Οι μετακινήσεις των Αφρικανών μεταναστών στο δρόμο τους προς την Ευρώπη επιβαρύνουν τους πόρους της Τυνησίας, αλλά η άρνηση της κυβέρνησής της να προβεί σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα εμποδίσει την Τυνησία να λάβει περισσότερα κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφήνοντας την να εξαρτάται από τις διμερείς σχέσεις για βοήθεια. Στις 9 Δεκεμβρίου η Εθνική Φρουρά της Τυνησίας δήλωσε ότι το 2023 είχε αναχαιτίσει 70.000 μετανάστες που προσπαθούσαν να περάσουν τη Μεσόγειο Θάλασσα προς την Ευρώπη, αριθμό διπλάσιο από τον αντίστοιχον αριθμό του 2022, με τους μη – Τυνήσιους να αποτελούν το 78% των «αναχαιτισθέντων». Αυτά τα δεδομένα διαμορφώνονται καθώς η Εθνοφρουρά της Τυνησίας και οι λοιπές αρχές επιβολής του νόμου πιέζουν τους μετανάστες ώστε να τους εμποδίσουν να μετακινηθούν βόρεια προς την Ευρώπη, κυρίως μέσω της «κεντρικής Μεσογειακής διαδρομής», προς την Ιταλία.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, το 2023 ο «Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα», δηλαδή η γνωστή Frontex, κατέγραψε τον υψηλότερο αριθμό παρατύπων διελεύσεων μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2016. Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες ταξιδεύουν μέσω της Τυνησίας από την υποσαχάρια Αφρική για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και την οικονομική αναταραχή, ειδικά στο Σαχέλ και στο Κέρας της Αφρικής. Η Τυνησία αγωνίζεται να αντιμετωπίσει αυτές τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές εν μέσω μιας ήδη οξείας οικονομικής κρίσης, καθώς οι εισερχόμενοι αιτούντες άσυλο έχουν πλημμυρίσει την διαχειριστική ικανότητα των δύο γραφείων μετανάστευσης στην Τύνιδα και στο Ζάρζις, καθώς και τα λειτουργούντα στη χώρα καταφύγια της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Τον Σεπτέμβριο, χιλιάδες αιτούντες άσυλο μεταφέρθηκαν με λεωφορεία από το κέντρο της πόλης του Σφαξ σε άλλες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελ Άμρα που αποτελεί τον κύριο «βατήρα» μετανάστευσης για την ιταλική νήσο Λαμπεντούζα.
- Οι μετανάστες πραγματοποίησαν περισσότερες από 152.000 διελεύσεις της Μεσογείου από την Τυνησία, μέσω της διαδρομής της κεντρικής Μεσογείου, από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τον «Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα».
- Τουλάχιστον 140.000 μετανάστες έφτασαν στην Ιταλία από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, με το 91% να υπολογίζεται ότι έχουν έρθει μέσω της Τυνησίας. Ο αριθμός των μεταναστών που ταξιδεύουν στην Ιταλία δια θαλάσσης έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2022.
- Ο αριθμός των Σουδανών προσφύγων στην Τυνησία αυξήθηκε κατά περισσότερο από 1.200% το 2023 σε σχέση με το προηγούμενο έτος λόγω του εκτοπισμού από τον πόλεμο στο Σουδάν, που ξεκίνησε τον Απρίλιο. Ωστόσο, ορισμένοι από τους μετανάστες που κατευθύνονται προς την Ευρώπη είναι Τυνήσιοι που εγκαταλείπουν την χώρα τους λόγω της οικονομικής κρίσης.
- Στις 24 Νοεμβρίου, η αστυνομία στο Ελ Άμρα κατέσχεσε και κατέστρεψε βάρκες που σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν οι αιτούντες άσυλο για να διασχίσουν τη Μεσόγειο Θάλασσα προς την Ευρώπη, ενώ χρησιμοποίησε και δακρυγόνα εναντίον των μεταναστών, αφού σύμφωνα με πληροφορίες αυτοί εκτόξευσαν πέτρες στους αστυνομικούς.
- Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από τις 18 έως τις 20 Σεπτεμβρίου, η Εθνοφρουρά της Τυνησίας αναχαίτισε περίπου 100 μετανάστες στη θάλασσα και τους απέλασε στα σύνορα Τυνησίας-Αλγερίας, κάτι που αποκλίνει από την προηγούμενη πρακτική απελευθέρωσής τους πίσω στην Τυνησία.
Τον περασμένο Ιούλιο η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέγραψε Μνημόνιο Κατανόησης με την Τυνησία για να ενισχύσει την οικονομία της χώρας και να βελτιώσει την ικανότητά της να ανακόψει τη ροή μεταναστών προς την Ευρώπη, αλλά η άρνηση της Τυνησίας να κάνει οικονομικές μεταρρυθμίσεις εμποδίζει το ευρωπαϊκό συγκρότημα να εκταμιεύσει μεγάλο μέρος της υποσχεθείσας βοήθειας. Η οικονομία της Τυνησίας παραπαίει επί σχεδόν μια δεκαετία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις το 2015 και την πανδημία COVID-19 το 2020, που συρρίκνωσαν την τουριστική βιομηχανία της χώρας. Επιδεινώνοντας το ζήτημα, το 2022 οι Ηνωμένες Πολιτείες μείωσαν την οικονομική και στρατιωτική χρηματοδότηση προς την Τυνησία σχεδόν κατά το ήμισυ, λόγω των αυταρχικών πολιτικών της κυβέρνησης της Τυνησίας και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ μια σοβαρή συνεχιζόμενη ξηρασία μείωσε τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων της Τυνησίας.
Ως αποτέλεσμα, η Τυνησία δυσκολεύτηκε να πληρώσει για τις πραγματοποιηθείσες εισαγωγές, παρουσίασε ελλείψεις σε βασικά αγαθά και είχε χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα εν μέσω σημαντικών δαπανών, με τις ανάγκες του εξωτερικού δανεισμού να υπολογίζονται σε περίπου 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2023. Για να ενισχυθεί η οικονομία της Τυνησίας, τον Ιούλιο η κυβέρνηση υπέγραψε ένα αμφιλεγόμενο μνημόνιο κατανόησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ. Η συμφωνία διέθεσε 105 εκατομμύρια ευρώ για την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης, επιπλέον 150 εκατομμύρια ευρώ για άμεση δημοσιονομική στήριξη και περισσότερα από 900 εκατομμύρια ευρώ σε κεφάλαια, υπό τον όρο ότι η Τυνησία θα καταλήξει σε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για μια «διάσωση» της οικονομίας της. Ωστόσο, η Τυνησία απέτυχε να καταλήξει σε συμφωνία με το ΔΝΤ λόγω της κατηγορηματικής άρνησης του Τυνήσιου Προέδρου Καΐς Σαγιέντ να εφαρμόσει τα απαιτούμενα μέτρα λιτότητας του ταμείου, πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλο μέρος της βοήθειας που υποσχέθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει «παγωμένο».
- Τον Απρίλιο, ο Πρόεδρος Σαγιέντ απέρριψε δάνειο 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το ΔΝΤ, που θα απαιτούσε από την Τυνησία να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για να βελτιώσει τις εισροές κεφαλαίων. Ο Πρόεδρος Σαγιέντ χαρακτήρισε τους όρους του δανείου «υπαγορεύσεις» και υποστήριξε ότι τα προτεινόμενα μέτρα λιτότητας του ΔΝΤ θα αύξαναν τη φτώχεια του λαού του.
- Τον Οκτώβριο, ο Πρόεδρος Σαγιέντ επέστρεψε 60 εκατομμύρια ευρώ που αποτελούσαν μέρος μιας μεγαλύτερης δόσης 127 εκατομμυρίων ευρώ της συμφωνίας της ΕΕ, αφού κατηγόρησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν τηρούσε τις οικονομικές δεσμεύσεις για τον περιορισμό της μετανάστευσης. Συνέχισε λέγοντας ότι η Τυνησία «δέχεται τη συνεργασία αλλά όχι τη φιλανθρωπία». Επίσης ο Πρόεδρος Σαγιέντ έχει αμφισβητήσει την ευρωπαϊκή αντίληψη ότι η Τυνησία είναι συνοριοφύλακας, αλλά επανέλαβε το ενδιαφέρον της Τυνησίας για στρατηγικές συνεργασίες.
- Παρά την έλλειψη προόδου στις μεταρρυθμίσεις και παρά τα ανάμεικτα μηνύματα της Τυνησίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε στις 20 του τρέχοντος Δεκεμβρίου ότι θα έστελνε 150 εκατομμύρια ευρώ σε άμεση χρηματοοικονομική μεταφορά για να βοηθήσει την οικονομική ανάκαμψη της Τυνησίας και ο Πρόεδρος Σαγιέντ πιθανότατα θα δεχτεί αυτά τα κεφάλαια.
- Είναι πολύ πιθανόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να προτείνει παρόμοιες συμφωνίες σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής, αλλά δεδομένου ότι πολλές από αυτές τις χώρες είναι εξίσου απρόθυμες να εφαρμόσουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις όπως η Τυνησία, τέτοιες συμφωνίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε παρόμοιο αδιέξοδο.
Για να αντισταθμίσει τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει σταματήσει, η Τυνησία πιθανότατα θα πιέσει για διμερείς συμφωνίες με ευρωπαϊκές χώρες. Ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων από το μνημόνιο κατανόησης ΕΕ-Τυνησίας πιθανότατα θα παραμείνει αδιάθετο λόγω της άρνησης της Τυνησίας να καταλήξει σε συμφωνία με το ΔΝΤ. Ως αποτέλεσμα, ο Πρόεδρος Σαγιέντ θα χρειαστεί εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης για να αποτρέψει την αθέτηση υποχρεώσεων της χώρας του. Για να καλύψει αυτή την ανάγκη, ο ο Πρόεδρος πιθανότατα θα προσπαθήσει να πιέσει τις ευρωπαϊκές χώρες για την επίτευξη διμερών συμφωνιών, με αντάλλαγμα τις συνεχείς προσπάθειες της Τυνησίας να περιορίσει τη μετανάστευση.
Ορισμένα μέλη της ΕΕ θα αντισταθούν στη σύναψη συμφωνιών με την Τυνησία λόγω ανησυχιών για τις δημοσιονομικές πολιτικές της χώρας, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς τους μετανάστες και την πολιτική αντιπολίτευση και την αναξιοπιστία ως εταίρου μετά από ανάμεικτα μηνύματα τον Οκτώβριο. Ωστόσον, η προθυμία των ευρωπαϊκών χωρών να καταλήξουν σε τέτοιες συμφωνίες μπορεί να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου καθώς η μετανάστευση από την Τυνησία στην Ευρώπη συνεχίζει να αυξάνεται εν μέσω συνεχιζόμενων εκτοπισμών από την υποσαχάρια Αφρική, λόγω του πολέμου και των αθλίων οικονομικών συνθηκών. Οι χώρες που δίνουν προτεραιότητα στον περιορισμό της μετανάστευσης προς την Ευρώπη, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα είναι πιθανότερο να συνεργαστούν με την Τυνησία μέσω διμερών συμφωνιών. Πιθανώς αυτές οι συμφωνίες θα προσφέρουν κίνητρα που ωφελούν τους Τυνήσιους πολίτες, όπως η επαγγελματική κατάρτιση και η αποδοχή ορισμένων ειδικευμένων Τυνήσιων μεταναστών.
- Τον περασμένο Ιούλιο η Ιταλία και η Ισπανία υποστήριξαν τη συμφωνία της ΕΕ, με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Μελόνι να αποκαλεί τη συμφωνία «μια αληθινή εταιρική σχέση». Ωστόσο, άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν επικρίνει τη συμφωνία. Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ έγραψε σε επιστολή της στις 2 Αυγούστου, «Η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου πρέπει να μας καθοδηγούν στη συνεργασία μας — κάτι που δεν ελήφθη δεόντως υπόψη στη συμφωνία με την Τυνησία».
- Τον Οκτώβριο, η Ιταλία και η Τυνησία κατέληξαν σε διμερή συμφωνία με την οποίαν η Ιταλία θα προσλάβει 4.000 «κατάλληλα καταρτισμένους» Τυνήσιους εργαζόμενους, ώστε να βελτιωθεί η σύννομη τακτική μετανάστευση μεταξύ των δύο χωρών. Πρόσθετες διατάξεις της συμφωνίας περιελάμβαναν την ιταλική υποστήριξη για την παρεμπόδιση των λαθρεμπόρων να διασχίζουν τη Μεσόγειο, αλλά και την δημιουργία καταλλήλων ευκαιριών απασχόλησης για τους Τυνήσιους νέους.
- Επίσης η Τυνησία μπορεί να στραφεί σε κράτη του Κόλπου για βοήθεια, όμως εκτιμάται πως αυτές οι χώρες θα είναι πιο απρόθυμες από τα ευρωπαϊκά κράτη να παράσχουν βοήθεια, χωρίς όρους μακροοικονομικής μεταρρύθμισης.
του Αθανάσιου Κωνσταντίνου