Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 αποτελεί την πρώτη μετά την επανάσταση του 1821 δυναμική αναμέτρηση της μικρής και ανέτοιμης τότε Ελλάδας με τη μεγάλη ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και παρά την ατυχή έκβασή του, έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να αντιληφθούν τις πολλές και ποικίλες ελλείψεις τους και να αποκομίσουν πολύτιμη πείρα επί της προπαρασκευής και διεξαγωγής πολέμου, και ακόμα να εξετάζουν με σοβαρότητα τις δυνάμεις της Ελληνικής Φυλής. Ειδικότερα, η ήττα του 1897, που κατέληξε σε υλική και ηθική συντριβή, επανέφερε τους Έλληνες στην πραγματικότητα και τους ανάγκασε, υπό την πίεση των γεγονότων, να ανεύρουν τον ορθό Τρόπο Ενέργειας, ιδιαίτερα την οργάνωση αξιόμαχου στρατού και ναυτικού, για την επίτευξη των Εθνικών σκοπών. Από την πλευρά αυτήν, ο ατυχής πόλεμος του 1897 πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο Ελληνικό Έθνος.
Αίτια και Αφορμές του Πολέμου
Η εχθρότητα μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μόνιμη κατάσταση και πήγαζε από την ιστορική κληρονομιά που άφησαν τόσο η τουρκική κατάκτηση των ελληνικών περιοχών, όσο και οι συνεχείς αγώνες μεταξύ των δύο Εθνών.
Τις σχέσεις τους, τάρασσε κατά τα προ του 1897 έτη κυρίως το Κρητικό Πρόβλημα. Οι Κρήτες, από τότε που υποδουλώθηκαν, ουδέποτε αναγνώρισαν το καθεστώς αυτό. Τα έτη 1885,1888 και 1889 εκδηλώθηκαν πραγματικές επαναστάσεις, επειδή οι διοριζόμενοι από τον Σουλτάνο γενικοί διοικητές παραβίαζαν τη συμφωνία μεταρρυθμίσεων της Χαλέπας του 1878. Το 1894 διορίστηκε διοικητής Κρήτης ο Καραθεοδωρής πασάς, ο οποίος άρχισε την εφαρμογή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, για το συμφέρον της τάξεως και ευημερίας της νήσου. Αυτό όμως συνάντησε την αντίδραση των Τούρκων της Κρήτης.
Επακολούθησαν ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, με αποτέλεσμα να εκραγεί νέα επανάσταση το 1896. Τουρκικές ενισχύσεις αποβιβάστηκαν στη νήσο, ενώ ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα προσέρχονταν για την παροχή συνδρομής στους Κρήτες. Παράλληλα, πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων συνέρρεαν στα κρητικά ύδατα και η κατάσταση έφτανε σε μεγάλη ένταση. Από τις αρχές Φεβρουάριου του 1897, η επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη τη νήσο, όπου στο εσωτερικό της κυριαρχούσαν οι Έλληνες.
Τα γεγονότα στην Κρήτη δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή στην Ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Ο πολιτικός κόσμος επιδιδόταν σε άγριο κομματικό ανταγωνισμό. Η Κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη δεχόταν κατηγορίες του αρχηγού της αντιπολιτεύσεως Δ. Ράλλη, ότι είναι ανίκανη να χειριστή τα εθνικά θέματα. Οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους και ανεύθυνοι εθνοσωτήρες ενέσπειραν σύγχυση και υποψίες για την τηρούμενη πολιτική στο Κρητικό Πρόβλημα.
Η «Εθνική Εταιρεία» επίσης, που ήταν στρατιωτικοπολιτική μυστική Οργάνωση, με προεκτάσεις σε όλο το δημόσιο βίο, είχε σχεδόν υποκαταστήσει το Κράτος. Επιζητούσε την προώθηση των εθνικών θεμάτων με πόλεμο κατά της Τουρκίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις ελληνικές δυνατότητες για ένοπλο αγώνα.
Πιεζόμενη η Κυβέρνηση Δεληγιάννη από τις αντιδράσεις αυτές και την έξαψη του λαού, όταν κυκλοφόρησαν ειδήσεις για σφαγές και εμπρησμούς στην Κρήτη, έστειλε στα κρητικά ύδατα μεταξύ 25 και 29 Ιανουαρίου του 1897 πολεμικά πλοία υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο, για να εμποδίσει την αποβίβαση νέων τουρκικών δυνάμεων. Η παραπάνω όμως απόφαση δεν ικανοποίησε την κοινή γνώμη και η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποστείλει και μεικτό απόσπασμα από 2 τάγματα Πεζικού, ένα Λόχο Ευζώνων, ένα τάγμα Μηχανικού και μία πυροβολαρχία, συνολικής δυνάμεως 1500 ανδρών, υπό το Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο.
Το απόσπασμα αποβιβάστηκε δυτικά των Χανίων (Κολυμπάρι), στις 7 Φεβρουάριου άρχισε την επίθεσή του και την επόμενη κατανίκησε δύναμη Τουρκοκρητών και τακτικού στρατού. Ακολούθησε η αποβίβαση ξένων αγημάτων και οι ναύαρχοι των Μ. Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε κίνηση του ελληνικού αποσπάσματος.
Στις 18 Φεβρουαρίου, οι Μ. Δυνάμεις, με διακοίνωση τους προς την Ελληνική Κυβέρνηση, καθιστούσαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρηθεί στην Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου και απέκλειαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Όριζαν μάλιστα προθεσμία 6 ημερών για ανάκληση του αποσπάσματος Βάσσου από την Κρήτη. Η Τουρκία συμφώνησε με τη λύση αυτή, αντίθετα η Ελληνική Κυβέρνηση την απέρριψε.
Κατόπιν της αρνήσεως της Ελλάδας να συμμορφωθεί προς την απόφαση των Μ. Δυνάμεων για την Αυτονομία της Κρήτης, η Τουρκία αποφάσισε τον πόλεμο εναντίον της. Το στοιχείο αυτό αποτελεί και το βασικό αίτιο του πολέμου του 1897. Η αδυναμία, εξάλλου, της Ελληνικής Κυβερνήσεως να απαγορεύσει στις 29 Μαρτίου 1897 την έξοδο από την περιοχή Καλαμπάκας προς το τουρκικό έδαφος, στη Μακεδονία, σώματος από 2460 ένοπλους εθελοντές της «Εθνικής Εταιρείας», παρέσχε στην Τουρκία την επιζητούμενη αφορμή για την κήρυξη του πολέμου.
Το Θέατρο Επιχειρήσεων
Ο χερσαίος χώρος στον οποίο εξελίχτηκαν οι επιχειρήσεις, περιλαμβάνει κυρίως τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Η κορυφογραμμή της Πίνδου, από το Μέτσοβο και νότια, διαχωρίζει το Θέατρο αυτό των επιχειρήσεων σε δύο εντελώς ανεξάρτητα Τμήματα Θεάτρου Επιχειρήσεων, λόγω της ανυπαρξίας συγκοινωνιών μεταξύ τους.
Στη Θεσσαλία, τα ελληνοτουρκικά σύνορα, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, διέρχονταν από τη γενική γραμμή Χάσια – Αντιχάσια – Όρη Ζάρκου Τρέχαλος – Μελούνα – Λόγγος – Κάτω Όλυμπος – Αιγαίο, μήκους από το Αγιόφυλλο μέχρι το Αιγαίο 140 χιλ. Στην Ήπειρο, τα σύνορα ακολουθούσαν τη γενική γραμμή του Αράχθου ποταμού.
Οι τοποθεσίες άμυνας των συνόρων Θεσσαλίας χαρακτηρίζονταν ως ασθενείς, λόγω ελλείψεως βάθους και έργων οχυρώσεως. Περιορισμένος αριθμός έργων εκστρατείας υπήρχε μόνον στις κύριες διαβάσεις Αγιοφύλλου, Ρεβενίου, Μπογαζιού, Τυρνάβου, Μελούνας, Διάβας, Καλλιπεύκης, και Παντελεήμονα στο Αιγαίο. Επίσης, στη νότια όχθη του Πηνειού ποταμού, περί τη Λάρισα, υπήρχαν ορισμένα ισχυρότερα έργα, χωρίς ουσιαστική αξία.
Ο Πηνειός ποταμός δεν αποτελούσε αξιόλογο κώλυμα για άμυνα στη νότια όχθη του και, επιπλέον, απαιτούσε πολλές δυνάμεις. Η τοποθεσία Δομοκού, στο πίσω μέρος του Θεάτρου Επιχειρήσεων, σε συνδυασμό και με το όρος Όθρυς, είναι ισχυρότατη.
Δυνάμεις και Σχέδια Ελλήνων
Ο πόλεμος του 1897 βρήκε την Ελλάδα χωρίς την αναγκαία προπαρασκευή. Ο στρατός δε διέθετε τις απαραίτητες Υπηρεσίες για τη συντήρησή του, ούτε τον απαιτούμενο αριθμό στελεχών και τον αναγκαίο οπλισμό. Η εκπαίδευσή του ήταν πολύ καθυστερημένη. Ασκήσεις πεδίου μάχης σπάνια είχαν εκτελεστεί. Ασκήσεις μάχης με τη συμμετοχή όλων των Όπλων (Πεζικό – Ιππικό – Πυροβολικό – Μηχανικό) ουδέποτε είχαν γίνει. Το ηθικό του στρατεύματος ήταν καλό, αλλά δε στηριζόταν σε σταθερά θεμέλια. Προερχόταν κυρίως από το μεγάλο ενθουσιασμό με τον οποίο ο ελληνικός λαός αποδέχτηκε τον πόλεμο, όμως η ανεπαρκής εκπαίδευσή του και η έλλειψη στοιχειωδών μέσων Διοικητικής Μέριμνας συνιστούσαν δυσμενείς παράγοντες για τη διατήρηση του ηθικού του.
Η επιστράτευση άρχισε από 15 Φεβρουάριου, και ο στρατός εκστρατείας, στις 29 Μαρτίου, είχε την εξής δύναμη και διάταξη:
- Στρατός Θεσσαλίας
- 1η Μεραρχία (Σ.Δ Λάρισα – Στρατηγός Μακρής): 1η Ταξιαρχία (Λάρισα), 2η Ταξιαρχία (Τίρναβος – Μάτι), Απόσπασμα 3 Ταγμάτων Ευζώνων (Καλλιπεύκη – Ραψάνη), ένα Τάγμα Ευζώνων (Τίρναβος), Σύνταγμα Ιππικού (Λάρισα), Σύνταγμα Πυροβολικού (Λάρισα), Διλοχία Μηχανικού (Λάρισα).
- 2η Μεραρχία (Σ.Δ. Κάστρο – Συνταγματάρχης Μαυρομιχάλης): 3η Ταξιαρχία (Ζάρκο – Ρεβένι), 4η Ταξιαρχία (Κάστρο), Απόσπασμα 3 ταγμάτων Ευζώνων (Καλαμπάκα – Κονισκός), ένα Τάγμα Ευζώνων (Γριζάνο), Σύνταγμα Πυροβολικού (Κάστρο), Διλοχία Μηχανικού (Κάστρο)).
- Στρατός Ηπείρου
- 1η Ταξιαρχία (2 Συντάγματα Πεζικού), Τάγμα Ευζώνων, Ίλη Ιππικού, 6 Πυροβολαρχίες, 4 Λόχοι Μηχανικού).
- 2η Ταξιαρχία (2 Συντάγματα Πεζικού, 2 Τάγματα Ευζώνων, 2 Ίλες Ιππικού, 2 Πυροβολαρχίες, Λόχος Μηχανικού).
Γενικά, η δύναμη του Στρατού Θεσσαλίας, υπό το Διάδοχο Κωνσταντίνο, ανερχόταν σε 40.000 άνδρες και 96 πυροβόλα. Η δύναμη του Στρατού Ηπείρου, συγκεντρωμένη γύρω από την Άρτα, υπό το Συνταγματάρχη Μάνο, ανερχόταν σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.
Η γενική αποστολή του Στρατού Θεσσαλίας ήταν η άμυνα (ακριβής άμυνα, όπως χαρακτηρίστηκε, δηλαδή παθητική και όχι ενεργητική άμυνα) επί των Θεσσαλικών συνόρων, ενώ του Στρατού Ηπείρου η εισβολή στο χώρο της Ηπείρου, για την κατάληψη της διεκδικούμενης περιοχής (περιοχή μεταξύ Αράχθου – Καλαμά ποταμών).
Δυνάμεις και Σχέδια Τούρκων
Οι δυνάμεις των Τούρκων περιλάμβαναν 8 μεραρχίες Πεζικού και 1 μεραρχία Ιππικού. Από αυτές, 2 μεραρχίες Πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο και όλες οι άλλες στα σύνορα της Θεσσαλίας. Σύνολο δυνάμεως, στα σύνορα Θεσσαλίας 65.000 άνδρες και 186 πυροβόλα και στην Ήπειρο άνδρες και 24 πυροβόλα.
Αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας ήταν ο Ετέμ Πασάς, με σύμβουλο το Γερμανό Συνταγματάρχη Φον Γρούμσκωφ και έδρα του Στρατηγείου του την Ελασσόνα. Στην Ήπειρο ο Χιφζή Πασάς, με έδρα τα Ιωάννινα.
Το γενικό σχέδιο των Τούρκων, που είχε καταρτιστεί από το 1886 με τις οδηγίες Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς, πρόβλεπε επίθεση στο χώρο της Θεσσαλίας με τον όγκο του στρατού. Επίσης, τήρηση αμυντικής στάσεως στην Ήπειρο με περιορισμένες δυνάμεις, για υπεράσπιση των Ιωαννίνων. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο επιθέσεως που τελικά εφαρμόστηκε στη Θεσσαλία πρόβλεπε ενέργεια με τον όγκο των δυνάμεων στην κατεύθυνση Μελούνα – Λάρισα, για τη διάσπαση του ελληνικού μετώπου της γραμμής των συνόρων και κατάληψη της Λάρισας.
Την 5η Απριλίου, η γενική διάταξη των Τούρκων είχε ως εξής:
- Θεσσαλία: 1η Μεραρχία στην περιοχή Δαμάσι – Ελευθεροχώρι, 2η – 3η – 4η και Μεραρχία Ιππικού στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, 5η Μεραρχία σε κίνηση από τη Δεσκάτη προς τη διάβαση Διάβας, 6ηΜεραρχία στην περιοχή Καρυές.
- Ήπειρος: 1η Μεραρχία στην περιοχή Άνω Αράχθου, 2η Μεραρχία στην περιοχή Κάτω Αράχθου.
Διεξαγωγή του Πολέμου
Επιχειρήσεις Θεσσαλίας
- Μάχη Συνόρων (6-12 Απριλίου). Στις 6 Απριλίου, μετά από διάφορα μεθοριακά επεισόδια που είχαν προηγηθεί, άρχισε η επίθεση του Τουρκικού Στρατού. Δύο Μεραρχίες επιτέθηκαν στη διάβαση Μελούνας, άλλες δύο προς τις διαβάσεις Καλλιπεύκης και μία προς τη στενωπό Μπουγάζι Τιρνάβου. Η μάχη αναπτύχτηκε κυρίως στη γραμμή Μενεξές – Μελούνα – Βοτνοχώρι – Λοφάκι μεταξύ της 2ης Ταξιαρχίας και των 2ης και 4ης Τουρκικών Μεραρχιών, που ενισχύθηκαν και από την 3η Τουρκική Μεραρχία. Η 2η Ταξιαρχία κράτησε όλη την ημέρα τις θέσεις της. Στη συνέχεια, αφού δεν ενισχύθηκε, εγκατέλειψε τη Μελούνα και συμπτύχτηκε προς το Μάτι. Μέχρι τις 9 Απριλίου, οι Τούρκοι της διαβάσεως Μελούνας δεν προχώρησαν προς τη Λάρισα. Τα ελληνικά τμήματα βόρεια των Τεμπών, καθώς και στις περιοχές Λοφάκι, Ρεβένι και βόρεια των Τρικάλων απέκρουαν τις επιθέσεις των τουρκικών δυνάμεων. Στις 9 Απριλίου όμως, οι Τούρκοι ανέτρεψαν το ελληνικό απόσπασμα του δεξιού της όλης διατάξεως και το ανάγκασαν σε υποχώρηση προς το χωριό Γόννοι, ενώ ταυτόχρονα άλλες Τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν από τη Μελούνα προς το Αργυροπούλιο.
Μετά απ’ αυτά, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος συγκέντρωσε ολόκληρη τη δύναμη της Ιης Μεραρχίας και της 4ης Ταξιαρχίας της 2ης Μεραρχίας στη γραμμή Ροδιά Μεγάλη Βρύση – Λοφάκι – Μπουγάζι Τιρνάβου, ενώ η 3η Ταξιαρχία κρατούσε τη διάβαση Ρεβενίου.
Στις 11 Απριλίου, οι Τούρκοι επιτίθενται με δύο μεραρχίες πεζικού και τη Μεραρχία Ιππικού προς τα Δελέρια. Η μάχη διεξάχτηκε περί τα Δελέρια, όπου η ΙΙη Μεραρχία αντέταξε πεισματώδη άμυνα, με την υποστήριξη και του Συντάγματος Ιππικού. Η Ιη Μεραρχία, αναπτυγμένη στη γραμμή Λοφάκι – Μπουγάζι Τιρνάβου, δεν πιέστηκε από τους Τούρκους, ούτε συνέδραμε τον αγώνα Δελερίων. Κατά το βράδυ, ολόκληρη η ελληνική διάταξη άρχισε να υποχωρεί και στη διάρκεια της νύχτας η υποχώρηση μεταβλήθηκε σε πανικόβλητη φυγή προς τη Λάρισα, με εξαίρεση την 3η Ταξιαρχία που συμπτύχτηκε συντεταγμένη, την άλλη ημέρα 12 Απριλίου.
Ο Διάδοχο, μη δυνάμενος να εγκαταστήσει νέα γραμμή άμυνας στη νότια όχθη του Πηνειού ποταμού, διέταξε, τη νύχτα της 11/12 Απριλίου, τη συνέχιση της υποχωρήσεως προς τα Φάρσαλα. Η υποχώρηση του στρατού, μολονότι γινόταν χωρίς εχθρική πίεση, παρουσίαζε εικόνα αποσυνθέσεως. Ειδικότερα, οι μονάδες είχαν αναμειχτεί μεταξύ τους και οργανικοί δεσμοί του στρατεύματος είχαν διασπαστεί.
- Μάχη Βελεστίνου – Φαρσάλων (15-24 Απριλίου): Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες στην περιοχή Φαρσάλων, κατορθώθηκε η ανασύνταξη των ελληνικών μονάδων. Επίσης, η εγκατάστασή τους για άμυνα βόρεια και νοτιοδυτικά της πόλεως, στη νότια όχθη του Ενιπέα (παραπόταμου του Πηνειού), με προφυλακές μάχης βόρεια αυτού – στη γραμμή των χωριών Κρήνη – Χαλκιάδες – Θετείδιο. Η 3η Ταξιαρχία στάλθηκε, στις 15 Απριλίου, σιδηροδρομικώς και οδικώς (πεζή) από Φάρσαλα στο Βελεστίνο και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην τοποθεσία Βελεστίνου, για την κάλυψη του Βόλου, που θαλασσίως εξυπηρετούσε τους ανεφοδιασμούς του στρατού.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να καταλάβουν πρώτα το Βολο και κατόπιν τα Φάρσαλα. Για το σκοπό αυτόν, από το απόγευμα της 15 Απριλίου και μέχρι τις 18 Απριλίου, ενέργησαν διαδοχικές επιθέσεις με τη Μεραρχία Ιππικού και ένα σύνταγμα πεζικού επιθέσεις που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από την 3η Ταξιαρχία (Συνταγματάρχης Σμολένσκης). Οι επιθέσεις κατά Βελεστίνου θα επαναληφτούν με ισχυρότερες δυνάμεις στις 23 και 24 Απριλίου. Τη νύχτα της 24/25 Απριλίου, η 3η Ταξιαρχία θα εξαναγκαστεί σε υποχώρηση προς την περιοχή του Αλμυρού.
Στο μεταξύ, η αποτυχία του στρατού στη μάχη των συνόρων και η υποχώρησή του στα Φάρσαλα προκάλεσαν, στις 18 Απριλίου, την αντικατάσταση της Κυβερνήσεως Δεληγιάννη με Κυβέρνηση του Δ. Ράλλη.
Στις 23 Απριλίου, ο τουρκικός Στρατός αφού κινήθηκε από τη Λάρισα, επιτίθεται με τρείς μεραρχίες (2η, 3η, 6η) αρχικά κατά των προφυλακών μάχης και, στη συνέχεια, κατά της κύριας τοποθεσίας άμυνας των Φαρσάλων. Αν και η επίθεση αποκρούστηκε, η διατήρηση, υπό των ελληνικών τμημάτων, της τοποθεσίας αυτής δεν ήταν δυνατή, επειδή την επομένη θα δεχόταν επίθεση από όλες τις τουρκικές μεραρχίες (3ης, 6ης) και πλευρική (1ης, 2ης και Μεραρχίας Ιππικού) από τα δυτικά με συνέπεια την αποκοπή της οδού Φάρσαλα – Δομοκός. Ο παραπάνω κίνδυνος υποχρέωσε το Διάδοχο Κωνσταντίνο να διατάξει σύμπτυξη του ελληνικού Στρατού από την τοποθεσία Φαρσάλων προς την τοποθεσία Δομοκού, η οποία εκτελέστηκε τη νύχτα της 23/24 Απριλίου και ολόκληρη την ημέρα της 24 Απριλίου. Οι διαδοχικές αποτυχίες, οι στερήσεις, η κόπωση και η έλλειψη εκπαιδεύσεως σε υποχωρητικούς ελιγμούς, επέδρασαν σοβαρώς στο ηθικό του στρατού, με συνέπεια η κατάστασή του να είναι αποκαρδιωτική.
- Μάχη Δομοκού (5-6 Μαΐου). Η διάταξη του ελληνικού Στρατού στην τοποθεσία Δομοκού είχε ως εξής: 2η Ταξιαρχία στην τοποθεσία Ναρθάκιο Κασιδιάρη όρος (γραμμή Πετρωτό – Κιτίκι – Αγ. Αντώνιος), 4η Ταξιαρχία εκατέρωθεν της διαβάσεως Δομοκού (γραμμή Θαυμακόν – Πουρνάρι), ειδική ταξιαρχία (νεοσύστατη) τοποθεσία Βελεσιώτες και το απόσπασμα Τερτίπη στην τοποθεσία Λεονταρίου. Εφεδρεία η 1η ταξιαρχία στο Δομοκό. Η 3η Ταξιαρχία στην περιοχή Αλμυρού – Σούρπης.
Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 5 Μαΐου. Δύο μεραρχίες (ΙΙΙη, VIη) επιτέθηκαν προς Ναρθάκιο όρος για υπερκέραση του δεξιού της ελληνικής διατάξεως, δύο (Ιη, ΙΙη) κατά μέτωπο, ενώ μία ταξιαρχία (εφεδρική) τηρήθηκε ως εφεδρεία πίσω από τις III και VI. Οι επιθέσεις αυτές αποκρούστηκαν σε όλο το μέτωπο, πλην του άκρου δεξιού, όπου η 2η Ταξιαρχία συμπτύχτηκε προς το Βούζι.
Τη νύχτα 5/6 Μαΐου, ο Διάδοχος, προβλέποντας για την επόμενη τη δημιουργούμενη απειλή στο δεξιό πλευρό της διατάξεώς του, διέταξε γενική υποχώρηση προς τη διάβαση Καλαμακίου της Όθρυος. Εκατέρωθεν της διαβάσεως τάχτηκαν η 1η (δυτικά της οδού) και η 2η Ταξιαρχίες (ανατολικά της οδού), οι οποίες, στη μάχη που επακολούθησε στις 6 Μαΐου, δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν τις τουρκικές επιθέσεις. Τα ελληνικά Τμήματα, την επόμενη 7 Μαΐου, διέρρευσαν άτακτα προς Λαμία έχοντας τη μορφή ένοπλου συρφετού και ο Διάδοχος διέταξε συνέχιση της υποχωρήσεως προς τα στενά Θερμοπυλών.
Στο μεταξύ και, ενώ τα ελληνικά τμήματα διέρρεαν προς τη Λαμία, μερικοί αποκομμένοι λόχοι τους είχαν μεταβληθεί σε οπισθοφυλακή, η οποία υποχώρησε τελικά στην τοποθεσία Ταράτσας (βόρεια και κοντά στη Λαμία).
Ταυτόχρονα, ο Διάδοχος έλαβε τηλεγράφημα της Κυβερνήσεως, με το οποίο καθοριζόταν η ανακοπή της υποχωρήσεως και η αναστολή των εχθροπραξιών. Τα πυρά σταμάτησαν στις 15.00 και την επόμενη, 8 Μαΐου, υπο- γράφηκε η ανακωχή.
Επιχειρήσεις Ηπείρου (6 Απριλίου – 6 Μαΐου).
Οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο άρχισαν στις 6 Απριλίου με σφοδρότατη μονομαχία πυροβολικού και επίθεση των Τούρκων για την κατάληψη της Άρτας, επίθεση η οποία αποκρούστηκε. Η τουρκική επίθεση συνεχίστηκε στις 7 και 8 Απριλίου . Αντεπίθεση όμως της 2ης Ταξιαρχίας Σέχου, που διάβηκε βιαίως τον Άραχθο ποταμό νότια της Άρτας, ανέτρεψε το δεξιό των Τούρκων προς Παχυκάλαμο και Τσαπρασλί. Επακολούθησε γενική υποχώρηση των Τούρκων προς τα Πέντε Πηγάδια και διάλυση της ΙΙης τουρκικής Μεραρχίας. Τα ελληνικά τμήματα, στερούμενα πληροφοριών για τον εχθρό και επιθετικού πνεύματος, δεν ανέλαβαν καταδίωξη.
Στις 14 Απριλίου, οι Τούρκοι επανέλαβαν τις επιθέσεις τους και η 1η Ταξιαρχία Μπότσαρη που είχε προχωρήσει προς το Ανώγι (νότια των Πέντε Πηγαδιών), αναγκάστηκε, ύστερα από αγώνα 3 ημερών, να υποχωρήσει στην Άρτα. Κατόπιν αυτού, οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην πεδιάδα του Λούρου ποταμού (γραμμή Στρεβίνα – Φιλιππιάδα).
Μεταξύ 1-4 Μαΐου, οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν. Ο Στρατός Ηπείρου συγκρότησε και την 3η Ταξιαρχία Μπείρου, ενώ επιπλέον τέθηκε στη διάθεσή του και η νεοσύστατη «Ηπειρωτική Φάλαγγα», δυνάμεως 2.500 ανδρών, υπό το Συνταγματάρχη Μάρκο Μπότσαρη.
Την 1 Μαΐου, η Φάλαγγα αυτή αποβιβάστηκε στις εκβολές του Λούρου ποταμού, ενώ η 1η Ταξιαρχία πέρασε τον Άραχθο και επιτέθηκε στο Γρίμποβο. Η 2η Ταξιαρχία κινήθηκε προς τη γέφυρα του Λούρου, για να συνδεθεί με τη Φάλαγγα. Όμως, όλες αυτές οι ελληνικές επιχειρήσεις απέτυχαν και οι Ταξιαρχίες επέστρεψαν στην Άρτα ενώ η Ηπειρωτική Φάλαγγα μεταφέρθηκε στη Βόνιτσα και τον Κραβασαρά.
Στις 6 Μαΐου, Τούρκοι αξιωματικοί προσήλθαν στις ελληνικές προφυλακές, με προτάσεις ανακωχής.
Η Ανακωχή και η Συνθήκη Ειρήνης
Η αναστολή των εχθροπραξιών στις 7 Μαΐου, έσωσε την Ελλάδα από την επερχόμενη κάθοδο των τουρκικών δυνάμεων προς την Αθήνα. Ο Σουλτάνος δέχτηκε την αναστολή κατόπιν επεμβάσεως του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικολάου Β’, επέμβαση η οποία έγινε μετά από τηλεγράφημα του βασιλιά Γεωργίου.
Η συνθήκη ειρήνης, με πρωτοβουλία των Μ. Δυνάμεων, υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897. Τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη Θεσσαλία και επέστρεψε σ’ αυτήν ο ελληνικός Στρατός. Στο Κρητικό Πρόβλημα έγινε δεκτή η λύση της αυτονομίας, με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο, υπό την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Μ. Δυνάμεις επωφελήθηκαν από τη δυσχερή θέση της Ελλάδας και της επέβαλαν τον ταπεινωτικό διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Οι Απώλειες
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΓΕΣ/ΔΙΣ, κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ο ελληνικός Στρατός είχε νεκρούς 39 αξιωματικούς και 733 οπλίτες. Επίσης, τραυματίες περί τους 90 αξιωματικούς και 1567 οπλίτες.
Από τουρκική πλευρά, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, οι απώλειές τους ήταν κατά μέτριους υπολογισμούς τριπλάσιες εκείνων του ελληνικού Στρατού.
Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα.
Η έλλειψη πολιτικής ωριμότητας στην πολιτική, πνευματική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας, αλλά και το κομματικό πάθος, με τις μεγάλες διαστάσεις του στο λαό, συνεργάστηκαν για να εμπλέξουν τη χώρα στην οδυνηρή περιπέτεια του 1897.
Η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο χωρίς την αναγκαία προπαρασκευή. Ο στρατός ήταν ανοργάνωτος, ανεκπαίδευτος και ο οπλισμός του απαρχαιωμένος. Τα στελέχη του, όλων των βαθμών, ήταν κατά κανόνα μειωμένης επαγγελματικής καταρτίσεως. Η ανυπαρξία ικανών ανώτερων και ανώτατων στελεχών στις διοικήσεις τα επιτελεία και τα στρατηγεία του ελληνικού Στρατού ήταν αισθητή σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Από πλευράς διεξαγωγής των επιχειρήσεων σημειώνονται τα εξής:
- Μάχη Συνόρων. Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου προήλθε από την απώλεια της διαβάσεως Μελούνας και από την ανατροπή του δεξιού της διατάξεως στην περιοχή Καλλιπεύκη, του Κάτω Ολύμπου.
- Μάχη Φαρσάλων. Η τοποθεσία Φαρσάλων έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως τοποθεσία επιβραδύνσεως και όχι άμυνας λόγω ελλείψεως βάθους. Ακόμα, γιατί είναι δυνατή η υπερκέρασή της από το δυτικό πλευρό, λόγω του υπάρχοντος πεδινού χώρου.
- Η άμυνα στην τοποθεσία Βελεστίνου, για κάλυψη του λιμένα Βόλου επί περιορισμένο χρόνο, ήταν επιτυχής.
- Μάχη Δομοκού. Η διάταξη της άμυνας των ελληνικών ταξιαρχιών ήταν ισοβαρής σε όλο το μέτωπο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πουθενά κύρια αμυντική προσπάθεια. Το όρος Ναρθάκιο, απ’ όπου δημιουργήθηκε και η κατάρρευση της άμυνας, έπρεπε να έχει επανδρωθεί με περισσότερες δυνάμεις.
- Το Δόγμα της Άμυνας, Το δόγμα άμυνας, που εφαρμόστηκε σε όλες τις μάχες από τον ελληνικό Στρατό, ήταν απαρχαιωμένο και οπωσδήποτε εσφαλμένο, γιατί είχε ως ιδέα ενέργειας την παθητική άμυνα (ακριβής άμυνα, κατά τη στρατιωτική ορολογία της εποχής εκείνης) και όχι την ενεργητική άμυνα, που σημαίνει κινητικότητα και κυρίως αντεπιθέσεις. Επισημαίνεται ότι σε όλες τις αμυντικές του επιχειρήσεις, ο Στρατός Θεσσαλίας ουδέποτε εκτόξευσε αντεπίθεση, αν και υπήρξαν ευκαιρίες και διαθέσιμες εφεδρείες γι’ αυτό.
Επιχειρήσεις Ηπείρου.
Ο ελληνικός Στρατός Ηπείρου είχε τα ίδια οργανικά ελαττώματα με το Στρατό Θεσσαλίας. Επισημαίνονται η ανυπαρξία πολεμικών σχεδίων, η μη εκμετάλλευση της επιτυχίας, μετά τη δημιουργία προγεφυρώματος δυτικά του Αράχθου ποταμού, στις 9 Απριλίου, από τη 2η Ταξιαρχία Σέχου, και τέλος, η μη χρησιμοποίηση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας σε ανορθόδοξες αποστολές, όμοιες με εκείνες των ανταρτών.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, κατά τον πόλεμο του 1897, βρέθηκε εντελώς απομονωμένη από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ορισμένες μάλιστα απ’ αυτές ενθάρρυναν τον πόλεμο και την ήττα της, για την εξυπηρέτηση των πολιτικών στρατηγικών τους συμφερόντων. Συγκεκριμένο παράδειγμα η Γερμανία, της οποίας η εχθρική στάση έναντι της Ελλάδας εξηγείται από την τότε πολιτική της να διεισδύσει στο χώρο της Μέσης Ανατολής, μέσω της Τουρκίας. Επίσης, από την αντιπάθεια του Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β’ προς τον Έλληνα Βασιλιά, τον οποίο θεωρούσε ως υποστηρικτή των συμφερόντων της Αγγλίας.