Η παρούσα βραχεία αξιολόγηση είναι μια μικρά «δόση» στην συνέχεια μιας σειράς εκτενών άρθρων που έχουν δημοσιευθεί διερευνώντα εάν η Ουκρανία ή η Ρωσία είναι ικανοτέρα να εξέλθει νικήτρια από τον μεταξύ τους παρατεταμένο πόλεμο. Το πρόσφατο τρίμηνο οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες είχαν αρχίσει να αλλάζουν σημαντικώς προς όφελος της Ρωσίας. Μήπως η Ουκρανία έχει ακόμη «πολύ δρόμο» προς την νίκη στο πεδίον της μάχης μετά την αποτυχία της ουκρανικής αντεπιθέσεως, καθώς τα σχετικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας ευρίσκονται σε τροχιά αναπτύξεως εν μέσω της ισχνής δυτικής υποστηρίξεως και της μικράς πιθανότητος να ανακτήσει η Ουκρανία αρκετόν έδαφος για να προκαλέσει αστάθεια στην Ρωσία; Η αρχή του 2024 προσφέρει μια κατάλληλo στιγμή για να ενημερώσουμε ή και να ανασκευάσουμε τις προηγούμενες διερευνητικές αφηγήσεις.
Η πιθανότης της ουκρανικής αισιοδοξίας – «Όχι το 2024 αλλά το 2025»;
Στρατιωτικοί αναλυτές και παρατηρητές πιστεύουν ολοέν και περισσότερον ότι οι Ουκρανοί δεν διαθέτουν τους απαραιτήτους πόρους για αξιοσημείωτα εδαφικά κέρδη κατά το 2024 και ότι οι ρωσικές δυνάμεις είναι καλύτερον προετοιμασμένες για να παγιώσουν και να εκμεταλλευθούν κάποια αντίστοιχα περιορισμένα έως τούδε κέρδη τους. Οι εγχώριες εξελίξεις στην Ουκρανία, εν μέσω διαφωνιών σχετικώς προς την κινητοποίηση και την στρατηγικήν. είναι πιθανόν να ενισχύσουν αυτήν την πεποίθηση των συναφών ερευνητών. Την ιδία στιγμή, δημοσιεύματα μέσων ενημερώσεως που επικαλούνται δυτικούς αναλυτές και αξιωματούχους εικάζουν ολοέν και περισσότερον ότι, η Ουκρανία θα ημπορούσε να αναλάβει εκ νέου την στρατηγικήν πρωτοβουλία το 2025, οπότε ορισμένοι στρατιωτικοπολιτικοί παράγοντες ημπορεί να αρχίσουν να μετατοπίζονται υπέρ της.
Το επιχείρημα είναι κατ΄ουσίαν το εξής: Η Ουκρανία, από τον Νοέμβριον του 2023, έχει αρχίσει να κατασκευάζει τις αμυντικές της γραμμές ώστε να προετοιμασθεί για έναν αμυντικόν αγώνα κατά το 2024. Η επιθυμία της Μόσχας για πολιτικούς λόγους να τροφοδοτήσει αφηγήσεις στην Δύση ότι κερδίζει έδαφος στην Ουκρανία το 2024 θα προξενήσει μάλον και νέες ισχυρότερες ρωσικές προσπάθειες θραύσεως της ουκρανικής αμύνης. Αλλά, αυτές οι προσπάθειες θα αποτύχουν σε ικανόν βαθμό λόγω της εκτενούς οχυρώσεως των ουκρανικών δυνάμεων, υποβαθμιζούσης αρκούντως το ικανόν ανθρώπινο δυναμικό, τον εξοπλισμόν και το δομικόν πλεονέκτημα της Ρωσίας. Αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει τους Ουκρανούς, συνεπικουρουμένους παντοειδώς υπό των Δυτικών, να επιστρέψουν στην επίθεση κατά το 2025 εναντίον των ευλόγως εξασθενημένων ρωσικών δυνάμεων.
Προφανώς είναι υψίστης σημασίας για την παροχήν ουσιαστικής βοηθείας στους Ουκρανούς οι βελτιώσεις στην υλική τους κατάσταση. Οι αναφορές υποδεικνύουν ότι ενώ η Ουκρανία εσταμάτησεν, ως επί το πλείστον, τις προσπάθειες αντεπιθετικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακος με τεθωρακισμένα οχήματα (μόλις την τετάρτη νύκτα της πολυαναμενομένης αντεπιθέσεώς της τον Ιούνιον του 2023), αντί να επιλέξει ισοσταθμιστικώς να διενεργεί μεθοδικώς ευρείες επιθέσεις πεζικού, η Ουκρανία διετήρησεν εκτενώς βασικά «υποστηρικτικά» της μάχης στοιχεία του δυτικού εξοπλισμού που της εχορηγήθη στην περυσινή της αντεπίθεση, ιδιαιτέρως δε εξειδικευμένα συστήματα όπως ο εξοπλισμός αποναρκοθετήσεως και γεφυρώσεως.
Αλλά το σημαντικότερον όλων για την Ουκρανία θα είναι η νέα λειτουργική στρατιωτική παραγωγή που έχει προγραμματισθεί να κυκλοφορήσει πλήρως το 2025. Τα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά συμβόλαια για ηυξημένη παραγωγή πυρομαχικών για πολλά κρίσιμα οπλικά συστήματα, τα οποία κατεσκευάσθησαν το 2022, θα πρέπει να αρχίσουν εισερχόμενα στην παραγωγή πλήρους κλίμακος. Αυτό θα επιτρέψει στην Ουκρανία να αρχίσει να λαμβάνει μεγαλύτερες ποσότητες εξοπλισμού, καθώς η Δύση δεν θα χρειάζεται πλέον να «αντλεί» τόσον βαθέως από τα ιδικά της αποθέματα – κάτι που έχει περιορίσει την προθυμίαν της να το πράττει, εν μέσω ανησυχιών για την διατήρηση του εξοπλισμού της για απρόοπτες εμπλοκές ή άλλες πιθανές αιφνίδιες παγκόσμιες συγκρούσεις (όπως επί παραδείγματι ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς το 2023), ή ακόμα και για παροξυνόμενα χρόνια προβλήματα (όπως μια ενδεχομένη κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν).
Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν για τα πυρομαχικά πυροβολικού των 155 χιλιοστών, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να πενταπλασιάσουν το 2025 την παραγωγή τους σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2022, σε 100.000 βλήματα πυροβολικού ανά μήνα. Ταυτοχρόνως, η Δύση εντείνει την παραγωγή τακτικών πυραύλων — όπως τις «Εδαφικώς Εκτοξευθείσες Βόμβες Μικράς Διαμέτρου»- Ground Launched Small Diameter Bomb / GLSDB (και άλλα πυρομαχικά για το «Σύστημα Υψηλής Κινητικότητος Ρουκετών Πυροβολικού» – Μ142 High Mobility Artillery Rocket System / HIMARS) αλλά και βλημάτων εκτοξευομένων από αέρος, όπως το «Αυτόνομο Σύστημα Βλημάτων Κρουζ Μεγάλου Βεληνεκούς – Γενικής Χρήσεως» SCALP/ «Θυελώδης Σκιά» – «Storm Shadow». Επίσης, ο δυτικός συνασπισμός που παρέχει στην Ουκρανία μαχητικά F-16 (και ενδεχομένως και άλλα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ) θα σημειώσει σημαντικήν πρόοδον ενεργειών το 2024 και το 2025.
[*Το GLSDB είναι ένα όπλον που ανεπτύχθη από την Boeing και τον Όμιλον Saab για να επιτρέψει στην βόμβα μικράς διαμέτρου GBU-39 της Boeing, (που αρχικώς ανεπτύχθη για χρήση από αεροσκάφη), να εκτοξεύεται στο έδαφος από μια ποικιλίαν εκτοξευτών. Το M142 είναι ένας ελαφρύς εκτοξευτής πολλαπλών ρουκετών που ανεπτύχθη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για τον Στρατόν των Ηνωμένων Πολιτειών και αρχικώς ετοποθετήθη σε ένα τυπικό πλαίσιον φορτηγού M1140 της οικογενείας μεσαίων τακτικών οχημάτων του Αμερικανικού Στρατού. Τέλος, η Storm Shadow είναι ένας γαλλο-βρετανικός πύραυλος κρουζ, χαμηλής παρατηρησιμότητος, μεγάλου βεληνεκούς, ανπτυχθείς από το 1994 από την Matra και την British Aerospace, ενώ τώρα κατασκευάζεται από την MBDA (μιαν ευρωπαϊκή πολυεθνικήν εταιρεία αναπτύξεως και κατασκευής πυραύλων δημιουργηθείσα τον Δεκέμβριον του 2001 μετά την συγχώνευση των κυρίων γαλλικών, βρετανικών και ιταλικών εταιρειών πυραυλικών συστημάτων, Matra, BAe Dynamics και Alenia.). «Storm Shadow» είναι το βρετανικό όνομα του όπλου. Στην Γαλλία ονομάζεται SCALP-EG (που σημαίνει «Système de Croisière Autonome à Longue Portée – Emploi Général» – «Αυτόνομον σύστημα πυραύλων μεγάλης εμβελείας Cruise – Γενικού Σκοπού»). Ο πύραυλος βασίζεται στον πύραυλον κρουζ Apache κατά αεροδιαδρόμων, που ανεπτύχθη από την Γαλλίνα, αλλά διαφέρει στο ότι φέρει μιαν ενιαία κεφαλή αντί για πυρομαχικά διασποράς, όπως ο «πρόγονός» του.]
Κατά το 2025 οι προκλήσεις για την Ουκρανία ενδέχεται … μόνον να αυξηθούν
Αν και η αισιοδοξία σχετικώς με αυτές τις μελλοντικώς διευρυνόμενες ουκρανικές δυνατότητες δεν είναι εντελώς άστοχος, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εκκρεμή ερωτήματα σχετικώς με την ικανότητα των Δυτικών να επιλύσουν την θεμελιώδη πρόκληση του Κιέβου : Την ανάγκην της Ουκρανίας να διαρρήξει την ρωσικήν άμυνα στο νότο ανακαταλαμβάνουσα τις περιοχές της Χερσώνος και της Ζαπορίζια. Είναι ευλόγως αμφίβολον ότι αυτές οι δυνατότητες θα επιτρέψουν αυτομάτως στην Ουκρανία να υπερβεί την πυρετωδώς αυξηθείσα ρωσική οχύρωση και τα άλλα μακροπρόθεσμα ρωσικά πλεονεκτήματα, συγκεκριμένως το πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικόν, την αυτόνομον εγχωρία ρωσική παραγωγήν όπλων και την ανθεκτικήν οικονομικήν ανεξαρτησία της Μόσχας.
Το σχέδιον της Δύσεως και του Κιέβου αυτήν την στιγμήν φαίνεται πως είναι η απομείωση και υποβάθμιση των ρωσικών δυνάμεων μέσω δυσαναλόγων ζημιών και απωλειών, που απλώς ελπίζεται πως θα είναι επαρκείς για να επιτρέψουν μια ρηξικέλευθο ευρεία διείσδυση και διάνοιξη των ρωσικών γραμμών, ικανή να τερματίσει τον πόλεμο σε κάποιαν υποθετική, απροσδιόριστο μελλοντική στιγμή.
Για να είμεθα σαφείς και πραγματιστές, το 2024 και το 2025 είναι όντως εφικτόν οι ρωσικές δυνάμεις να υποβαθμισθούν σε μεγάλον βαθμό. Προφανώς όμως η Ουκρανία για να διατηρήσει το έδαφος της και να έχει τα οιαδήποτε περαιτέρω εδαφικά κέρδη θα χρειασθεί άφθονα πυρομαχικά πυροβολικού, αεροσκάφη και τακτικούς πυραύλους. Το πυροβολικόν είναι εν γένει το κύριον όπλο που προκαλεί πολλά θύματα στον πόλεμο, άρα ο ηυξημένος αριθμός οβίδων που ημπορούν ενδεχομένως να εκτοξεύσουν οι Ουκρανοί «υπερτροφοδοτούμενοι», πιθανότατα θα ηύξανε αμέσως τις απώλειες στην ρωσική πλευρά. Αεροσκάφη όπως τα F-16 ενδέχεται να επιτρέψουν στην Ουκρανία να μειώσει την απειλή από ορισμένους ρωσικούς πυραύλους και από τα ρωσικά ελικόπτερα, τα οποία ήσαν μείζονα προβλήματα για τους Ουκρανούς κατά την τελευταία τους επίθεση. Καταφανώς οι τακτικοί πύραυλοι εκτοξευόμενοι από αέρος και εδάφους είναι απολύτως απαραίτητοι για την πλήξη στόχων υψηλής αξίας, αλλά και για την αποτροπήν της συσσωρεύσεως ρωσικών δυνάμεων, απαιτουμένων για μιαν επιτυχή επίθεση.
Όμως, ενώ αυτές οι δυνατότητες είναι σαφέστατα κρίσιμες για οιανδήποτε επιθετικήν ώθηση, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι από μόνες τους θα επιτρέψουν στην Ουκρανία να υπερβεί τις οχυρώσεις και τα ναρκοπέδια των Ρώσων, τα οποία απέτρεψαν μια σημαντική εξέλιξη της ουκρανικής αντεπιθέσεως το θέρος του 2023. Στην πραγματικότητα, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν διαθέσιμο ένα επιπλέον έτος οχυρωματικής προπαρασκευής (δηλαδή για περισσότερα ναρκοπέδια, νέες και βαθύτερες αποθήκες από οπλισμένο σκυρόδεμα, συμπεριλαμβανομένων ενισχυμένων τοποθεσιών για την ασφαλεστέρα αποθήκευση εξοπλισμού και βελτιωμένων οδών και υλικοτεχνικής υποστηρίξεως στον κατεχόμενο νότο), δηλαδή προπαρασκευής η οποία θα καταστήσει μιαν ουκρανικήν επιτυχία το 2025 πολύ δυσχερεστέρα σε σύγκριση με το 2023 ή 2024.
Σε αυτό το πλαίσιον, τα γεγονότα του 2025 φαίνεται απίθανον πως θα εξελιχθούν όπως εικάζουν οι «υπεραισιόδοξοι» στην Δύση. Η ανίχνευση, αναγνώριση και σχεδίαση των αλλαγών στον εξοπλισμόν, στις ικανότητες, στις τακτικές και στην στρατηγική, δηλαδή των διαφοροποιήσεων εκείνων που θα επέτρεπαν στις ουκρανικές δυνάμεις να αλλάξουν την κατάσταση προς όφελός τους είναι προφανώς η κυρίαρχος προτεραιότης των δυτικών και οπωσδήποτε των Ουκρανών ηγετών. Ωστόσον, ολίγες μόνον αλλαγές που ημπορεί πράγματι να αναλάβει και να υλοποιήσει το στράτευμα της Ουκρανίας, θα του επέτρεπαν να υπερνικήσει τις ρωσικές οχυρώσεις στη νότιο Ουκρανία.
Για τον λόγον αυτόν, ο Βάλερι Φεντόροβιτς Ζαλούζνι (ο πιθανώς απερχόμενος αρχηγός του ουκρανικού στρατεύματος, ως …..δημοφιλέστερος του Ζελένσκυ), ο ανώτατος διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλέιας και Αμύνης της Ουκρανίας, συνεπέρανε στο περιοδικό Economist την 1ην Νοεμβρίου του 2023 ότι, ημπορεί να χρειασθεί ένα «τεράστιο τεχνολογικόν άλμα για την υπέρβαση του αδιεξόδου». Ένα τέτοιο άλμα θα ημπορούσε να συμβεί με την πρόσβαση της Ουκρανίας σε μεγάλες ποσότητες νέων και προηγμένων συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, δρόνων (drones) και πυρομαχικών ακριβείας. Ωστόσον, αυτό είναι δύσκολο ακόμη και να το φαντασθεί κανείς εν μέσω μιας εξασθενημένης ξένης υποστηρίξεως και εν μέσω των πυρετωδών προεκλογικών εκστρατειών στην Δύση, καθώς και λόγω της ευλόγου προϊούσης πολεμικής κοπώσεως και εξαντλήσως στην Ουκρανία.
Ο στρατηγός στην πρώτη του ολοκληρωμένη δημοσία αξιολόγηση για την αντεπιθετική εκστρατεία είχεν δηλώσει απροκαλύπτως με την συνέντευξη στο Economist: “Πέντε μήνες μετά την αντεπίθεσή της, η Ουκρανία κατάφερε να προχωρήσει κατά μόλις 17 χιλιόμετρα ! Η Ρωσία στην Ανατολή επολέμησεν επί δέκα μήνες γύρω από το Μπαχμούτ «για να καταλάβει μια πόλη εκτάσεως έξ επί έξ χιλιόμετρα». Είπεν ακόμη ότι το πεδίον της μάχης του υπενθυμίζει την μεγάλη σύγκρουση ενός αιώνος πριν. «Ακριβώς όπως στον πρώτο παγκόσμιον πόλεμο, έχουμε φθάσει στο επίπεδον της τεχνολογίας που μας θέτει σε αδιέξοδο» Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα εχρειάζετο ένα τεράστιο τεχνολογικόν άλμα για να υπερβούν το αδιέξοδο. «Πιθανότατα δεν θα υπάρξει καμία βαθεία και εύμορφος διάρρηξη».”
Χωρίς η Ουκρανία να ανακαταλάβει περισσότερα εδάφη στη νότιον Ουκρανία (πράγμα το οποίον φαίνεται πιθανότατα απαραίτητον ώστε να έχει πιθανότητες να προκαλέσει πολιτική κρίση στην Ρωσία) η σύγκρουση θα παγιωθεί ως ατέρμων «πόλεμος φθοράς» στον οποίον η Ρωσία απολαμβάνει σαφή διαρθρωτικά πλεονεκτήματα. Η Μόσχα είναι ικανή να μη βιαστεί ώστε να υποβαθμίσει περαιτέρω την Ουκρανία και προφανώς προκειμένου να επιτύχει αυτό θα αξιοποιήσει πλήρως τα πλεονεκτήματά της.
Η Ρωσία ημπορεί να χρησιμοποιήσει τον μεγαλύτερον πληθυσμόν της και τουλάχιστον εν μέρει να καλύψει το απαιτούμενο στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό και την έλλειψη εργατικού δυναμικού με μετανάστες από την Κεντρική Ασία. Αν και η επιστρατευτική κινητοποίηση δεν είναι δημοφιλής στη Ρωσία, η κινητοποίηση των εθελοντών της χώρας και η διενεργηθείσα «σκιώδης επιστράτευση» μικροτέρας κλίμακος, απέφυγαν μιαν αναγκαστική ευρυτέραν επιστράτευση το 2023, πράγμα που πιθανότατα θα συνεχισθεί και το 2024. Επίσης, η σταθερά ροή εσόδων της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου θα συνεχισθεί (ροή της οποίας οι συναφείς πηγές έχουν μεν μειωθεί σημαντικώς, όμως δεν κινδυνεύουν να «στεγνώσουν» εντελώς για τουλάχιστον τα επόμενα αρκετά έτη). Επί πλέον η Κίνα ημπορεί να στηρίξει την Ρωσία ώστε να καλύψει τα ρωσικά βασικά κενά οικονομικής ικανότητος, αποτρέπουσα μια ρωσική χρηματοπιστωτική κατάρρευση. Τέλος, η Ρωσία διαθέτει μιαν τεραστία και ήδη διευρυνομένη εγχώριο βιομηχανίαν όπλων, η οποία, μαζί με την υποστήριξη από το Ιράν, την Βόρειο Κορέα και την Κίνα, φαίνεται απολύτως ικανή να παρέχει στον ρωσικό στρατό επαρκείς πόρους για το άμεσο προβλέψιμο μέλλον.
Αντιθέτως, οι ελλείψεις ανθρωπίνου δυναμικού είναι η μεγαλυτέρα πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ουκρανία. Ωστόσον, ενωρίτερον, κατά τον απελθόντα Ιανουάριον, ο Πρόεδρος Ζελένσκυ εφάνη να αποκλείει το ενδεχόμενον επιστρατευτικής κινητοποιήσεως των γυναικών και ανέφερεν ότι θα απέρριπτεν περαιτέρω μαζικές κινητοποιήσεις έως ότου τα σχέδια υλοποιηθούν περισσότερον λεπτομερώς. Επί του παρόντος, ένα σχέδιον νόμου για την επιστράτευση που διευρύνει τις ομάδες Ουκρανών ανδρών επιλεξίμων για επιστράτευση και αυξάνει τις συνέπειες αποφυγής της, έχει «λιμνάσει» στο κοινοβούλιον. Η αντίθεση για περαιτέρω επιστράτευση είναι μεγάλη, όχι μόνον για προφανείς κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, αλλά και για δημογραφικούς λόγους. Οι Ουκρανοί σπανίως πλέον προσφέρονται εθελοντικώς για στρατιωτική θητεία, ενώ εν τω μεταξύ, ο μέσος όρος ηλικίας στον στρατό είναι πιθανότατα μεγαλύτερος από τα 40 έτη. Η Ουκρανία θα ημπορούσε να επιδιώξει να μειώσει την ηλικία κατά την οποίαν στρατεύονται οι άνδρες, από τα 27 έτη που είναι σήμερον στα 25 ή και ακόμη χαμηλότερον. Ωστόσον, οι άνδρες αυτής της ηλικίας προέρχονται από γενεές που εγεννήθησαν σε μιαν εποχή σχετικώς μικρού ποσοστού γεννήσεων και ο ενδεχόμενος θάνατός τους θα ημπορούσε να εμποδίσει ολοσχερώς την ικανότητα της Ουκρανίας να αναγεννήσει τον πληθυσμόν της μετά τον πόλεμο, διακινδυνεύουσα άλλη μια ρωσική εισβολή στο μέλλον.
Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας εμφανίζεται χειροτέρα από την αντίστοιχοιχο ρωσικήν. Η οικονομία της Ουκρανίας διατηρείται στην ζωή με δάνεια και επιχορηγήσεις της Δύσεως, εάν δε αυτά αποκοπούν στο μέλλον, η οικονομία της Ουκρανίας θα καταρρεύσει ταχέως σε υπερπληθωρισμό. Το Κίεβο δεν θα είναι σε θέση να ανοικοδομήσει την οικονομία του έως ότου η χώρα είναι σχετικώς ασφαλής, κάτι που η Ρωσία πιθανότατα έχει θέσει σκοπόν της να αποτρέψει.
Ανάλογος είναι η περίπτωση και στην στρατιωτική παραγωγή. Ενώ η Ουκρανία αυξάνει την εγχωρία παραγωγή δρόνων, πυρομαχικών και των ολίγων συστημάτων που κατεσκεύαζεν προ του πολέμου, μόνον ένα μικρόν μέρος των όπλων που χρειάζεται το Κίεβο κατασκευάζεται εγχωρίως. Ενώ η διάσημος γερμανική Rheinmetall και ορισμένοι άλλοι ευρωπαίοι κατασκευαστές όπλων φέρεται να προσπαθούν να μεταφέρουν «κάποια» παραγωγή τους εντός της Ουκρανίας, αυτές οι μεταφορές θα είναι μικρές και ευάλωτες, πράγμα που σημαίνει ότι η εξάρτηση της Ουκρανίας από τις ξένες προμήθειες όπλων είναι λίαν πιθανόν πως θα συνεχισθεί.
Νέα πρόσφορα πεδία μάχης και τελεσφόροι στρατηγικές για την Ουκρανία;
Μέγα μέρος της υπερβαλούσης αισιοδοξίας μεταξύ ορισμένων δυτικών πηγών της αφορώσης την μετατόπιση των δομικών δυνάμεων προς όφελος της Ουκρανίας και την θεωρητικώς εφικτήν ουκρανική διάσπαση του ρωσικού κλοιού το 2025 (ή και μετά) φαίνεται να χρησιμεύουν εν τέλει ως επιχειρήματα επιτείνοντα την σχετικήν αδράνεια ! Ενώ η αισιοδοξία ημπορεί να βοηθήσει την Ουκρανία να λάβει τώρα αυτό που χρειάζεται απλώς για να διατηρήσει το status quo, είναι απαραίτητα σαφή επιχειρήματα σχετικώς με την ανάγκη να ενισχυθεί περαιτέρω η δυτική παραγωγή για την ενδεχομένη σημαντική διάρρηξη των διατεταγμένων ρωσικών δυνάμεων από τους Ουκρανούς και μιαν πλέον αποτελεσματική στρατηγικήν, ώστε η σύμμαχος της Δύσεως να κερδίσει τον πόλεμο.
Μία τέτοια «διόγκωση» των προσδοκιών του δυτικού κοινού για τις «ευκαιρίες» του 2025 ημπορεί να είναι ακούσιος ή να προέρχεται από σκόπιμον πρόθεση υποστηρίξεως της Ουκρανίας. Ωστόσον, είναι «μυωπική» διότι ενισχύει την ιδέαν ότι η Δύση πρέπει να στηρίξει την Ουκρανία μόνον εάν αυτή ανακτά εδάφη, αντί να υποστηρίζει εμφατικώς ότι η Δύση πρέπει να υποστηρίξει την Ουκρανία στον μέγιστον εφικτό βαθμό και να την θέσει στην καλυτέρα δυνατή διαπραγματευτική θέση με τους Ρώσους, διασφαλίζουσα ότι δύναται να κρατήσει ολόκληρον την επικράτειάν της και να απειλήσει με νέες επιθέσεις τους αντιπάλους της, επιθέσεις που βεβαίως θα απήτουν μεγαλύτερες δυτικές βιομηχανικές επενδύσεις περί τα συναφή πολεμικά υλικά.
Οι ισχνές προοπτικές για μια σημαντικήν πρόοδο στην πρώτη γραμμή το 2025 εγείρουν το ερώτημα πώς θα ημπορούσε να ομοιάζει μια εναλλακτική «στρατηγική νίκης» για την Ουκρανία, ιδιαιτέρως εάν ληφθεί υπόψη ότι η πολεμική κόπωση στην Δύση πιθανότατα θα αυξηθεί κατά την διάρκεια του επομένου έτους. Οι πολιτικοί αγώνες εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των ΗΠΑ για την έγκριση χρηματοοικονομικής και στρατιωτικής βοηθείας προς την Ουκρανία μεγαλυτέρας των 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων αποτελούν ένα πιθανόν παράδειγμα αυτής της ιδιοτύπου κοπώσεως, έστω και εάν καθοδηγούνται σε μεγάλον βαθμό από τους ευστόχους καταναγκασμούς διαφόρων μεμονωμένων και «ρωσοφίλων» λαϊκιστών ηγετών.
Μια εναλλακτική δυτική στρατηγική για να κερδίσει η Ουκρανία θα πρέπει πιθανότατα να αναγνωρίσει την σημασίαν της μεταφοράς του πολέμου από το Κίεβον βαθύτερον στην καρδίαν του ρωσικού γεωστρατηγικού πυρήνος. Ακριβώς όπως η Ρωσία χρησιμοποιεί εξοπλισμόν της Βορείου Κορέας και του Ιράν ως μέρος των τακτικών αεροπορικών της επιδρομών σε ολόκληρον την Ουκρανία, η Δύση πρέπει να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμόν της ώστε να καταφέρει πλήγματα βαθέως εντός της ρωσικής επιρατείας.
Εξ αρχής το Κίεβον και οι υποστηρίζουσες δυτικές πρωτεύουσες ανεγνώρισαν με συνέπειαν ότι μια πολιτική κρίση ή μία κρίση πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στην Ρωσία θα ήταν πιθανότατα απαραίτητος ώστε να κερδίσει η Ουκρανία αυτόν τον πόλεμο. Ενώ ορισμένοι ήλπιζαν ότι μια τέτοια κρίση θα ημπορούσε να προκληθεί με την ανάκτηση εδάφους στην κατεχομένη νότιο Ουκρανία, γίνεται ολοέν και προφανέστερον ότι η Ουκρανία πρέπει μάλον να προκαλέσει ένα τέτοιο γεγονός με άλλα μέσα, όπως επιθέσεις στην Ρωσία. Συχνά και ουσιαστικά χτυπήματα σε στρατιωτικές υποδομές και σε βασικές βιομηχανίες στην Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη θα έκαναν τον πόλεμο πολύ πιο «αληθινό» και αισθητό για τους Ρώσους πολίτες εκεί (όπου και τους έχει εγγίσει ολιγότερον η επιστράτευση) και θα προεκάλουν πολιτικόν πλήγμα στην εξουσία του Πούτιν, ενώ θα ηύξαναν την λειτουργικήν πίεση της ελίτ και του καθεστώτος στο Κρεμλίνο για τον τερματισμόν του πολέμου.
Σε αυτό το σενάριον, ενώ βεβαίως η Δύση δεν θα ενεθάρρυνε απροκαλύπτως βαθέα πλήγματα εντός της Ρωσίας, θα τα εδέχετο ευχαρίστως και σιωπηρώς ως απαραίτητα, λαμβάνουσα ειδικότερον υπόψη ότι, τα δυτικά όπλα πολυαρίθμων ειδών (από το βασικό πυροβολικό μέχρι τους δρόνους και τους αντιαεροπορικούς πυραύλους) έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στην ρωσικήν επικράτεια χωρίς αυτή η χρησιμοπόιησή τους να καταλήξει σε κλιμάκωση από πλευράς Μόσχας. Ως αποτέλεσμα, αυτό πιθανώς δεν θα αντεπροσώπευεν ένα μείζον βήμα κλιμακώσεως προς μιαν άμεσο σύγκρουση Ρωσίας-ΝΑΤΟ, πέραν αυτού που η Δύση είναι ήδη διατεθειμένη να διακινδυνεύσει.
Τα πλήγματα στο εσωτερικόν της Ρωσίας θα εχρησίμευαν επίσης για να επανεστιάσουν στην οικονομική συνιστώσα του πολέμου. Οι δυτικές κυρώσεις έχουν αποδειχθεί σε μεγάλον βαθμό αναποτελεσματικές για να σταματήσουν τις πολεμικές προσπάθειες της Ρωσίας, πιθανότατα δε θα παραμείνουν ανίκανες να το επιτύχουν στα επόμενα χρόνια. Εάν η Ουκρανία και η Δύση δεν προκαλέσουν ουσιώδη ρωσική οικονομική αναταραχή με άλλα μέσα, η Ρωσία είναι απίθανο να έλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Η πιθανότης της Ουκρανίας να κερδίσει τον πόλεμο θα ήταν σημαντικώς υψηλοτέρα εάν το πετρέλαιον εκόστιζεν 40 δολάρια το βαρέλι (από περίπου 80 δολάρια σήμερον), επειδή θα καθίστα τις φοροδοτικώς μεγαλύτερες βιομηχανίες της Ρωσίας ασύμφορες και θα ηδύνατο να καταστήσει την ρωσική κυβέρνηση ανίκανο να πληρώσει τους ξένους για ποικίλα αγαθά. Καθώς όμως μια τέτοια πτώση στις τιμές του πετρελαίου είναι εξαιρετικώς απίθανος στο άμεσον μέλλον, η Ουκρανία θα χρειασθεί να προκαλέσει παρόμοια αποτελέσματα «τεχνικώς», ήτοι πλήττουσα τις ρωσικές υποδομές πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως έχει ήδη αρχίσει να κάνει σε διευρυνόμενο γεωγραφικό πεδίο το 2024, με επιθέσεις στις υποδομές διυλίσεως τόσον στην Βαλτική θάλασσα όσον και στον Εύξεινον Πόντο και βαθέως στο εσωτερικόν του ρωσικού πυρήνος.
Εν ολίγοις, για να κερδίσει η Ουκρανία, θα χρειασθεί να μετατοπίσει ολοέν και περισσότερον τον πόλεμον στην Ρωσία το 2024 και μετά. Αλλιώς, οι προοπτικές ουκρανικής νίκης θα αποδεικνύονται αμυδρότερες με κάθε νέον έτος. Για να νικήσει την Ρωσία, η Ουκρανία χρειάζεται να οικοδομήσει μια «πολεμικήν οικονομία», ικανή να ανθέξει πιθανές μειώσεις της δυτικής οικονομικής και στρατιωτικής υποστηρίξεως, ενώ παραλλήλως θα εξακολουθεί να προκαλεί σημαντική ζημία και απώλειες στις ρωσικές δυνάμεις στο πεδίον της μάχης (ίσως ακόμη και χωρίς την υποστήριξη του Προέδρου των ΗΠΑ ή του Κογκρέσου, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ και οι υποστηρικτές του εάν κερδίσουν τις εκλογές του 2024, είναι μάλον απίθανο να παράσχουν στην Ουκρανία τους πόρους που θα εχρειάζετο για να κερδίσει τον πόλεμο). Πιθανώς οι Δυτικοί κρατούντες ηπορεί να είναι προθυμότεροι να ανεχθούν και εν μέρει να χρηματοδοτήσουν μια στρατηγική που προβλέπει ηυξημένα ουκρανικά πλήγματα εντός της Ρωσίας, ώστε να αυξήσουν περισσότερον την οικονομική μόχλευση της Ουκρανίας στις διαπραγματεύσεις με την Μόσχα, σε σύγκριση με την συγκέντρωση του μεγάλου και πανάκριβου εξοπλισμού που απαιτείται για μιαν ουκρανική τεθωρακισμένη επίθεση μεγάλης κλίμακος στη νότιον Ουκρανία.
A.Kωνσταντίνου