Ένας ρωσικός ναυτικός στολίσκος αποτελούμενος από το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο Kazan, την φρεγάτα Admiral Gorshkov και δυο σκάφη υποστήριξης έφτασε στην Κούβα την Τετάρτη, η πρώτη τέτοια επίσκεψη από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και ένα μήνυμα ότι η Μόσχα συγκαταλέγει την Αβάνα στους μακροχρόνιους συμμάχους της. Ο ελλιμενισμός του ρωσικού στολίσκου έρχεται εν μέσω κλιμάκωσης των εντάσεων με τις ΗΠΑ για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μπάιντεν εξουσιοδότησε τον ουκρανικό στρατό να χτυπήσει στόχους στην Ρωσία με αμερικανικά όπλα. Ο Πούτιν απάντησε λέγοντας ότι η Μόσχα μπορεί να εξοπλίσει χώρες εχθρικές προς την Δύση. Είναι το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις, η άφιξη στην Καραϊβική μιας φρεγάτας και ενός υποβρυχίου εξοπλισμένων με υπερ-υπερηχητικούς πυραύλους Zircon που μπορούν να διεισδύσουν σε οποιαδήποτε υπάρχουσα αντιπυραυλική άμυνα, αποτελεί μέρος των προσπαθειών της Μόσχας να προβάλει ισχύ εν μέσω των πολύ επικίνδυνων εντάσεων με την Δύση για την Ουκρανία.
Για την Ρωσία, η βασική αξία της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής είναι η γεωγραφική της εγγύτητα με τις ΗΠΑ. Στα μάτια της Μόσχας, είναι το «εγγύς εξωτερικό», η «αυλή» της Ουάσιγκτον. Η Μόσχα πιστεύει ότι το δικό της «εγγύς εξωτερικό», το έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είναι μια περιοχή όπου τα συμφέροντα της Ρωσίας πρέπει να ληφθούν υπόψη από όλα τα άλλα κράτη. Η ρωσική κυβέρνηση πιστεύει επίσης ότι οι ΗΠΑ αγνοούν συστηματικά τα ρωσικά συμφέροντα και για τον λόγο αυτό η Ρωσία πρέπει να ενισχύσει την παρουσία της στην Λατινική Αμερική ως απάντηση. Ήδη από το 1997, ο τότε αναπληρωτής πρωθυπουργός Μπόρις Νεμτσόφ, κατά την επίσκεψή του στη Λατινική Αμερική, δήλωσε ότι εάν η Ρωσία διατηρήσει παρουσία στην περιοχή, θα μπορούσε αυτό να την βοηθήσει να ασχοληθεί με την Δύση στα γειτονικά εδάφη της Ρωσίας. Αυτό το όραμα ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια, το 2013 η Μόσχα δήλωσε ότι οι σχέσεις της με την Λατινική Αμερική είναι «στρατηγικής» σημασίας.
Ούτως, ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, η Λατινική Αμερική έχει αναδειχθεί ως η μόνη γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτικά τεράστια περιοχή του «μακρινού εξωτερικού» της Ρωσίας που παρέχει στην Μόσχα πολλαπλές ευκαιρίες να αντιμετωπίσει διάφορα θέματα στην ατζέντα της εξωτερικής της πολιτικής με αποδεκτό κόστος αυτή την στιγμή. Σήμερα, η Ρωσία διατηρεί σταθερές σχέσεις με όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και καμία από αυτές δεν υποστήριξε την έκκληση των ΗΠΑ και της Ευρώπης να απομονώσουν την Μόσχα στην διεθνή σκηνή ως απάντηση στην στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Επιπλέον, η Ρωσία έχει καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών, δημιουργώντας επαφές με πολλά άλλα περιφερειακά μπλοκ και οργανισμούς και οι Ρώσοι υπήκοοι μπορούν να ταξιδεύουν χωρίς βίζα σχεδόν παντού στην Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (με την τελευταία να αναδύεται ως ένας από τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς για τους Ρώσους).
Από την διακήρυξη του Δόγματος Μονρόε, η Νότια και η Κεντρική Αμερική υποτίθεται ότι βρίσκονται στην πολιτική σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Πώς κατάφερε λοιπόν η Ρωσία να έχει καλές σχέσεις με αυτές τις χώρες, πολλές εκ των οποίων δεν συμφωνούν με τις πολιτικές των ΗΠΑ και της Δύσης; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να κατανοήσουμε τις ρίζες των ρωσο-λατινοαμερικανικών σχέσεων, οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν πριν από 200 χρόνια στην δυναστεία Ρομανόφ.
Το 1787, η Ρωσίδα αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη φιλοξένησε τον Φρανσίσκο ντε Μιράντα, στρατιωτικό ηγέτη της Βενεζουέλας και επαναστάτη ηγέτη κατά της ισπανικής κυριαρχίας στην Λατινική Αμερική. Ο Μιράντα έλαβε τόσο γενναιόδωρη φιλοξενία από Ρώσους ευγενείς, ειδικά από τον πρίγκιπα Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Ποτέμκιν, που παράτεινε την επίσκεψή του στην Ρωσία και μετέτρεψε αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ένα σύντομο ταξίδι σε μια «μεγάλη περιοδεία». Ο Μιράντα αναζητούσε βοήθεια στην Ευρώπη για το απελευθερωτικό του κίνημα εναντίον των Ισπανών αποικιοκρατών και δεδομένου ότι η Ρωσία, σε αντίθεση με ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, δεν είχε ποτέ αποικιακές κτήσεις στη Λατινική Αμερική, βρήκε στους Ρώσους κατάλληλους συμμάχους. Ο Μιράντα έλαβε θετική απάντηση από τους Ρώσους και την Αικατερίνη, η οποία διέταξε τις ρωσικές πρεσβείες σε όλη την Ευρώπη να βοηθήσουν τον Μιράντα στην επαναστατική του προσπάθεια και του παρείχαν διπλωματική ασυλία παρέχοντας του ρωσικό διαβατήριο. Αυτό σηματοδότησε την αρχή της μακροχρόνιας πολιτικής ανάμιξης της Ρωσίας στην Λατινική Αμερική.
Παρά την ρωσική υποστήριξη, ο Μιράντα δεν πέτυχε στην αποστολή του. Ωστόσο, η «εμπειρία Μιράντα» παρείχε στην Ρωσία αποτελεσματική σοφιστεία: «Η Ρωσία δεν συμμετείχε ποτέ στον αποικισμό, επομένως η Ρωσία είναι ένας αξιόπιστος εταίρος». Ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, χρησιμοποίησε αυτή την ρήση πρόσφατα για να παρουσιάσει την Ρωσία ως αξιόπιστο εταίρο που αξίζει μια στενότερη σχέση με τη Λατινική Αμερική. «Η Ρωσία δεν συμμετείχε ποτέ στον αποικισμό της περιοχής», δήλωσε ο Λαβρόφ τον Φεβρουάριο του 2022 κατά την διάρκεια περιοδείας του στην Λατινική Αμερική, λίγες ημέρες πριν την στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία.
Αυτό που φύτεψε η Μεγάλη Αικατερίνη, έναν αιώνα αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία βρήκε την ευκαιρία να θερίσει έχοντας την εμπειρία Μιράντα, καθιερώνοντας το 1878 επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Βραζιλίας, μια διαδικασία που κορυφώθηκε με μια επίσκεψη στην Ρωσία του αυτοκράτορα Ντομ Πέντρο II και μια συνάντηση με τον Τσάρο Αλέξανδρο Β ‘. Ωστόσο, ενώ είχαν χτιστεί τα θεμέλια των ρωσο-λατινοαμερικανικών σχέσεων, η αγγλοαμερικανική ναυτική και πολιτική κυριαρχία στον Ατλαντικό Ωκεανό και τα κύματα πολιτικού χάους στην Ρωσία εμπόδισαν την Ρωσική Αυτοκρατορία να επεκτείνει την παρουσία της στην περιοχή. Όμως παρά την επανάσταση του 1917, η διάδοχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Σοβιετική Ένωση, δεν ξέχασε την αποστολή της Λατινικής Αμερικής.
Οι σοβιετο-λατινοαμερικανικές σχέσεις ξεκίνησαν την δεκαετία του 1920. Οι πρώτες διπλωματικές σχέσεις καθιερώθηκαν με το Μεξικό (1924), την Ουρουγουάη (1926) και την Κολομβία (1935). Για περίπου δύο δεκαετίες, οι σοβιετο-λατινοαμερικανικές σχέσεις δεν είχαν στρατηγικό χαρακτήρα. Η ανώνυμη εταιρεία Yuzhamtorg, η οποία είχε το μονοπώλιο στο σοβιετικό εμπόριο, και το Commentariat, που ήταν η μηχανή προπαγάνδας της Σοβιετικής Ένωσης, επιφορτίστηκαν με την διευκόλυνση των συνδέσεων μεταξύ των δύο περιοχών. Πραγματοποιήθηκε κάποιο εμπόριο, αλλά οι περισσότερες από τις ανταλλαγές ήταν πολιτιστικές και επιστημονικές.
Το 1941, η εισβολή της Γερμανίας στην Σοβιετική Ένωση άλλαξε την δυναμική των σοβιετο-λατινοαμερικανικών σχέσεων. Η μηχανή προπαγάνδας της Μόσχας επιτάχυνε τους ρυθμούς πολιτιστικής και πολιτικής επιρροής στην Λατινική Αμερική, έως τον Ιούλιο του 1946 η Σοβιετική Ένωση είχε συνάψει σημαντικές διπλωματικές σχέσεις και με τα 14 κράτη της Λατινικής Αμερικής. Η σοβιετική ηγεσία θέλησε να μην χάσει την δυναμική της πολιτιστικής και πολιτικής επιρροής και αμέσως μετά την καθιέρωση διπλωματικής παρουσίας στην Λατινική Αμερική, οργάνωσε μια διακοινοβουλευτική ανταλλαγή με τις 14 χώρες της Λατινικής Αμερικής. Το 1956, οι πρώτες κοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες από την Βραζιλία και την Ουρουγουάη έφτασαν στην ΕΣΣΔ, και το 1958 αντιπροσωπείες της ΕΣΣΔ πραγματοποίησαν τις πρώτες επισκέψεις τους στην Λατινική Αμερική. Έκτοτε, οι δύο πλευρές έχουν ανταλλάξει δεκάδες αντιπροσωπείες των αντίστοιχων νομοθετικών οργάνων τους, αποδεικνύοντας την μεγάλη επιρροή αυτής της πρωτοβουλίας.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ο μόνος πόλεμος που διαμόρφωσε την φύση των σοβιετο-λατινοαμερικανικών σχέσεων. Η ταχεία εμφάνιση ενός άλλου τύπου πολέμου με διαφορετική δυναμική άρχισε να επηρεάζει την στρατηγική της Μόσχας στην Λατινική Αμερική. Η αυξανόμενη κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης μετατόπισε περισσότερο την προσοχή της Μόσχας στην περιοχή όσο ποτέ άλλοτε. Σε αυτή την εποχή η Σοβιετική Ένωση βρήκε την Λατινική Αμερική πολύτιμη για διάφορους λόγους. Δεδομένου του τεράστιου οικονομικού χάσματος της περιοχής μεταξύ πλουσίων και φτωχών και των υψηλών ποσοστών φτώχειας και ανεργίας των νέων στην περιοχή, υπήρχε ένα ακροατήριο φιλικό προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Στρατηγικά, οι ψήφοι των χωρών της Λατινικής Αμερικής στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενισχύσουν την σοβιετική επιρροή στην Γενική Συνέλευση. Γεωγραφικά, η εγγύτητα της Λατινικής Αμερικής με τις ΗΠΑ αντιπροσώπευε ένα πιθανό νέο μέτωπο εάν η Μόσχα δαπανούσε πόρους για να εδραιώσει στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Αυτό θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να αποσπάσουν την προσοχή τους από την Ευρώπη και την Νοτιοανατολική Ασία και να υπερασπιστούν μια περιοχή που βρισκόταν στην αυλή τους. Έδωσε επίσης στην Μόσχα μια πιθανή βάση από την οποία θα απειλούσε την ηπειρωτική χώρα των ΗΠΑ. Αυτή η απειλή θα εμφανιστεί το 1962 κατά την διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας.
Ο στόχος της Σοβιετικής Ένωσης να διαδώσει τον κομμουνισμό και να ενισχύσει την επιρροή της στην περιοχή καρποφόρησε μεταξύ των δεκαετιών του 1950-1970 σε αυτό που θα γινόταν γνωστό ως Μεγάλες Επαναστάσεις. Τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλη την περιοχή αναπτύχθηκαν και τα σοσιαλιστικά καθεστώτα ανέλαβαν την Βολιβία (1952) και την Κούβα (1959), τροποποιώντας την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Οι σοβιετο-λατινοαμερικανικές σχέσεις άρχισαν να εντείνονται και να επεκτείνονται, ειδικά στους τομείς των στρατιωτικών σχέσεων και της οικονομίας. Η Σοβιετική Ένωση έβλεπε την Κούβα ως την κύρια πύλη της προς τη Λατινική Αμερική και τις επαναστατικές δυνάμεις της ως ένα σημαντικό μέσο για να επεκτείνει την επιρροή της στην περιοχή. Η Μόσχα μπορούσε επίσης να παρουσιάσει την Κουβανική Επανάσταση ως ένα επιτυχημένο παράδειγμα μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου μια εναλλακτική λύση στα ανεπαρκή καθεστώτα στην Λατινική Αμερική.
Η δεκαετία του 1980 ήταν το αποκορύφωμα της επιρροής της ΕΣΣΔ στην Λατινική Αμερική. Οι διπλωματικές σχέσεις επισημοποιήθηκαν με 17 χώρες της περιοχής, και καθιερώθηκαν, αλλά δεν επισημοποιήθηκαν με δύο άλλες, την Γουατεμάλα και την Δομινικανή Δημοκρατία. Το πεδίο εφαρμογής των εταιρικών σχέσεων επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την πολιτική, την οικονομία, και τις δημόσιες σχέσεις εκτός από τις πολιτιστικές και επιστημονικές ανταλλαγές, και πολλοί ηγέτες της Λατινικής Αμερικής επισκέφθηκαν την Μόσχα.
Η άνοδος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σήμανε πτώση για τις σχέσεις με την Λατινική Αμερική. Ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης το 1985 και ξεκίνησε μια δραματική εκστρατεία πολιτικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής του, που ονομάστηκε «Νέα Σκέψη», βασίστηκε στην πεποίθηση ότι οι πόροι και οι υποδομές της Σοβιετικής Ένωσης δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν τις διεθνείς περιπέτειες που επέβλεψε ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ κατά την διάρκεια της θητείας του από το 1964-82. Σύμφωνα με την Νέα Σκέψη, η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από μια ιδεολογικοποιημένη εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ιδέα του Βλαντιμίρ Λένιν να τοποθετήσει τις διεθνείς σχέσεις δίπλα στους ταξικούς αγώνες. Αντ’ αυτού, η Μόσχα του Γκορμπατσόφ επικεντρώθηκε στην συνεργασία με την Δύση με βάση την αμοιβαία ασφάλεια και αλληλεξάρτηση. Η αποκλιμάκωση με την Δύση τερμάτισε τον δαπανηρό Ψυχρό Πόλεμο και επέτρεψε στην Μόσχα να εκτελέσει την «Περεστρόικα», ένα πρόγραμμα εσωτερικής οικονομικής μεταρρύθμισης.
Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους εξωτερικής πολιτικής, ο Γκορμπατσόφ επανεξέτασε πολλές από τις εμπλοκές της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό. Αποφάσισε να τερματίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον οποίο κληρονόμησε από τους προκατόχους του, Μπρέζνιεφ, Αντρόποφ και Τσερνιένκο, αλλά σταμάτησε επίσης την υποστήριξη των επαναστατικών δυνάμεων στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Λατινικής Αμερικής, σε μια προσπάθεια να μειώσει τις δαπανηρές κούρσες εξοπλισμών με τις ΗΠΑ. Αυτή η μετατόπιση στην εξωτερική πολιτική σηματοδότησε την πτώση των σοβιετο-λατινοαμερικανικών σχέσεων. Ο Γκορμπατσόφ δεν είχε μεγάλη ευκαιρία να εφαρμόσει την Νέα Σκέψη του, αφού το 1991 η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία βρέθηκε πολύ πίσω από τον παραδοσιακό αντίπαλό της στον Ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι νέοι Ρώσοι πολιτικοί συνειδητοποίησαν ότι η Μόσχα δεν είχε ούτε την οικονομία ούτε την στρατιωτική δύναμη για να αμφισβητήσει αποκλειστικά την θέση των ΗΠΑ ως παγκόσμια υπερδύναμη, αλλά ότι χρειαζόταν μια νέα προσέγγιση. Η προκύπτουσα στρατηγική, «Στροφή προς την Πολυπολικότητα», βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η μόνη επιλογή της Ρωσίας για να προστατεύσει την διεθνή επιρροή της στον κόσμο ήταν να υποστηρίξει μια πολυπολική παγκόσμια τάξη. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Γεβγκένι Πριμακόφ, πρωθυπουργός της Ρωσίας από το 1998-99 και υπουργός Εξωτερικών από το 1996-98, πρότεινε ότι η Ρωσία πρέπει να σχηματίσει ένα στρατηγικό τρίγωνο με τις αναδυόμενες μη δυτικές παγκόσμιες δυνάμεις, την Κίνα και την Ινδία, και να επεκτείνει την παρουσία της στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η Λατινική Αμερική έγινε και πάλι προτεραιότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η επιστροφή της μετασοβιετικής Ρωσίας στην περιοχή θα παρείχε στην Μόσχα νέους κερδοφόρους εταίρους και θα ενίσχυε την θέση της Ρωσίας στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο. Οι άφθονοι φυσικοί πόροι των χωρών της Λατινικής Αμερικής άνοιξαν ευκαιρίες για τις ρωσικές εταιρείες να συμμετάσχουν στην εξερεύνηση και παραγωγή ορυκτών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η περιοχή ήταν επίσης μια κατάλληλη αγορά για τις ρωσικές εταιρίες κατασκευών και τα ρωσικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων, δεδομένου του υψηλού επιπέδου πολιτικής έντασης στη Λατινική Αμερική, των πωλήσεων όπλων και της στρατιωτικής συνεργασίας.
Η επιστροφή της Ρωσίας στην Λατινική Αμερική δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Τις τελευταίες ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης, η Μόσχα εγκατέλειψε εντελώς την Κούβα και άφησε ημιτελή ένα μεγάλο αριθμό κατασκευαστικών έργων, συμπεριλαμβανομένου ενός πυρηνικού σταθμού. Το εμπόριο είχε πτωτική πορεία και η Ρωσία άρχισε να αναπτύσσει την φήμη ως αναξιόπιστος εταίρος. Η αντιιμπεριαλιστική ιδεολογική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 υπονομεύτηκε περαιτέρω από την μετατροπή της οικονομίας της Ρωσίας σε καπιταλισμό υπό τον Μπόρις Γιέλτσιν. Πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής αποφάσισαν να αναπτύξουν δεσμούς με την Δύση κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου.
Για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη, ο Πριμακόφ πραγματοποίησε συχνές επισκέψεις το 1996-97 στην Λατινική Αμερική για να υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας με χώρες όπως το Μεξικό, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή και η Κολομβία. Καθιέρωσε επίσης μια στρατηγική εταιρική σχέση με την Βραζιλία, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της ρωσο-βραζιλιάνικης επιτροπής για συνεργασία υψηλού επιπέδου. Ωστόσο οι ρωσο-λατινοαμερικανικές σχέσεις δεν άνθισαν, καθώς οι προσπάθειες του Πριμακόφ επισκιάστηκαν από τις ενέργειες του Γιέλτσιν. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ήταν επιφυλακτικές για την ριζική μεταρρύθμιση της Ρωσίας σε κεφαλαιαγορά και διαφώνησαν με την συμβιβαστική στάση του Γιέλτσιν σχετικά με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ, τους οποίους τα ηγετικά κράτη της περιοχής (γνωστά ως Ομάδα του Ρίο ή G-Rio) καταδίκασαν έντονα. Όταν ο Γιέλτσιν απομακρύνθηκε το 1999, ήταν ένα σημείο καμπής στις σχέσεις Ρωσίας-Λατινικής Αμερικής.
Σε αντίθεση με τον Γιέλτσιν, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν πρόθυμος να επιστρέψει στην Λατινική Αμερική το συντομότερο δυνατό. Ο Πούτιν κάλεσε εκπροσώπους της Ομάδας του Ρίο στην Μόσχα για μια άτυπη συνάντηση τον Μάρτιο του 2003, και η χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Η Λατινική Αμερική βρισκόταν στην μέση της «Κόκκινης Παλίρροιας», μιας στροφής προς τα αριστερά που είδε τους σοσιαλιστές να κερδίζουν τις εκλογές και τον σχηματισμό των «Τριών Σωματοφυλάκων της Αριστεράς», ήτοι του Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 1998, του Λούλα ντα Σίλβα της Βραζιλίας (2003), και του Έβο Μοράλες της Βολιβίας (2005).
Αυτές οι χώρες αντιλαμβάνονταν την Ρωσία ως κληρονόμο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και είδαν την επέκταση των δεσμών με την Ρωσία ως αποτελεσματικό εργαλείο στην σύγκρουσή τους με τις ΗΠΑ. Φάνηκαν επίσης να συμφωνούν με το Δόγμα Πριμακόφ, υπογράφοντας πολυάριθμες συμφωνίες κατά την διάρκεια συναντήσεων υψηλού επιπέδου, υποδεικνύοντας ότι η οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας τάξης θα πρέπει να είναι πολυπολική και όχι προσαρμοσμένη στα συμφέροντα μιας υπερδύναμης. Υπό το πρίσμα αυτής της αμοιβαίας παγκόσμιας άποψης, οι πολιτικοί δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών της Λατινικής Αμερικής επεκτάθηκαν και η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Νικαράγουα σχημάτισαν ένα άτυπο μπλοκ που θα ψήφιζε αξιόπιστα υπέρ των ψηφισμάτων του ΟΗΕ που πρότεινε η Ρωσία και θα αντιτασσόταν σε αποφάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα της Μόσχας.
Η αγορά ρωσικών όπλων αξίας 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Βενεζουέλα ξεκίνησε το νέο κύμα ρωσο-λατινοαμερικανικών σχέσεων το 2005. Η Βραζιλία, η Κολομβία, ο Ισημερινός και η Βολιβία σύντομα ακολούθησαν το παράδειγμά της Βενεζουέλας. Το 2008, μετά από ένα εκτεταμένο ταξίδι στην Λατινική Αμερική για να επισκεφθεί το Περού, την Βραζιλία, την Βενεζουέλα και την Κούβα, ο τότε Πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ για να αποδείξει την αποφασιστικότητά του να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Λατινική Αμερική, πήρε κάποιες αποφάσεις που παρέπεμπαν στο παρελθόν της υπερδύναμης. Τον Νοέμβριο του 2008, ανέπτυξε στην Βενεζουέλα μια ναυτική μοίρα με επικεφαλής την ναυαρχίδα Pyotr Velikiy (Πέτρος ο Μέγας), ένα καταδρομικό εξοπλισμένο με πυρηνικούς πυραύλους, για να συμμετάσχει σε κοινή ναυτική άσκηση με τα πολεμικά πλοία του Βόρειου Στόλου της Βενεζουέλας. Επιπλέον, δύο ρωσικά στρατηγικά βομβαρδιστικά προσγειώθηκαν στην στρατιωτική ναυτική βάση της Βενεζουέλας.
Παρόλο που η Ρωσία δεν κατάφερε να γίνει κυρίαρχος εμπορικός εταίρος στην Λατινική Αμερική, κυρίως επειδή έχει λιγότερους οικονομικούς πόρους για να επενδύσει σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την ΕΕ και την Ινδία, παρουσιάστηκε ως αξιόπιστος εταίρος ασφαλείας. Το 2019, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο απάντησε με κατασταλτικά μέτρα σε μια σειρά πανεθνικών διαδηλώσεων με στόχο την απομάκρυνσή του από την εξουσία, διαμαρτυρίες τύπου «πορτοκαλί επανάσταση» με υποκινητές το βαθύ κράτος των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ πάγωσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Βενεζουέλας στις ΗΠΑ, επέβαλε πλήρες οικονομικό εμπάργκο κατά της χώρας και αναγνώρισε τον ηγέτη των διαδηλώσεων, Χουάν Γκουαϊδό, ως προσωρινό πρόεδρο της Βενεζουέλας. Ο Μαδούρο βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και στράφηκε στην Ρωσία για βοήθεια. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Μαδούρο, η Μόσχα έστειλε στρατιωτικούς ειδικούς και 400 μαχητές της ομάδας Wagner στην Βενεζουέλα. Οι ρωσικές εταιρείες επέκτειναν επίσης την παρουσία τους στην Βενεζουέλα σε τομείς όπως οι μεταφορές και η ανάπτυξη εξορύξεων υδρογονανθράκων για να βοηθήσουν το καθεστώς του Μαδούρο με βιομηχανική και τεχνολογική βοήθεια. Για να αποζημιώσει την Ρωσία, η Βενεζουέλα έδωσε το 49,99% της Citgo, μιας εταιρείας πετρελαίου με έδρα τις ΗΠΑ, στην Rosneft, και βοήθησε την Ρωσία να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο πέντε μεγάλων πετρελαιοπηγών της Βενεζουέλας το 2018. Τα περιουσιακά στοιχεία της Rosneft στην Βενεζουέλα αυξήθηκαν τόσο πολύ που το 2020 η Ρωσία ίδρυσε μια ξεχωριστή εταιρεία, την Ros Zarubezhneft, για να επιβλέπει την παραγωγή και την μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου από την χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Η εμπλοκή της Ρωσίας στην Βενεζουέλα βοήθησε σημαντικά στην αποκατάσταση της εικόνας της ως αξιόπιστου εταίρου που θα σταθεί στο πλευρό των συμμάχων της τις δύσκολες μέρες. Η υποστήριξη της Μόσχας στον Μπάσαρ αλ-Άσαντ της Συρίας ήταν μια απόδειξη αυτού στην άλλη άκρη του κόσμου.
Συμπέρασμα: Ο Πούτιν πάντα θεωρούσε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ως «την μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα». Για να αντιμετωπίσει την προσέγγιση «ανάσχεσης» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εναντίον της Μόσχας, με στόχο τον περιορισμό των δημοσιονομικών, οικονομικών, εμπορικών, πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών ελιγμών της Ρωσίας, ο Πούτιν πιθανότατα σκοπεύει να ανακτήσει αυτό που ανήκε στην Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, η συνεργασία με την Λατινική Αμερική σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας, είναι απαραίτητη για την Ρωσία ώστε να επεκτείνει την ικανότητά της για παγκόσμιους ελιγμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς αυξάνεται η στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία, αυξάνονται και οι πιθανότητες η Ρωσία να πουλήσει πιο κρίσιμα όπλα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει μια πιθανή πώληση προηγμένων αντιαεροπορικών συστημάτων ή ακόμη και επιθετικών όπλων στην Βενεζουέλα ή στην Κούβα ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις με την Δύση.
Ομοίως, εάν το ΝΑΤΟ συνεχίσει να αυξάνει την παρουσία του στα σύνορα της Ρωσίας, η Μόσχα θα μπορούσε να αυξήσει την στρατιωτική συνεργασία και την ναυτική παρουσία της στη Λατινική Αμερική. Εάν το ΝΑΤΟ επιμείνει στην εισδοχή της κατακερματισμένης Ουκρανίας στην Συμμαχία, υπάρχει πιθανότητα η Ρωσία να πείσει το Καράκας να χορηγήσει άδεια στην Μόσχα να κατασκευάσει ένα στρατιωτικό λιμάνι στην Βενεζουέλα, παρόμοιο με το λιμάνι της Ταρτούς στην Συρία. Αυτό το σενάριο θα θύμιζε την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και ακριβώς όπως η Σοβιετική Ένωση συμφώνησε να αποσύρει τους πυραύλους της από την Κούβα σε αντάλλαγμα για την απόσυρση από τις ΗΠΑ των πυρηνικών όπλων από την Τουρκία, η Ρωσία θα μπορούσε να ζητήσει την απόρριψη της αίτησης της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα τον τερματισμό της ενεργού στρατιωτικής παρουσίας της στην Λατινική Αμερική.
Η επέκταση της Ρωσίας στην Λατινική Αμερική, η οποία κυριαρχούνταν πολιτικά και στρατιωτικά από τις ΗΠΑ, εκτρέπει σε ένα βαθμό την προσοχή των ΗΠΑ μακριά από την Μέση Ανατολή, όπου η Ρωσία μέσω BRICS αναπτύσσει στενούς δεσμούς με τις χώρες της περιοχής, και την Ανατολική Ευρώπη, όπου η ήττα του Κιέβου έχει καταστροφικές συνέπειες στο πολιτικό-στρατιωτικό κατεστημένο του ΝΑΤΟ. Οι πιθανότητες της Ρωσίας να επιτύχει στην φιλόδοξη ατζέντα της είναι ένα ερώτημα που μόνο ο χρόνος θα δείξει. Πάντως μέχρι στιγμής η εκπλήρωση των στόχων αυτής της ατζέντας έχει θετικό πρόσημο.
του Γεωργίου Λιναρδή