δύσης για την ανωτερότητα του δυτικού μοντέλου δεν πρέπει να αποδειχθεί δια μέσου της Ουκρανίας ψέμα ζωής. Με κάθε περαιτέρω αύξηση της επιρροής από τα λεγόμενα «αυταρχικά» κράτη όπως η Ρωσία και η Κίνα, τα θεμέλια αυτής της δυτικής «υπεροχής» απομακρύνονται, με την Δύση να μην γνωρίζει άλλη θεραπεία για αυτό εκτός από τα γνωστά μέσα στρατιωτικής και οικονομικής πίεσης.
Με την προσφιλή τακτική κατάκτησης κρατών και την εγκαθίδρυση υποτακτικών κυβερνήσεων, είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν μόνο προσωρινές επιτυχίες. Στο τέλος, οι παλιές συνθήκες αποκαταστάθηκαν, όπως φάνηκε στο Αφγανιστάν. Στον ισλαμικό κόσμο, στην Ασία και Αφρική, οι δυτικές αποστολές εκδημοκρατισμού άφησαν καμένη γη στο πέρασμά τους. Είναι πρόδηλο ότι ο πόλεμος για την κατάκτηση εδαφών είναι μια ξεπερασμένη έννοια για την εξασφάλιση επιρροής. Αυτό φαίνεται από την ιστορία του 20ου αιώνα. Η Δύση δεν μπόρεσε να κρατήσει τα κατακτημένα εδάφη μακροπρόθεσμα, ακόμη και αν διόριζε φιλικές-πρόθυμες κυβερνήσεις. Αλλά ακόμη και εκεί όπου η δυτική επιρροή είναι για μεγάλο διάστημα διαδεδομένη και υποστηρίζεται από ισορροπημένες ή ακόμη και εξαρτώμενες κυβερνήσεις, η γεωπολιτική επίδραση της Ρωσίας και της Κίνας δεν έχει σταματήσει, τουναντίον καλπάζει. Οι εξελίξεις στην περιοχή του Σαχέλ το καθιστούν σαφές. Γιατί; Επειδή οι λαοί του κόσμου δεν νοιάζονται για την «δημοκρατία» της Δύσης, θέλουν μια αξιοπρεπή ζωή, ευημερία και ένα ειρηνικό μέλλον για τα παιδιά τους.
Από αυτή την άποψη, οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας και κάθε κυβέρνηση που δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις απαιτήσεις του λαού δεν θα διαρκέσει μακροπρόθεσμα. Αυτό φαίνεται από τις εξελίξεις στον κόσμο, ειδικά από τις αρχές του 21ου αιώνα, οι οποίες καθορίστηκαν από την αναβίωση της Ρωσίας ως πολιτικής και στρατιωτικής παγκόσμιας δύναμης και την άνοδο της Κίνας ως οικονομικού ηγέτη.
Η αλήθεια γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη: Ο κόσμος απομακρύνεται από την Δύση. Η πολιτική της Δύσης και του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας έχει αποτύχει.
του Γεωργίου Λιναρδή