Για να καταλάβουμε πλήρως την εξάπλωση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια βαθύτερη ιστορική σκιαγράφηση της περιοχής, κάτι που απαιτεί αυτόνομη και βαθύτερη ανάλυση. Μια τέτοια βαθύτερη ανάλυση δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο αυτού του κειμένου, ως εκ τούτου θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή που θα βοηθήσει στην κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή, εξελίξεις που διαμόρφωσαν τα σημερινά Βαλκάνια.
Στην πρώιμη ιστορία των Βαλκανίων, ξεκινώντας από τον 6ο – 7ο αιώνα με την μετανάστευση σλαβικών φυλών από την βόρεια και βορειοανατολική Ευρώπη, τα Καρπάθια Όρη και τις ρωσικές στέπες μέχρι της ανόδου των πρώτων κυριαρχιών και βασιλείων, η υπηκοότητα ως τέτοια δεν υπήρχε. Οι σλαβικές φυλές εγκατέλειψαν σταδιακά τους παλιούς σλαβικούς θεούς των και αποδέχτηκαν τον Χριστιανισμό. Η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αργότερα ο διαχωρισμός μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών εκκλησιών, που αντιστοιχούσαν στο Βυζάντιο και στην Ρώμη, επηρέασαν φυσικά την περιοχή, δημιουργώντας μια αόρατη γραμμή μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Βαλκανίων. Ωστόσο αυτή η διάσπαση, μέχρι της ανόδου σταθερών εθνικών συναισθημάτων και εθνοτικών συνεταιρισμών, δεν παρήγαγε στην πραγματικότητα «βαλκανιοποίηση» των σλαβικών ομάδων στην περιοχή.
Από τις αρχές του 10ου αιώνα υπήρξαν πολλές σλαβικές κυριαρχικές δομές στην επικράτεια της σύγχρονης Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Κροατίας, της Βοσνίας, των Σκοπίων, που αργότερα εξελίχθηκαν στα πρώτα βασίλεια της περιοχής. Η δημιουργία τέτοιων βασιλείων και εξουσιών δεν παρήγαγε εθνική ταυτότητα και εθνικό μίσος ή φανατισμό, όπως αρκετοί αναλυτές και ιστορικοί νομίζουν. Κατά την διάρκεια των αιώνων δημιουργήθηκαν διάφορες συμμαχίες ή άλλες διαλύθηκαν, ανεξαρτήτως εθνοτικών σχέσεων, υπήρξαν συμφωνίες και συμμαχίες μεταξύ διαφόρων βουλγαρικών, σερβικών, κροατικών και ουγγρικών βασιλείων. Οι δεσμοί αυτοί ήταν περισσότερο εδαφικοί και πολιτικοί, σπάνια εθνικοί ή θρησκευτικοί. Το ίδιο ισχύει και για τον πρώιμο Χριστιανισμό μεταξύ των Σλάβων. Ήταν μια κοινή διαδικασία και ο διαχωρισμός μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών επηρέασε την σλαβική αριστοκρατία σε πρακτικό και πολιτικό επίπεδο και ουχί σε θρησκευτικό.
Επομένως σε μια μεγάλη περίοδο της σλαβικής ιστορίας στα Βαλκάνια, οι αντιπαλότητες στην περιοχή δεν ήταν αποτέλεσμα θρησκευτικών αντιζηλιών, αλλά συνηθισμένες αντιπαλότητες μεταξύ συγκεκριμένων αρχών, ανεξαρτήτως αν αυτές ανήκαν στο ορθόδοξο ή καθολικό δόγμα, αφού η «εθνική υπαγωγή» δεν ήταν κυρίαρχη. Οι διάφορες συμμαχίες λειτούργησαν ή διαλύθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ανεξάρτητα από την «εθνική υπαγωγή» και την θρησκευτική διάσπαση.
Αυτό ίσχυε και στην μεσαιωνική Βοσνία, καθώς πριν από την κατοχή των Οθωμανών η Βοσνία κατοικήθηκε κυρίως από τους Σέρβους και Κροάτες, δυο μεγάλες σλαβικές ομάδες, ομάδες οι οποίες ήταν χριστιανικές με μικτές ορθόδοξες και καθολικές επιρροές. Ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να βρούμε πολλούς σέρβικους πληθυσμούς που ζούσαν στην καθολική περιοχή και δέχονταν την Καθολική Εκκλησία αντί της Ορθόδοξης. Η κατάσταση άλλαξε μετά την οθωμανική κατοχή. Η μετατόπιση έγινε από την στιγμή που μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό για λόγους καταναγκασμού, πίεσης, ασφάλειας, ευεργεσιών, καθώς και προγραμματισμένων μεταναστεύσεων του πληθυσμού από οθωμανικές-τουρκικές περιοχές.
Όταν εξετάζουμε τον μη σλαβικό πληθυσμό της περιοχής πρέπει να αναφερθούμε και στην ονομασία Σκιπτάρ με την οποία θέλουν να αυτοαποκαλούνται οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου ή οι Κοσοβάροι. Οι Αλβανοί στο Κοσσυφοπέδιο από τον 17ο αιώνα έως σήμερα αυτοαποκαλούνται Σκιπτάρ και την χώρα τους την ονομάζουν Σκιπερία ή Σκίπνια (στις βόρειες αλβανικές διαλέκτους). Πριν από τον 17ο αιώνα οι Σκιπτάρ χαρακτηρίζονταν ως Άρμπες ή Άρμπενες, οι Οθωμανοί τους ονόμαζαν Αρναούτ απ’ όπου προήλθε στα ελληνικά η λέξη Αρβανίτης.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την διάρκεια της εποχής της Γιουγκοσλαβίας και του Τίτο, το αρχικό όνομα Σκιπτάρ για την εθνοτική κοινότητα του Κοσσυφοπεδίου θεωρήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς ως υποτιμητικό και εισήγαγε σταδιακά τον όρο-όνομα «αλβανική» κοινότητα. Επομένως δεν υπάρχει ο όρος Κοσοβάρος ως εθνικότητα ή εθνότητα στο Κοσσυφοπέδιο. Η ονομασία Κοσοβάρ (όπως και η ονομασία Μακεντόνσκι) ήταν ένας όρος που δημιουργήθηκε από την Δύση για να χαρακτηρίζει μια «κοσοβική» εθνότητα, ώστε να συσχετίζεται αυτός ο τεχνητός εθνοτικός όρος με το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου, όπως ο τεχνητός εθνοτικός όρος «μακεντόνσκι» συσχετίζεται με το έδαφος της Μακεδονίας. Ως εκ τούτου οι Κοσοβάροι (Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου) θα μπορούσαν να εκπροσωπούνται ως εγγενείς πληθυσμοί του Κοσσυφοπεδίου, ενώ οι Σέρβοι και άλλες εθνοτικές ομάδες θα θεωρούνταν ως «κατοχικές» ή «αλλοδαπές» δυνάμεις προς τους Κοσοβάρους. Αυτή η «εθνοτική απάτη» θα είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες για την περιοχή, όπως θα έχει και η απάτη με την «μακεδονική εθνότητα». Στην πραγματικότητα αυτή η απάτη ήταν μια τεχνητά προγραμματισμένη δράση για να προλειάνει την εδαφική υπαγωγή των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου στο κράτος της Αλβανίας. Αυτή ήταν μια κλασική απάτη της ιστορίας, ομοιάζουσα απολύτως με την απάτη του κράτους της «Βόρειας Μακεδονίας». Στην περίπτωση της «Μακεδονίας» το σκεπτικό είναι η εδαφική υπαγωγή της νότιας στη βόρεια.
Οι Σκιπτάρ στο Κοσσυφοπέδιο δεν είναι γνήσιος πληθυσμός της αυτόχθονης πλειοψηφίας της περιοχής, αποδείξεις περί αυτού υπάρχουν στην τουρκική Εθνική Βιβλιοθήκη και στα παλαιά φορολογικά μητρώα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα. Οι Οθωμανοί φοροεισπράκτορες ήταν πολύ ακριβείς με αυτά τα μητρώα και απαριθμούσαν κάθε χριστιανική σερβική ή κροατική οικογένεια, κάθε αλβανική οικογένεια της περιοχής, έτσι ώστε να μπορούν να κάνουν σωστά την δουλειά τους.
Στα μέσα του 15ου αιώνα στο Κοσσυφοπέδιο υπήρχαν 13.000 σερβικά σπίτια στα συνολικά 480 χωριά και πόλεις της περιοχής. Υπήρχαν 46 σπίτια Αλβανών σε 23 χωριά, 17 σπίτια Βουλγάρων σε 10 χωριά και 5 ελληνικά σπίτια στο Λάους και Βούτσιτρν, ένα εβραϊκό και ένα κροατικό στο Βούτσιτρν. Στην απογραφή που είχε γίνει το 95,88% του πληθυσμού ήταν σερβικής καταγωγής. Πριν από 500 περίπου χρόνια λοιπόν στο Κοσσυφοπέδιο υπήρχαν 46 σπίτια, νοικοκυριά Αλβανών κατανεμημένα σε 23 χωριά, ενώ οι Σέρβοι είχαν 13.000 νοικοκυριά σε 480 χωριά και πόλεις. Επίσης σε όλο το Κοσσυφοπέδιο δεν καταγράφεται ούτε ένα αλβανικό τοπωνύμιο εκείνη την εποχή, ακόμη και σήμερα η ονομασία της αυτοανακηρυχθείσας πρωτεύουσας αυτού του τεχνητού κρατιδίου είναι σερβική, η Πρίστινα.
Οι Σκιπτάρ, ή Άρμπενες ή Αρναούτ εποίκισαν το Κοσσυφοπέδιο κατά την διάρκεια μαζικών μεταναστεύσεων, κυρίως όταν οι Σέρβοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες σε πολέμους ή εκτοπίστηκαν από τους Οθωμανούς. Η πιο σημαντική μετανάστευση πάντως έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν οι Αλβανοί δραπέτευαν από το στυγερό κομμουνιστικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα. Σχεδόν όλοι από αυτούς τους μετανάστες ουδέποτε αποδέχτηκαν την γιουγκοσλαβική ή σερβική ιθαγένεια- υπηκοότητα.
Κατά την οθωμανική περίοδο υπήρξαν αρκετές μαζικές μετακινήσεις σερβικού πληθυσμού από την Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Ερζεγοβίνη προς τα δυτικά Βαλκάνια, προς το έδαφος της σημερινής Κροατίας. Αναμίχθηκαν εκεί με τον ιθαγενή κροατικό πληθυσμό και στο πέρασμα του χρόνου μικρή μειοψηφία ασπάστηκε το καθολικό δόγμα, οι περισσότεροι όμως παρέμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία.
Ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι κατά την μεσαιωνική εποχή δεν υπήρχαν εθνοτικές συγκρούσεις ή εχθρότητες μεταξύ εθνοτικών ομάδων, αφού οι διάφορες εθνότητες διακρίνονταν κυρίως μεταξύ τους ως Καθολικοί ή Ορθόδοξοι και όχι ρητά ως Κροάτες ή Σέρβοι. Τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Κροάτες κατά την διάρκεια αυτών των αιώνων έζησαν σε αυτή την περιοχή αγωνιζόμενοι κατά των Οθωμανών εισβολέων χωρίς αντιξοότητες και μίσος μεταξύ των. Η κατάσταση μεταβλήθηκε σταδιακά υπό την κατοχή των Οθωμανών. Μέρος του τοπικού πληθυσμού ασπάστηκε το Ισλάμ και στην συνέχεια αυτοί που ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό θεωρούνταν προδότες του Χριστιανισμού, οπότε άρχισε να αναπτύσσεται το μίσος και η εχθρότητα και από τις δυο πλευρές. Επιπλέον οι Οθωμανοί μετέφεραν τουρκικό πληθυσμό στα κατεχόμενα εδάφη, μια τακτική που η Τουρκία ακολουθεί και επί των ημερών μας στην Κύπρο, πληθυσμός που θεωρούνταν πάντα αλλοδαπός και κατοχικός. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το ισλαμικό τμήμα του πληθυσμού των Βαλκανίων συνδεόταν πάντα με τις δυνάμεις των Οθωμανών εναντίον της πλειοψηφίας των Ορθοδόξων και Καθολικών, κάτι που εμβάθυνε το μίσος και τον φανατισμό.
Ο σημαντικός φανατισμός και το μίσος μεταξύ των βαλκανικών εθνοτήτων είναι σχετικά πρόσφατης ιστορικής περιόδου και χρονολογείται από το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου και οι ρίζες αυτού του φανατισμού συμπίπτουν με την άνοδο της εθνικής καταγωγής των Κροατών και των Σλοβένων στην Αυστρο-Ουγγρική Μοναρχία. Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκαν ισχυρά εθνικά κινήματα που ήθελαν να απαλλαγούν από την κυριαρχία αυτής της Μοναρχίας, τα πανσλαβικά κινήματα Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων εγκολπώθηκαν την ιδέα πολυεθνικής κρατικής συγκέντρωσης όλων των νοτίων σλαβικών εθνών. Εκείνη την εποχή η Σερβία και το Μαυροβούνιο ήταν τα μόνα κράτη με διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία και ως εκ τούτου η αποδοχή της σερβικής κορώνας ήταν ένα λογικό βήμα και ο ταχύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η μεγάλη ονειρεμένη απόσχιση από την Αυστρία και Ουγγαρία. Σε αυτή την ιστορική φάση γεννήθηκε το 1918 το Βασίλειο SHS (Srba, Hrvata, Slovenaca ήτοι βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων) και αργότερα το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας.
Είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί ότι η πλειοψηφία του τουρκογενούς πληθυσμού μετανάστευσε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους από την περιοχή του Βασιλείου SHS στην Τουρκία, σήμερα τουρκογενής πληθυσμός σχεδόν δεν υφίσταται στην περιοχή των δυτικών Βαλκανίων, υπάρχουν μόνο μεμονωμένα ίχνη αυτού. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι είναι Σέρβοι, Κροάτες, Σκιπτάρ που ασπάστηκαν το Ισλάμ οικεία βουλήσει ή εξαναγκάστηκαν να το κάνουν.
Η κατάρρευση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας συνδέθηκε με εθνικούς και θρησκευτικούς εμφύλιους πολέμους και συγκρούσεις, με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να έχουν τεράστιες ευθύνες, συμβάλλοντας επαίσχυντα με προμήθειες όπλων σε αρεστές εθνοτικές ομάδες και εκπαιδεύοντας, χρηματοδοτώντας τρομοκράτες. Στο πλαίσιο της «αυτοκρατορικής» πολιτικής «divide et impera» ξύπνησε η οργή και το εθνοτικό μίσος στα Βαλκάνια, ενώ παράλληλα η Τουρκία με την βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας αναβάθμισε τα σχέδια της στις παλαιές οθωμανικές κτήσεις μέσω του λεγόμενου «μουσουλμανικού τόξου» ή «πράσινου διαδρόμου», μια πολιτική που απαρέγκλιτα εφαρμόζεται από την Άγκυρα τις τελευταίες δυο δεκαετίες.
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΝΑΤΟ, Αμυντικός ή Ιμπεριαλιστικός Οργανισμός» του Γεωργίου Λιναρδή