Οι συνέπειες της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας αρχίζουν ήδη να διαφαίνονται στη Νότιο Ασία, δημιουργώντας μία κατάσταση τεράστιας αμηχανίας για την Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν, που διατηρεί στενούς δεσμούς και με τις δύο Δυνάμεις. Είναι πολύ πιθανόν ότι το Πακιστάν θα βρεθεί σύντομα σε μια περίπλοκη έως επικίνδυνη θέση, εξ απόψεως Υψηλής Στρατηγικής, όχι μόνο λόγω των πιέσεων που θα δεχθεί να λάβει θέση στη σινο-αμερικανική αντιπαράθεση, αλλά και λόγω της διευρυνόμενης εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ινδίας. Το μέλλον των δεσμών μεταξύ των ΗΠΑ και του Πακιστάν θα βασίζεται όλο και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο η Ουάσινγκτον χειρίζεται τις σχέσεις της με την Κίνα και την Ινδία. Η κυβέρνηση Joe Biden είναι πολύ πιθανό ότι θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει το Πεκίνο με κάποια σχετική χαλαρότητα, σε σχέση με τον τρόπο που θα το αντιμετώπιζε μια κυβέρνηση Donald Trump. Ωστόσο, μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βλέπουν οι Αμερικανοί το Νέο Δελχί φαίνεται πολύ αμφίβολη, ενώ ο ανταγωνισμός με την Κίνα αναμένεται να συνεχιστεί για χρόνια. Το Ισλαμαμπάντ θα χρειαστεί να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί για να διατηρήσει αλώβητες τις σχέσεις του και με την Κίνα και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια ισορροπία που ευνοεί απολύτως τα συμφέροντά του.
Η εξέλιξη της εταιρικής σχέσης Ηνωμένων Πολιτειών- Ινδίας μάλλον πρόκειται να αποτελέσει το κλειδί για τις δύσκολες μελλοντικές αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει η πακιστανική ηγεσία. Αν οι ΗΠΑ επιθυμούν τη διατήρηση της περιφερειακής ειρήνης τα πράγματα απλοποιούνται αρκετά για τη μουσουλμανική χώρα της Νοτίου Ασίας,αν επιλέξουν να εμβαθύνουν τόσο πολύ τις σχέσεις τους με την Ινδία ώστε να την υποστηρίξουν ακόμη και σε μια προσπάθεια ανατροπής του status quo στην περιοχή,το Πακιστάν πρόκειται να βρεθεί σε δύσκολη και διόλου επιθυμητή θέση. Η δημιουργία ενός κοινού μετώπου με το Πεκίνο θα μοιάζει μάλλον ως μοναδική επιλογή σε αυτήν την περίπτωση.
Η Ινδία από την πλευρά της, αποφάσισε ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει πόσο μακριά δύναται να φτάσει αυτή τη συνεργασία με τους Αμερικανούς. Από το 2016, η επεκτεινόμενη εταιρική σχέση της Ινδίας με τις ΗΠΑ τείνει να εξελιχθεί σε σχέση στρατηγική, όπως αποδεικνύεται από συμφωνίες σαν τη LEMOA (Logistics Exchange Memorandum of Agreement), την COMCASA (Communications Compatibility and Security Agreement) και την – πιο πρόσφατη- BECA (Basic Exchange and Cooperation Agreement). Οι ανωτέρω συμφωνίες είναι στρατιωτικού χαρακτήρα και ανοίγουν διάπλατα τις πύλες για μια πολύ στενή και μακροπρόθεσμη συνεργασία των δύο μερών στους τομείς των πληροφοριών , της στρατιωτικής τεχνολογίας και της πολεμικής βιομηχανίας. Οι σχέσεις της Ινδίας με τον κινεζικό γίγαντα παραμένουν εξαιρετικώς τεταμένες στην περιοχή των Ιμαλαϊων και η ινδική ηγεσία, συναισθανόμενη το μέγεθος της πίεσης που ασκεί η αυξανόμενη δυναμική της Λ.Δ. της Κίνας, πολύ θα επιθυμούσε να μοιραστεί το βάρος της ανάσχεσης του Πεκίνου με έναν σύμμαχο τόσο ισχυρό όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Το λεγόμενο ”Πλαίσιο Στρατηγικής των ΗΠΑ για τον Ινδο-Ειρηνικό” από την άλλη, που αποχαρακτηρίστηκε τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησης Trump, προβλέπει την απεριόριστη αμερικανική αρωγή προς ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Δημοκρατίας της Ινδίας, προκειμένου η τελευταία να παίξει τον ρόλο του εξισορροπητικού παράγοντα των κινεζικών φιλοδοξιών. Η Ινδία ωστόσο εξακολουθεί να βασίζεται στον βόρειο γείτονά της για το εμπόριό της, επομένως μία βοήθεια αποκλειστικώς στρατιωτική δε θα επιτύχει ακριβώς τους στόχους που επιδιώκουν στην Ουάσινγκτον. Η Ινδία χρειάζεται και βοήθεια οικονομική και παροχή τεχνογνωσίας για να κατορθώσει να αποστασιοποιηθεί από την Κίνα. Η Κίνα συνεχίζει να είναι ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Ινδίας, αντιπροσωπεύοντας το 16% των εισαγωγών της τελευταίας, παρά την άλυτη διαμάχη για την περιοχή του Λαντάκ και την αύξηση των εκκλήσεων στα ινδικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μποϋκοτάζ στα κινεζικά προϊόντα. Συνεπώς,η διακοπή όλων των σχέσεων με την Κίνα δεν αποτελεί ρεαλιστικό σενάριο.
Αν οι πολιτικές ελίτ στην Ουάσιγκτον αποφασίσουν τελικώς να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις με την Ινδία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Κίνα, το Πακιστάν φοβάται (όχι αβάσιμα) ότι θα υποστεί το ίδιο τις αρνητικές συνέπειες της ινδο-αμερικανικής στρατιωτικής συμμαχίας. Η Λ.Δ. της Κίνας αυξάνει συνεχώς τη στρατιωτική της ισχύ, επιθυμώντας ουσιαστικώς να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία σε πλανητικό επίπεδο. Η υπέρμετρη μεγέθυνση της κινεζικής ισχύος είναι ένας δεύτερος παράγοντας (πέραν των εμπορικών σχέσεων) που αποθαρρύνει την Ινδία να προκαλέσει περαιτέρω τους Κινέζους, διακινδυνεύοντας μια στρατιωτική σύγκρουση. Το αναβαθμισμένο ινδικό στρατιωτικό οπλοστάσιο μπορεί ωστόσο να χρησιμοποιηθεί εναντίον του Πακιστάν, και το Ισλαμαμπάντ θεωρεί πως είναι πιο πιθανό τα νέα ινδικά όπλα να στραφούν εναντίον πακιστανικών στόχων παρά εναντίον κινεζικών. Αν από την άλλη το Πακιστάν επιλέξει να απαντήσει, εκσυγχρονίζοντας και επεκτείνοντας το οπλοστάσιό του, είναι πιθανό να οδηγήσει μόνο του σε περιφερειακή αστάθεια- χωρίς να αναφέρουμε τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στην προβληματική οικονομία του Πακιστάν μια κούρσα εξοπλισμών.
Η εξωτερική πολιτική του Πακιστάν λοιπόν, έχει ως πρωταρχικό στόχο στην παρούσα φάση να παρουσιάσει αυτή την εν δυνάμει επικίνδυνη κατάσταση για τη Νότιο Ασία στις κύριες Μεγάλες Δυνάμεις. Να εξηγήσει δηλαδή, πως η γιγάντωση της στρατιωτικής βοήθειας των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ινδία μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της έντασης και πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Το Πακιστάν γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχουν πραγματικά ελάχιστες πιθανότητες ανατροπής της συμμαχίας ΗΠΑ-Ινδίας, ακριβώς λόγω του στρατηγικού της χαρακτήρα. Ωστόσο, επιδιώκει να υπενθυμίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες τον παραδοσιακό τους ρόλο στην περιοχή- αυτόν του περιφερειακού σταθεροποιητή. Και να τις οδηγήσει σε μια επανεξέταση της φύσης της σχέσης τους με τους Ινδούς, έτσι ώστε να θέσουν κάποια όρια σε αυτήν, εγγυώμενες επί της ουσίας την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν.
Το δίλημμα ασφαλείας που αντιμετωπίζει παρά ταύτα το Πακιστάν, το υποχρεώνει να βασίζεται σε παραμέτρους πολύ πιο απτές και ρεαλιστικές από την καλή θέληση των ΗΠΑ, προκειμένου να μη θέσει την εθνική του ασφάλεια σε θανάσιμη αμφισβήτηση. Εξαιτίας αυτής της μάλλον αυταπόδεικτης αλήθειας, το Πακιστάν είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τους ισχυρούς δεσμούς του με την Κίνα. Επίσης, η Κίνα αποτελεί και την κυριότερη εναλλακτική πηγή από την οποία δύναται να προμηθευτεί στρατιωτικό εξοπλισμό αιχμής, προϋπόθεση απαραίτητη για τη διατήρηση μιας ελάχιστης ισορροπίας δυνάμεων με την Ινδία. Η πιθανότητα εγκλωβισμού της χώρας σε μία υβριδικού χαρακτήρα σύγκρουση με τη Δημοκρατία της Ινδίας εξάλλου αυξάνει την πιθανότητα να οδηγήσει το Πακιστάν κατ’ ευθείαν στις κινεζικές αγκάλες, αφού οι Κινέζοι μπορούν να εξασφαλίσουν την πρόσβαση σε τεχνογνωσία, ιδιαιτέρως στα πεδία του κυβερνοχώρου, των αυτόνομων συστημάτων, της τεχνητής νοημοσύνης, των συστημάτων αεράμυνας και των κβαντικών υπολογιστών.
Είναι απολύτως σαφές ότι η συνεργασία με την Κίνα θα προωθούσε πολύ την οικονομική και στρατιωτική θέση του Πακιστάν. Οι παραδοσιακοί (από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου) δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες ωστόσο, δεν πρέπει να μπουν σε δεύτερη μοίρα. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι και τα δύο έθνη πρέπει να αναγνωρίσουν το ένα τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας του άλλου και να λάβουν μια πιο αμερόληπτη στάση, αν πραγματικώς στο Ισλαμαμπάντ και στην Ουάσινγκτον επιθυμούν να ξεπεραστεί η σημερινή δυσπιστία και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο χωρών. Το Πακιστάν θα μπορούσε να κρατήσει μια ουδέτερη στάση σε προβλήματα όπως αυτό του Χονγκ Κονγκ ή της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Αντιστοίχως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έπρεπε να υποστηρίζουν ούτε την Ινδία ούτε το Πακιστάν στις διμερείς τους διαμάχες, κάτι που δεν έπραξαν κατά τη διάρκεια της κρίσης Pulwama/Balakot, το 2019.
Η κυβέρνηση Trump είχε πολλές επιφυλάξεις σχετικώς με το σχέδιο CPEC (China- Pakistan Economic Corridor), ένα σχέδιο που ουσιαστικώς δημιουργεί μία εναλλακτική (μέσω Πακιστάν) ενεργειακή οδό, εξασφαλίζοντας την ομαλή ροή του πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή προς τη Λ.Δ. της Κίνας. Το σχέδιο προβλέπει παράλληλα και τη δημιουργία μιας σειράς υποδομών στο Πακιστάν με κινεζικά κεφάλαια, μιας αλυσίδας μεγάλων έργων που αναμένεται να δώσουν τεράστια ώθηση στην οικονομία της μουσουλμανικής αυτής χώρας. Οι ΗΠΑ είχαν διατυπώσει πολύ νωρίς τις ενστάσεις τους , τις οποίες και γνωστοποίησαν στην κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ: αμφιβολίες σχετικώς με την ολοκλήρωση των έργων υποδομής και πιθανότητα ολοκληρωτικού ελέγχου της πακιστανικής οικονομίας από την Κίνα, μέσω δανειακών συμβάσεων τους όρους των οποίων θα αδυνατούσε να εκπληρώσει το Πακιστάν. Τοποθετώντας έναν μη στρατιωτικό ως επικεφαλής του έργου, το Πακιστάν έκανε ένα βήμα από την πλευρά του για να κατευνάσει τις ανησυχίες της Ουάσινγκτον. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει κι αυτή να σταματήσει με τη σειρά της να δίνει στο Πακιστάν μια παράλογη επιλογή: ή με μας ή με τους άλλους. Η πακιστανική κυβέρνηση θα μπορούσε επιπροσθέτως να εκμεταλλευτεί κάποιες ευκαιρίες που προσέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες και να προωθήσει τη διμερή συνεργασία στους τομείς της εκπαίδευσης, της μετανάστευσης και της δημόσιας υγείας.
Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κεντρική Ασία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έχει επηρεάσει κατά τρόπο αποφασιστικό τις διμερείς σχέσεις με τα κράτη της περιοχής αλλά και το συνολικό ζήτημα της ασφάλειας στη Νότιο Ασία. Η εταιρική σχέση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Πακιστάν είναι μακρόχρονη, βαθιά και ουσιαστική.Το Πακιστάν θα έχει πάντοτε μια ιδιαίτερη θέση στον στρατηγικό σχεδιασμό της Ουάσινγκτον (παρά τα υψηλά και τα χαμηλά των διμερών σχέσεων ), και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη σχετικώς με αυτό από τον κομβικό ρόλο που είχε αναλάβει πρόσφατα στη διαδικασία ειρήνευσης στο ταραχώδες πεδίο του Αφγανιστάν. Η ανάμειξη αυτή του Πακιστάν στις εξελίξεις στην Κεντρική Ασία , στον ρόλο του αξιόπιστου (για όλες τις πλευρές )διαμεσολαβητή έφερε πιο κοντά τη χώρα με τις Ηνωμένες Πολιτείες . Πρέπει και οι ΗΠΑ ωστόσο να δώσουν τη δέουσα προσοχή στην πιθανότητα πρόκλησης περιφερειακής αστάθειας, εξαιτίας της ισχυρής στρατιωτικής τους υποστήριξης προς την Ινδία.
Το παράδειγμα του Πακιστάν και της περίεργης κατάστασης που σταδιακά διαμορφώνεται στις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Λ.Δ. της Κίνας, μας ωθεί να προβληματιστούμε σχετικώς με τις νέες ισορροπίες του επερχομένου πολυπολικού Κόσμου. Βλέπουμε δηλαδή πως η αντιπαράθεση δύο αναδυομένων Δυνάμεων (Ινδίας, Κίνας) επηρεάζει κατά τρόπο αποφασιστικό την πολιτική μιας παλαιάς Δύναμης (ΗΠΑ) και της δίνει την ευκαιρία να προωθήσει εξισορροπητικούς ελιγμούς. Ταυτοχρόνως όμως επηρεάζει και τις παραδοσιακές σχέσεις της παλαιάς Δύναμης με τρίτες χώρες, ισχυρούς περιφερειακούς ”παίκτες” (Πακιστάν), απειλώντας να εκτροχιάσει εντελώς τα συνολικά συμφέροντα της Δύναμης αυτής σε μια μεγάλη περιοχή του Κόσμου. Διότι πραγματικά η συνέχιση της στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ινδία, με μαθηματικό τρόπο θα οδηγήσει στην υπονόμευση της δημοτικότητας των ΗΠΑ στο Πακιστάν και στην εξώθηση του τελευταίου προς την αγκαλιά της Κίνας, θέτοντας σε κίνδυνο τα ευρύτερα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή και ειδικώς αυτά που σχετίζονται με το Αφγανιστάν και την περιφερειακή σταθερότητα.
Απόφοιτος του Κέντρου Γεωπολιτικών Αναλύσεων του New York College –
Ιστορικός ερευνητης –
Εκπαιδευτής πολεμικών τεχνών