Ο στρατηγός Τομογιούκι Γιαμασίτα συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο φημισμένων στρατιωτικών ηγετών της Ιαπωνίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν εκείνος που σημείωσε τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του Ιαπωνικού Στρατού. Αντί να απολαύσει, όμως, την ευγνωμοσύνη της χώρας του, ταπεινώθηκε από την ίδια την κυβέρνησή της και οδηγήθηκε σε ένα άδοξο τέλος.
Από το πλήθος των Ιαπώνων στρατηγών που έδρασαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ελάχιστοι κατόρθωσαν να γίνουν τόσο γνωστοί όσο οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ομόλογοί τους οι οποίοι δοξάστηκαν στα πεδία μαχών του δυτικού ημισφαιρίου. Μεταξύ των ονομάτων που πέρασαν ωστόσο στην Ιστορία, είναι και εκείνο του στρατηγού Τομογιούκι Γιαμασίτα, του κατακτητή της Σιγκαπούρης, ο οποίος απέσπασε τον θαυμασμό αλλά και τον φθόνο εχθρών και φίλων.
Ο Γιαμασίτα ήταν ένας παράξενος και πολυσύνθετος άνθρωπος. Ευτραφής αλλά αεικίνητος, ταλαντούχος αλλά συχνά κατευθυνόμενος λανθασμένα από τους ανωτέρους του, ανηλεής και φιλόδοξος αλλά δύσκολα ικανοποιούμενος, έδινε την εικόνα σύγχρονου ανθρώπου αλλά παρέμενε προσκολλημένος στο παρελθόν, στον μύθο των σαμουράι.
Για να ανελιχθεί συνεργάστηκε με ανθρώπους τους οποίους απεχθανόταν. Όμως μπορούσε να αναγνωρίσει εύκολα την υποκρισία και την υπεκφυγή και ο ίδιος ήταν ρεαλιστής, στα όρια του κυνισμού. Αν και ανέλαβε να εκτελέσει πολύ επικίνδυνα εγχειρήματα, σπανίως μιλούσε απρόσεκτα και φρόντιζε πάντα να έχει ανοικτή μια δίοδο διαφυγής.
Οι άνθρωποι που σχετίζονταν μαζί του τον περιέγραφαν συχνά ως εσωστρεφή και παθητικό για μεγάλες περιόδους αλλά τους παραπλανούσε η βαθιά και συγκεντρωμένη σκέψη του. Όταν εξωτερικά έδινε την εικόνα του αδρανούς ή του αδιάφορου, βρισκόταν στην πραγματικότητα στη μεγαλύτερη διανοητική κινητικότητα. Ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα σε οποιαδήποτε ομήγυρη και απολάμβανε το ψάρεμα, την κηπουρική και τους περιπάτους στα βουνά. Του άρεσε η μουσική αλλά όχι ο χορός.
Δεν απέκτησε ποτέ στη ζωή του αυτοκίνητο, ούτε έμαθε να οδηγεί. Στην ιδιωτική του ζωή, όταν άφηνε στην άκρη τις επαγγελματικές έννοιες, είχε καλή αίσθηση του χιούμορ και γελούσε τρανταχτά. Το ροχαλητό του ήταν επίσης διάσημο σε ολόκληρο τον Ιαπωνικό Στρατό: κανένας δεν μπορούσε να κοιμηθεί σε απόσταση έστω και δύο δωματίων από αυτόν.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν ελκυστική και συχνά οι υφιστάμενοί του τον άκουσαν να συνθέτει ποιήματα ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για δράση. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος και πίστευε ειλικρινά στον μεγάλο θεό Νορίτο και στον κακό θεό Σουσάνο του Σιντοϊσμού.
Από μικρή ηλικία στο επάγγελμα των όπλων
Ο Τομογιούκι Γιαμασίτα γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1885 στο χωριό Οσούγκι Μούρα της επαρχίας Κότσι στο νησί Σικόκου και αρχικά τίποτα δεν προμήνυε ότι θα γινόταν κάποτε ο διασημότερος στρατηγός της Ιαπωνίας. Ήταν γιος του τοπικού γιατρού και κληρονόμησε από τον παππού του το σπάνιο για Ιάπωνα σχετικά μεγάλο ανάστημα.
Όταν ήταν μικρός, προτιμούσε να φεύγει από το σχολείο και να τρέχει στα βουνά και να ψαρεύει στον ποταμό Γιοσίνα, παρά να ασχολείται με τα μαθήματά του, είχε δε δείξει από νωρίς ότι διέθετε φοβερό πείσμα, που ήταν χαρακτηριστικό των προγόνων του. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του αποφάσισε να φύγει από το χωριό για να σπουδάσει Ιατρική, ο πατέρας επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στον Τομογιούκι.
Για να λάβει ο έφηβος καλύτερη παιδεία, τον έστειλε για δύο χρόνια να μείνει με τον θείο του στην περιοχή Κότσι, όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο Καϊνάν.Διευθυντής σε εκείνο το σχολείο ήταν ένας παλαιός αριστοκράτης που καταγόταν από την τάξη των σαμουράι και επέβαλλε αυστηρή, στρατιωτική πειθαρχία στους μαθητές. Αυτή η πρόγευση της στρατιωτικής εκπαίδευσης σε λιτές συνθήκες ήταν εκείνη που πυροδότησε τη φιλοδοξία του Γιαμασίτα και το ενδιαφέρον του για το επάγγελμα των όπλων.
Το καλοκαίρι του 1899 ο νεαρός εξομολογήθηκε στη μητέρα του την επιθυμία του να γίνει στρατιωτικός. Εκείνη την περίοδο το μιλιταριστικό πνεύμα γνώριζε τεράστια άνθηση την Ιαπωνία, ο Στρατός και το Ναυτικό έβλεπαν την ισχύ τους να αυξάνεται και το ένα τρίτο του κρατικού προϋπολογισμού δαπανάτο για την άμυνα. Αν και οι περισσότεροι αξιωματικοί προέρχονταν από την τάξη των ευγενών σαμουράι, άνοιγαν ήδη οι πόρτες των στρατιωτικών σχολών και σε ανθρώπους κατώτερης καταγωγής, αρκεί να είχαν τη θέληση και τα προσόντα. Έτσι ήταν φυσικό για τους νέους να έλκονται από τις προοπτικές που προσέφερε το στρατιωτικό επάγγελμα.
Το 1900 ο Γιαμασίτα πέρασε εύκολα τις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήχθη σε ηλικία 15 ετών ως δόκιμος στην Προπαρασκευαστική Στρατιωτική Σχολή της Περιφέρειας της Χιροσίμα. Κατά το διάστημα που φοιτούσε εκεί ο Ιαπωνικός Στρατός σημείωσε μεγάλες νίκες κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο και απέδειξε για πρώτη φορά στην ιστορία του ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει επάξια τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και να τις κατατροπώσει. Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εθνικού μεγαλείου αποτελούσε το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των νέων αξιωματικών.
Το 1903 ο Γιαμασίτα ήταν μεταξύ των δοκίμων οι οποίοι επελέγησαν για να σταλούν στην 18η τάξη της Αυτοκρατορικής Ιαπωνικής Ακαδημίας Στρατού, στο Τόκιο, την εποπτεία της οποίας είχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μεϊτζί, Το γεγονός αυτό έφερε για πρώτη φορά τον Γιαμασίτα σε άμεση επαφή με τη σχεδόν μυστικιστική σχέση που υπήρχε μεταξύ του θεοποιημένου ηγεμόνα και των αξιωματικών του. Ο Γιαμασίτα ονομάστηκε ανθυπολοχαγός τρία χρόνια αργότερα και η πρώτη τοποθέτησή του έγινε στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού της Χιροσίμα.
Επιτελικές θέσεις και υπηρεσία στο εξωτερικό
Ο Γιαμασίτα συνέχισε τις σπουδές του από το 1913 μέχρι το 1916 στην 28η τάξη της Σχολής Πολέμου του Στρατού και τελειώνοντας τις εκεί υποχρεώσεις του με άριστες επιδόσεις (έκτος στην τάξη του) νυμφεύθηκε την κόρη του απόστρατου στρατηγού Ναγκαγιάμα, Χισάκο, με την οποία όμως δεν έμελλε να αποκτήσει παιδιά. Τον Αύγουστο του 1917 τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και έγινε κανονικό μέλος αυτού του οργανισμού το επόμενο έτος.
Από πολύ νωρίς είχε την ευκαιρία να έλθει σε άμεση επαφή με ξένους στρατούς και να τους μελετήσει από κοντά, όπως π.χ. από το 1919 έως το 1921, οπότε υπηρέτησε ως βοηθός στρατιωτικού ακολούθου στη Βέρνη με τον βαθμό του λοχαγού. Την ίδια εποχή στην ίδια θέση υπηρετούσε και ο λοχαγός Χιντέκι Τότζο, που αργότερα έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη σταδιοδρομία του Γιαμασίτα.
Επιστρέφοντας στην Ιαπωνία τον Ιούλιο του 1922, ο Γιαμασίτα προήχθη σε ταγματάρχη και τοποθετήθηκε σε διάφορες διευθυντικές θέσεις; στους κόλπους του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τον Μάρτιο του 1926 ανέλαβε καθήκοντα εκπαιδευτή στη Σχολή Πολέμου, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τον Φεβρουάριο του 1927 στάλθηκε και πάλι στην Ευρώπη, αυτή τη φορά ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ιαπωνική πρεσβεία στη Βιέννη. Η σύζυγός του για μια ακόμη φορά δεν τον ακολούθησε στη νέα του μετάθεση, επειδή εκείνος είχε αναμιχθεί νωρίτερα σε μια εμπορική επιχείρηση η οποία χρεοκόπησε, με αποτέλεσμα να φθάσει πολύ κοντά στην παραίτηση και να έλθει σε ρήξη με τα πεθερικά του.
Όταν επέστρεψε στο Τόκιο, προήχθη σε συνταγματάρχη και τον Αύγουστο του 1930 ανέλαβε τη διοίκηση του επίλεκτου 3ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο στάθμευε στην περιοχή της πρωτεύουσας. Τον Απρίλιο του 1931 ο Στρατός του εμπιστεύθηκε τη θέση του Επικεφαλής του Τμήματος Υποθέσεων Στρατού στο Γραφείο Στρατιωτικών Υποθέσεων, το οποίο ασχολείτο με θέματα επιστράτευσης, άμυνας και δαπανών.
Κατά το διάστημα που υπηρέτησε εκεί, ο Γιαμασίτα υποστήριξε χωρίς επιτυχία ένα σχέδιο μείωσης του όγκου του στρατεύματος και των συνεπαγόμενων δαπανών. Παρά τις αναμφίβολες ικανότητές του, περιήλθε στη δυσμένεια ισχυρών παραγόντων της εξουσίας επειδή αναμίχθηκε σε πολιτικές φατρίες που εκείνη την εποχή άκμαζαν μέσα στον Στρατό. Ως σημαίνον στέλεχος της ομάδας που αποκαλείτο «Αυτοκρατορικός Δρόμος», ήλθε σε αντιπαλότητα με τον στρατηγό Χιντέκι Τότζο και άλλα μέλη της ομάδας «Φράξια Ελέγχου».
Σε ένα σοβαρό επεισόδιο που συνέβη στις 26 Φεβρουαρίου 1936 και κατά το οποίο επιχειρήθηκε ουσιαστικά πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, ο Γιαμασίτα ήταν διαμεσολαβητής μεταξύ των 19 νεαρών επαναστατών αξιωματικών της 1ης Μεραρχίας Πεζικού (υποστηριζόμενων από 1.483 στρατιώτες) και του Υπουργείου Πολέμου. Ως αποτέλεσμα, ττεριήλθε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Χίρο Χίτο επειδή ζήτησε να επιδειχθεί επιείκεια έναντι των πραξικοπηματιών.
Πολλοί τον κατηγόρησαν ως συμπαθούντα τους πραξικοπηματίες και αρκετοί συνάδελφοί του τον συμβούλευσαν να σκεφθεί σοβαρά το ενδεχόμενο της παραίτησης. Ο στρατηγός-κόμης Τεραούτσι, που ανέλαβε υπουργός Πολέμου, αποστράτευσε 2.000 από τους 8.000 αξιωματικούς του Ιαπωνικού Στρατού, σε μια προσπάθεια εκκαθάρισης των επαναστατικών θυλάκων.
Οι πολιτικοί εχθροί και η μοναδική ευκαιρία
Το 1937 τα πολιτικά πράγματα στην Ιαπωνία ήταν τόσο ευμετάβλητα και επικίνδυνα ώστε έμοιαζαν με κινούμενη άμμο, ωστόσο το περιβάλλον αυτό άνοιγε «παράθυρα» σπουδαίων ευκαιριών σε στρατιωτικούς με ικανότητες. Ο Γιαμασίτα δεν παραιτήθηκε και έναν μήνα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα προήχθη σε υποστράτηγο και στάλθηκε στην Κορέα για να διοικήσει την 40ή Ταξιαρχία Πεζικού, κάτι που αποτελούσε ξεκάθαρα δυσμενή μετάθεση για έναν τόσο ικανό αξιωματικό.
Τον Αύγουστο του 1937 ανέλαβε για λίγους μήνες τη διοίκηση της Μικτής Ταξιαρχίας Κίνας και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προήχθη σε αντιστράτηγο. Οι πολιτικές απόψεις του Γιαμασίτα ήταν κάθε άλλο παρά εξτρεμιστικές και χαρακτηρίζονταν από ψύχραιμο υπολογισμό και ρεαλισμό. Ο ίδιος επέμενε ότι η Ιαπωνία έπρεπε να τερματίσει τη σύρραξη με την Κίνα και να διατηρήσει οπωσδήποτε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, όμως αγνοήθηκε και έλαβε μια άσημη θέση στη Στρατιά του Κβαντούνγκ. Τον Ιούλιο του 1938 ανέλαβε καθήκοντα επιτελάρχη στη Στρατιά Περιοχής Βόρειας Κίνας και από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως τα τέλη του 1940 διοίκησε την 4η Μεραρχία, η οποία έδρασε στη βόρεια Κίνα εναντίον αντάρτικων ομάδων που προκαλούσαν προβλήματα στα ιαπωνικά στρατεύματα κατοχής.
Όταν ο Τότζο έγινε πρωθυπουργός, το 1939, επεφύλαξε αρχικά καλή μεταχείριση στον Γιαμασίτα, αν και δεν του συγχώρησε την παλαιότερη αντίθετη στάση του. Ο Γιαμασίτα υπήρξε, άλλωστε, επικεφαλής της «Μονάδας 82» η οποία έδρευε στη Φορμόζα και απαρτιζόταν ουσιαστικά από τους επιτελείς που κατέστρωναν τα σχέδια για πόλεμο της Ιαπωνίας προς Νότο, με στόχο τη Μαλαισία, τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, τη Βιρμανία και την Ινδία. Τον Δεκέμβριο του 1940 ο Τότζο τον έστειλε μάλιστα σε μια εξάμηνη περιοδεία στη Γερμανία και την Ιταλία, προφανώς επειδή δεν ήθελε να έχει στο Τόκιο μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα. Στους κύκλους του Ιαπωνικού Στρατού λεγόταν τότε ανοικτά ότι ο Γιαμασίτα ήταν ο καλύτερος στρατηγός που διέθετε η χώρα και ο Τότζο ήθελε να απαλλαγεί από έναν δυνητικό ανταγωνιστή την εποχή κατά την οποία πάσχιζε να εδραιώσει τη θέση του.
Στην Ευρώπη ο Γιαμασίτα, ως επικεφαλής ομάδας 40 στρατιωτικών ειδικών, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί προσωπικά με τον Αδόλφο Χίτλερ (ο οποίος του είπε κατά την πρώτη κιόλας συνάντησή τους «Όλα τα μυστικά μας είναι ανοικτά για σένα») και τον Μπενίτο Μουσολίνι, Αφού επιθεώρησε την αναγεννημένη γερμανική πολεμική μηχανή, ο Γιαμασίτα διαπίστωσε πως στην πράξη οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να μεταφέρουν προηγμένη τεχνογνωσία στους συμμάχους τους. «Υπήρχαν πολλά είδη υλικού που οι Γερμανοί δεν ήθελαν να δούμε», είπε αργότερα. «Οπότε προσπαθούσα να πείσω το γερμανικό Γενικό Επιτελείο να μας δείξει πράγματα όπως το ραντάρ (για το οποίο είχαμε μόνο στοιχειώδεις γνώσεις), άλλαζαν πάντα θέμα συζήτησης».
Ανέφερε όμως στο Τόκιο, εμφανώς εντυπωσιασμένος, πως και η Ιαπωνία όφειλε να προβεί άμεσα σε κινήσεις βελτίωσης της αεροπορίας, των τεθωρακισμένων, των διαβιβάσεων, του μηχανικού και των μέσων χημικού πολέμου και να θέσει όλους τους Κλάδους υπό ενιαία διοίκηση. Αναχώρησε από τη Γερμανία λίγο πριν από την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η οποία θα άλλαζε άρδην τη ροή του πολέμου στην Ευρώπη, και παρουσιαζόμενος στον αυτοκράτορα συμφώνησε με την εκτίμηση των στρατηγικών σχεδιαστών του Τόκιο ότι θα έπρεπε να αναληφθεί μια εκστρατεία προς Νότο, παρά εναντίον του Σοβιετικού Στρατού.
Στο μεταξύ ο Τότζο δεν έβλεπε την ώρα για να στείλει τον Γιαμασίτα και πάλι σε κάποιον μακρινό προορισμό. Τον Ιούλιο του 1941 τον διόρισε διοικητή της Στρατιάς του Κβαντούνγκ. Σύντομα όμως θα έρχονταν μεγαλύτερες προκλήσεις, οι οποίες θα έκαναν το άστρο του Γιαμασίτα να λάμψει. Ήδη από την εποχή της πτώσης της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1940, η Ιαπωνία είχε εκμεταλλευθεί δεόντως την ευκαιρία για να πατήσει στη Γαλλική Ινδοκίνα, γεγονός που την έφερνε πολύ πιο κοντά στη Σιγκαπούρη, το μεγάλο λιμάνι – φρούριο των Βρετανών στη νοτιοανατολική Ασία.
Έτσι το Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό απέκτησε ανέξοδα βάσεις οι οποίες απείχαν 1.200 χιλιόμετρα από τη Σιγκαπούρη και αεροδρόμια σε απόσταση 480 χιλιομέτρων από την Κότα Μπαρού. Η απόφαση της Ιαπωνίας να προχωρήσει σε πόλεμο κατά των Δυτικών δυνάμεων για να αξιοποιήσει τη σπάνια ευκαιρία που της παρουσιαζόταν, ελήφθη σε μια δραματική σύσκεψη στις 6 Σεπτεμβρίου 1941.
Εκτός από την εξουδετέρωση του Αμερικανικού Στόλου του Ειρηνικού στο Περλ Χάρμπορ με την αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή που είχε σχεδιάσει ο ναύαρχος Γιαμαμότο, ο Ιαπωνικός Στρατός είχε σχεδιάσει μια αστραπιαία εκστρατεία κατά του Χονγκ Κονγκ, της Μαλαισίας και των Φιλιππίνων και σε δεύτερη φάση κατά των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Στις 6 Νοεμβρίου 1941 ο στρατηγός Γκεν Σουγκιγιάμα, αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, διόρισε τον Γιαμασίτα διοικητή της 25ης Στρατιάς (στη θέση του αντιστράτηγου Σοτζίρο Ιίντα), η οποία προετοιμαζόταν για την εισβολή στη Μαλαισία και ολοκλήρωνε την εκπαίδευσή της στη μεγάλη νήσο Χαϊνάν στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Ο κεραυνοβόλος πόλεμος στη ζούγκλα της Μαλαισίας
Η Μαλαϊκή χερσόνησος καλύπτεται σχεδόν ολοκληρωτικά από ζούγκλα και φυτείες καουτσούκ. Τα βρετανικά στρατιωτικά δόγματα της εποχής δέχονταν ότι τέτοιες εκτάσεις καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και ήταν πρακτικά αδιάβατες. Η παραπάνω χερσόνησος διασχίζεται επίσης από έναν ορεινό κορμό, όπως η Ιταλία, όπου η ανατολική πλευρά καλυπτόταν τότε από ζούγκλα και έλη ενώ η δυτική είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και δρόμους με κατεύθυνση από βορρά προς νότο.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1941 υπήρχαν εκεί 19.600 Βρετανοί στρατιώτες, 37.000 Ινδοί και 15.200 Αυστραλοί, οι οποίοι υποστηρίζονταν από 16.800 ντόπιους εθελοντές στρατιώτες. Ο πόλεμος στη ζούγκλα όμως απαιτούσε ειδική άσκηση και τα τμήματα αυτά ούτε αρκετά εκπαιδευμένα ήταν, ούτε επαρκές υλικό διέθεταν. Μπορούσαν ωστόσο να υπολογίζουν στην υποστήριξη του πανίσχυρου Βασιλικού Ναυτικού που είχε ως βάση του τη Σιγκαπούρη.
Η αεροπορική τους κάλυψη από 141 καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά, υστερούσε σοβαρά σε σχέση με τα 566 αεροσκάφη τα οποία προέβλεπαν τα αμυντικά σχέδια. Ο Βρετανός αντιστράτηγος σερ Άρθουρ Πέρσιβαλ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή, ανέφερε επίσης ότι του έλειπαν 17 τάγματα πεζικού και δύο επιλαρχίες αρμάτων από τη σύνθεση που είχε κρίνει ως ελάχιστη απαραίτητη για να αποκρούσει επίθεση τριών μεραρχιών. Οι Βρετανοί όμως εξακολουθούσαν να έχουν την πεποίθηση ότι η Σιγκαπούρη ήταν απόρθητη και πίστευαν πως με την υποστήριξη του Ναυτικού τους θα καθιστούσαν απαγορευτικό το κόστος οποιασδήποτε εχθρικής επίθεσης εναντίον της.
Ο Γιαμασίτα θα απεδείκνυε πολύ γρήγορα πόσο εσφαλμένη ήταν η βρετανική αντίληψη. Αναλαμβάνοντας τη νέα του διοίκηση, διαπίστωσε από τις αναφορές των Ιαπώνων πρακτόρων που δραστηριοποιούντο στη Σιγκαπούρη πως τα βαριά πυροβόλα του φρουρίου ήταν στραμμένα προς τη θάλασσα και όχι προς την ξηρά, ότι η δύναμη της RAF στη Μαλαισία είχε διογκωθεί επίτηδες για εκφοβισμό και ότι ήταν εξαιρετικά πιθανό για μια δύναμη 30.000 καλά εκπαιδευμένων μαχητών να καταλάβουν ολόκληρη τη Μαλαισία, αρκεί να εξουδετερωνόταν με κάποιον τρόπο το Βασιλικό Ναυτικό.
Άλλοι Ιάπωνες αξιωματικοί που πληροφορήθηκαν αυτές τις σκέψεις έδειξαν να εκπλήσσονται, όμως ο Γιαμασίτα εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι περισσότεροι υπερασπιστές της Μαλαισίας ήταν Ινδοί και Μαλαισιανοί και, συνεπώς, ήταν αδύνατο σε οποιουσδήποτε Ασιάτες να νικήσουν τον Ιαπωνικό Στρατό. Έτσι εξέπληξε τους ανωτέρους του λέγοντάς τους ότι τρεις μεραρχίες γι’ αυτή την αποστολή ήταν αρκετές, ενώ πέντε ήταν υπερβολικά πολλές.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1941 ο Γιαμασίτα επιβιβάστηκε στο οπλιταγωγό «Ryujo Maru» και μια νηοπομπή 20 πλοίων αναχώρησε από το νησί Χαϊνάν για να εισβάλει στη Σινγκόρα και στο Πατάνι της Ταϊλάνδης και στην Κότα Μπαρού της Μαλαισίας, τις κύριες «θύρες εισόδου» στη Μαλαϊκή χερσόνησο. Στις 05.20 της 8ης Δεκεμβρίου πήδηξε έξω από μια αποβατική άκατο στη Σινγκόρα, προχώρησε μέχρι το σπίτι του τοπικού έπαρχου και απαίτησε από τον στρατό του τελευταίου να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των ιαπωνικών δυνάμεων από την Ταϊλάνδη. Πολύ σύντομα τα τμήματα του Γιαμασίτα βρίσκονταν στους δρόμους που οδηγούσαν προς τη Σιγκαπούρη, κινούμενα ακάθεκτα κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαλαισίας.
Οι δυνάμεις του αριθμούσαν 60.000 άνδρες και 600 αεροσκάφη και περιελάμβαναν τη 2η Μεραρχία Αυτοκρατορικών Φρουρών (υποστράτηγος Τακούμα Νισιμούρα), η οποία δεν είχε λάβει ακόμα το βάπτισμα του πυρός, τη 18η Μεραρχία (υποστράτηγος Ρενία Μουταγκούτσι), την 5η Μεραρχία (υποστράτηγος Τακούρο Ματσούι), την 3η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με 80 άρματα μάχης, την 3η Αεροπορική Ομάδα και μονάδες πυροβολικού, μηχανικού και διοικητικής μέριμνας. Εφεδρεία της 25ης Στρατιάς ήταν η 56η Μεραρχία.
Άμεσος προϊστάμενος του Γιαμασίτα σε εκείνη την εκστρατεία ήταν ο στρατηγός-κόμης Χισαΐτσι Τεραούτσι, διοικητής της Νότιας Στρατιάς Περιοχής, ο οποίος δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα απέναντί του, από την εποχή του πραξικοπήματος του 1936. Ο υποστράτηγος Νισιμούρα των Φρουρών ήταν επίσης εξαρχής πολύ αρνητικά διακείμενος απέναντι στον διοικητή του και απρόθυμος να εκτελέσει τις διαταγές του, ίσως επειδή ο Γιαμασίτα τον είχε προσβάλει κάποτε λέγοντάς του ότι οι Φρουροί είχαν να πολεμήσουν από το 1905 και χρειάζονταν κάποια εκγύμναση για να βρουν τη φόρμα τους. Ο διευθυντής επιχειρήσεων της 25ης Στρατιάς, συνταγματάρχης Μασανόμπου Τσούτζι, βρισκόταν επίσης σε τακτική επαφή με το Τόκιο αναφέροντας το παραμικρό από ό,τι συνέβαινε στο στρατηγείο του. Έτσι ο Γιαμασίτα ξεκίνησε την εκστρατεία έχοντας εχθρούς προϊσταμένους, εχθρούς υφισταμένους και έναν κατάσκοπο μέσα στο επιτελείο του. Όλοι ήταν έτοιμοι να τον κατασπαράξουν με την παραμικρή αφορμή που θα τους έδινε.
Έκπληκτοι από τις τολμηρές ιαπωνικές αποβάσεις, οι Βρετανοί υποχώρησαν σύντομα από τις τοποθεσίες Κροχ και Ζίτρα, οι οποίες ήταν και οι μόνες φυσικά οχυρές που θα μπορούσαν να κρατήσουν μακριά τον εχθρό.
Ενώ οι Ιάπωνες κυριαρχούσαν απόλυτα στον αέρα, τα βρετανικά στρατεύματα τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας άθικτα τα προκεχωρημένα αεροδρόμιά τους και μαζί με αυτά μεγάλες ποσότητες καυσίμων. Σαν να μην έφθανε ο αιφνιδιασμός που επέφερε ο Γιαμασίτα στην ξηρά, στις 10 Δεκεμβρίου ήλθε και ένα σκληρό πλήγμα στη θάλασσα για να καταρρακώσει το ηθικό των αμυνομένων.
Εκείνη την ημέρα το θωρηκτό «Prince of Wales» και το καταδρομικό μάχης «Repulse», που συγκροτούσαν τη Δύναμη «Ζ» του ναυάρχου σερ Τόμας Φίλιπς, υπέκυψαν σε μικρό χρόνο στις προσβολές των αεροσκαφών του Ιαπωνικού Ναυτικού και κατέληξαν στον βυθό στα ανοικτά των ακτών της Μαλαισίας.
Ενώ οι Βρετανοί πάσχιζαν μάταια να οργανώσουν κάποια τοποθεσία ανάσχεσης, χωρίς σύστημα, στρατηγικό σχέδιο και αποφασιστική ηγεσία, οι τρεις μεραρχίες του Γιαμασίτα (η 56η Μεραρχία αποδεσμεύτηκε και δεν χρειάστηκε να συμμετάσχει τελικά στην εκστρατεία) προέλασαν ταχύτατα προς νότο κατά μήκος της δυτικής πλευράς της Μαλαϊκής χερσονήσου, υπό καταρρακτώδη βροχή και υπερφαλαγγίζοντας την εχθρική αντίσταση με αμφίβιες ενέργειες. Στις 7 Ιανουαρίου διέσπασαν με άρματα μάχης και πεζικό τις βρετανικές αμυντικές θέσεις στον ποταμό Σλιμ κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την Κουάλα Λουμπούρ, όπου εισήλθαν τέσσερις μέρες αργότερα. Ελισσόμενοι μέσα από μαγκρόβια έλη που θεωρούντο αδιάβατα ή κινούμενοι με ποδήλατα στους δρόμους, οι Ιάπωνες στρατιώτες προχωρούσαν ακάθεκτοι.
Την ώρα που τα αυστραλιανά στρατεύματα μάχονταν σκληρά και προκαλούσαν βαριές απώλειες στους Ιάπωνες, οι τομείς του μετώπου τους οποίους επάνδρωναν οι Ινδοί παρουσίαζαν ρήγματα με την πρώτη πίεση που δέχονταν. Μια σκληρή μάχη στη Μουάρ η οποία διήρκεσε έξι ημέρες, δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει την προέλαση της 25ης Στρατιάς. Ο Γιαμασίτα γνώριζε ότι είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και πίεζε τις δυνάμεις του να διατηρήσουν την ορμή τους, ξεπερνώντας την ταχύτητα με την οποία μπορούσε να τον ακολουθήσει η επιμελητεία του. Ο Ιάπωνας στρατηγός βασιζόταν στα κυριευμένα εφόδια για να συντηρήσει τον στρατό του και να του επιτρέψει να κινείται ασταμάτητα.
Η πτώση της Σιγκαπούρης
Εκείνη την εποχή ο ιαπωνικός Τύπος έπλεκε ήδη το εγκώμιο του Γιαμασίτα και τον είχε μετατρέψει σε μια θρυλική φυσιογνωμία, αντάξια των ηρωικών προγόνων του έθνους. Φυσικά ο ίδιος έβλεπε αυτές τις υπερβολές με σκεπτικισμό, αν όχι με ανησυχία, διότι αντιλαμβανόταν πως ο Τότζο δεν θα ανεχόταν ποτέ την ύπαρξη ενός ισχυρού ανταγωνιστή στις τάξεις του Στρατού. Φοβόταν μάλιστα μήπως αυτός ο δημόσιος εκθειασμός καταλήξει σε κάποια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Η δυσπιστία που έτρεφε ο Γιαμασίτα προς τους ανωτέρους του ήταν αμοιβαία. Ο στρατηγός Τεραούτσι τον επέπληξε και τον πρόσβαλε μοιράζοντας απλόχερα παράσημα σε αξιωματικούς της 25ης Στρατιάς αλλά όχι στον επικεφαλής της. Ο Γιαμασίτα έγραψε οργισμένος εκείνη την εποχή: «Αν η Νότια Στρατιά Περιοχής σκοπεύει να απονείμει αυτά τα παράσημα, τότε οι στρατιώτες θα λαμβάνουν διαταγές από αυτόν τον σχηματισμό και όχι από εμένα».
Στο μεταξύ τα βρετανικά στρατεύματα συσσωρεύτηκαν στη Σιγκαπούρη, έχοντας απωθηθεί από όλες τις διαδοχικές τοποθεσίες που επιχείρησαν να κρατήσουν στη Μαλαισία. Αριθμούσαν πια 85.000 άνδρες, περιλαμβανομένων και έξι βρετανικών ταγμάτων τα οποία μόλις είχαν αφιχθεί. Στη Σιγκαπούρη όμως δεν βρήκαν ούτε κατάλληλα οχυρωματικά έργα ούτε ικανή διοίκηση και, επιπλέον, το νησί ασφυκτιούσε από τον πολυάριθμο άμαχο πληθυσμό. Στις 23 Ιανουαρίου 1942 ο Τεραούτσι έστειλε στο στρατηγείο του Γιαμασίτα τον επιτελάρχη του, αντιστράτηγο Οσάμου Τσουκάντα, μαζί με πολυσέλιδα σχέδια και οδηγίες σχετικά με το πώς έπρεπε να κυριεύσει τη Σιγκαπούρη. Ο Γιαμασίτα έσκισε προκλητικά αυτά τα σχέδια και έγραψε: «Όποτε υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις, η Νότια Στρατιά Περιοχής πάντα προτείνει τη λανθασμένη».
Στις 31 Ιανουαρίου 1942 οι Ιάπωνες είχαν φθάσει πια στα στενά της Ιοχόρης. Από το παλαιό αυτοκρατορικό ανάκτορο του σουλτάνου της Ιοχόρης, όπου είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του, ο Γιαμασίτα παρακολούθησε τους άνδρες του να διασχίζουν τα στενά το πρωί της 8ης Φεβρουαρίου και να αποβιβάζονται στη Σιγκαπούρη. Στη μέση της μάχης ο διοικητής της 2ης Μεραρχίας Αυτοκρατορικών Φρουρών δίστασε να προχωρήσει, ισχυριζόμενος ότι έβλεπε φλόγες στην επιφάνεια του νερού και φοβόταν μήπως πέσει σε κάποια καταστρεπτική παγίδα του εχθρού.
Ο Γιαμασίτα απάντησε απλώς: «Η Μεραρχία Αυτοκρατορικών Φρουρών μπορεί να ενεργήσει όπως επιθυμεί σε αυτή τη μάχη» και το μήνυμα αυτό ήταν αρκετό για να θίξει τον εγωισμό και την υπερηφάνεια των επίλεκτων στρατιωτών και να τους ωθήσει να επιτεθούν αμέσως.
Στις 9 Φεβρουαρίου ήταν φανερό ότι η 25η Στρατιά είχε μείνει από καύσιμα και πυρομαχικά, πληρώνοντας το τίμημα για την ταχύτατη προέλασή της. Μια μακρά πολιορκία της Σιγκαπούρης ήταν αδύνατη, καθώς το σύστημα διοικητικής μέριμνας του Γιαμασίτα κόντευε να καταρρεύσει.
Η Νότια Στρατιά Περιοχής δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματά του για χορήγηση πυρομαχικών και μονάδων μηχανικού κι έτσι ο Γιαμασίτα δεν είχε άλλη λύση από το να καταφύγει στην μπλόφα για να κερδίσει αυτή τη μάχη. «Είχα 30.000 άνδρες», ομολογούσε αργότερα, «και υστερούσα αριθμητικά σε αναλογία μεγαλύτερη από τρία προς ένα. Γνώριζα πως αν αναγκαζόμουν να πολεμήσω για πολύ χρόνο για τη Σιγκαπούρη στο τέλος θα έχανα. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρξει αμέσως παράδοση του φρουρίου. Φοβόμουν διαρκώς μήπως οι Βρετανοί ανακαλύψουν την αριθμητική αδυναμία μας και την έλλειψη εφοδίων και με υποχρεώσουν να διεξαγάγω καταστροφικές οδομαχίες μέσα στην πόλη».
Στις 10 του μήνα ο Γιαμασίτα έριξε με αεροπλάνα στους Βρετανούς το αίτημά του να παραδοθούν. Τρεις ημέρες αργότερα οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να αποκόψουν τη Σιγκαπούρη από το δίκτυο υδροδότησής της. Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου ο Πέρσιβαλ περπάτησε μέχρι το εργοστάσιο της Ford στο Μπουκίτ Τιμάχ, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε ρίξει αεροπορικώς ο Γιαμασίτα και φέροντας υψωμένη μια λευκή σημαία. Ο Γιαμασίτα έδωσε στον Βρετανό αξιωματικό το έγγραφο της παράδοσης που είχε ετοιμάσει και ο Πέρσιβαλ ζήτησε πίστωση μιας ημέρας για να το μελετήσει. «Αν δεν υπογράψετε τώρα, θα συνεχιστεί η μάχη», απείλησε σε έντονο ύφος ο Γιαμασίτα. «Το μόνο που θέλω να γνωρίζω είναι αν παραδίδεστε άνευ όρων. Ναι ή όχι;».
Μπροστά σε αυτή την επίδειξη ισχύος και αποφασιστικότητας ο Πέρσιβαλ χλόμιασε και είπε απλώς «Ναι». Το τολμηρό αυτό ψυχολογικό παιχνίδι υπήρξε για τον Γιαμασίτα το επιστέγασμα μιας απίστευτης εκστρατείας θριάμβου, η οποία κατέληξε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του Ιαπωνικού Στρατού. Με κόστος 3.000 νεκρών, οι Ιάπωνες είχαν αιχμαλωτίσει 80.000 άνδρες και είχαν κυριεύσει σε χρόνο-ρεκόρ το δήθεν απόρθητο φρούριο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία.
Η πτώση της Σιγκαπούρης υπήρξε ένα πραγματικό σοκ για τον βρετανικό λαό. Ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ είπε προς τους λαούς της αυτοκρατορίας σε μια ραδιοφωνική ομιλία του: «Απευθύνομαι σε σας κάτω από τη σκιά μιας βαριάς ήττας. Είναι μια ήττα για τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία. Η Σιγκαπούρη έπεσε. Ολόκληρη η Μαλαϊκή χερσόνησος κατελήφθη. Νέοι κίνδυνοι μας κυκλώνουν και κανένας από όσους αντιμετωπίσαμε έως σήμερα με επιτυχία στα μητροπολιτικά εδάφη και στην Ανατολή δεν έχει μειωθεί».
Η εκστρατεία εκείνη ακολουθήθηκε από εγκλήματα πολέμου εκ μέρους των Ιαπώνων σε βάρος των πολυάριθμων αιχμαλώτων Συμμάχων, καθώς και πολιτών. Το κατά πόσο είχε ευθύνη ο Γιαμασίτα για τις πορείες θανάτου στις οποίες υποβλήθηκαν οι αιχμάλωτοι και για τις αποτρόπαιες σφαγές στο νοσοκομείο «AIexandra» και στο Σουκ Κινγκ, παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν έπραξε τίποτα για να σταματήσει αυτές τις ωμότητες, αν και διέταξε την εκτέλεση ενός αξιωματικού που έλαβε μέρος σε μια σφαγή, καθώς και στρατιωτών οι οποίοι συνελήφθησαν να λεηλατούν περιουσίες. Η αλήθεια είναι ότι ο Γιαμασίτα απαίτησε να υπάρξει ανθρώπινη μεταχείριση των αιχμαλώτων και να τους χορηγούνται οι ίδιες μερίδες τροφής με τους Ιάπωνες στρατιώτες. Τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ για τους κρατούμενους όταν έφθασε αργότερα μια διαταγή του Τότζο η οποία έλεγε πως για να τραφεί ένας αιχμάλωτος έπρεπε να εργάζεται.
Δυσμενής μετάθεση
Στην Ιαπωνία ο Γιαμασίτα, που υπηρετούσε ως Στρατιωτικός Διοικητής Μαλαισίας και Σουμάτρας, ήταν πια εθνικός ήρωας και είχε κερδίσει από φίλους και εχθρούς το προσωνύμιο «Τίγρης της Μαλαισίας». Ο ίδιος υπέβαλε ένα ακόμη πιο τολμηρό σχέδιο στην ανώτατη διοίκηση, ισχυριζόμενος ότι με δύο μεραρχίες πεζικού θα μπορούσε να αποβιβαστεί σε κάποια αφύλακτη ακτή της Αυστραλίας και να σπείρει τον τρόμο στο νησί, από το Ντάργουιν προς την Αδελαΐδα και τη Μελβούρνη στον έναν άξονα και προς το Σύδνεϋ στον άλλο άξονα. Αν οι Ιάπωνες στρατιώτες είχαν ανταποκριθεί τόσο καλά στις ζούγκλες της Μαλαισίας, δεν υπήρχε λόγος αμφιβολίας για την επιτυχία τους στο πιο υγιεινό περιβάλλον της Αυστραλίας.
Ο Τότζο, ωστόσο, δεν έδειχνε να συμμερίζεται τον γενικό ενθουσιασμό, ούτε τα φιλόδοξα σχέδια του κατακτητή της Σιγκαπούρης. Αντί να αναθέσει στον θριαμβευτή αντιστράτηγο έναν πιο κεντρικό ρόλο στην πολεμική προσπάθεια κατά των ΗΠΑ και της Βρετανίας, η οποία είχε μόλις αρχίσει, τον μετέθεσε στις 17 Ιουλίου 1942, πριν προλάβει να εκφωνήσει τον νικητήριο λόγο του ενώπιον του αυτοκράτορα (όπως συνηθιζόταν), στο κράτος-μαριονέτα του Μαντσουκουό, το οποίο είχε δημιουργήσει η Ιαπωνία στη Μαντζουρία, ώστε να μην του επιτρέψει να δρέψει άλλες δάφνες. Για τον Γιαμασίτα, που περίμενε τουλάχιστον να του επιτρέψουν να ηγηθεί της εκστρατείας για την κατάκτηση της Βιρμανίας και της Ινδίας, αυτός ο διορισμός αποτέλεσε μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Το πιο κοντινό σημείο στην Ιαπωνία από όπου πέρασε ο Γιαμασίτα ευρισκόμενος καθ’ οδόν για τη Μαντζουρία ήταν η Ταϊβάν, όπου η τοπική στρατιωτική διοίκηση σκέφθηκε να τον τιμήσει θέτοντας στη διάθεσή του τρεις όμορφες γκέισες. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά να δεχθεί το «δώρο». Στη Μαντζουρία ανέλαβε τη διοίκηση της 1ης Στρατιάς Περιοχής, με το στρατηγείο του στο Μουτακιάνγκ, στη σιβηρική μεθόριο, και πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια με τον άχαρο ρόλο της εκπαίδευσης στρατευμάτων και της ενημέρωσης του Που Γι (του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας) για την πρόοδο του πολέμου.
Λέγεται ότι ο Τότζο δικαιολόγησε αυτή τη δυσμενή μετάθεση επικαλούμενος μια ατυχή ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Γιαμασίτα στις αρχές του 1942 ενώπιον πολιτικών ηγετών της Σιγκαπούρης, κατά την οποία αποκάλεσε τον τοπικό πληθυσμό «Πολίτες της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας». Αυτό θεωρήθηκε ότι έφερε σε δύσκολη θέση την ιαπωνική κυβέρνηση, η οποία δεν θεωρούσε σε καμία περίπτωση ότι οι κάτοικοι των κατακτημένων περιοχών θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ίσα δικαιώματα με τους Ιάπωνες πολίτες.
Ο Γιαμασίτα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του εξαφανιζόμενος σχεδόν ολοκληρωτικά από το προσκήνιο για όσο διάστημα υπηρέτησε στη Μαντζουρία. Δεν εθεάθη ποτέ σε κάποιο εστιατόριο, κοινωνική εκδήλωση ή δημόσιο θέαμα και αποτραβήχτηκε στα καθήκοντά του με την προσήλωση του ερημίτη και με μόνη συντροφιά τη σύζυγό του, η οποία τον ακολούθησε στην ιδιότυπη «εξορία». Η μόνη στιγμή που τον είδαν πραγματικά ευχαριστημένο, ήταν όταν επτά μήνες μετά την άφιξή του στη Μαντζουρία και ενώ βρισκόταν σε μια σύσκεψη με διοικητές μεραρχιών, έφθασε ένα σήμα για την προαγωγή του σε στρατηγό.
Ενώ ο Γιαμασίτα βρισκόταν έξω από την κεντρική σκηνή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τα πολεμικά πράγματα έλαβαν σταδιακά πολύ άσχημη τροπή για την Ιαπωνία. Η επεκτατική ορμή της τελευταίας σταμάτησε το 1942 με την αεροναυμαχία στο Μίντγουεϊ και την πολύμηνη μάχη στο Γκουανταλκανάλ και από εκεί και πέρα άρχισε η στρατηγική συρρίκνωση, καθώς η επιθετική πρωτοβουλία περιήλθε σταθερά στα χέρια των Συμμάχων. Ολόκληρο εκείνο το διάστημα ο Γιαμασίτα απέφευγε επιμελώς να εμπλακεί σε συζητήσεις για τη γενικότερη πορεία του πολέμου. Στα σχόλια των επιτελών του απαντούσε σταθερά: «Έργο μας είναι να κοιτάμε προς Βορρά, προς τους Ρώσους».
Τον Ιούλιο του 1944 οι Αμερικανοί κατέλαβαν τη νήσο Σαϊπάν στο σύμπλεγμα των Μαριάννων Νήσων και τα βαριά βομβαρδιστικά αεροσκάφη τους βρίσκονταν πλέον σε κατάλληλη θέση για να αρχίσουν να σφυροκοπούν τα ιαπωνικά μητροπολιτικά νησιά. Κάτω από το συντριπτικό βάρος της ήττας στον κεντρικό και στον δυτικό Ειρηνικό, η κυβέρνηση Τότζο έπεσε.
Η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό τον στρατηγό Κοΐσο Κουνιάκι, έσπευσε να αναθέσει πιο ενεργό ρόλο στον καλύτερο ίσως στρατηγό που διέθετε τότε η Ιαπωνία και ο Γιαμασίτα κλήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1944 να παρουσιαστεί στο Αυτοκρατορικό Γενικό Επιτελείο Στρατού στο Τόκιο. Η πρώτη αντίδρασή του λαμβάνοντας αυτό το σήμα, ήταν να πει σε έναν επιτελή του: «Ήλθε η σειρά μου να πεθάνω, έτσι;». Στο Τόκιο του ανατέθηκε η διοίκηση της 14ης Στρατιάς Περιοχής, τομέας ευθύνης της οποίας ήταν οι Φιλιππίνες, με το στρατηγείο της εγκατεστημένο στη Μανίλα, επί της νήσου Λουζόν.
Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γιοσιτζίρο Ουμέζου, έκρινε πως η κρίσιμη μάχη που θα διεξαγόταν σύντομα στις Φιλιππίνες θα ήταν ένας τιτάνιος αγώνας μέχρις εσχάτων, ο οποίος δεν θα είχε τόσο ως στόχο να αποκρούσει τον εχθρό, όσο να τον «ματώσει» σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον κάνει να πιστέψει πως η κατάκτηση της Ιαπωνίας ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό ο Ουμέζου έκρινε πως ο προηγούμενος διοικητής της 14ης Στρατιάς Περιοχής, στρατηγός Σιγκενόρι Κουρόντα, δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέτοια αποστολή αυτοκτονίας.
Αφού ενημερώθηκε για την αποστολή του, ο Γιαμασίτα αντελήφθη πλήρως ότι εκείνη θα ήταν η τελευταία μάχη του. Έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα και κατόπιν προσευχήθηκε στον ναό Γιασουκούνι του Τόκιο, όπου οι Ιάπωνες πιστεύουν ότι κατοικούν οι ψυχές των πεσόντων πολεμιστών του έθνους. Στη συνέχεια ήταν πια έτοιμος να βαδίσει προς τον θάνατό του, όπως οι σαμουράι του παρελθόντος.
Απεγνωσμένη άμυνα στις Φιλιππίνες
Οι Φιλιππίνες ήταν ο στόχος του Αμερικανού στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ, ο οποίος συντόνιζε την προέλασή του από τον νοτιοδυτικό Ειρηνικό με εκείνη των αεροναυτικών δυνάμεων και των πεζοναυτών του ναυάρχου Νίμιτς βορειότερα. Η επιστροφή στις Φιλιππίνες ήταν για τον Μακάρθουρ ζήτημα τιμής, αφού είχε υπηρετήσει εκεί επί χρόνια σε ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και είχε πληγωθεί βαθιά όταν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον φιλιππινέζικο λαό στη μοίρα του το 1942.
Ο Γιαμασίτα έφθασε στη Μανίλα 10 ημέρες πριν πατήσουν το πόδι τους στις ακτές του Λέυτε τα στρατεύματα του Μακάρθουρ. Η κατάσταση που βρήκε ο Ιάπωνας στρατηγός στις Φιλιππίνες ήταν χαοτική. Στα νησιά αυτά στάθμευαν περισσότεροι από 300.000 Ιάπωνες στρατιώτες αλλά ο Γιαμασίτα διοικούσε μόνο 120.000 από αυτούς. Οι υπόλοιποι, κυρίως προσωπικό του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, ήταν υπόλογοι σε διαφορετική αλυσίδα διοίκησης, γεγονός που περιέπλεκε αφάνταστα τα πράγματα και δυσχέραινε την όποια προσπάθεια προβολής συντονισμένης άμυνας. Η ιαπωνική αεροπορική και ναυτική ισχύς ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το χειρότερο ήταν πως ο Γιαμασίτα ήταν υποχρεωμένος να έχει ως άμεσο προϊστάμενό του έναν παλαιό εχθρό του, τον κόμη Τεραούτσι, που στο μεταξύ είχε προαχθεί σε στρατάρχη και είχε επίσης το στρατηγείο του στη Μανίλα.
Στη Λουζόν στάθμευαν πέντε ιαπωνικές μεραρχίες. Στον Γιαμασίτα υπαγόταν επίσης η 35η Στρατιά του αντιστράτηγου Σοσάκου Σουζούκι, η οποία διέθετε τη 16η Μεραρχία στη νήσο Λέυτε, την 30ή και την 100 Μεραρχία στη νήσο Μιντανάο και την 102 Μεραρχία κατανεμημένη σε άλλα νησιά στα δυτικά. Ο Γιαμασίτα διαπίστωσε ότι πολλά από τα στρατεύματά του ήταν ανεκπαίδευτα, η ηγεσία τους δεν ήταν προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δόγματα, τα καύσιμα και τα πυρομαχικά υπήρχαν σε περιορισμένες ποσότητες και οι συγκοινωνίες βρίσκονταν στο έλεος των ντόπιων ανταρτών. Ακόμη και αν είχε αναλάβει τη διοίκηση της 14ης Στρατιάς Περιοχής έναν χρόνο νωρίτερα, δύσκολα θα προλάβαινε να την προετοιμάσει για τη θύελλα που πλησίαζε – πόσο μάλλον τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της μερικές ημέρες πριν από τη μάχη. Ο ηθικός κώδικας των σαμουράι όμως υπαγορεύει ότι ένας πολεμιστής δέχεται αδιαμαρτύρητα την αποστολή η οποία του ανατίθεται και δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αγώνα, όσο απελπιστική κι αν είναι η κατάσταση.
Αφού επιθεώρησε τις δυνάμεις του και ενημερώθηκε επί τόπου για τα προβλήματα από τους διοικητές των μεραρχιών, ο Γιαμασίτα έδωσε συνέντευξη σε ξένους δημοσιογράφους. Όταν ερωτήθηκε για τη στάση που θα τηρούσε απέναντι στους Φιλιππινέζους αντάρτες, οι οποίοι ήταν πολύ δραστήριοι εκείνη την περίοδο, απάντησε: «Όποιος μάχεται κατά της Ιαπωνίας είναι εχθρός μας, ακόμη κι αν είναι Φιλιππινέζος. Στον πόλεμο είτε θα φάμε, είτε θα μας φάνε. Αν δεν λιώσουμε τους αντάρτες, σίγουρα θα μας φάνε αυτοί».
Η περίοδος της αναμονής για τη μεγάλη μάχη έληξε στις 20 Οκτωβρίου 1944, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Λέυτε. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη επιχείρηση που είχε διεξαγάγει ο Μακάρθουρ μέχρι εκείνη τη στιγμή, αφού συμμετείχε ολόκληρος ο 7ος Στόλος των ΗΠΑ, ενώ ο 3ος Στόλος των ΗΠΑ είχε αναλάβει την άμυνα έναντι του ιαπωνικού στόλου, μια τρομερή αρμάδα με 47 μικρά και μεγάλα αεροπλανοφόρα, 10 θωρηκτά, 31 καταδρομικά, 176 αντιτορπιλικά και δεκάδες οπλιταγωγά και αρματαγωγά σκάφη.
Τα ιαπωνικά αεροσκάφη και πλοία που επιχείρησαν να παρέμβουν βάσει του σχεδίου «SHO», δέχθηκαν σφοδρά πλήγματα και αποδεκατίστηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες αεροναυμαχίες όλων των εποχών. Από τον Γιαμασίτα ζητήθηκε να στείλει στο Λέυτε όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούσε. Προέβαλε αντιρρήσεις σε αυτή τη διαταγή, λέγοντας ότι χωρίς αεροπορική κάλυψη η μεγάλης κλίμακας μεταφορά ενισχύσεων στο Λέυτε θα αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο.
Ο Γιαμασίτα ήλπιζε ότι θα κατόρθωνε να διαφυλάξει τις δυνάμεις του για την αποφασιστική μάχη στη Λουζόν, που ήταν σίγουρος ότι δεν θα αργούσε. Είχε ενημερωθεί για τον στρατηγό Μακάρθουρ και τον σεβόταν απεριόριστα ως αντίπαλο. Έστειλε μάλιστα στις 7 Νοεμβρίου τον επιτελάρχη του, αντιστράτηγο Ακίρα Μούτο, να εκφράσει αυτοπροσώπως τις απόψεις αυτές στον επιτελάρχη του Τεραούτσι, αντιστράτηγο Τζο Ιιμούρα. Ο Ιιμούρα όμως ήταν ανένδοτος, με βάση τις οδηγίες του Τεραούτσι, και υποχρέωσε τον Γιαμασίτα να αναλώσει τις εφεδρείες του στην ούτως ή άλλως χαμένη μάχη του Λέυτε. Δέκα ημέρες αργότερα ο κόμης Τεραούτσι και το επιτελείο του αναχώρησαν αεροπορικώς από τη Μανίλα για τη Σαϊγκόν, ίσως επειδή διαισθάνονταν ότι η μάχη σύντομα θα έφθανε εκεί.
Ο Γιαμασίτα έστειλε 50.000 άνδρες στο Λέυτε υπό καταρρακτώδη βροχή και με τον κίνδυνο να εντοπισθούν τα οπλιταγωγά από τα περιπολούντα αμερικανικά αεροσκάφη. Τελικά μόνο 13.000 από αυτούς τους στρατιώτες, οι οποίοι ανήκαν στην 1η και στην 26η Μεραρχία, έφθασαν στον προορισμό τους. Σύντομα οι Αμερικανοί κατέλαβαν το λιμάνι Ορμόκ και όλες οι προσπάθειες των Ιαπώνων να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τα αεροδρόμια του νησιού απέτυχαν. Στις 7 Δεκεμβρίου ο Γιαμασίτα γνώριζε πολύ καλά ότι το Λέυτε είχε χαθεί αλλά ο Τεραούτσι επέμενε να εκδίδει διαταγές για την εκτόξευση αντεπιθέσεων. Ο Γιαμασίτα προσπάθησε να αντεπιτεθεί αλλά, όπως ήταν επόμενο, η κίνηση αυτή κατέληξε σε μια αιματηρή αποτυχία η οποία στοίχισε 6.500 νεκρούς. Στις 13 Δεκεμβρίου οι Αμερικανοί αποβιβάστηκαν στη νήσο Μιντόρο και λίγο αργότερα στη γειτονική νήσο Σαμάρ και το εγχείρημά τους σημείωσε απόλυτη επιτυχία.
Τα Χριστούγεννα του 1944 ο Τεραούτσι πείσθηκε (επιτέλους) ότι το Λέυτε ήταν μια χαμένη υπόθεση, όμως η ζημιά είχε γίνει. Ο Γιαμασίτα δεν διέθετε πια αρκετούς άνδρες και υλικό για να κρατήσει τη Λουζόν. Συνέχισε να «βομβαρδίζει» το Τόκιο με απεγνωσμένες εκκλήσεις για ενισχύσεις αλλά οι μόνες που έλαβε ήταν 30.000 άνδρες από το επίγειο προσωπικό της αεροπορίας. Στις 22 Δεκεμβρίου κατέφθασαν στη Μανίλα ο Ιιμούρα και ο επικεφαλής του Επιτελείου Επιχειρήσεων από το Τόκιο, αντιστράτηγος Σουίτσι Μιγιαζάκι, κομίζοντας οδηγίες για την άμυνα του Μιντόρο.
Ο Γιαμασίτα εξοργίστηκε και αποφάσισε να θέσει τέρμα στις παρεμβάσεις, λέγοντας ότι μόνον ο τοπικός διοικητής ήταν σε θέση να αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάσταση και να αντιδρά αναλόγως από μέρα σε μέρα. Έπειτα από αυτή την έκρηξη, ο Ιιμούρα και ο Μιγιαζάκι αναχώρησαν και δεν επέστρεψαν στις Φιλιππίνες.
Οι επιχειρησιακές επιλογές που είχε πλέον ο Γιαμασίτα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και ο ίδιος έγραψε σχετικά: «Αποφάσισα να καταφύγω σε επιβραδυντικές ενέργειες για να καθηλώσω τις αμερικανικές δυνάμεις στη Λουζόν και να τις εμποδίσω να επιτεθούν στην Ιαπωνία. Συνειδητοποίησα ότι οι αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις και το ναυτικό ήταν ασύγκριτα ανώτερα από τα δικά μας και πολύ ευκίνητα. Έτσι γνώριζα ότι δεν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω πόλεμο σε αναπεπταμένο έδαφος και αποφάσισα να ενεργήσω επιβραδυντικά στις ορεινές περιοχές».
Για να πετύχει αυτόν τον στόχο, ο Γιαμασίτα διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τρία μεγάλα συγκροτήματα. Το Συγκρότημα «Σόμπου» με 152.000 άνδρες και πέντε μεραρχίες (τρεις από αυτές είχαν χάσει το ένα τρίτο του προσωπικού τους και το μισό υλικό τους από τις αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις ενώ μεταφέρονταν στη Λουζόν) παρέμεινε υπό τον άμεσο έλεγχό του και, αφού αποσύρθηκε από τη Μανίλα, μετακίνησε στις 2 Ιανουαρίου 1945 το στρατηγείο του στο Μπαγκούιο, νοτίως του οδικού κόμβου Μποντόκ. Το Συγκρότημα «Κέμπου», υπό τον υποστράτηγο Ρικίτσι Τσουκάντα, στο κέντρο διέθετε 30.000 άνδρες και το Συγκρότημα «Σίμπου», που είχε ως πυρήνα τη νεοσυγκροτηθείσα 41η Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο Σιζούο Γιοκογιάμα, παρέμεινε στον Νότο με δύο μεραρχίες και 80.000 άνδρες.
Στο μεταξύ η κατάσταση του εφοδιασμού επιδεινωνόταν συνεχώς. Ολόκληρο τον Δεκέμβριο του 1944 δεν έφθασε στη Λουζόν ούτε ένα φορτίο ρυζιού. Άρχισαν επίσης να εξαντλούνται οι μπαταρίες και τα υλικά μηχανικού. Στις 25 Δεκεμβρίου ο Γιαμασίτα έστειλε στο στρατηγείο της 35ης Στρατιάς του Σουζούκι το ακόλουθο μήνυμα: «…Λένε πως είναι δυσκολότερο να ζεις από το να πεθάνεις. Εσείς, αξιωματικοί και οπλίτες, έχετε υπομονή για να αντέξετε τις κακουχίες της ζωής, βοηθήστε στο να περιφρουρηθεί και να διατηρηθεί η ευημερία του Αυτοκρατορικού Θρόνου μέσω της αδιάκοπης αντίστασης στον εχθρό και ετοιμαστείτε να συναντήσετε με ηρεμία τον θάνατο για την αγαπημένη μας χώρα».
Η στιγμή της αλήθειας ήλθε τελικά στις 9 Ιανουαρίου 1945, όταν η 6η Στρατιά των ΗΠΑ, του αντιστράτηγου Ουώλτερ Κρούγκερ, αποβιβάστηκε με 280.000 άνδρες στον κόλπο του Λινγκαγιέν, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, και πέτυχε να δημιουργήσει αμέσως ένα ευρύ προγεφύρωμα. Ο Γιαμασίτα αντεπιτέθηκε με την 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και την 23η Μεραρχία Πεζικού αλλά δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον εχθρό από το να διεισδύσει νοτιότερα.
Ο Μακάρθουρ γνώριζε πολύ καλά τη Λουζόν και η πείρα του τον οδήγησε να τοποθετήσει το ισχυρότερο τμήμα του στρατού του στην αριστερή πλευρά, όπου ο χώρος ήταν πιο ανοικτός. Η 6η Στρατιά προχώρησε κατά μήκος του ποταμού Άγκνο έως τη Μανίλα, κατέλαβε το αεροδρόμιο Κλαρκ και απέκοψε την πόλη στα τέλη Ιανουαρίου. Επειδή η ιαπωνική αντίσταση ήταν ακόμα ισχυρή, ο Μακάρθουρ αποφάσισε να ανοίξει περισσότερα μέτωπα ώστε να κρατήσει διεσπαρμένες τις εχθρικές δυνάμεις. Έτσι ένα αμερικανικό αποβατικό σώμα εμφανίστηκε στον κόλπο Σούμπικ και με ταχεία προέλαση προς τα ανατολικά διέλυσε το Συγκρότημα «Κέμπου», απέκοψε τη χερσόνησο Μπαταάν και απείλησε το δεξιό πλευρό των Ιαπώνων. Δύο ημέρες αργότερα διενεργήθηκε μια άλλη απόβαση στο Ναουγκπού, νοτίως της Μανίλα.
Στο μεταξύ στις 17 Ιανουαρίου ο υποστράτηγος Κιότζι Τομινάγκα, που διοικούσε την ιαπωνική 4η Αεροπορική Στρατιά στη Λουζόν, έφυγε αεροπορικώς για την Ταϊβάν παίρνοντας μαζί του τα περισσότερα αξιόμαχα αεροσκάφη και τους πιλότους τους και αφήνοντας πίσω του το προσωπικό εδάφους να αντιμετωπίσει την κατάσταση μόνο του. Οργισμένος ο Γιαμασίτα ζήτησε από το Τόκιο να περάσει ο Τομινάγκα από στρατοδικείο, αλλά τελικά εκείνος απλώς καθαιρέθηκε.
Με τους Αμερικανούς να έχουν φθάσει στις πύλες της Μανίλα, ο Γιαμασίτα δήλωσε στους πολεμικούς ανταποκριτές ότι δεν είχε την πρόθεση να πολεμήσει μέσα στην πόλη. Ο παράγοντας που δεν είχαν υπολογίσει ούτε ο Μακάρθουρ ούτε ο Γιαμασίτα, ήταν οι 16.000 Ιάπωνες ναύτες και πεζοναύτες του υποναυάρχου Σέντζι Ιβαμπούτσι, οι οποίοι δεν υπάγονταν άμεσα στη διοικητική αλυσίδα του Στρατού. Οι ανώτεροι του Ιβαμπούτσι τον διέταξαν να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της Μανίλα και να πολεμήσει εκεί μέχρις εσχάτων.
Εκείνος εφάρμοσε κατά γράμμα τη διαταγή, επιστρατεύοντας μάλιστα γι’ αυτό τον σκοπό και 3.750 στρατιώτες των τμημάτων ασφαλείας που είχαν αποκοπεί μέσα στην πόλη. Έτσι η θριαμβευτική είσοδος που είχε σχεδιάσει ο Μακάρθουρ για τη Μανίλα μετατράπηκε σε έναν λυσσώδη αγώνα οδομαχιών ο οποίος προκάλεσε εκατόμβη νεκρών.
Το φάντασμα της Μανίλα
Οι Αμερικανοί επιτέθηκαν στην πόλη στις 4 Φεβρουαρίου 1945 με τρεις μεραρχίες και έπρεπε να καταλάβουν κάθε δρόμο με σκληρή μάχη. Χρειάστηκαν δύο ημέρες μέχρι να εκκαθαρίσουν από την εχθρική παρουσία τη συνοικία Ιντραμούρος, που είχαν κατασκευάσει οι Ισπανοί τον 16ο αιώνα. Στο αεροδρόμιο Νίκολς, 3.000 επιζώντες από το ναυάγιο του θωρηκτού «Musashi» πέθαναν εκτελώντας απεγνωσμένες εφόδους με την ξιφολόγχη. Αυτό ώθησε έναν Αμερικανό διοικητή λόχου να σχολιάσει δηκτικά: «Πείτε στον ναύαρχο Χόλσεϋ να σταματήσει να ερευνά για τον ιαπωνικό στόλο. Πεθαίνει στο αεροδρόμιο Νίκολς».
Η μάχη για τη Μανίλα έληξε στις 4 Μαρτίου 1945 και στοίχισε τη ζωή σε 1.000 Αμερικανούς, 100.000 Φιλιππινέζους αμάχους και το σύνολο των αμυνομένων Ιαπώνων. Όταν τελείωσαν οι εχθροπραξίες, το 75% των εργοστασίων και το 70% των σπιτιών είχε μετατραπεί σε ερείπια.
Ο Γιαμασίτα δεν είχε ιδέα για όσα συνέβαιναν στη Μανίλα. Βρισκόταν στο Μπαγκούιο διευθύνοντας από εκεί την υποχώρηση των τμημάτων του προς τα ορεινά τους καταφύγια και πάσχιζε απεγνωσμένα να διατηρήσει τον έλεγχο της κοιλάδας Καγκαγιάν, για να έχει τρόφιμα για τον στρατό του. Οι συχνές αεροπορικές επιδρομές που δεχόταν το στρατηγείο του, τον είχαν αναγκάσει να το μεταφέρει σε ένα υπόγειο καταφύγιο, όπου οι επιτελείς του τον έβλεπαν συχνά να διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο «Σεϊχογκάνζο» το οποίο είχε γράψει ένας Βουδιστής ιερέας.
Όταν ο Μακάρθουρ επιθεώρησε οργισμένος τις τρομερές ζημιές που υπέστη η Μανίλα, διέταξε τα στρατεύματα του Κρούγκερ να στραφούν αμέσως προς Βορρά και να καταδιώξουν τον Γιαμασίτα. Ο τελευταίος απωθήθηκε στα βουνά με 65.000 άνδρες που βρίσκονταν στα πρόθυρα του υποσιτισμού. Είχε οχυρωθεί για ολόπλευρη άμυνα με το Απόσπασμα «Χαγιάσι», την 58η Ανεξάρτητη Μικτή Ταξιαρχία, την 23η και τη 10η Μεραρχία Πεζικού προς Νότο, τα υπολείμματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και της 103 Μεραρχίας Πεζικού στο κέντρο και τη 19η Μεραρχία Πεζικού βορειότερα. Έπειτα από την κατάληψη του Μπαγκούιο, στις 15 Απριλίου 1945, ο Γιαμασίτα μετέφερε το στρατηγείο του αρχικά στο χωριό Μπαμπάνγκ και κατόπιν στα βουνά Σιέρα Μάντρε στο Κιανγκάν, ενώ άρχιζε η περίοδος των βροχών. Προετοιμαζόμενος για την τελευταία πράξη του δράματος, αποδέσμευσε με σήματά του από την άμεση διοίκησή του τους υφισταμένους του που βρίσκονταν σε διάφορα άλλα μακρινά νησιά των Φιλιππίνων και διέταξε τους επιζώντες του Συγκροτήματος «Σόμπου» να αντέξουν.
Παρ’ όλο που στις 5 Ιουλίου 1945 ο Μακάρθουρ ανακοίνωσε ότι «ολόκληρη η περιοχή των Φιλιππίνων είναι επιτέλους ελεύθερη», ισχυροί ιαπωνικοί θύλακες εξακολουθούσαν να υφίστανται στις πιο δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές. Ακόμη και την εποχή που ερρίφθησαν οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, οι 50.000 αποσκελετωμένοι επιζώντες του Συγκροτήματος «Σόμπου» εξακολουθούσαν να κρατούν καθηλωμένες τέσσερις αμερικανικές μεραρχίες!
Όταν ο Γιαμασίτα, που βρισκόταν από τον Ιούνιο στο νέο στρατηγείο του στο όρος Προγκ, πληροφορήθηκε την παράδοση της Ιαπωνίας από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Σαν Φρανσίσκο στις 14 Αυγούστου, φάνηκε στους επιτελείς του σαν να είχε γεράσει κατά 10 χρόνια. Διατηρώντας την ψυχραιμία του είπε στους αξιωματικούς του ότι δεν θα πραγματοποιούσε «σεπούκου», όπως προέβλεπαν τα ιαπωνικά στρατιωτικά έθιμα, επειδή θεωρούσε ως καθήκον του να φροντίσει για να επιστρέψουν όλοι οι επιζήσαντες στρατιώτες του στις εστίες τους στην Ιαπωνία.
Αργότερα είπε, ερωτώμενος για τους λόγους που τον απέτρεψαν από την αυτοκτονία: «Ακόμη και αν έπραττα κάτι τέτοιο, κάποιος άλλος θα έπαιρνε πάνω του την ευθύνη για όλους αυτούς τους θανάτους που έχω προκαλέσει στις Φιλιππίνες».
Οι Αμερικανοί εντόπισαν το σημείο όπου είχε καταφύγει ο «Τίγρης της Μαλαισίας» και σκόρπισαν φυλλάδια με τα οποία του ζητούσαν να παραδοθεί. Ο Γιαμασίτα έστειλε στον εχθρό έναν υπασπιστή του για να πει ότι είχε διατάξει τους άνδρες του να πάψουν να μάχονται από τις 19 Αυγούστου αλλά ότι δεν μπορούσε να παραδοθεί αν δεν λάμβανε σχετική εντολή από την κυβέρνησή του. Έπειτα από περαιτέρω διαπραγματεύσεις και αφού οργάνωσε μια κηδεία για τους πεσόντες της εκστρατείας των Φιλιππίνων στις 24 Αυγούστου, συμφώνησε να κατέβει από τα βουνά στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Οι Αμερικανοί τον είδαν βουρκωμένο. ενώ αρκετοί από τους επιτελείς του έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. Η μάχη που είχε διεξάγει στις Φιλιππίνες, είχε στοιχίσει στους Αμερικανούς 60.628 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, για τους οποίους σύντομα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους.
Την επομένη εισήλθε σε ένα περίτεχνα διακοσμημένο δωμάτιο στο παλαιό σπίτι του Αμερικανού πρεσβευτή στις Φιλιππίνες, στο Μπαγκούιο, φορώντας μια ζαρωμένη στολή και στηριζόμενος σε ένα χοντρό ραβδί. Εκεί εμφανίστηκε και ο σερ Πέρσιβαλ, ο ηττημένος της μάχης της Σιγκαπούρης, ο οποίος είχε μόλις απελευθερωθεί από την ιαπωνική αιχμαλωσία. Όταν ο Πέρσιβαλ αρνήθηκε να ανταλλάξει χειραψία μαζί του εξαιτίας των τακτικών εξόντωσης που είχαν υιοθετήσει τα ιαπωνικά στρατεύματα κατά των αιχμαλώτων τους, λέγεται ότι δάκρυσε. Στη συνέχεια παρέδωσε τα υπολείμματα της 14ης Στρατιάς Περιοχής και ενεχείρισε το ξίφος του στον υποστράτηγο Τζιλ, διοικητή της 32ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ.
Το ατιμωτικό τέλος μιας λαμπρής σταδιοδρομίας
Οι προσωπικές περιπέτειες του Γιαμασίτα δεν τελείωσαν μαζί με το τέλος της σύρραξης στον Ειρηνικό. Αφού μεταφέρθηκε στις φυλακές Μπίλιμπιντ, κοντά στη Μανίλα, πληροφορήθηκε ότι οι Αμερικανοί είχαν απαγγείλει σε βάρος του κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου, στις 25 Σεπτεμβρίου 1945. Σύμφωνα με τις κατηγορίες αυτές, οι οποίες ήταν πρωτοφανείς στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων, ο Γιαμασίτα «απέτυχε να εκπληρώσει το καθήκον του ως διοικητής και να ελέγξει τις επιχειρήσεις των μελών της διοίκησής του, επιτρέποντάς τους να προβούν σε ωμότητες στη Μανίλα».
Η δίκη του Γιαμασίτα άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1945 στο τεράστιο ανάκτορο Μαλακανάγκ της Μανίλα, ενώπιον πέντε Αμερικανών στρατηγών. Το σύνολο των κατηγοριών που βάραιναν τον Ιάπωνα στρατηγό ήταν 123 και αφορούσε βαρύτατες ευθύνες για τους φόνους 57.000 ανθρώπων. Από την αρχή η δίκη έδινε την εντύπωση παρωδίας η οποία είχε ενορχηστρωθεί από τον Μακάρθουρ.
Οι κατήγοροι προσέθεσαν άλλες 59 υποθέσεις στο κατηγορητήριο δύο ημέρες πριν αρχίσει η δίκη, ενώ ο συνήγορος υπεράσπισης, συνταγματάρχης Χάρυ Κλαρκ, δεν έλαβε τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμαστεί. Οι μάρτυρες που εμφανίστηκαν κατά τη διαδικασία εξιστόρησαν φρικτά περιστατικά δολοφονιών, βιασμών και αχρείαστης καταστροφής τα οποία σημειώθηκαν στη Μανίλα.
Η υπεράσπιση υπογράμμισε ότι οι ωμότητες αυτές διαπράχθηκαν από τους ναύτες και τους πεζοναύτες του Ιβαμπούτσι και, συνεπώς, η ευθύνη δεν θα μπορούσε να βαρύνει τον Γιαμασίτα, ο οποίος δεν ασκούσε άμεσο έλεγχο πάνω τους. «Βρισκόμουν κάτω από ασταμάτητες επιθέσεις των αμερικανικών δυνάμεων και ήμουν υπό πίεση ημέρα και νύκτα. Σε καμία περίπτωση δεν διέταξα να γίνουν σφαγές, ούτε έλαβα διαταγή για κάτι τέτοιο από οποιαδήποτε ανώτερη αρχή, ούτε επέτρεψα ποτέ να συμβούν τέτοια πράγματα. Αν γνώριζα τα γεγονότα, δεν θα τα είχα συγχωρήσει και ορκίζομαι στον ουρανό και στη γη γι’ αυτό», κατέθεσε ο Γιαμασίτα.
Η ηρεμία και η αξιοπρέπεια με τις οποίες αντιμετώπισε ο Γιαμασίτα τη δίκη του, προκάλεσαν δέος στους παρισταμένους. Ο συνταγματάρχης Μηκ, ένας από τους κατηγόρους, είπε μάλιστα θυμωμένος: «Με τρελαίνει το ότι τον βλέπω στο εδώλιο του κατηγορουμένου ένστολο. Κλέβει την παράσταση, δεσπόζει στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Αν ήταν στο χέρι μου θα του φορούσα ρούχα καταδίκου και θα τον έδενα με αλυσίδες». Οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τη δίκη εντυπωσιάστηκαν επίσης από τη διαγωγή του Ιάπωνα στρατηγού και στην ψηφοφορία που έκαναν μεταξύ τους τον αθώωσαν με 12 ψήφους υπέρ και καμία κατά. Οι δικαστές, όμως, που εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 7 Δεκεμβρίου 1945, τέταρτη επέτειο της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, έκριναν τον Γιαμασίτα ένοχο. Ο Κλαρκ άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο με ψήφους 7 έναντι 2 επικύρωσε την ετυμηγορία.
Οι δύο δικαστές που μειοψήφησαν, ο Φρανκ Μέρφυ και ο Γουάιλεϊ Μπλάουντ, συνέταξαν μάλιστα μια αναφορά με πολύ ισχυρά επιχειρήματα για να στηρίξουν την άποψή τους. Ο Μακάρθουρ ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να σώσει τον Γιαμασίτα από τον ατιμωτικό θάνατο αλλά αρνήθηκε να του δώσει χάρη. Ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν αρνήθηκε επίσης να εμπλακεί στο ζήτημα.
Το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου 1946 ο Γιαμασίτα δείπνησε για τελευταία φορά στις φυλακές Μπίλιμπιντ με σπαράγγια, ψωμί και μπύρα και είπε στον αντισυνταγματάρχη Λούντμαν, επικεφαλής των δεσμοφυλάκων του, να τον ξυπνήσει το επόμενο πρωί στις 05:00, μια ώρα πριν από την προγραμματισμένη εκτέλεσή του. Εκείνος όμως όταν πήγε στο κελί την καθορισμένη ώρα, βρήκε τον στρατηγό να είναι ακόμα σε βαθύ ύπνο κι έτσι τον άφησε.
Είκοσι λεπτά αργότερα ο Γιαμασίτα ξύπνησε μόνος του και, αφού επέπληξε τον Λούντμαν για τη μη τήρηση της εντολής του, στάθηκε τα ξημερώματα της 23ης Φεβρουαρίου 1946 μπροστά στην αγχόνη. Ήταν 61 ετών. Με δεμένα μάτια και τα χέρια πίσω από την πλάτη, πραγματοποίησε μια τελευταία υπόκλιση προς την κατεύθυνση του Τόκιο και το αυτοκρατορικό ανάκτορο.
Τα τελευταία λόγια του στωικού στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τον μεγαλύτερο θρίαμβο των ιαπωνικών όπλων στην ξηρά, ήταν: «Θα προσεύχομαι πάντα για τη μακροζωία του αυτοκράτορα και την ευημερία του». Είχε ήδη ευχαριστήσει θερμά τους Αμερικανούς αξιωματικούς για την εξαιρετική στάση τους απέναντί του κατά τους μήνες της κράτησής του και είχε δηλώσει: «Δεν θα ντρέπομαι μπροστά στους θεούς για ό,τι έχω κάνει όταν θα πεθάνω». Όταν του διάβασαν την ποινή της εκτέλεσης, είπε μέσω του διερμηνέα: «Ενώπιον του Θεού μου, έχω πει την αλήθεια. Δεν πιστεύω ότι έχω αμαρτήσει. Νομίζω ότι ψυχή μου θα ζει για πάντα».
Ο Γιαμασίτα έμεινε κρεμασμένος για 25 λεπτά, με το κορμί του να λικνίζεται πέρα δώθε στο πρωινό αεράκι. Το πιστοποιητικό του θανάτου του έγραφε: «Ο Γιαμασίτα, γενικός διοικητής του Αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού στα νησιά των Φιλιππίνων, κρεμάστηκε από το λαιμό μέχρι να πεθάνει».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Δεκέμβριο του 1948 εκτελέστηκε και ο επιτελάρχης του Γιαμασίτα στις Φιλιππίνες, Ακίρα Μούτο, επειδή κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα πολέμου.
Ο Γιαμασίτα εξακολουθεί κατά καιρούς να προκαλεί πολιτικές τριβές μέχρι σήμερα. Η τέφρα του, όπως και χιλιάδων άλλων Ιαπώνων αξιωματικών και στρατιωτών, εναποτέθηκε στον ναό Γιασουκούνι στο Τόκιο, υπό τη φροντίδα των θεών Κάμι.
Οι κατά καιρούς επισκέψεις Ιαπώνων πρωθυπουργών εκεί, γίνονται αφορμή για έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους της Κίνας και της Νότιας Κορέας, επειδή θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό αποτίεται φόρος τιμής και στους εγκληματίες πολέμου.
Για τους Ιάπωνες, όμως, ο Γιαμασίτα και οι υπόλοιποι στρατιωτικοί που αγωνίστηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τα λάθη τους, έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους με υποδειγματική αυτοθυσία και προσέφεραν αδιαμαρτύρητα τη ζωή τους για τη δόξα του αυτοκράτορα.