Έχουν περάσει 2-3 αιώνες από τον καιρό που οι μουσικοί μιας ορχήστρας δεν ήταν άλλο από υπηρέτες με μουσικά καθήκοντα στην αυλή κάποιου ευγενούς ή αρχιεπισκόπου. Από τότε έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα, τα σχετικά μικρά μουσικά σύνολα των μακρινών εκείνων εποχών έχουν μεταβληθεί σε σύγχρονες συμφωνικές ορχήστρες με 50 έως 100 μουσικούς κατά μέσο όρο, το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο έχει επίσης μεταβληθεί και οι μουσικοί θεωρούνται πλέον αξιοπρεπείς εργαζόμενοι, τουλάχιστον όσο θεωρούνται κι όλοι οι άλλοι.
Η κλασική μουσική, που θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα μια τέχνη για την κοινωνική ελίτ, αγγίζει σήμερα πλατύτερα πληθυσμιακά στρώματα και οι ορχήστρες, που φιλοδοξούν να είναι δυναμικοί φορείς αυτής της τέχνης, δίνουν στο ευρύ κοινό την αναντικατάστατη εμπειρία της ζωντανής μουσικής ακρόασης. Ταυτόχρονα προσπαθούν μέσα από συναυλίες και προγράμματα εκπαιδευτικού χαρακτήρα να προσεγγίσουν το αυριανό κοινό και να αναπτύξουν μια γόνιμη σχέση με τη τοπική κοινωνία, σπάζοντας κοινωνικά, πολιτιστικά και άλλου είδους στεγανά. Είναι αυτονόητο πως ένας τέτοιος δυναμικός πολιτιστικός οργανισμός που απασχολεί σταθερά πάνω από 100-150 εργαζομένους (μουσικούς, τεχνικούς, υπαλλήλους διοικητικών και άλλων καθηκόντων) χρειάζεται αντίστοιχα έσοδα που θα εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία του. Και εδώ ακριβώς αρχίζει η περιπέτεια.
Στις μέρες μας οι ορχήστρες στηρίζονται κυρίως στην κρατική αρωγή. Αυτός είναι ο κανόνας στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ασία και την Αυστραλία, όπου οι ορχήστρες στηρίζονται πρωτίστως έμμεσα ή άμεσα στην κρατική χρηματοδότηση και δευτερευόντως σε χορηγίες/δωρεές, με ένα σχετικά μικρό ποσοστό των εσόδων τους να προκύπτει από την είσπραξη εισιτηρίων. Αρκεί να σκεφτούμε πως στις Ηνωμένες Πολιτείες των 330 εκατ. κατοίκων υπάρχουν πάνω από 1200 (και ολογράφως χίλιες διακόσιες!) ορχήστρες με μόλις το 40% των εσόδων τους να προέρχεται από την πώληση εισιτηρίων (ένα άλλο σχεδόν 45% προέρχεται από χορηγίες και δωρεές –που υπόκεινται σε ειδικό ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς– ενώ το υπόλοιπο περίπου 15% προέρχεται από επενδύσεις/επιχειρηματικές δραστηριότητες των ορχηστρών).
Ταυτόχρονα κάθε χρόνο –πέρα από τις 28.000 (!) περίπου συναυλίες και άλλες μουσικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται–, εκπονούνται χιλιάδες εκπαιδευτικά προγράμματα και διοργανώνονται εκδηλώσεις και δράσεις με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή όλων των στρωμάτων της τοπικής κοινωνίας η οποία και στηρίζει ενεργά –ηθικά και υλικά– τις ορχήστρες.[2] Παρόμοια οικονομικά δεδομένα ισχύουν και για την Ευρώπη, όπου η κρατική χρηματοδότηση είναι άμεση, με την Ασία να ακολουθεί εν πολλοίς το ίδιο μοντέλο και την Αυστραλία να στηρίζει τις ορχήστρες της κατά το ήμισυ στην κρατική χρηματοδότηση και κατά το ήμισυ σε χορηγίες/δωρεές
Εύκολα αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως όσα μεγάλα λόγια λέγονται από κρατικά ή κρατικοδίαιτα χείλη κατά καιρούς στη μικρή μας πατρίδα περί πολιτισμού (και δη μουσικού), ανάδειξης του συνόλου των τεχνών που αποτελούν την πραγματική βαριά (sic) βιομηχανία της χώρας κ.τ.λ. (στη χώρα μας η «Έκθεση Ιδεών» αποτελεί ένα εξαιρετικά ανθεκτικό φυτό εσωτερικού χώρου), δεν μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από τη σφαίρα της γραφικότητας στην οποία διαβιώνει ευτυχές το, έτσι κι αλλιώς ουσιαστικά απαίδευτο κι επομένως εύκολα χειραγωγούμενο, κοινό.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί στην πράξη δεν υπάρχει καμιά σοβαρή σχετική πρόθεση ούτε κανένα οργανωμένο σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση (καθένας μπορεί να υπολογίσει π.χ., με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία, τα σχετικά με τις ΗΠΑ, το πόσες ορχήστρες θα έπρεπε να υπάρχουν στη χώρα μας αναλογικά με τον πληθυσμό της κι ύστερα να δει το πόσες όντως υπάρχουν), πέρα από μεμονωμένες σπασμωδικές ενέργειες βιτρίνας, γεγονός που προκύπτει τόσο από την αδιαφορία αν όχι την απαξίωση, με την οποία αντιμετωπίζουν οι ιθύνοντες την καλλιτεχνική παιδεία (μουσική, θεατρική, εικαστική κ.τ.λ.) που υποτίθεται πως αποτελεί τον βασικό αιμοδότη της όποιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας στη χώρα (παιδεία που παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας –όλοι θυμόμαστε το σχετικό χάος που προκλήθηκε πριν μερικούς μήνες με το ζήτημα των αδιαβάθμητων καλλιτεχνικών πτυχίων – και που σε ακραίες συνθήκες θα μπορούσε να οδηγήσει στην άκρως επικίνδυνη δημιουργία –Θεός φυλάξει!– ενός πραγματικά σκεπτόμενου κοινού!), αλλά και από την ίδια την καλλιτεχνική πράξη που παλεύει, στην καλύτερη περίπτωση, για την επιβίωσή της με μοναδικό εφόδιο έναν δονκιχωτικό συνδυασμό ηρωισμού και επιμονής που θα ζήλευε και ο κινηματογραφικός Φιτζκαράλντο!
Η πραγματικότητα δείχνει πως ο πολιτισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αμιγώς με όρους «αγοράς» όσο κι αν οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές που εφαρμόζονται πλέον σπρώχνουν τα πράγματα προς τα εκεί.
Οι ορχήστρες σε όλον τον κόσμο δίνουν μια μάχη επιβίωσης έχοντας αντιληφθεί πως ο πολιτισμός δεν είναι κάτι που υπάρχει για να δημιουργεί κέρδη, έτσι δεν οδηγούνται π.χ. σε αύξηση της τιμής των εισιτηρίων των συναυλιών τους, αντιθέτως προχωρούν σε σχετικές μειώσεις προκειμένου να κάνουν τη συμφωνική μουσική προσιτή σε όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται, χαράσσοντας μια πιο τολμηρή και εξωστρεφή πολιτική. Υπάρχουν βέβαια και οι φωνές που υποστηρίζουν το αντίθετο, πως δηλαδή για παράδειγμα οι τιμές των εισιτηρίων συναυλιών θα έπρεπε να αυξηθούν προκειμένου το κοινό να εκτιμήσει (!) την αξία του προσφερόμενου αγαθού και οι ορχήστρες να αντλήσουν κέρδη από αυτή την ενέργεια.
Τέτοιες φωνές ακούγονται σήμερα και στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας προκειμένου να «υποστηριχτεί» με κάποιο «επιχείρημα» η σχετική αύξηση που έχει αποφασιστεί στην τιμή των εισιτηρίων συναυλιών των ορχηστρών μας. Φυσικά οι φωνές αυτές προτιμούν να μην ασχολούνται με τη χρόνια ανυπαρξία σοβαρής πολιτιστικής πολιτικής, σοβαρής εκπαιδευτικής πολιτικής και με την ανάγκη επανεκκίνησης του οχήματος που λέγεται «πολιτισμός» σε μια χώρα που έχει κάνει τη στρέβλωση κανόνα.
[1] Σχετικά στοιχεία παρέχονται από το NCAR (Εθνικό Κέντρο Ερευνών για τις Τέχνες), και άλλους φορείς. Ενδεικτικά αναφέρουμε: link.
[2] Η τελευταία φράση που ακούγεται από τον μαέστρο της ορχήστρας στο τέλος της ταινίας «Πρόβα ορχήστρας» του Φελίνι.