Οι άνθρωποι πιστεύουν στα ξωτικά και στις νεράιδες από τα πολύ παλιά χρόνια.
Τα ξωτικά είναι μυθικά πλάσματα της Σκανδιναβικής μυθολογίας, που επέζησαν στις λαϊκές παραδόσεις της βόρειας Ευρώπης, αρχικά ως γένος ελάσσονων θεών της φύσης και της γονιμότητας.
Ξωτικά (elves) και ετυμολογία:
- Γαλλία: elfe, elfes
- Γερμανία: Elfen, Elben και Alben
- Ισλανδία: álfar, álfafólk και huldufólk (κρυμμένοι άνθρωποι)
- Ιταλία και Ισπανία: elfο
- Ολλανδία: Elfen, Alfen, Elven
- Σκανδιναβία: alfer, elvere, elverfolk, ellefolk ή huldrer στη Δανία, alver, alfer ή elvefolk στη Νορβηγία και alfer, alver ή älvor στη Σουηδία
Παρά τις εκτεταμένες διαφωνίες, οι λέξεις elf, álf και οι σχετικές με αυτές μάλλον προέρχονται από την ίδια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα albh, όπως η λατινική λέξη albus (λευκός).
Τα ξωτικά απεικονίζονται συχνά σαν φαινομενικά νεαροί άντρες και γυναίκες εξαίσιας ομορφιάς που ζουν σε δάση και άλλες φυσικές περιοχές, υπογείως, ή σε κρύπτες. Περιγράφονται σαν υπεραιωνόβια ή αθάνατα πλάσματα και τους αποδίδουν μαγικές δυνάμεις. Ακολουθώντας την επιτυχία του έπους του Τόλκιν Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, τα ξωτικά έγιναν κλασικοί χαρακτήρες της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. O Τόλκιν χρησιμοποίησε τον όρο «ξωτικά» ως συμβατική απόδοση της ονομασίας των «πρωτόπλαστων όντων» του κόσμου του. Τα πλάσματα αυτά διευκρινίζεται ότι έχουν περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους (Εdain) παρά με τα πνευματικά όντα, τους Maiar και τους Valar.
Σκανδιναβία
Στις λαϊκές παραδόσεις της Σκανδιναβίας, που είναι μία μεταγενέστερη μείξη της Νορβηγικής μυθολογίας και στοιχείων του Χριστιανισμού, το ξωτικό αποκαλείται elver στα δανέζικα, alv στα νορβηγικά και alv ή älva στα σουηδικά.
Οι φτερωτές νεράιδες των βρετανικών λαϊκών παραδόσεων συχνά συγχέονται με τα ξωτικά. Σε ένα παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αναφέρεται η ονομασία elvere. Σε αυτή την ιστορία, τα ξωτικά μοιάζουν περισσότερο με τα ξωτικά των τοπικών λαϊκών παραδόσεων: πανέμορφες θηλυκές υπάρξεις, που ζουν στο ύπαιθρο και μπορούν να παρασύρουν έναν άντρα σε ένα χορό μέχρι θανάτου. Συνήθως απεικονίζονται με ξανθά μαλλιά και άσπρο δέρμα και, όπως τα περισσότερα πλάσματα στις σκανδιναβικές λαϊκές παραδόσεις, τα ξωτικά γίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικά όταν τα προσβάλλει κανείς. Μπορούσε να τα δει κανείς να χορεύουν στα λιβάδια ειδικά τη νύχτα ή πρωινά με ομίχλη. Όμως, αν κάποιος παρακολουθούσε το χορό τους, είχε την αίσθηση ότι είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα είχαν περάσει χρόνια ολόκληρα. (Ακόμα και στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού ανακαλύπτει ότι ο χρόνος κυλάει πιο αργά στο δάσος ξωτικών του Λοθλόριεν).
Αρχαία Νορβηγική μυθολογία
Η πρώτη περιγραφή ξωτικών μας έρχεται από τη Νορβηγική μυθολογία. Στα αρχαία νορβηγικά ονομάζονται álfar και η παρουσία μυθολογικών πλασμάτων με συγγενή ονομασία σε μεταγενέστερες λαϊκές παραδόσεις ενισχύει την άποψη ότι η πίστη στα ξωτικά ήταν κοινή σε όλες τις γερμανικές φυλές και όχι μόνο στους αρχαίους Σκανδιναβούς. Ξωτικά στη Σκανδιναβική μυθολογία αναφέρονται στην Έντα και στις σάγκα. Εδώ τα ξωτικά συσχετίζονται με τους Εσίρ, ειδικά από την έκφραση «Æsir and the elves», που σημαίνει περίπου «όλοι οι θεοί». Ωστόσο, ταυτίζονται και με τους Βανίρ από κάποιους ειδικούς. Τα ξωτικά της Σκανδιναβικής μυθολογίας έχουν μέγεθος ανθρώπου: ξωτικά και άνθρωποι μπορούσαν να ζευγαρώσουν. Ξακουστοί άνθρωποι μετά το θάνατό τους θα μπορούσαν να γίνουν ξωτικά, όπως ο μεγάλος βασιλιάς Όλαφ Γκέιρσταντ.
Γερμανική μυθολογία
Στη γερμανική λαϊκή παράδοση, τα ξωτικά θεωρούνταν μικρά σκανδαλιάρικα πλάσματα, που προκαλούσαν αρρώστιες στα ζώα και τους ανθρώπους και έφερναν άσχημα όνειρα, επειδή κάθονταν πάνω στο στήθος αυτού που κοιμόταν. Η γερμανική λέξη Albtraum (=εφιάλτης), κυριολεκτικά σημαίνει ξωτικό όνειρο. Ο θρύλος του Erlkönig φαίνεται να δημιουργήθηκε στη Δανία κατά το ίδιο σχεδόν χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις της Γερμανίας και της Δανίας, ο Erlkönig εμφανίζεται σαν προάγγελος θανάτου, όπως οι νεράιδες μπάνσι στην Ιρλανδική μυθολογία. Ωστόσο, ο Erlkönig εμφανίζεται μόνο στο άτομο που θα πεθάνει και η έκφρασή του δηλώνει τι είδους θάνατο θα περιμένει: ήρεμο ή γεμάτο πόνους και αγωνία. Αυτή η πλευρά του μύθου ενέπνευσε τον Γκαίτε να γράψει το ποίημά του Der Erlkönig.
Αγγλική μυθολογία
H λέξη elf εμφανίστηκε στην Αγγλική γλώσσα από την Αρχαία Αγγλική λέξη ælf κι έτσι έφτασε στη Μεγάλη Βρετανία αρχικά με τους Αγγλοσάξονες. Τα ξωτικά των Αγγλοσαξόνων φαίνεται να είχαν ομοιότητες με τα ξωτικά στη Σκανδιναβική μυθολογία: υπερφυσικά πλάσματα με ανθρώπινο παρουσιαστικό, κυρίως αρσενικού φύλου, μπορούσαν να βοηθήσουν ή να βλάψουν τους ανθρώπους που τα συναντούσαν.
Ωστόσο, τα μεταγενέστερα αγγλικά παραμύθια παρουσίαζαν τα ξωτικά σαν μικρά δυσδιάκριτα πλάσματα με σκανταλιάρικο χαρακτήρα. Δεν είναι κακά, αλλά ενοχλούν τους ανθρώπους ή μπλέκονται στις υποθέσεις τους. Κάποιες φορές είναι αόρατα. Σε αυτή την παράδοση, τα ξωτικά ταυτίστηκαν λίγο πολύ με τις νεράιδες της Κέλτικης μυθολογίας κι έτσι πολλές φορές πλέον δεν διαχωρίζονται στη λαϊκή παράδοση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η λογοτεχνική επίδραση στάθηκε καθοριστική για την απαγκίστρωση της εικόνας των ξωτικών από τις μυθολογικές τους ρίζες, με εξέχον παράδειγμα τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, που φανταζόταν τα ξωτικά σαν μικρούς ανθρώπους και δεν τα ξεχώριζε από τις νεράιδες στα διάφορα έργα του.
Τα ξωτικά στην Ιρλανδία
Τα λέπρεκον είναι τα μοναχικά ξωτικά της Ιρλανδίας που ασκούν το επάγγελμα του παπουτσή και τα καταλαβαίνει κανείς από το χτύπο του σφυριού στη σόλα του παπουτσιού. Θεωρούνται πολύ πλούσια και δεν είναι λίγες φορές που τα έχουν πάρει από πίσω κυνηγοί ή ξυλοκόποι, με σκοπό να ανακαλύψουν το μέρος όπου κρύβουν τους θησαυρούς τους. Τα λέπρεκον, όμως, τους αναγκάζουν να κάνουν γύρους στο δάσος, μέχρι που τους αφήνουν κάπου μόνους, δίχως φυσικά να τους αποκαλύψουν το θησαυρό τους.
Ξωτικά, νύμφες και νεράιδες στην Ελληνική μυθολογία
Τα Ξωτικά της Σκανδιναβικής μυθολογίας και λαογραφίας έχουν πολλές ομοιότητες με τις Νύμφες και άλλες κατώτερες θεότητες της Ελληνικής μυθολογίας και τις Νεράιδες και τα Ξωτικά της νεοελληνικής λαογραφίας και προφορικής παράδοσης.
Στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και στις βαλκανικές χώρες, υπάρχει ένα ξωτικό που το ονομάζουν Βραχνά ή Εφιάλτη, επειδή τις νύχτες κάθεται στο στήθος των κοιμισμένων και τους προκαλεί βήχα και εφιάλτες.
Τα ξωτικά στον κόσμο
Τα ξωτικά των Μαορί στη Νέα Ζηλανδία, τα πατού-παϊαρέ, ζουν και κινούνται συνήθως σε ομάδες. Κατοικούν, συνήθως, πάνω στα δέντρα και εμφανίζονται μέσα στην ομίχλη. Τους αρέσει ο χορός και το τραγούδι. Πολλές φορές μαθαίνουν στους ανθρώπους να κάνουν μαγικά, αλλά, αν καλέσουν κάποιον να πάει κοντά τους, τον αφήνουν να χαθεί στο δάσος.
Οικόσιτα ξωτικά
Πολλά ξωτικά επιλέγουν να ζουν με τους ανθρώπους. Αυτά τα ονομάζουν ρέντκαπ στην Ολλανδία, νις στη Σκανδιναβία, μπράουνι, χομπγκόμπλιν ή πίσκι στη Βρετανία, κόμπολντ στη Γερμανία και ντομοβόι στη Ρωσία. Όλα έχουν κοινή συμπεριφορά, η οποία έχει τις ρίζες της στη δοξασία περί οικουρού δαίμονα των αρχαίων Ελλήνων. Εργάζονται σκληρά για τα αφεντικά τους με πολύ μικρή αμοιβή, αλλά απαιτούν την καλοσύνη και την ευγνωμοσύνη τους.
Η καταγωγή των οικόσιτων ξωτικών
Τα οικόσιτα ξωτικά δε ζουν μόνο στα σπίτια, αλλά και στους στάβλους ή στα βοηθητικά κτίσματα μιας αγροικίας, στις σπηλιές ή και στις κουφάλες των δέντρων. Η συμπεριφορά τους αυτή ταιριάζει απόλυτα στη θεωρία που θέλει όλα τα ξωτικά να είναι μέλη μιας παλιότερης φυλής που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γη και να την αφήσει στους ανθρώπους. Με βάση αυτή τη θεωρία, μπορούμε να καταλάβουμε και την απαίτησή τους να τα σέβονται οι άνθρωποι, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα έχουν την ανάγκη τους για να τρέφονται. Άλλοι πιστεύουν πως τα οικόσιτα ξωτικά είναι τα πνεύματα των προγόνων, ενώ μερικοί υποστηρίζουν πως είναι υπερφυσικά όντα ντυμένα στα καφετιά ή στα πράσινα, συχνά με κόκκινο καπέλο στο κεφάλι, που έχουν μαγικές δυνάμεις.
Μπράουνι και Χομπγκόμπλιν (Βρετανία)
Τα μπράουνι και Χομπγκόμπλιν είναι μικροσκοπικά ξωτικά που φοράνε συνήθως κουρελιασμένα ρούχα. Κάνουν οικιακές εργασίες και οι ώρες που δρουν είναι συνήθως νυχτερινές.
Στα μπράουνι ειδικά αρέσει να ζουν σε αγροκτήματα, για να μπορούν να συναναστρέφονται με ζώα.
Η πληρωμή που απαιτούν αυτά τα ξωτικά είναι πάντα η ίδια: ένα μπολ φρέσκο γάλα ή κρέμα και λίγο ζεστό ψωμί ή κέικ, που οι άνθρωποι τους τα αφήνουν σε μια γωνιά για να τα πάρουν μόνα τους, γιατί, αν τους τα δώσουν στο χέρι, νιώθουν προσβεβλημένα. Αν κάποιος τους δώσει καινούρια ρούχα, το πιο πιθανό είναι ότι θα εγκαταλείψουν το σπίτι, είτε γιατί το θεωρούν προσβλητικό είτε γιατί νιώθουν ότι ξεπληρώνονται για όλες τους τις υπηρεσίες. Αν όμως τολμήσει κανείς να τους κάνει κριτική ή να τα προσβάλει, τότε θυμώνουν πολύ και μπορούν να κάνουν μεγάλο κακό.
Ντομοβόι (Ρωσία)
Τα ντομοβόι έχουν όψη ασπρομάλλη γέρου με γενειάδα και φορούν συνήθως ένα γκρίζο φόρεμα ή ένα κόκκινο μπλουζάκι. Ζουν στα σπίτια των ανθρώπων, αλλά συνδέονται με την οικογένεια και όχι με τον χώρο. Αν δηλαδή η οικογένεια μετακομίσει, την ακολουθούν και τότε ο νοικοκύρης πρέπει να βάλει μια φέτα ψωμί κάτω από τη σόμπα για να τα καλωσορίσει. Τα ντομοβόι έχουν την απαίτηση από τους ανθρώπους να εκτιμούν την εργασία τους και να τα αποκαλούν «εκείνους» ή «παππούδες». Τα ενοχλεί η αθυροστομία, κι αν τύχει και θυμώσουν, είναι ικανά να κάψουν το σπίτι. Συνήθως όμως είναι πολύ προστατευτικά απέναντι στην οικογένεια και προσπαθούν να φανούν με κάθε τρόπο χρήσιμα.
Κακοποιά ξωτικά
Τα γκόμπλιν, τα μπόγκαρτ, οι μπαμπούλες κι ένα σωρό άλλα ξωτικά είναι εχθρικά προς τον άνθρωπο. Στην καλύτερη περίπτωση, τον πειράζουν ή τον τρομάζουν αν τον βρουν μόνο του, αλλά μπορούν να του κάνουν και το μεγαλύτερο κακό. Είναι καλύτερα λοιπόν να μην τους μιλάει κανείς και να τα αποφεύγει όσο περισσότερο μπορεί.
Μερικοί τρόποι για να προφυλαχθεί κανείς από τα κακοποιά ξωτικά είναι να κρεμάσει πέταλα έξω από την πόρτα του σπιτιού του και να κουβαλάει πάντοτε μαζί του ένα τετράφυλλο τριφύλλι, που θα διώξει μακριά τα ξωτικά που θα θελήσουν να του κάνουν κακό.
Το Τοκολόσι, ένα κακοποιό ξωτικό που εμφανίζεται στη νότια Αμερική, κάνει και οικιακές εργασίες. Τα αφεντικά του όμως είναι πάντα μάγοι ή μάγισσες που το στέλνουν να βασανίσει ή να επιτεθεί σ’ αυτούς που έχουν βάλει στο μάτι. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν επιτίθεται σε παιδιά, ακόμα κι αν έχει πάρει διαταγή από το αφεντικό του.
Τα γκρέμλιν, είναι ιδιαίτερα μοχθηρά ξωτικά και εντοπίστηκαν μόλις πριν από εκατό περίπου χρόνια, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου (1914-18), από τη Βασιλική Υπηρεσία Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου κι αργότερα από το πλήρωμα της ίδιας υπηρεσίας στην Ινδία, τη δεκαετία του 1920, επειδή δημιουργούσαν προβλήματα στις μηχανές των αεροσκαφών.
Μέσα από τις διάφορες παραδόσεις των λαών και τα χίλια ονόματα όπου παρουσιάζονται τα ξωτικά που βοηθούν ή αναστατώνουν τους ανθρώπους ένα είναι το σίγουρο. Πως πάντα ο άνθρωπος συμβιώνει με τον «παράλληλο» κόσμο των ξωτικών . Αν έχει τα μάτια και την καρδιά του ανοιχτά θα μπορέσει να τον γνωρίσει .