Ἡ κήρυξη τοῦ πολέμου τό 1940, βρῆκε τό θρυλικό Θ/Κ «Ἀβέρωφ» στόν Ναύσταθμο, μέ περιορισμένη ἐπιχειρησιακή ἱκανότητα. Μετά τόν βομβαρδισμό τοῦ Ναύσταθμου, τήν 1η Νοεμβρίου 1940, μεθόρμισε στόν κόλπο τῆς Ἐλευσίνας. Τίς δύσκολες μέρες τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1941, μέ τήν εἰσβολή τῶν Γερμανῶν, γιά τό Θ/Κ «Ἀβέρωφ», κυκλοφοροῦσαν φῆμες περί ἐγκατάλειψής του ἤ αὐτοβύθισής του.
Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου (12/04/1941) δόθηκε διαταγή νά ἐκκενωθεῖ.
Τήν ἑπομένη μέρα, Κυριακή τῶν Βαΐων, ἀποφασίστηκε ἡ ἐκ νέου λειτουργία του.
Τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Δευτέρας καί πάλι ἦταν ὅλα ἕτοιμα. Ὅμως, τή Μεγάλη Τέταρτη ἀνακοινώθηκε ἡ ἀναβολή τοῦ ἀπόπλου τῆς νηοπομπῆς στήν ὁποία θά συμμετεῖχε καί τό «Ἀβέρωφ».
Ὁρισμένοι ἀξιωματικοί καί μέλη τοῦ πληρώματος δέν μποροῦσαν νά ἀνεχτοῦν νά τό βυθίσουν ἤ νά τό ἐγκαταλείψουν καί ἀποφάσισαν ἀνεξάρτητα ἀπό διαταγή τοῦ Γ.Ε.Ν. νά ἀποπλεύσουν γιά τήν Κρήτη.
Ἔτσι, ξέσπασε βίαιη κίνηση τοῦ πληρώματος μέ αἴτημα τόν ἄμεσο ἀπόπλου του.
Πρωταγωνιστικό ρόλο ἔπαιξε ὁ ‒τελευταῖος‒ ἱερέας του, Ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος (Σαλμενίκο Ἀχαΐας 1888 – Ἔδεσσα 1968) μετέπειτα Μητροπολίτης Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου (1944-1951) καί Μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης (25/09/1951 ἕως 24/01/1967).
Ἦταν ὁ ἴδιος στρατιωτικός ἱερέας πού, ὡς νεαρός κληρικός, εἶχε πρωταγωνιστήσει καί στήν ἐξύψωση τοῦ πατριωτικοῦ φρονήματος τῶν ἀνδρῶν τοῦ ἡρωικοῦ 9ου Συντάγματος Καλαμάτας, τῆς Δ΄ Μεραρχίας Πελοποννήσου, στή μάχη τῶν Γιαννιτσῶν (19 καί 20/10/1912) πού ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἦταν ὁ ἴδιος στρατιωτικός ἱερέας πού καί στόν Β΄ Βαλκανικό πόλεμο εἶχε ἀξιοζήλευτη δράση στίς μάχες τοῦ Μπέλες, Κρέσνας, Τζουμαγιᾶς καί στήν πολύνεκρη μάχη τοῦ Κιλκίς, ὅπου τραυματίστηκε ἀπό θραῦσμα ὀβίδας στό κεφάλι.
Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη (17/04/1941).
Λίγο πρίν βραδιάσει, κάλεσε γύρω του τό πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ. Τό Ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου ἦταν ἕτοιμο γιά τήν Ἱερά Ἀκολουθία τῶν Παθῶν. Τά μάτια του ἦταν βουρκωμένα.
Γενική συγκίνηση σέ ὅλο τό πλήρωμα. Τότε τούς εἶπε: «Παιδιά, θέλουν νά μᾶς βουλιάξουν τό θρυλικό μας καράβι. Τό βαστάει ἡ ψυχή σας νά ἔχει τέτοιο τέλος τό πιό δοξασμένο καράβι μας; Θά μᾶς καταριοῦνται ἀπό τόν οὐρανό οἱ ψυχές τῶν ἡρώων μας ναυτικῶν, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη, τοῦ Κουντουριώτη καί ἄλλων. Τί λέτε;».
Οἱ ναῦτες καί οἱ ἀξιωματικοί, ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει, σκέφτηκαν λίγο καί ἔπειτα μέ μιά φωνή εἶπαν «Παπά, θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖς».
Ὁ ἱερέας συνέχισε. «Πρέπει νά πάρουμε τόν Ἀβέρωφ καί νά φύγουμε. Πρέπει νά σώσουμε τήν τιμή του».
«Σύμφωνοι όλοι», φώναξε τό πλήρωμα.
Καί ὁ ἱερέας τούς ἀποκάλυψε τί τοῦ συνέβη: «Εἶδα σήμερα ὅραμα, παιδιά!!!
Ἕνας γέρος ἀσπρομάλλης παρουσιάσθηκε ἐμπρός μου. “Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νικόλαος Μεγάλη Ἑβδομάδα 1941. Ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καί τῆς Σωτηρίας τοῦ Θ/Κ «Ἀβέρωφ» καί ἦρθα νά σοῦ πῶ ὅτι θά εἶμαι μαζί σας”».
Οἱ ναῦτες ἀνατριχιασμένοι ἔκαναν τόν Σταυρό τους καί φώναξαν: « Ὁ Θεός μαζί μας». Ἔτρεξαν ὅλοι νά ἑτοιμάσουν τό καράβι. Τελείωσε ἡ Ἀκολουθία τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καί ὁ ἱερέας πέρασε τόν Ἐσταυρωμένο ἀπό ὅλα τά διαμερίσματα τοῦ πλοίου, τίς ἀποθῆκες τῶν πυρομαχικῶν, τά κανόνια, τούς πύργους καί, τέλος, τόν στερέωσε στόν πύργο τῆς πρώρας φωνάζοντας μέ ὅλη του τή δύναμη: «Παιδιά μου, ἔχουμε κυβερνήτη τόν ἴδιο τόν Χριστό»!
Τό «Ἀβέρωφ» ἀπέπλευσε μέ Κυβερνήτη τόν ἴδιο τόν Χριστό, ἐμψυχωτή τόν ἱερέα του, καπετάνιο τόν ἀξιωματικό Πυροβολικοῦ (!!!) Πλωτάρχη Πότη Δαμηλάτη, πλήρωμα μέ ὑψηλό ἠθικό καί σέ πλήρη συσκότιση.
Πέρασαν τόν δίαυλο τοῦ Ναυστάθμου, τό φράγμα τῆς Ψυτάλλειας καί συνέχισαν πρός τίς Φλέβες. Ἐκεῖ, ἔφθασε μιά βενζινάκατος μέ τόν κανονικό κυβερνήτη, Πλοίαρχο Ἰωάννη Βλαχόπουλο. Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες στάλθηκε στό «Ἀβέρωφ» καί τό σῆμα τοῦ Α/ΓΕΝ, πού ἔγραφε: « Ὁ Θεός μαζί σας. Συνεννοοῦμαι μέ συμμάχους διά πλοῦν σας.»
Τό θρυλικό «Ἀβέρωφ» ἔπλευσε πρός τίς ἀκτές τῆς Ἀρκαδίας. Ἐκεῖ, γιά νά ἀποφύγει τόν βομβαρδισμό τῶν ἀεροπλάνων, ζύγωσε ὅσο πιό κοντά στά πανύψηλα καί ἀπότομα ὄρη τῆς Κυνουρίας καί πέρασε ὅλη τήν ἡμέρα, χωρίς νά τό ἀνακαλύψουν τά ἀεροπλάνα τῶν Γερμανῶν.
Μεγάλη Παρασκευή, μόλις νύχτωσε, ξεκίνησαν γιά τήν Κρήτη. Ὁ ἱερέας, «ἐν πλῷ», ἔψαλλε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου, τόν ὁποῖο περιέφερε σέ ὅλο τό πλοῖο.
Μεγάλο Σάββατο, ξημερώθηκαν στό λιμάνι τῆς Σούδας. Παντοῦ ἐρημιά, συντρίμμια καί ναυάγια ἀπό τίς ἀεροπορικές ἐπιδρομές. Ὅλοι ἀνέμεναν τήν τελετή τῆς Ἀνάστασης ‒καί συμβολικά‒ καί τήν ἀνάσταση τῆς σκλαβωμένης πατρίδας.
Κυριακή τοῦ Πάσχα (20/04/1941) ὅλοι μαζί, «ἐν ὅρμῳ», ἔψαλλαν τό «Χριστός Ἀνέστη», κρατώντας ἀναμμένο τό ἐλπιδοφόρο κερί τῆς Ἀνάστασης… Αὐθημερόν, τό «Ἀβέρωφ», ἀνεφοδιάστηκε καί ἐντάχθηκε σέ νηοπομπή, ἡ ὁποία κατέπλευσε στήν Ἀλεξάνδρεια τήν 23η Ἀπριλίου 1941.
Ἔτσι σώθηκε τό «Ἀβέρωφ» ‒ἕνα ἐθνικό σύμβολο‒ τό ὁποῖο διατηρεῖται μέχρι σήμερα στή Μαρίνα Φλοίσβου, συνεχίζοντας νά προσφέρει στήν Πατρίδα, ὡς Πλωτό Ναυτικό Μουσεῖο.
Νικόλαος Παπανικολόπουλος,
Ὑποναύαρχος Λ.Σ. (ἐ.ἀ.)