Στον τομέα των διεθνών σχέσεων, θεωρίες όπως ο επιθετικός ρεαλισμός και ο αμυντικός ρεαλισμός αποτελούν βασικές έννοιες για την κατανόηση της δυναμικής μεταξύ των κρατών στο άναρχο διεθνές σύστημα. Όταν αυτές οι στρατηγικές αντιπαραβάλλονται με το φάσμα της τρομοκρατίας στο πλαίσιο της αναμέτρησης μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, αναδύεται η έννοια της Στρατηγικής Αποδυνάμωσης μέσω Τρομοκρατικών Ενεργειών, που συμπεριλαμβάνει κλασσικές τακτικές ψευδούς σημαίας για μέγιστη εύλογη άρνηση αυτών των πράξεων.
1. Ορισμός του επιθετικού ρεαλισμού, του αμυντικού ρεαλισμού και της τρομοκρατίας
Ο Επιθετικός Ρεαλισμός, μια θεωρία στρατηγικής που προτάθηκε από τον πολιτικό επιστήμονα John Mearsheimer, υποστηρίζει ότι τα κράτη εγγενώς αναζητούν δύναμη και ασφάλεια σε ένα σύστημα αυτοβοήθειας που χαρακτηρίζεται από αναρχία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τα κράτη οδηγούνται από την επιθυμία πρωτίστως να μεγιστοποιήσουν τη δύναμη τους σε σχέση με άλλα κράτη, οδηγώντας σε μια συνεχή κατάσταση ανταγωνισμού και δυνητικής σύγκρουσης.
Από την άλλη, η στρετηγική του αμυντικού ρεαλισμού, όπως υποστηρίζεται από μελετητές όπως ο Kenneth Waltz, αναγνωρίζει μεν την άναρχη φύση του διεθνούς συστήματος, αλλά υποδηλώνει ότι τα κράτη επιδιώκουν πρωτίστως την ασφάλεια και όχι τη μεγιστοποίηση της ισχύος. Οι αμυντικοί ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι τα κράτη εμπλέκονται σε εξισορροπητικές συμπεριφορές για να διατηρήσουν μια ισορροπία δυνάμεων καθώς επίσης και για να δημιουργήσουν ένα ικανό βαθμό αποτροπής.
Φυσικά ένα κράτος δεν χρειάζεται να ακολουθεί πιστά μόνο μια τέτοια στρατηγική, αλλά αναλόγως των καταστάσεως μπορεί να αναθεωρήσει την στάση του για την μεγιστοποίηση της δυνατότητας επιβίωσης του.
Η τρομοκρατία, μια τακτική που θεωρητικά χρησιμοποιείται από μη κρατικούς φορείς, περιλαμβάνει τη χρήση βίας ή την απειλή βίας για να ενσταλάξει φόβο και να επιτύχει πολιτικούς, ιδεολογικούς ή θρησκευτικούς στόχους. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό πόλεμο μεταξύ κρατών, η τρομοκρατία συχνά λειτουργεί ασύμμετρα, με τους παράγοντες να χρησιμοποιούν μυστικές μεθόδους για να στοχεύσουν άμαχους πληθυσμούς ή στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία. Ενώ θεωρητικά η τρομοκρατία εκτελείται από ομάδες που δεν έχουν κάποια σχέση με κρατικούς παράγοντες, στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι τρομοκρατικές ενέργειες έχουν σχεδιαστεί και χρηματοδοτηθεί από κρατικούς παράγοντες μυστικών υπηρεσιών, ενώ έχουν εκτελεστεί από τρίτους για μέγιστη εύλογη άρνηση (plausible deniability).
2. Η αδυναμία άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων
Η ύπαρξη πυρηνικών όπλων αλλάζει θεμελιωδώς τον υπολογισμό της διακρατικής σύγκρουσης. Με την έλευση της αμοιβαίαw εξασφαλισμένης καταστροφής (Mutually Assured Destruction), η άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων γίνεται εξαιρετικά απίθανη. Οι καταστροφικές συνέπειες ενός πυρηνικού πολέμου χρησιμεύουν ως ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας, αναγκάζοντας τα κράτη να επιδείξουν προσοχή και αυτοσυγκράτηση στις αλληλεπιδράσεις τους.
Στην σημερινή εποχή οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται μακριά από το ευρωπαϊκό-ρωσικό θέατρο επιχειρήσεων, όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ρωσικά υποβρύχια βρίσκονται σε κοντινή θέση βολής από τις ΗΠΑ καθώς και η τεχνολογία μη αναχαίτισης βαλλιστικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές έχει εξελιχθεί σε τεράστιο βαθμό (υπερηχητικές πλατφόρμες, συστήματα δολωμάτων). Δηλαδή σε περίπτωση επίθεσης του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε ασφαλή απόσταση από τις άμεσες εχθροπραξίες.
3. Εξέταση της τρομοκρατίας ως εργαλείου στο πλαίσιο του επιθετικού ρεαλισμού
Παρά την αποτρεπτική επίδραση των πυρηνικών όπλων, το φάντασμα της τρομοκρατίας εισάγει μια λεπτή διάσταση στις διακρατικές σχέσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Επιθετικού Ρεαλισμού. Ένα κράτος που εμμένει σε μια επιθετική ρεαλιστική προοπτική μπορεί να καταφύγει στην υποστήριξη ή την εμπλοκή στην τρομοκρατία ως μέσο για να αποδυναμώσει ασύμμετρα τους αντιπάλους του, διατηρώντας παράλληλα αρκετή εύλογη δυνατότητα άρνησης.
Χρησιμοποιώντας τρομοκράτες ως πληρεξούσια στοιχεία, τα κράτη μπορούν να προκαλέσουν ζημιά στους αντιπάλους τους χωρίς να διακινδυνεύσουν άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση ή να προκαλέσουν την έναρξη ενός πυρηνικού πολέμου. Αυτή η στρατηγική επιτρέπει στα επιθετικά ρεαλιστικά κράτη να επιδιώκουν τους στόχους τους με έμμεσα μέσα, εκμεταλλευόμενα τα τρωτά σημεία των αντιπάλων τους, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον κίνδυνο αντιποίνων. Συνήθως το κράτος που έχει δεχθεί τέτοια επίθεση περιορίζει την απάντηση του στην τιμωρία των αυστηρά εμπλεκόμενων μερών (εκπαιδευτές, χρηματοδότες, τρομοκράτες) και δεν επιφέρει αντίποινα στο κράτος που ανήκουν οι σχετικές μυστικές υπηρεσίες.
Εδώ η κεντρική ιδέα είναι η εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών του επιτιθέμενου κράτους με κύριο σκοπό την αποδυνάμωση του αντιπάλου κράτους. Δηλαδή αντίθετα με τον επιθετικό ρεαλισμό, το επιτιθέμενο κράτος δεν προσπαθεί να αυξήσει μόνο την δύναμη του αλλά και παράλληλα να αποδυναμώσει το αντίπαλο κράτος στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής είναι οι τακτικές που αναφέρονται στη έκθεση του RAND, “Overextending and Unbalancing Russia”.
Βέβαια υπάρχουν και άλλες τέτοιες σχετικές μελέτες με κύριο θέμα την αποδυνάμωση ενός αντιπάλου.
Σε αυτά τα πλαίσια μια σημαντική τέτοια μέθοδος είναι οι τρομοκρατικές πράξεις που συμβαίνουν κατά επιταγή, σχεδιασμό και χρηματοδότηση των μυστικών υπηρεσιών του επιτιθέμενου κράτους.
4. Η σημασία των υπηρεσιών πληροφοριών σε ένα πυρηνικό περιβάλλον
Η αλληλεπίδραση μεταξύ του Επιθετικού Ρεαλισμού, του Αμυντικού Ρεαλισμού και της τρομοκρατίας υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα που είναι εγγενής στις σχέσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων. Ενώ η άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση καθίσταται απίθανη από το φάσμα του πυρηνικού πολέμου, η απειλή της τρομοκρατίας εισάγει μια νέα διάσταση στρατηγικού ανταγωνισμού.
Κατά την πλοήγηση σε αυτό το τοπίο, οι υπηρεσίες πληροφοριών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, εξυπηρετώντας τόσο επιθετικές όσο και αμυντικές λειτουργίες. Ειδικότερα στον τομέα της άμυνας (αποσόβησης της σχεδιασμένης τρομοκρατικής ενέργειας) το ανθρώπινο δυναμικό που τις αποτελεί είναι επιφορτισμένο με τη συλλογή κρίσιμων πληροφοριών για την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση πιθανών τρομοκρατικών απειλών, καθώς και για τη διάκριση των προθέσεων και των δυνατοτήτων των αντίπαλων κρατών.
Ειδικότερα στο πλαίσιο των πυρηνικών δυνάμεων, ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών καθίσταται απαραίτητος τόσο στις επιθετικές όσο και στις αμυντικές στάσεις, διαμορφώνοντας τον στρατηγικό υπολογισμό των εθνών σε έναν όλο και πιο περίπλοκο και αβέβαιο κόσμο.
Συμπεράσματα
Ο Επιθετικός Ρεαλισμός υπαγορεύει την αύξηση της ισχύος ενός κράτους ενώ ο Αμυντικός Ρεαλισμός δίνει αρκετή σημασία στις διπλωματικές σχέσεις ενός κράτους για την διατήρηση των υπαρχόντων ισορροπιών. Παράλληλα σημαντική είναι η στρατηγική της αποδυνάμωσης ενός αντίπαλου κράτους και οι τρομοκρατικές ενέργειες προσφέρουν μεν μεγάλο βαθμό εύλογης άρνησης αλλά παράλληλα επέχουν τεράστιο ηθικό κόστος και υποβιβάζουν το επιτιθέμενο κράτος στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.
Θεόδωρος Κωστής