Σε προηγούμενο post αναφέρθηκα στη φοιτητική εξέγερση (το Νοέμβριο του 1901) με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Τότε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη, ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, που ηγούνταν στη Βουλή ομάδας 14 βουλευτών, και όχι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Θεόδωρο Δεληγιάννη. Η νέα κυβέρνηση ήταν βραχύβια. Ένα σχεδόν χρόνο αργότερα ο πρωθυπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά αναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου 1902.
Οι εκλογές εκείνες παρουσίασαν μια ιδιαιτερότητα συγκριτικά με όσα συνέβαιναν ως τότε. Ενώ υπήρχε οξύτατος ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα του Γ. Θεοτόκη και του Θ. Δηλιγιάννη, οι υποψήφιοι βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον και υπολογίζοντας με ποιο τρόπο θα είχε περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί, κατέφυγαν σε συναλλαγές με υποψηφίους αντίπαλων κομμάτων και σχημάτισαν μικτούς τοπικούς συνδυασμούς. Μόνο σε λίγες εκλογικές περιφέρειες (την Αττική, την Κέρκυρα, τη Γορτυνία κ. ά.) συγκροτήθηκαν αμιγείς κομματικοί συνδυασμοί.
Όπως ήταν επόμενο, τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν συγκεχυμένα, γιατί δεν ήταν γνωστό ποιο κόμμα θα υποστήριζαν αυτοί που εξελέγησαν. Το ζαϊμικό κόμμα είχε συντριβεί, αλλά ο Δηλιγιάννης και ο Θεοτόκης υποστήριζαν (ο καθένας για τον εαυτό του) ότι είχαν εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία και διεκδικούσαν και οι δυο την εξουσία. Οι «κορδονικές» εφημερίδες (= αυτές που υποστήριζαν τη δηλιγιαννική παράταξη), όπως η «Πρωία», η «Ακρόπολις», το «Εμπρός» κ. ά., παρουσίαζαν ως υποστηρικτές του Δηλιγιάννη πολλούς εκλεγέντες βουλευτές, οι οποίοι όμως είχαν δηλώσει σε άλλες εφημερίδες ότι συμπαρατάσσονταν με τα κόμματα του Θεοτόκη και του Ζαΐμη (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 24ης Νοεμβρίου 1902). Εκτός τούτου σε ορισμένα εκλογικά τμήματα είχαν καταστραφεί οι κάλπες και γι’ αυτό έπρεπε εκεί να επαναληφθεί η ψηφοφορία.
Την επόμενη μέρα των εκλογών ο Αλ. Ζαΐμης υπέβαλε την παραίτησή του. Εφόσον δεν υπήρχε αδιαφιλονίκητος νικητής, θα μπορούσε να διατηρήσει την πρωθυπουργία μέχρι τη σύγκληση της νέας Βουλής, οπότε με την εκλογή του προεδρείου θα φαινόταν η πραγματική κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων. Έτσι θα διευκολυνόταν ο βασιλιάς, ο οποίος τώρα ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει για την πρωθυπουργία τον Δηλιγιάννη ή τον Θεοτόκη, ενώ η κατάσταση ήταν ακόμη ασαφής σχετικά με την πλειοψηφία. Φυσικά όποιος από τους δύο γινόταν πρωθυπουργός, θα αποτελούσε πόλο έλξης για τους εκλεγέντες ανεξάρτητους βουλευτές. Η εσπευσμένη παραίτηση του Ζαΐμη, που δημιουργούσε αυτή τη δυσχέρεια στο βασιλιά Γεώργιο Α΄, ήταν προφανώς η ανταπόδοση της πολεμικής, την οποία είχε υποστεί από τους ανακτορικούς κύκλους τόσο κατά τη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του όσο και κατά την προεκλογική περίοδο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, σ.σ. 177 – 178).
Ο Γεώργιος Α΄ σκέφτηκε να σχηματίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ι. Σημαντήρα, αλλά εκείνος αρνήθηκε προφασιζόμενος απειρία. Μια δεύτερη σκέψη του βασιλιά ήταν να συγκροτηθεί στρατιωτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον υπασπιστή του Παπαδιαμαντόπουλο (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 17ης Φεβρουαρίου 1963). Ούτε όμως και αυτή υλοποιήθηκε, γιατί στο μεταξύ ξέσπασαν τα «Σανιδικά». Ο Δηλιγιάννης κατέφυγε στην προσφιλή του μέθοδο της οχλοκρατίας. Βασιζόμενος στην εκλογική επιτυχία του κόμματός του στην Αττική, προσπάθησε να εκβιάσει τον βασιλιά, ώστε να αναθέσει σ’ αυτόν το σχηματισμό κυβέρνησης και πέτυχε. Στην κινητοποίηση των οπαδών του πρωταγωνίστησαν οι «αττικάρχες», ο Δημήτριος Ράλλης – ο οποίος την εποχή εκείνη συνεργαζόταν με τον Δηλιγιάννη – ο Ζυγομαλάς και ο Αλέξανδρος Σκουζές, πρόεδρος είκοσι συντεχνιών της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα επί πέντε μέρες μετά τις εκλογές ήταν ανάστατη από τις διαδηλώσεις των δηλιγιαννικών. « Ο Ράλλης, που επηρέαζε τα γύρω χωριά, έφερε τους οπαδούς του με πιστόλες και μαχαίρια και τρομοκρατούσε τους φιλήσυχους πολίτες. Μια μάλιστα απ’ αυτές τις μέρες οι μπράβοι του Δηλιγιάννη ξήλωσαν από κάποια οικοδομή της οδού Σταδίου τις σκαλωσιές και αρπάζοντας τις σανίδες έσπαζαν μ’ αυτές τις βιτρίνες των μαγαζιών, τις πόρτες των σπιτιών και τα τζάμια των παραθυριών. Οι αττικάρχες αντί να επέμβουν και να διαλύσουν τον όχλο, από τα μπαλκόνια τους χαιρετούσαν «τον γενναίον, φιλότιμον και άγρυπνον υπέρ των θεσμών λαόν της Αττικής». Έβριζαν και απειλούσαν το Θεοτόκη, το Ζαΐμη καθώς και το βασιλιά Γεώργιο, αλλά εξυμνούσαν το διάδοχο Κωνσταντίνο» (Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Ε΄, εκδόσεις 20ος Αιώνας, Αθήνα 1958, σ.σ.33 – 34).
Οι κριτικές των εφημερίδων για τις οχλοκρατικές εκδηλώσεις διαφοροποιούνταν. Άλλες τις επιδοκίμαζαν, ενώ άλλες τις επέκριναν. Είναι χαρακτηριστική η σαρκαστική απάντηση αρθρογράφου του ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 27ης Νοεμβρίου 1902) σε δημοσίευμα της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ: « Η συνάδελφος «Ακρόπολις» εξέφρασε μίαν λογικωτάτην γνώμην, γράφουσα προχθές ότι αναρχικοί δεν είναι οι κρατούντες σανίδας εις τους δρόμους, αλλά ο Θεοτόκης και ο Ζαΐμης. Αυτοί λοιπόν οι δύο φαίνεται ότι ήλθον και ελιθοβόλουν τα γραφεία μας, ως εξάγεται από την γνώμην της συναδέλφου. Εθεάθη μάλιστα ο κ. Ζαΐμης να ξεκαρφώνη μίαν σανίδα από το γιαπί του Πεσμαζόγλου, αλλά τούτο δεν είναι εντελώς ακριβές. Εβεβαιώθη μόνον ότι αυτός εκράτει μίαν λαμαρίναν, ο δε Θεοτόκης έσπασεν ένα τζάμι του Ζαχαράτου και διήρπασεν ένα καπνοπωλείον».
Από τις 18 έως τις 22 Νοεμβρίου 1902 επαναλαμβάνονταν οι ίδιες σκηνές στο κέντρο της Αθήνας. Χιλιάδες οπαδοί του κόμματος του Δηλιγιάννη συγκεντρώνονταν στην Ομόνοια και μέσω της οδού Σταδίου κατευθύνονταν στην πλατεία Συντάγματος. Κατά την πορεία τους έκαναν πλιάτσικο στα καταστήματα, βιαιοπραγούσαν και συχνά συγκρούονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις. Στη συνέχεια μέσω της οδού Πανεπιστημίου κατευθύνονταν προς την οδό 3ης Σεπτεμβρίου, όπου βρισκόταν το σπίτι του Θ. Δηλιγιάννη. Αυτός έβγαινε στο μπαλκόνι και εκφωνούσε ένα λογύδριο, τελειώνοντας πάντοτε με τη φράση: «Ζήτω ο λαός της Αττικής και της Γορτυνίας (= της εκλογικής του περιφέρειας)». Ακολούθως ο Δ. Ράλλης «στόλιζε» τους πολιτικούς τους αντιπάλους με κάθε λογής χαρακτηρισμούς. Τους αποκαλούσε «παλιοτενεκέδες», «αρχολίπαρους» (= κόλακες) και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Την κοινωνική αναστάτωση που επικρατούσε στην πρωτεύουσα την αποτύπωσε στις στήλες της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 21ης Νοεμβρίου 1902) ένας δημοσιογράφος, παρουσιάζοντας τις οχλοκρατικές εκδηλώσεις κατά την 20η Νοεμβρίου 1902. Από το κείμενό του αντέγραψα ένα απόσπασμα:
«[…]. Οι εργολάβοι των κτιζομένων οικοδομών ηκούοντο φωνάζοντες προς τους μαστόρους από το πρωί: «μαζεύτε τις σανίδες!». Εθεάθησαν λοιπόν μαστόροι να μαζώνουν το πολύτιμον εκείνο υλικόν. Αι σανίδες εκαρφώνοντο με τεράστια καρφιά, χάριν ασφαλείας. Συγχρόνως και η άλλη σκορπισμένη ξυλεία της οικοδομής εμαζεύετο και εξηφανίζετο.
Οι ιδιοκτήται χαμηλών σπιτιών εδοκίμαζον τα παραθυρόφυλλα μήπως βγαίνουν εύκολα. Ουδέποτε άλλοτε το ξύλο είχε τόσην πολιτικήν σημασίαν. Τα χονδρόξυλα ιδίως, τα οποία είχον και καρφιά, εθεωρούντο πολυτιμότερα. […]. Μία λέξις ηκούετο μετά δέους: « Η σανίδα!». Τελεία σανιδοκρατία του ελληνικού βασιλείου.
Κυρίως ειπείν τα καταστήματα χθες (= 20 Νοεμβρίου 1902) ειργάζοντο ιεροκρυφίως. Αν έμπαινες μέσα να ψωνίσης κάτι τι, ο καταστηματάρχης σε εκοίταζε με βλέμμα περίεργον ωσάν να σου έλεγε: «να ψωνίσης ήρθες ή να μου διαρπάσης το κατάστημα;».
Ολίγον μετά το μεσημέρι μερικά καταστήματα ήρχισαν να κλείουν, πρώτα το ένα παράθυρον, έπειτα το άλλο, έπειτα και το μισό φύλλον της πόρτας.
–Τι τρέχει;
–Η σανίδα τρέχει.
–Δηλαδή;
–Τι δηλαδή· κλείνω το παπουτσίδικό μου, διότι δεν το έχω σκοπό να φορέσουν καινούργια παπούτσια οι κορδονικοί (= οι οπαδοί του Δηλιγιάννη). Το βράδυ θα έλθουν με τας σανίδας.»
Μπροστά σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αναγκάστηκε την 23η Νοεμβρίου 1902 να δώσει στο Θεόδωρο Δηλιγιάννη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Οι συμπολιτευόμενες εφημερίδες θριαμβολογούσαν, ενώ οι αντιπολιτευόμενες σάρκαζαν τις πολιτικές εξελίξεις. Το ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 23ης Νοεμβρίου 1902) έγραφε: «Αν ο Δηλιγιάννης εσχημάτισε κυβέρνησιν με τας σανίδας, δεν θα δυνηθή να σχηματίση και πλειονοψηφίαν εις την Βουλήν κατά τον ίδιον τρόπον». Η κυβέρνηση τελικά πήρε ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ήταν βραχύβια (παρέμεινε στην εξουσία από την 24η Νοεμβρίου 1902 έως τη 14η Ιουνίου 1903). Ανατράπηκε, γιατί ορισμένοι ανεξάρτητοι βουλευτές που την στήριζαν με την ψήφο τους ήραν την εμπιστοσύνη τους προς αυτήν. Και τότε οι οπαδοί του Δηλιγιάννη ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας: «Ζήτω η σανίδα η θαυματουργός».
Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού